02 Νοεμβρίου 2020

ΗΠΑ: Σε τι θα απαντήσουν οι κάλπες της 3ης Νοεμβρίου; Είναι ο Τραμπ το κυρίως πρόβλημα;

Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 881)

Την πρώτη Τρίτη του Νοέμβρη, όπως είναι θεσμοθετημένο, γίνονται οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Στη πραγματικότητα θα ολοκληρωθούν, γιατί ήδη πάνω από 60 εκατομμύρια ψηφοφόροι είτε έχουν πάει στις κάλπες είτε έχουν ψηφίσει με επιστολή. Οι προβλέψεις θεωρούν βέβαιο ότι θα καταγραφεί το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής, ξεπερνώντας ίσως το 65% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Πράγμα που όλες οι εκτιμήσεις θεωρούν σημαντικό ατού του Μπάιντεν. Το αστάθμητο στην παραπάνω προσέγγιση είναι το αίτιο της διόγκωσης της επιστολικής ψήφου: οφείλεται σε πολιτικά κίνητρα ή στο φόβο της πανδημίας του Covid-19;

Στις πολιτείες που αναμένεται να κρίνουν και τον νικητή, αν και ο Μπάιντεν φέρεται να προηγείται, η μάχη θα δοθεί στήθος με στήθος και στη σκιά της απειλής Τραμπ να μη δεχτεί οριακό αποτέλεσμα σε βάρος του! Το σκηνικό που διαμορφώνουν οι δημοσκοπήσεις το τελευταίο διάστημα δείχνει ότι δεν υπάρχει άνετο προβάδισμα του Μπάιντεν. Και αυτό γιατί οι κομματικές συσπειρώσεις έχουν σκληρυνθεί σε τέτοιο βαθμό, που παίρνουν χαρακτηριστικά βαθύτερων διαιρέσεων. Πράγμα που αποθαρρύνει ένα μεγάλο τμήμα ενδιάμεσων και μετακινούμενων ψηφοφόρων μεταξύ των κομματικών γραμμών, που συνήθως κρίνει το αποτέλεσμα.

Γενικότερα οι προεκλογικές αντιπαραθέσεις στις ΗΠΑ δεν χαρακτηρίζονται από ουσιαστικά πολιτικά στοιχεία. Η τωρινή προεκλογική περίοδος βασικά -και αναγκαστικά- περιστράφηκε στην ανεξέλεγκτη πανδημία του κορονοϊού και στις οικονομικές συνέπειες, όπως στα κρίσιμα φυλετικά ζητήματα. Σκοπός των Δημοκρατικών δεν ήταν η ουσιαστική πολιτική αντιπαράθεση με τους Ρεπουμπλικάνους, αλλά η επένδυση στην υπαρκτή αγανάκτηση, με στόχο να τη μεταφέρουν στην κάλπη, αποτρέποντας μια δεύτερη θητεία Τραμπ.

Είναι γεγονός, στο μέτωπο των Δημοκρατικών παρατηρείται ευρεία συστράτευση κέντρων, θεσμών και προσωπικοτήτων. Χαρακτηριστική η περίπτωση Ομπάμα, που λίγες μέρες πριν τις εκλογές, στην πρώτη του δημόσια εμφάνιση, προσπάθησε να κινητοποιήσει τους νεαρούς Αφροαμερικανούς, σπάζοντας μια μακρόχρονη παράδοση στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ που θέλει οι πρώην πρόεδροι να εμφανίζονται υπερκομματικοί. Ωστόσο στο σύνολό τους αυτές οι κινήσεις αντανακλούν την αβεβαιότητα των Δημοκρατικών για το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά και την ανησυχία του επικοινωνιακού επιτελείου για το «άχρωμο προφίλ» του υποψηφίου τους.

Ακόμη και το σοκ της πανδημίας λέγεται ότι ευνοεί τη γραμμή Τραμπ «Πρώτα η Αμερική», προσφέροντας ένα ακόμη σκεπτικό για το κλείσιμο των συνόρων, τα μέτρα για το διεθνές εμπόριο και την ενίσχυση ανάλογων τέτοιων προσεγγίσεων.

Το ότι η πόλωση στη πολιτική σκηνή κορυφώνεται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση δεν αποτελεί στοιχείο που καθορίζεται μόνο από την προσωπικότητα και την επικοινωνιακή τακτική των  διεκδικητών του Λευκού Οίκου. Ωστόσο, αυτή η φορά δείχνει να είναι διαφορετική με τις ακραίες εκδοχές που τείνει να πάρει, στη σκιά της απειλής του Τραμπ ότι είναι πολύ πιθανό να αμφισβητήσει το ενδεχόμενο οριακό προβάδισμα του Μπάιντεν σε Πολιτείες-κλειδιά για τη διαμόρφωση της πλειοψηφίας των εκλεκτόρων. Όλα αυτά αντικατοπτρίζουν μια σύνθετη πραγματικότητα και παραπέμπουν σε ουσιαστικότερες αντιθέσεις στα πλαίσια των ελίτ και των μηχανισμών εξουσίας που ελέγχουν. Ποτέ άλλοτε δεν είχε υπάρξει ταυτόχρονη αβεβαιότητα για τις εσωτερικές εξελίξεις στις ΗΠΑ, αλλά και για το μέλλον του ρόλου του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ στον κόσμο. Είναι ένα τεράστιο ζήτημα που δεν ξέρουμε πόσο μπορεί να απαντηθεί από αυτές τις κάλπες.

Ακόμα κι αν εξακολουθεί να υπάρχει συνέχεια στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, πράγμα που συνήθως αναγνωρίζεται, νέες τάσεις, που αφορούν τα βασικά κέντρα εξουσίας, διαταράζουν τις υπάρχουσες ισορροπίες. Ο Τραμπ, ένας επιχειρηματίας και όχι «πολιτικός καριέρας» και αυτοπροσδιοριζόμενος ως «αντι- συστημικός», προσφέρει ένα παράδειγμα αυτών των τάσεων, επιμένοντας -και μετά από τέσσερα χρόνια θητείας στον Λευκό Οίκο- πως η προσέγγισή του για τον κόσμο έρχεται σε αντίθεση με εκείνη όλων σχεδόν των προκατόχων του. Πράγμα που εξηγεί σε ένα βαθμό τις συνεχείς επιθέσεις των αντιπάλων του από την αρχή της θητείας του.

Στις ΗΠΑ, πέρα από το διευρυνόμενο κοινωνικό χάσμα και το γεωγραφικό προσδιορισμό ενός σταθερά αποκλίνοντος όσο και διχαστικού μοντέλου, με τις πλούσιες ακτές των δύο ωκεανών σε αντιδιαστολή με τη φτωχότερη ενδοχώρα, ο «τραμπισμός» ρίχνει τη βαριά σκιά του στην πολιτική σκηνή της χώρας. Από τότε που ανακοινώθηκε το πολιτικό σχέδιο του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική», στις αρχές της προεδρικής εκστρατείας του 2016, πολλά εξέχοντα μέλη του πολιτικού κατεστημένου προσδιόρισαν την «ατζέντα» ως έναν εγγενή και διαρκή κίνδυνο για την «εθνική ασφάλεια». Πλήθος άρθρων διαφόρων αναλυτών, από ινστιτούτα και «δεξαμενές σκέψεις», δημοσιοποιούν την ανησυχία τους για τη σταθερότητα των πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων.

Καταγράφουν ασυνήθιστους αριθμούς εν ενεργεία και αποστράτων στρατιωτικών που διορίζονται σε θέσεις που συνήθως προορίζονται για πολιτικούς ειδικούς, αναλαμβάνοντας πολιτικές ευθύνες!

Ως αποτέλεσμα, «ο σχεδιασμός της πολιτικής και η καθοδήγηση των στρατηγικών πρωτοβουλιών – που ιστορικά ήταν το πεδίο αρμοδιοτήτων πολιτικών λειτουργών – έχουν παραχωρηθεί σε ένστολους». Θεωρούν ότι «η πολιτική εξουσία επί των ενόπλων δυνάμεων έχει εξασθενήσει σε σύγκριση με το παρελθόν» και «η κυβέρνηση Τραμπ ασχολείται όλο και περισσότερο με μεθόδους που αντικατοπτρίζουν τις στρατιωτικές προτιμήσεις». «Αν δεν αποκατασταθεί ο πολιτικός έλεγχος στο στρατό, οι ΗΠΑ κινδυνεύουν να ‘’υπνοβατήσουν’’ σε ένα ραγδαία μεταλλασσόμενο διεθνές περιβάλλον»! [1]

Πολλοί στις ΗΠΑ πιστεύουν πως η αβεβαιότητα για τις πολιτικές εξελίξεις θα παραταθεί και μετεκλογικά. Και αυτό γιατί η προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής της διοίκησης Τραμπ, εάν συνεχιστεί, ακόμα και χωρίς τον Τραμπ, θα ωθήσει τις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να αναζητήσουν νέες συμμαχίες που θα κρατήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες εκτός. Ο Τραμπ, με το να αποσύρει τις ΗΠΑ από πολυμερείς συμφωνίες, αύξησε την εντροπία τής υπάρχουσας «διεθνούς τάξης» που υπηρέτησε τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό για δεκαετίες. Η συνεχιζόμενη ισχυροποίηση της Κίνας και η διάχυση της ισχύος από τα δυτικά προς τα ανατολικά, εκτός του ότι διαβρώνει τα θεμέλιά της, συμβάλλει με έναν τρόπο και στην αύξηση των εσωτερικών δυσλειτουργιών στις ΗΠΑ.

Και ενώ το προεκλογικό επιτελείο του Μπάιντεν προσπαθεί να κάνει εμφανείς τις διαφορές μεταξύ του ιδίου και του αντιπάλου του σχεδόν σε κάθε θέμα, ο ίδιος έχει επίσης δηλώσει ότι θα υιοθετήσει μερικές από τις σημαντικές αλλαγές του Τραμπ! Έχει δεσμευτεί «για μεγαλύτερο ανταγωνισμό με την Κίνα και για μια εξωτερική πολιτική που θα εστιάζει περισσότερο στη μεσαία τάξη των ΗΠΑ». Υποστηρίζει τη Συμφωνία ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά του Τραμπ, η οποία αντικατέστησε τη Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών της Βόρειας Αμερικής (North American Free Trade Agreement, NAFTA) και θα συνεχίσει την απόσυρση αμερικανών στρατιωτών από το Αφγανιστάν. Επίσης συμφωνεί και υποστηρίζει τις αναδρομικές κυρώσεις που επέβαλε ο Τραμπ για να εμποδίσει την ολοκλήρωση του αγωγού φυσικού αερίου (Nord Stream 2) από τη Ρωσία στη Γερμανία. Και γενικά η ομάδα του δείχνει να υιοθετεί την τρέχουσα «Εθνική Αμυντική Στρατηγική» (National Defense Strategy) που έχει στόχο να επαναπροσδιορίσει την αμερικανική στρατηγική ισχύ σε μια εποχή όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.

Δεν λείπουν πάντως και οι φωνές συμβιβασμού, που συμβουλεύουν τον Μπάιντεν (αν εκλεγεί) ότι… «καλά θα έκανε να χρησιμοποιήσει μερικά από αυτά που θα αφήσει πίσω του ο Τραμπ», ακόμη και από τις πολιτικές του, συμπεριλαμβανομένης μιας νέας εστίασης στα διεθνή θέματα, διαφορετικής από εκείνη που κυριαρχούσε στο σκεπτικό αυτών που χάραζαν την εξωτερική πολιτική τα προηγούμενα χρόνια. Γενικότερα οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποδεχτούν την πραγματικότητα ότι οι ανταγωνιστές και οι αντίπαλοί τους, ιδιαίτερα η Κίνα, είναι ισχυρότεροι από όσο ήταν κάποτε, αλλά η Ουάσιγκτον πρέπει να βρει τρόπους να εμποδίσει να κυριαρχήσουν στις περιφέρειές τους και να υπονομεύσει τις προσπάθειές τους να δημιουργήσουν σφαίρες επιρροής - εδαφικές, πολιτικές, οικονομικές - που να είναι αδιαπέραστες στη δική τους πρόσβαση.

Ωστόσο η επίσημα διατυπωμένη θέση της ομάδας Μπάιντεν προτάσσει την ανατροπή των προσεγγίσεων της τετραετίας Τραμπ και την επιστροφή σε μια πιο παραδοσιακή στάση. Αυτό ίσως συνεπάγεται και τη συνέχεια της πολιτικής κρίσης που θα ενισχύσει την, ήδη κυρίαρχη, αβεβαιότητα στη διεθνή σκηνή, επιταχύνοντας αποσταθεροποιητικές τάσεις με μη προβλέψιμο εύρος και διάρκεια.

 [1] CARRIE A. LEE, επίκουρη καθηγήτρια Διεθνών Σπουδών Ασφάλειας στο U.S. Air War College

ΧΒ

http://www.kkeml.gr/ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: