21 Μαρτίου 2018

Ποιος είναι πραγματικά «οφσάιντ»;

Συγκλονίστηκε λέει το πανελλήνιο με το θέαμα του Ιβάν Σαββίδη να εφορμά στο γήπεδο με το πιστόλι στη ζώνη του. Μέρες τώρα το σύνολο των ΜΜΕ έχουν σε πρώτο πλάνο άρθρα και ρεπορτάζ με το θέμα, ενώ έως και οι ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων πήραν θέση για το «πρωτοφανές» γεγονός.

Πρωτοφανές; Όχι και τόσο. Οι παλιότεροι θα θυμούνται τον «καπετάνιο» (Γ. Βαρδινογιάννη) να εφορμά στο γήπεδο με το πιστόλι στο χέρι.

Η ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι γεμάτη από παρόμοια ή και ακόμη χειρότερα στην ουσία τους περιστατικά. Κανένα ωστόσο δεν πήρε διάσταση σαν τις σημερινές ενώ ορισμένα «θάβονταν» συστηματικά από την «ανεξάρτητη δημοσιογραφία» και τις «αρμόδιες αρχές». Ναι, αλλά τώρα εκτεθήκαμε διεθνώς καθώς ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο η εικόνα του μαινόμενου προέδρου να εφορμά με το πιστόλι στη ζώνη του. Και με τι θέλατε δηλαδή να εφορμήσει επιχειρηματίας άνθρωπος; Με τον σταυρό στο χέρι; Άσε δηλαδή που με τον σταυρό και εν ονόματί του έχουν στηθεί άπειρες επικερδείς επιχειρήσεις και έχουν συντελεστεί άλλα τόσα εγκλήματα ανά τους αιώνες.

Το πραγματικό ζήτημα

Ας τα βάλουμε όμως σε μια σειρά. Το πρώτο που «εισαγωγικά» θα ‘χα να πω είναι πως το ζήτημα που άνοιξε είναι πολύ ευρύτερο από το αν το γκολ του ΠΑΟΚ ήταν έγκυρο ή οφσάιντ ή το θέαμα Σαββίδη. Μέσα στο ποδόσφαιρο και μέσω του ποδοσφαίρου παίζονται και πολλά άλλα παιχνίδια και όχι μόνο στη χώρα μας.

Για το πώς έχει το ζήτημα σε διεθνή κλίμακα δεν θα αναφερθώ γιατί θα με πήγαινε μακριά. Σημειώνω μόνο πως UEFA-FIFA (που επιλήφθηκαν λέει του θέματος) βαρύνονται με σκάνδαλα και αμαρτίες ων ουκ έστι αριθμός. Βοά λ.χ. ο ποδοσφαιρικός κόσμος για το «πώς του ήρθε» να αναθέσουν το μουντιάλ του 2022 στο …Κατάρ. Ας περιορισθώ συνεπώς στο πώς έχει το ζήτημα εγχωρίως.

Η πραγματική «εισβολή»

Στη χώρα μας είχαμε τις τελευταίες δεκαετίες την «εισβολή» επιχειρηματιών (και «επιχειρηματιών») στον χώρο του ποδοσφαίρου (και παλιότερα αναλάβαιναν ρόλους διάφοροι επιφανείς αλλά κυρίως για λόγους πρεστίζ).

Μπορούμε να τους διακρίνουμε -χοντρικά- σε τρεις κατηγορίες.

Η πρώτη και η πιο σημαντική αυτή που αποτελούνταν από «σοβαρούς» επιχειρηματίες. Ο Βαρδινογιάννης, ο Νταϊφάς, ο Κόκκαλης, οι αδερφοί Γιαννακόπουλοι (στο μπάσκετ), ο Μελισσανίδης, ο Μαρινάκης κ.ά. Αυτοί κατά βάσιν «βάζανε λεφτά» στις ομάδες που αναλάμβαναν. Μόνο που τα βγάζαν στο πολλαπλάσιο από «αλλού». Ο έλεγχος ενός μεγάλου συλλόγου με πλήθος οπαδών αύξαινε τις ήδη υπαρκτές δυνατότητές τους να ασκούν πίεση στις κυβερνήσεις και να παίρνουν διάφορες «δουλειές» και προμήθειες. Με αυτούς τους όρους ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους δεν ήταν απλά «ποδοσφαιρικός» αλλά είχε και άμεσο οικονομικό ενδιαφέρον και συνακόλουθα πολιτικό. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις τέτοιου είδους αντιθέσεις εκδηλώνονταν και στο «εσωτερικό» των ομάδων. Επί παραδείγματι αν ο Βγενόπουλος είχε «θυμηθεί» πιο έγκαιρα πόσο «Παναθηναϊκός» ήταν, ίσως και να μην έχανε τη σύμβαση που του έδινε το 20% του ΟΤΕ.

Στον αντίποδα (αλλά όχι ακριβώς) βρίσκεται η τρίτη κατηγορία, τα λεγόμενα «λαμόγια». Άνθρωποι του ημικόσμου ή και του υποκόσμου που αναλάβαιναν ομάδες για «να τις κάνουν μεγάλες» και στην πραγματικότητα για να τις απομυζήσουν με μέθοδες που είναι γνωστές στους ποδοσφαιρικούς κύκλους.

Στο ενδιάμεσο (η δεύτερη κατηγορία) διάφοροι μικρομεσαίοι αλά φιλόδοξοι επιχειρηματίες που ευελπιστούσαν ότι μέσω του ποδοσφαίρου θα μπορούσαν να περάσουν στην ανώτερη βαθμίδα. Μόνο που οι θέσεις σ’ αυτό το επίπεδο είναι συνήθως κατειλημμένες. Έτσι το αποτέλεσμα ήταν -κατά κανόνα- άλλοι να ισοσκελίζουν με δυσκολία τον λογαριασμό και άλλοι να ερωτοτροπούν ή και να «διολισθαίνουν» σε μέθοδες και πρακτικές της τρίτης κατηγορίας.

Ο εσμός των παρατρεχάμενων

Και από κοντά ένας ολάκερος εσμός σε πλήρη αλληλοσύνδεση. ΜΜΕ (και όχι μόνο «αθλητικά») που ανήκαν -μαζί με τους «δημοσιογράφους» τους- σε αντίστοιχους επιχειρηματίες και με βασικό ρόλο την προώθηση των συμφερόντων των αφεντικών τους (ποδοσφαιρικών, οικονομικών αλλά και πολιτικών). «Δημοσιογράφοι» που με τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο πλασάρανε ό,τι αμειβόταν καλύτερα. Μάνατζερ που σε συνεργασία με παράγοντες ομάδων πάσαραν τα λεγόμενα στην ποδοσφαιρική διάλεκτο «παλτά» χρεώνοντας τις ομάδες με υπέρογκα ποσά, δυσανάλογα με αυτά που καταβάλλονταν πραγματικά και τσεπώνονταν τη διαφορά. Μερτικό σ’ αυτή τη συναλλαγή είχαν και «δημοσιογράφοι» που σε αγαστή συνεργασία με τους προηγούμενους προβάλλανε ή «θάβανε» ποδοσφαιριστές και προπονητές.

Σύνδεσμοι «φιλάθλων» που αποτελούν τον άτυπο «στρατό» των προέδρων δια πάσαν χρήσιν. Που τα πρωτοπαλίκαρά τους μισθοδοτούνται κανονικά για να ελέγχουν και να κινούν τους άλλους για τους οποίους διατίθενται κάτι «ψιλά» (εισιτήρια δωρεάν μετακινήσεις κ.λπ.). Που χρησιμοποιούνται για να τρομοκρατούν τους «αντιπάλους» και κάποιες φορές για να «λύνουν» «εσωτερικές» διαφορές ανάμεσα σε παράγοντες της ίδιας ομάδα. Κυρίαρχη σ’ αυτούς τους χώρους η λογική του τραμπούκου και καθόλου συμπτωματικό το ότι πάνω σ’ αυτήν βρίσκουν έδαφος και ανθούν φασιστικές τάσεις και ομάδες. (Κάποιες εξαιρέσεις δεν αποτελούν παρά μειοψηφία).

Πραγματικός «σκοτωμός» γίνεται για το ποιος θα ελέγξει τα διοικητικά όργανα (ΕΠΟ κ.λπ.) και αυτά που κανονίζουν τα της διαιτησίας των αγώνων. Οι απειλές, οι εκβιασμοί, οι εξαγορές, ακόμη και η χρήση βίας βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Εδώ και ιδιαίτερα σ’ αυτό το πεδίο καθοριστική είναι η εμπλοκή και των πολιτικών δυνάμεων καθώς η κάθε μια (είτε σαν κυβέρνηση είτε σαν αντιπολίτευση) ήθελε να έχει τον έλεγχο αυτών των οργάνων.

Η διεθνής του «στοιχήματος» (ή μήπως εγκλήματος;)

Και σαν αν μην έφταναν όλα αυτά, μας προέκυψε και το «στοίχημα». Εδώ να δείτε πλέον καταστάσεις. Με δεδομένη μάλιστα την παγκόσμια διασύνδεση του «θεσμού» και το πόσο «χοντρά» είναι πλέον τα λεφτά, συμβαίνουν πράματα και θάματα. Έχουν συσταθεί πραγματικές συμμορίες που έχουν κάνει την «μεταφορά» στοιχημάτων και χρημάτων πραγματική «επιστήμη» και το «στήσιμο» αγώνων ρουτίνα. Με όλα αυτά μόνο έκπληξη δεν προκαλούν τα όσα ακούγονται για διαπλοκή του όλου πλέγματος με το πλέγμα εμπορίου όπλων, ναρκωτικών και άλλων θεάρεστων λειτουργημάτων.

Η «εισβολή» των «Ιβάν»

Σ’ αυτόν λοιπόν τον αγγελικό κόσμο εισέβαλε ο «ξένος». Ο «Ιβάν». Όχι δεν εννοώ την πρόσφατη εισβολή του Σαββίδη στο γήπεδο. Εννοώ την «εισβολή» του στην ελλαδική οικονομική, πολιτική και παρεμπιπτόντως ποδοσφαιρική πραγματικότητα. Ας πούμε λοιπόν έστω σε συντομία κάποια πράγματα γι’ αυτόν τον κύριο.

Ο Σαββίδης δεν είναι παρά ένας από τους Ρώσους ολιγάρχες όπως ονομάστηκαν, που έγιναν πάμπλουτοι εν μια νυκτί διαρπάζοντας τον πλούτο που είχαν δημιουργήσει με κόπους δεκαετιών οι λαοί της πάλαι ποτέ ΣΕ. Για τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτό αλλά και για το ποιος θα αρπάξει τα περισσότερα δεν θα πω τίποτα γιατί θα με έβγαζε σε ένα άλλο και πολύ «πονεμένο» θέμα. Όπως και να ‘χει, μέσα από μια πορεία «νομιμοποιήθηκε» η διαρπαγή και όλοι αυτοί (όσοι δεν συγκρούστηκαν με τον Πούτιν και συμμορφώθηκαν στους κανόνες που επέβαλλε) προβάλλουν πλέον σαν αξιοσέβαστοι επιχειρηματίες.

Απ’ εκεί και πέρα, ο Σαββίδης δεν αποτελεί παρά έναν εκπρόσωπο του ρώσικου κεφαλαίου και των προσπαθειών του να διεισδύσουν στη χώρα μας. Σαν έξυπνος επιχειρηματίας είδε αυτό που πριν απ’ αυτόν είχαν δει διάφοροι «δικοί μας». Πως η ανάληψη ενός σημαντικού ποδοσφαιρικού σωματείου προσέφερε μια σημαντική βάση στήριξης των επιδιώξεών του. Η πιο πρόσφορη περίπτωση ήταν αυτή του ΠΑΟΚ κυρίως λόγο μεγέθους και διαθεσιμότητας, ενώ η ποντιακή καταγωγή του Ιβάν προσέδιδε και έναν άλλο «αέρα» στο εγχείρημα.

Αντιθέσεις ευρέως φάσματος

Αυτή η εισβολή είχε σοβαρές συνέπειες και έφερε σημαντικά ταρακουνήματα σε μια σειρά πεδία. Σ’ αυτά άλλωστε βρίσκονται οι βασικές αιτίες για τις διαστάσεις της «αγανάκτησης» που έχει εκδηλωθεί και όχι τόσο για την εισβολή του Σαββίδη στο γήπεδο. Κατά πρώτον λοιπόν η -πραγματική- εισβολή Σαββίδη, δηλαδή του ρωσικού ιμπεριαλισμού έχει δυσαρεστήσει έως και εξοργίσει εκείνους που θεωρούν τη χώρα μας «δικό τους χωράφι», δηλαδή τους αμερικάνους και ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Οι προσκείμενοι συνεπώς σε αυτούς «αναλυτές» δημοσιολογούντες είδαν στα πρόσφατα γεγονότα τη χρυσή ευκαιρία να πριονίσουν τον εκπρόσωπο του ρωσικού ιμπεριαλισμού.

Κατά δεύτερο, οι ντόπιοι επιχειρηματικοί κύκλοι που ήθελαν για λογαριασμό τους τα φιλέτα που «τσίμπησε» και τσιμπάει ο Σαββίδης.

Τρίτο, οι πολιτικοί εκπρόσωποι των προηγούμενων (ΝΔ αλλά όχι μόνο) που σ’ αυτά τα γεγονότα είδαν επίσης την ευκαιρία να χτυπήσουν μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και τα συμφέροντα που εκπροσωπούν να υπηρετήσουν αλλά και να χτυπήσουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με βάση τις όποιες διασυνδέσεις της με τα συμφέροντα Σαββίδη.

Και τέταρτο, στο «καθαρά» (τρόπος του λέγειν) ποδοσφαιρικό πεδίο, η εισβολή Σαββίδη και σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, ήρθε να ταρακουνήσει την 20ετή κυριαρχία του Ολυμπιακού των Κόκκαλη-Μαρινάκη.

Πέρα από την πρόθεση της κυβέρνησης να «εξυγιάνει» το ποδόσφαιρο, αξίζουν δυο γραμμές για κάποιες «ιδιότυπες» εξελίξεις σ’ αυτό το πεδίο. Αρχικά εκδηλώθηκαν διαθέσεις συνεργασίας - συμμαχίας ανάμεσα σε Σαββίδη, Μελισσανίδη, Αλαφούζο ενάντια στο μονοπώλιο Μαρινάκη. Μόνο που δεν κράτησαν πολύ. Παρατηρήθηκε ένα είδος «αναστροφής συμμαχιών» (ρε κάτι μου θυμίζει αυτό, αλλά τι;) και η οποία μετά τα τελευταία γεγονότα εκδηλώθηκε με έναν καταιγισμό πυρών όλων ενάντια σε Σαββίδη - ΠΑΟΚ. Είπαμε να «εξυγιανθεί» το πράγμα αλλά για πάρτη μας και όχι για να μας κάτσει στο σβέρκο ο «ξένος». Όπως και να ‘χει, σ’ αυτή την πολλαπλή σύγκρουση συμφερόντων βρίσκεται το ζήτημα και οι «ποδοσφαιρικές» ρυθμίσεις που θα προωθηθούν από τα «αρμόδια όργανα», την κυβέρνηση και την «αδέκαστη» UEFA, κυρίως με βάση αυτά θα αποφασιστούν.

Η μπάλα στην εξέδρα

Καλά όλα αυτά σαν να ακούω να μονολογούν κάποιοι, αλλά για το ποδόσφαιρο, την «μπάλα», το πρωτάθλημα δεν μας είπες ακόμα τίποτα.

Λέω λοιπόν να «ενδώσω» κάπως αλλά όχι ακριβώς. Δεν πρόκειται λ.χ. να μπω στη συζήτηση για το αν το γκολ του ΠΑΟΚ ήταν έγκυρο ή οφσάιντ. Άλλωστε μέχρι και οι «καθηγητές διαιτησίας» εκφράζουν διαφορετικές απόψεις επ’ αυτού. Αν υπάρχει κάτι πιο ενδιαφέρον εδώ και για όσους ψάχνουν να βρουν το κάτι παραπάνω, αυτό βρίσκεται στο πως και το γιατί των εναλλαγών των διαιτητικών αποφάσεων.

Αρχικά κατακυρώνεται το γκολ, μετά από λίγα λεπτά ακυρώνεται ως οφσάιντ και μετά από ώρες κατακυρώνεται ξανά μανά ως έγκυρο γκολ. Η πρώτη μπορεί να κριθεί σαν σωστή ή λαθεμένη. Η δεύτερη βάζει ερώτημα ως προς το από ποιον υπαγορεύτηκε και η τρίτη είναι απλώς γελοία.

Για τη διάσταση Βορρά - Νότου

Ας έρθω όμως σ’ ένα σοβαρό ζήτημα. Στην περίφημη διάσταση Βορρά-Νότου. Για την ακρίβεια πρόκειται για διάσταση αθηναϊκού κέντρου και περιφέρειας, όπου «περιφέρεια» από ποδοσφαιρική άποψη μπορούν να θεωρηθούν και οι εκτός ΠΟΚ ομάδες του λεκανοπεδίου (ΠΟΚ: Ποδοσφαιρικοί Όμιλοι Κέντρου, ήτοι Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός και ΑΕΚ).

Αν πήρε τη συγκεκριμένη μορφή Βορρά-Νότου ή πιο συγκεκριμένα Θεσσαλονίκης - Αθήνας και πιο ειδικά ΠΑΟΚ - ομάδες του ΠΟΚ είναι για τον απλούστατο λόγο ότι ο ΠΑΟΚ υπήρξε η ομάδα που διαχρονικά έχει αμφισβητήσει περισσότερο από κάθε άλλη την κυριαρχία των ομάδων του ΠΟΚ. Η ιστορία δεν είναι σημερινή και ούτε περιορίζεται στο αθλητικό-ποδοσφαιρικό πεδίο. Όπως είναι γνωστό τοις πάσι, στο «κέντρο» είναι που παίρνονται οι αποφάσεις, όχι μόνο για το ποδόσφαιρο αλλά για όλα τα σημαντικά ζητήματα και οι οποίες κατά κανόνα είναι ευνοϊκές για το κέντρο σε σχέση με την περιφέρεια.

Το φαινόμενο μόνο ανεξήγητο δεν είναι. Έχει άμεση σχέση με την καπιταλιστική τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης. Μια τάση που στη χώρα μας έχει πάρει έως και τερατώδεις διαστάσεις. Ο μισός σχεδόν πληθυσμός της χώρας κατοικοεδρεύει στο λεκανοπέδιο. Οι έδρες των περισσότερων και μεγαλύτερων ελληνικών επιχειρήσεων βρίσκεται στο κέντρο. Το ίδιο και οι εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας. Και βεβαίως τα κέντρα αποφάσεων σε όλα τα πεδία. Για να το θέσω και κάπως διαφορετικά εκεί βρίσκονται οι έδρες της πρώτης, της δεύτερης, της τρίτης, της «τέταρτης» αλλά και της «ποδοσφαιρικής» εξουσίας.

Από μόνο του αυτό σαν δεδομένο έχει εκ των πραγμάτων το βάρος του στο κατά πού «γέρνουν» οι εκάστοτε αποφάσεις, πολύ περισσότερο που όλοι αυτοί οι παράγοντες λειτουργούν σε πλήρη διασύνδεση και σε βάση αμοιβαίων συμφερόντων και αλληλοεπηρεασμού.

Πάλι «ξέφυγες» σαν να ακούω ξανά να μου λένε κάτι «φωνές». Για το ποδόσφαιρο τι έχεις να μας πεις. Στο ποδόσφαιρο λοιπόν, αυτό που συμβαίνει είναι ανάλογο αυτών που συμβαίνουν σε όλα τα πεδία. Θα μας πήγαινε πολύ μακριά μια αναφορά στο σύνολο των εξελίξεων σ’ αυτό το πεδίο και άλλωστε ο υπογραφόμενος δεν ανήκει σ’ εκείνους που έχουν ασχοληθεί συστηματικά με αυτό. Οι αναφορές μου συνεπώς θα ‘ναι αναγκαστικά περιορισμένες.

Που παιζόταν το παιχνίδι

Αναμφίβολα οι ομάδες του ΠΟΚ ήταν διαχρονικά οι πιο ισχυρές (και όχι μόνο ποδοσφαιρικά) και από την άποψη αυτή είναι φυσικό να έχουν κερδίσει τα περισσότερα πρωταθλήματα και κύπελλα. Όχι όμως όλα απ’ όσα τελικά «κέρδισαν». Υπήρξαν αρκετά τα οποία θα μπορούσαν (και άξιζαν) να κερδίσουν και άλλες ομάδες αν οι εταίροι του ΠΟΚ είτε από κοινού είτε ο καθένας χώρια δεν φρόντιζαν με τα μέσα που διέθεταν (ΕΠΟ-διαιτησία) να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη. Μια εξέλιξη που δεν σήμαινε απλά την απώλεια ενός πρωταθλήματος ή ενός κυπέλλου, αλλά που πιθανά να δημιουργούσε προηγούμενο που επαναλαμβανόμενο θα μπορούσε να διαμορφώσει συνολικά άλλα δεδομένα.

Απ’ εκεί και πέρα και ως προς τα πιο συγκεκριμένα ενδεικτικά και μόνο μπορώ να αναφερθώ σε όσα μπορώ να ανασύρω από τη μνήμη μου και απ’ όσα κατά καιρούς έχω διαβάσει.

Το 1957 η ομάδα του Εθνικού Πειραιώς βάδιζε ακάθεκτη προς την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Μόνο που η ΕΠΟ (δηλαδή το ΠΟΚ) εντελώς αυθαίρετα αποφασίζει την τιμωρία του που του στερεί τον τίτλο.

Την ίδια δεκαετία (1950) εμφανίζεται η ωραιότερη ίσως περίπτωση στα χρονικά του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η Δόξα Δράμας και μην εκπλήσσεσθε οι νεότεροι. Μια ομάδα για την οποία ακόμη και αθλητικογράφοι του κέντρου έγραφαν πως αντί για τα ασπρόμαυρα θα ‘πρεπε να ντυθεί ολάκερη με τα άσπρα-μπλε της εθνικής ομάδας. Αν αναρωτιέστε για το πόσους τίτλους κέρδισε αυτή η ομάδα, η απάντηση είναι κανέναν.

Στη δεκαετία του 1970 ο ΠΑΟΚ του Κούδα ήταν η μακράν καλύτερη ελληνική ποδόσφαιρου ομάδα. Μόνο που στα γήπεδα εκτός από τους ποδοσφαιριστές «παίζαν» και οι διαιτητές. Έτσι η ομάδα του ΠΑΟΚ πήρε μόλις ένα πρωτάθλημα.

Ανάλογη μεταχείριση είχαν και ο Ηρακλής του Χατζηπαναγή, ο Αρης και άλλες ομάδες. Είχαμε και την Λάρισα. Την μόνη επαρχιακή ομάδα που πήρε πρωτάθλημα (1987-1988). Αν το κατόρθωσε το όφειλε αφενός στην αναμφισβήτητη ποδοσφαιρική της αξία και αφετέρου στο ότι οι Λαρισαίοι είχαν το πλεονέκτημα να μπορούν να κόψουν στα δυο τη βασική οδική αρτηρία της χώρας όταν πήγαν να της το στερήσουν στα χαρτιά.

Από την «παράγκα» στη «Ριζούπολη»

Το ότι οι ομάδες του ΠΟΚ δυνάστευαν από κοινού τις άλλες ομάδες δεν σήμαινε ότι και μεταξύ τους δεν υπήρχε ανταγωνισμός. Ένας ανταγωνισμός που γινόταν όλο και οξύτερος ενόσω μεγεθύνονταν τα συμφέροντα (οι «δουλειές») που συγκρούονταν. Κάπως έτσι μας προέκυψε η διαβόητη «παράγκα» μέσω της οποίας κυριάρχησε ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός γνώρισε τη «μαύρη του δεκαετία». Μέχρι που εμφανίστηκε ο Κόκκαλης. Σαν ικανός επιχειρηματίας σύντομα κατάλαβε ότι όσους καλούς ποδοσφαιριστές και αν αγόραζε δεν επρόκειτο να δει «προκοπή» αν δεν μεριμνούσε και για τους άλλους όρους του «παιχνιδιού». Και μερίμνησε. Και μάλιστα τόσο επιτυχώς που τα πρωταθλήματα άρχισαν να «κερδίζονται» το ένα μετά το άλλο. Δεν είχε πλέον καμιά σημασία αν ο Παναθηναϊκός ή η ΑΕΚ ήταν αυτές που άξιζαν να πάρουν το πρωτάθλημα κάποιες φορές.

Όσο για τα μέσα που χρησιμοποιούνταν χαρακτηριστική η περίπτωση της «Ριζούπολης» το 2003. Ας σημειωθεί ότι οι ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού αποτελούσαν τον κορμό της Εθνικής που κατάκτησε το EURO το 2004. Μόνο που εγχωρίως το «παιχνίδι» παιζόταν αλλιώς. Έτσι σε συνθήκες κόλασης και στη δημιουργία των οποίων είχε πρωτοστατήσει ο ίδιος ο Κόκκαλης, καταπτοημένοι οι ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού χάσανε με «κάτω τα χέρια» τον αγώνα.

Η ιστορία αυτή, με μικρές παρενθέσεις συνεχίστηκε για όλο το επόμενο διάστημα καθώς τον Κόκκαλη διαδέχτηκε ο Μαρινάκης. Σε σχέση μ’ αυτό να σημειωθούν δύο πράγματα. Πρώτον, η μεγάλη αύξηση των εσόδων από τη συμμετοχή στο Champions League που έδινε τη δυνατότητα στον «μόνιμο πρωταθλητή» Ολυμπιακό να κάνει μεταγραφές αξιόλογων ποδοσφαιριστών. Δεύτερο, η μακροχρόνια κυριαρχία του Ολυμπιακού και σε συνδυασμό με ιδιαίτερα δικά τους προβλήματα οδήγησε σε κρίση τους δύο βασικούς ανταγωνιστές του Παναθηναϊκό και ΑΕΚ. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί πραγματική πλέον απόσταση ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τις άλλες ομάδες.
Μέχρι που εμφανίστηκε ο Σαββίδης, επανεμφανίστηκε ο Μελισσανίδης και από κοντά πήρε θέση στη φωτογραφία και ο Αλαφούζος. Η συνέχεια λίγο πολύ γνωστή.

Το μέλλον έχει δρόμο ακόμη

Η αντίθεση λοιπόν κέντρου-περιφέρειας (Βορρά-Νότου) έχει πίσω της μια μακριά ιστορία. Η δυσαρέσκεια συνεπώς και η οργή ενός κόσμου απέναντι στο «αθηναϊκό κέντρο» και εξηγήσιμη είναι και δικαιολογημένη. Τίθεται σε σχέση μ’ αυτό ένα ερώτημα.

Εξηγεί ή και δικαιολογεί αυτός ο «θυμός» τα εκτεταμένα φαινόμενα βίας στα γήπεδα ή και των -κατευθυνόμενων- τραμπουκισμών;

Όχι καθόλου. Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει και για λόγους που ως ένα βαθμό αναφέρθηκαν, είναι ότι το αίσθημα αδικίας και ο υπαρκτός θυμός ενός κόσμου χρησιμοποιείται σαν το έδαφος πάνω στο οποίο κινούνται διάφοροι επιτήδειοι. Σαν το άλλοθι για ενέργειες που υπηρετούν σε τελευταία ανάλυση αυτό το οποίο υποτίθεται αντιπαλεύουν.

Ακόμη και σε σχέση με όλα αυτά, διατυπώνονται απόψεις που θεωρούν πως αυτός ο «θυμός» μπολιάζεται και με στοιχεία κοινωνικής και πολιτικής προέλευσης και χαρακτήρα. Δεν θα μπω σ’ αυτή τη συζήτηση. Σημειώνω μόνο πως η «προβολή» των κοινωνικοπολιτικών δεδομένων πάνω στα ποδοσφαιρικά δρώμενα ή αντίστροφα ο μετασχηματισμός των ποδοσφαιρικών αντιδράσεων σε κοινωνικοπολιτικές ακολουθούν τις δικές τους περίπλοκες διαδρομές που δεν επιτρέπουν εύκολες προσεγγίσεις.

Όπως και να ‘χει, οι κοινωνικές αδικίες (με έναν τρόπο και ως ένα βαθμό και οι «ποδοσφαιρικές») έχουν άλλους δρόμους αντιμετώπισης αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

Υ.Γ.: Και για να ελαφρύνουμε λίγο την ατμόσφαιρα, ένα κουΐζ για τους επιμένοντες ποδοσφαιρικά. Ποια νομίζετε πως ήταν η μεταγραφή που έπαιξε τον πιο καθοριστικό ρόλο στα τεκταινόμενα του ελληνικού ποδοσφαίρου; (παρακαλούνται οι σ. που τους έχω πει την απάντηση να αυτο-εξαιρεθούν).

Β. Βαλκάνιος

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Έτσι όπως τίθεται το κουίζ θα έλεγα ο Ντέταρι.
Α.Ι

Ανώνυμος είπε...

ο κούδας