13 Φεβρουαρίου 2019

Συνταγματική αναθεώρηση: «Σκυλοκαβγάδες» σε φόντο αντιλαϊκής θωράκισης

Ξεκίνησε από τη 14η Νοέμβρη και συνεχίζεται αυτές τις μέρες η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση στη Βουλή. Με την πρόταση για αναθεώρηση είκοσι τριών συνταγματικών άρθρων, ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι στοχεύει στην «πλήρη επαναθεμελίωση του πολιτεύματος σε δημοκρατικότερη και προοδευτική βάση» κόντρα στους «κινδύνους που επιφυλάσσει η ανεξέλεγκτη κυριαρχία των αγορών». Πρόκειται, άραγε, για τέτοια τομή;

Σίγουρα όχι. Ούτε βέβαια εκκινούν από «ατολμία για πρόοδο» οι ενστάσεις της αντιπολίτευσης. Λόγοι τόσο προεκλογικοί όσο και αντιπερισπασμού του μοναδικού θύματος, του λαού, καλύπτουν την κοινή στόχευση των αστικών κομμάτων: να θωρακιστεί συνταγματικά το σύστημα, να εξασφαλίζονται, όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα, η κυβερνητική σταθερότητα και η προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής.


Ανάδειξη και καθήκοντα του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ)

Η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ αρχικά τροποποιεί τον τρόπο ανάδειξης του ΠτΔ. Στην περίπτωση που στην τρίτη προβλεπόμενη ψηφοφορία δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων, προτείνει, αντί της διάλυσης της Βουλής, να γίνονται επαναληπτικές ψηφοφορίες ανά μήνα με όριο τη συμπλήρωση εξαμήνου. Αν αυτές παρέλθουν άπρακτες, τότε ο ΠτΔ «εκλέγεται μεταξύ των δύο προσώπων που πλειοψήφησαν στην τελευταία ψηφοφορία, με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα».

Έπειτα, αναβαθμίζονται οι αρμοδιότητες του. Αυτός δύναται μεταξύ άλλων να συγκαλέσει συμβούλιο πολιτικών αρχηγών, να παραπέμψει ψηφισμένο νόμο για αντισυνταγματικότητα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, να προεδρεύσει στο υπουργικό συμβούλιο, να προκηρύξει δημοψήφισμα (για ζήτημα «εκτός από τα δημοσιονομικά») , να διορίζει μέρος της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων και των μελών των ανεξάρτητων αρχών.

Οι προτεινόμενες αλλαγές ενισχύουν πράγματι τον ρόλο του ΠτΔ, στην κατεύθυνση συγκέντρωσης των εξουσιών προς όφελος της εκτελεστικής εξουσίας. Μπορεί, λοιπόν, ο ρόλος του ΠτΔ στο ελληνικό πολίτευμα (προεδρευόμενη και όχι προεδρική κοινοβουλευτική δημοκρατία) να είναι κατά βάση τυπικός και συμβολικός. Ωστόσο, η ρευστότητα που χαρακτηρίζει το αστικό πολιτικό σκηνικό και το ενδεχόμενο μελλοντικού κλυδωνισμού της «κυρίαρχης Βουλής» επιτάσσουν την κατοχύρωση δικλείδων ασφαλείας: προωθείται η συνέχιση της λειτουργίας της αντί της πολιτικής κρίσης από τη διάλυσή της.

Πρωθυπουργός και αναλογικό σύστημα

Στο άρθρο 37 προτείνεται ως Πρωθυπουργός να διορίζεται μόνο πρόσωπο που κατέχει τη βουλευτική ιδιότητα, με την εξαίρεση της περίπτωσης που μέσω των διερευνητικών εντολών δεν δύναται να σχηματιστεί κυβέρνηση. Στο άρθρο 38, η απόσυρση εμπιστοσύνης της Βουλής από την κυβέρνηση προτείνεται να είναι δυνατή μόνον εάν με την ίδια απόφαση προτείνεται προς διορισμό νέος Πρωθυπουργός. Στο άρθρο 54, η κυβέρνηση επιχειρεί να κατοχυρώσει συνταγματικά το αναλογικό εκλογικό σύστημα.

Με τις αλλαγές αυτές, ο ΣΥΡΙΖΑ εμπλουτίζει το οπλοστάσιο διατάξεων που θεμελιώνουν την πολιτική σταθερότητα. Ο πρωθυπουργός θα τυγχάνει της λαϊκής αποδοχής και με τη συνταγματική βούλα. Όταν δεν το κάνει πια (πρόταση δυσπιστίας), θα υπάρχει ορισμένη εναλλακτική πρόταση προς αντικατάστασή του. Κι αν τελικά πάμε σε εκλογές, θα είναι κατοχυρωμένο το αναλογικό σύστημα, με επιτρεπτές βέβαια αποκλίσεις μέχρι 10% από το εκλογικό αποτέλεσμα.

Ο Τσίπρας, που εξελέγη δύο φορές πρωθυπουργός με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής και το μπόνους των πενήντα εδρών, προτείνει απλή αναλογική. Γνωρίζει ότι έτσι διευκολύνει τη δημιουργία συγκυβερνήσεων με –ένα ή περισσότερα- μικρότερα σε δύναμη κόμματα. Όμως, δεδομένου ότι έχει πληγεί σοβαρά η προοπτική αυτοδύναμης κυβέρνησης, προσέχει για να έχει! Επιχειρεί, μεν, να κατοχυρώσει διάδοχη κυβερνητική λύση, προερχόμενη μάλιστα «από τα κάτω» και όχι βασισμένη σε εναλλακτικές «δοτών» τύπου Παπαδήμου. Ορίζει, δε, περιθώριο απόκλισης για να αποτρέψει την ακυβερνησία.

Θεσμοί «άμεσης δημοκρατίας»

Πολύς λόγος γίνεται για τη «φωνή» που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ στον λαό. Για να δούμε.

Πρώτον, παραχωρεί δικαίωμα πρότασης νόμου στους πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα, με τη συγκέντρωση 100.000 υπογραφών. Δεύτερον, προτείνει τη δυνατότητα προκήρυξης δημοψηφίσματος: α) μετά από αίτηση 500.000 πολιτών που έχουν το εκλογικό δικαίωμα όταν πρόκειται για κρίσιμα εθνικά θέματα, β) μετά από αίτηση 1.000.000 πολιτών για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα («εκτός από τα δημοσιονομικά»). Τρίτον, προβλέπει τοπικά δημοψηφίσματα. Τέταρτον, προτείνεται αλλαγή στο άρθρο 28, ώστε με δημοψήφισμα να γίνεται η κύρωση συμφωνίας ή συνθήκης με άλλα κράτη εάν προβλέπει μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων του κράτους, αφού πρώτα εγκριθεί από τα τρία πέμπτα των βουλευτών.

Ένα βασικό «πρόβλημα» με τις παραπάνω δυνατότητες έχει να κάνει με την… πραγμάτωσή τους. Για παράδειγμα, θα επιτραπεί, πώς και για ποιο θέμα, να παρθούν αποφάσεις από τα κάτω ή πώς είναι δυνατόν κάθε διεθνής συνθήκη να κυρώνεται με δημοψήφισμα; Μάλλον οι εν λόγω τροποποιήσεις κυρίως υφαίνουν τον μανδύα προοδευτικότητας του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος άλλωστε απέδειξε πόσο υπολογίζει τη «λαϊκή βούληση» στο δημοψήφισμα του 2015, όταν αφενός έθεσε ερώτημα – δίκοπο μαχαίρι, αφετέρου έκανε το ΟΧΙ ΝΑΙ σε μία μέρα.

Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργεί την αυταπάτη στον αποσυγκροτημένο λαό, ότι πλέον μπορεί να συμμετέχει και όχι να παρακολουθεί τα απανωτά «ναι σε όλα» ενώ δίνει αέρα στα πανιά της προσηλωμένης στην κάλπη ρεφορμιστικής αριστεράς. Στον έστω ελαφρά ενισχυμένο ρόλο του ΠτΔ, του τάχα αντικειμενικού, αμερόληπτου και υπεράνω μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων Αρχηγού του κράτους, που καλείται να αναλάβει δράση όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, έρχεται να προστεθεί η «λαϊκή πρωτοβουλία». Ποιοι αγώνες και απεργίες; Δημοψηφίσματα και προτάσεις νόμου, ακόμα και για τα σπουδαία ζητήματα κυριαρχικών αρμοδιοτήτων. Ναι, αυτών που παραχωρεί από την ίδρυσή του το ελληνικό κράτος.

Εξ ου και δεν λείπουν οι εξαιρέσεις:

1. Σχετικά με τα δημοψηφίσματα, «σε περίπτωση αμφισβήτησης ως προς το αν η αίτηση δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία αφορά κρίσιμο εθνικό θέμα ή νομοσχέδιο που ορίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα αποφαίνεται η Βουλή με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών», δηλαδή αυτοαναιρείται κάθε διακήρυξη περί λαϊκής αυτενέργειας.

2. Σχετικά με το άρθρο 28, «Η μεταβίβαση των ως άνω αρμοδιοτήτων δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση να είναι ανέκκλητη, με εξαίρεση αυτές που μεταβιβάζονται προς την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου». Ή αλλιώς, είπαμε «άμεση δημοκρατία» αλλά όλα κι όλα, η εξάρτηση εξάρτηση!

Ευθύνη υπουργών και βουλευτική ασυλία – Ενίσχυση ελεγκτικών και δικαστικών θεσμών

Η πρόταση για τον νόμο περί ευθύνης υπουργών (άρθρο 86) προβλέπει την κατάργηση της αποσβεστικής περιόδου των δύο κοινοβουλευτικών συνόδων για την άσκηση δίωξης για ποινικό αδίκημα σε πρόσωπο που διετέλεσε μέλος κυβέρνησης, ενώ προβλέπει δίωξη και «επ’ ευκαιρία» των υπουργικών καθηκόντων πέραν του «κατά την άσκηση» αυτών. Συγχρόνως, καταργείται η βουλευτική ασυλία (άρθρο 62) ενώ για τη βουλευτική θητεία ορίζεται «ταβάνι» τριών βουλευτικών περιόδων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχει δείξει με τους δολοφόνους Χρυσαυγίτες αλλά και με τη στάση του απέναντι σε μια σειρά διεφθαρμένα στελέχη των ΝΔ- ΠΑΣΟΚ, δεν θέλει να ξεμπερδέψει με το «παλιό». Στρώνει τον δρόμο στις φασιστικές πρακτικές, επιδιώκει να εδραιωθεί στο σύγχρονο πολιτικό σκηνικό, δήθεν «σε αντιπαράθεση» με τους βασικούς αστικούς πυλώνες (ΝΔ- ΠΑΣΟΚ), ώστε να στήσει συμμαχίες στο κράτος και την οικονομία. Αν σε αυτή τη διαδικασία, χρειαστεί να «κάψει» ένα πρόσωπο, για να χτυπήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους και να εγκλωβίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, θα το κάνει.

Πολλώ δε μάλλον αν χαίρει της επίφασης δικαιοσύνης και διαφάνειας που του παρέχει το όλο πλέγμα δράσης των ελεγκτικών και δικαστικών θεσμών.

Έτσι, στην ίδια πρόταση περί «ενίσχυσης του κράτους δικαίου», διευκολύνει τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών και τον έλεγχο των ανεξάρτητων αρχών. Σκοπός του είναι, όταν αδυνατίζει η λειτουργία του κοινοβουλίου, να εκτονώνονται οι εντάσεις και να απομακρύνεται το εκλογικό σενάριο. Συγχρόνως, εξετάζει τη συγκρότηση «Συνταγματικού Δικαστηρίου». Ουσιαστικά διερευνά τα οφέλη από τη λειτουργία του, όταν δεν αποδίδουν τα μέσα άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου (πρόταση δυσπιστίας, σύσταση εξεταστικών επιτροπών κ.ά.): θα συμβάλλει το νέο αυτό δικαστήριο στην σταθεροποίηση και την παγίωση της αντιλαϊκής επιδρομής, με πιο αναβαθμισμένο τρόπο και ισχύ από ότι μέχρι τώρα κάνουν οι αποφάσεις του ΣτΕ και του ΑΕΔ;

Κατοχύρωση της «θρησκευτικής ουδετερότητας»

Στο άρθρο που αφορά στην επικρατούσα θρησκεία στη χώρα μας, ο ΣΥΡΙΖΑ αποσαφηνίζει με προσθήκη ότι η «ελληνική πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη». Προτείνει, παράλληλα, να καταστεί κανόνας ο πολιτικός όρκος των κρατικών αξιωματούχων και δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων. Στην αιτιολογική έκθεσή του, δε, τονίζει ότι «ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας». Και κάπως έτσι πάει περίπατο ο «αστικός εκσυγχρονισμός»…

Αποκαλυπτική εδώ φυσικά είναι η συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου για τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας. Μεταξύ άλλων, αυτή προβλέπει επιχορήγηση στην εκκλησία για τις αμοιβές των κληρικών, τη δημιουργία ταμείου αξιοποίησης εκκλησιαστικής περιουσίας, με το κράτος να παραιτείται αυτοδίκαια από κάθε διεκδίκηση περιουσιακού στοιχείου, τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας από συμβούλιο αποτελούμενο από μέλη κυβέρνησης και εκκλησίας.

Κανένας θεσμικός διαχωρισμός, λοιπόν! Η εκκλησία συμβάλλει τα μέγιστα στην εμπέδωση της αστικής κυριαρχίας στον ελληνικό λαό και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μειωθεί η δυνατότητά της αυτή τώρα. Το αντίθετο. Για άλλη μια φορά, αξιοποιείται στα πλαίσια της προσπάθειας του ΣΥΡΙΖΑ να συνδεθεί πιο στέρεα στο πολιτικό σκηνικό αλλά και να προσεταιριστεί πιο συντηρητικές μερίδες κόσμου.

Κοινωνικά δικαιώματα

Η αλήθεια είναι ότι τα συνταγματικά κοινωνικά δικαιώματα αποκτούν –ή όχι- «υπόσταση» με τη νομοθετική εξειδίκευσή τους. Για παράδειγμα, το δικαίωμα στην εργασία που «προστατεύεται από το κράτος» βάσει άρθρου 22Σ, δεν θίγεται καθόλου κατά την αστική δικαιοσύνη από την ανεργία, την υποαπασχόληση και την απληρωσιά που προωθεί μια σειρά αντιδραστικών νόμων. Ωστόσο, όταν δεν είναι απλά υποκριτικές, είναι αδιαμφισβήτητα ενδεικτικές νομοθετικών προθέσεων οι ρηξικέλευθες τάχα διατυπώσεις της πρότασης ΣΥΡΙΖΑ στα άρθρα 21, 22 και στο νέο 17Α του Συντάγματος. Συγκεκριμένα:

- Για το άρθρο 21, προτείνεται: «Το κράτος […] μεριμνά για την άρση των κοινωνικών και άλλων ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη». Τη στιγμή που απλώνεται η φτώχεια στη χώρα, δίνονται εγγυήσεις για εξασφάλιση στέγης, καθολική δωρεάν πρόσβαση σε αποτελεσματικές υπηρεσίες υγείας και «αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για όλους»…

- Στο άρθρο 22 ορίζεται: «Ειδικότεροι όροι εργασίας και ο ελάχιστος μισθός ρυθμίζονται με συλλογικές συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται με ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με διαιτητικές αποφάσεις που εξομοιώνονται πλήρως με συλλογικές συμβάσεις». Πρώτα ο ΣΥΡΙΖΑ χτυπάει με νόμο το συνδικαλιστικό δικαίωμα και την απεργία, έπειτα ανέξοδα τα καθιερώνει συνταγματικά. Για την κοινωνική ασφάλιση, ενώ εφαρμόζεται το αντιασφαλιστικό τερατούργημά του, σημειώνει ότι «το κράτος υποχρεώνεται να εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία έναντι όλων των ασφαλιστικών κινδύνων μέσω ενός ενιαίου συστήματος καθολικής κάλυψης». Με τη «διευκρίνιση» που «σφραγίζει» όλες τις αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις, ότι αυτό γίνεται «βάσει των αρχών της αλληλεγγύης και της ανταποδοτικότητας» (Μέχρι σήμερα από τις δύο μόνο η αλληλεγγύη θεωρείται συνταγματικού επιπέδου αρχή).

- Στο άρθρο 17Α διακηρύσσεται πως «καθένας υποχρεούται να σέβεται τη δημόσια περιουσία», ενώ η «εκποίηση της δημόσιας περιουσίας επιτρέπεται για δημόσια ωφέλεια […]». Περαιτέρω, η κατά την κυβερνητική προπαγάνδα «προστασία των κοινωνικών αγαθών του νερού και του ηλεκτρισμού» αφορά στον «δημόσιο έλεγχό» τους. Όμως, ο δημόσιος έλεγχος συνιστά κρατική εποπτεία, δεν αποκλείει την ιδιωτικοποίηση. Οι σχετικές επιταγές του ξένου κεφαλαίου, τα ξεπουλήματα του ΣΥΡΙΖΑ και ο όρος περί «προϋποθέσεων εκποίησης» υπογραμμίζουν τη διαπίστωση αυτή.

Τελευταίο σημείο που πρέπει να σχολιαστεί είναι η ανάθεση δοτών αρμοδιοτήτων από το κράτος στους ΟΤΑ (άρθρο 102), με χορήγηση των αντίστοιχων οικονομικών πόρων. Με αυτόν τον τρόπο, οι Δήμοι θα υποχρεωθούν σε ευθεία εφαρμογή των μέτρων της κεντρικής κυβέρνησης, με σοβαρή ενδεχόμενη συνέπεια και το αντίστοιχο χαράτσωμα των δημοτών.

Να τονίσουμε ότι η σύμπνοια του πολιτικού κατεστημένου σχετικά με την αναθεώρηση, αποδεικνύεται από τις κοινές με τον ΣΥΡΙΖΑ προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Μητσοτάκης, ομοίως προσδοκώντας στην οικονομική και πολιτική σταθερότητα –υπό τα δικά του σκήπτρα εξουσίας- προτείνει την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής, κ.ά.

Αξιοσημείωτες εδώ οι εξής «διαφορετικές» προτάσεις του: η αναθεώρηση του άρθρου 16 για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και η συνταγματική κατοχύρωση της διαδικασίας της «αξιολόγησης». Σχετικά με την πρώτη, το γεγονός ότι μια σειρά βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (και όλα τα άλλα αστικά κόμματα) τη θεωρούν αναγκαία –και ο Τσίπρας τους καλεί να ψηφίσουν «κατά συνείδηση»- δρομολογεί σε νέα βάση το χτύπημα στη δημόσια και δωρεάν παιδεία, που ξεσήκωσε πριν περίπου δέκα χρόνια τη νεολαία. Όσον αφορά τη δεύτερη πρόταση, η απαγόρευση, με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας με το Δημόσιο από ορισμένου σε αορίστου χρόνου, και τα πάνω από δεκαπέντε χρόνια χτυπήματος στη μονιμότητα που ακολούθησαν, άνοιξαν την όρεξη του κεφαλαίου για συνταγματική θεσμοθέτηση της αξιολόγησης. Μένει να δούμε αν οι δύο αυτές προτάσεις θα εγκριθούν ή αν θα αξιοποιηθεί η συζήτηση περί «υπερώριμων αιτημάτων της κοινωνίας» προς διαμόρφωση συνειδήσεων και μελλοντικές παρεμβάσεις.

Εν ολίγοις, το ντόπιο κεφάλαιο, με τις προτάσεις που κάνει μέσω ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει να έχει πάρει το μάθημα του. Έχει βγάλει πολύτιμα συμπεράσματα από τα προηγούμενα χρόνια μνημονιακής πολιτικής. Γνωρίζει ότι η στρατηγική κατεδάφισης δικαιωμάτων αιώνων απαιτεί συνταγματικές εγγυήσεις και δεν αφήνει περιθώρια στραπατσαρίσματος, πολύ περισσότερο εκτεταμένου. Αφετέρου, βίωσε στο πετσί του τις δυνατότητες του λαϊκού παράγοντα όταν βγαίνει στο προσκήνιο. Οι λαϊκοί αγώνες και το `10-`12 καθόρισαν την πολιτική του εκπροσώπηση, έπληξαν ανεπανόρθωτα τα ποσοστά ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, το οδήγησαν (με τις αναπόφευκτες καθυστερήσεις) σε λύσεις τύπου ΣΥΡΙΖΑ και άλλων αντιδραστικών κομμάτων- εφεδρειών (ΛΑΟΣ, ΔΗΜΑΡ, ΑΝΕΛ, ΠΟΤΑΜΙ, κ.α.).

Ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν τις επόμενες εκλογές και μετά την «έξοδο από τα μνημόνια», συνεχίζει, στα πλαίσια της συνταγματικής αναθεώρησης, να οικοδομεί το αριστερό προφίλ του. Υιοθετεί τάχα πάγια αιτήματα της Αριστεράς, κατοχυρώνει τα κεκτημένα δικαιώματα, εξυψώνει τη γνώμη του λαού, τη δικαιοσύνη και τη διαφάνεια. «Κρίμα» που η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη. Και δείχνει ότι και αυτή η συνταγματική αναθεώρηση πασχίζει να ποδοπατήσει τις λαϊκές ελευθερίες, αναδιοργανώνοντας τη λειτουργία του πολιτεύματος και των θεσμών σε αντιδραστική κατεύθυνση. Ευθυγραμμίζεται, συνεπώς, με τις σύγχρονες, ακόμα πιο ληστρικές ανάγκες ξένου και ντόπιου κεφαλαίου και φυσικά με την απαίτηση επιβολής λαϊκής σιγής.

Προλεταριακή Σημαία

Δεν υπάρχουν σχόλια: