18 Νοεμβρίου 2022
«Αύριο δεν θα σε χαιρετήσω»
Μαριάννα Τζιαντζή*
«Ξέφυγα από τους καρχαρίες/ και γλίτωσα από τις τίγρεις./ Μ’ έφαγαν όμως οι κοριοί», λέει ο Μπρεχτ σε ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του. Κι ένας άλλος ποιητής, ο Γιώργος Σεφέρης λέει: «κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας κάνει αύριο πανιά».
Η δύναμη, η αντοχή και το μεγαλείο της ποίησης έγκειται, μεταξύ άλλων, στο ότι μας επιτρέπει κάθε φορά να δίνουμε το δικό μας νόημα σε αυτό που «ήθελε να πει ο ποιητής». Έτσι λοιπόν ζούμε στην εποχή των περίτεχνων κοριών, που δεν μας ρουφούν το αίμα αλλά μας παρακολουθούν είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία μας. Οι ψηφιακοί κοριοί δεν κλέβουν απλώς τα μυστικά και τις καθημερινές μας συνήθειες, κλέβουν και ρουφούν την ψυχή της δημοκρατίας, όσης τέλος πάντων έχει απομείνει. Και η ψυχή πολλών δεν «κάνει αύριο πανιά», έχει ήδη αποπλεύσει ή έχει μείνει στάσιμη, βαλτωμένη, μαραγκιασμένη.
Τα «λιγοστά μας λόγια»; Όχι ακριβώς. Αυτό που συχνά κυριαρχεί είναι η αυτάρεσκη, αμήχανη και πληθωρική φλυαρία μας. Μια φλυαρία που κρύβει τη μεγάλη εικόνα. Όχι μόνο την «τέχνη μας» (την όποια τέχνη μας) όπως έλεγε ο Σεφέρης, αλλά και την ίδια την ύπαρξή μας «τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της». Μόνο που σήμερα οι κάθε λογής κοριοί κατατρώγουν, αναθεωρούν, συκοφαντούν το ίδιο το πρόσωπο της Ιστορίας επιχειρώντας να την ξαναγράψουν με τρόπο που να εξυπηρετεί τα ιδιοτελή συμφέροντά τους.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έχει ανάγκη ούτε από μαλάματα ούτε από στεφάνια. Λίγα λουλούδια πάνω στα τσαλακωμένα κάγκελα της πύλης αρκούν, όπως αρκούν τα τραγούδια, τα συνθήματα της μεγάλης ή μικρής πορείας, αρκούν τα βήματα των χιλιάδων ανωνύμων. Όμως μαζί με αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι καρχαρίες και οι τίγρεις βρίσκονται πολύ κοντά μας, σε απόσταση αναπνοής. Ό,τι στα χρόνια της δικτατορίας πετύχαινε η ωμή βία, σήμερα η επιχειρηματική και πολιτική εξουσία επιχειρεί να το πετύχει (και σε ένα βαθμό το πετυχαίνει) με την εργασιακή βία, με τον αληθινό και τον κοινωνικό πόλεμο, με την τρομοκρατία της επιβίωσης. Από το κλασικό «καμία δουλειά δεν είναι ντροπή» φτάσαμε στο άγραφο δόγμα «κανένας εξευτελισμός δεν είναι ντροπή προκειμένου να έχουμε δουλειά, έστω και προσωρινή».
Ένα μικρό, διαφωτιστικό πιστεύω, περιστατικό. Παραμονή της απεργίας της 9ης Νοεμβρίου, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, μια συμβασιούχος σχολική καθαρίστρια, μεσόκοπη, κακοπληρωμένη και ταλαιπωρημένη, πλησιάζει μια νεαρή κομμουνίστρια δασκάλα, γνωστή για τη συνδικαλιστική δράση της. Με σιγανή φωνή κι ενώ δεν είναι κανένας άλλος μπροστά, της λέει: «Αύριο στη συγκέντρωση» –την απεργιακή συγκέντρωση στην οποία καλούσε το τοπικό Εργατικό Κέντρο– «δεν θα σε χαιρετήσω, δεν θα σου μιλήσω. Καταλαβαίνεις, μη με παρεξηγήσεις». Δηλαδή, όπως στα ζόρικα μετεμφυλιακά χρόνια πολλοί δεν κοίταζαν στα μάτια τους κομμουνιστές, κι ας ήταν παλιοί τους φίλοι, έτσι και τώρα μια εργαζόμενη του αέρα (των λίγων μηνών) δεν τολμά ούτε να μιλήσει δημόσια ούτε καν να χαμογελάσει σε μια γυναίκα «αλλιώτικη» την οποία κατά τα άλλα ίσως θαυμάζει κι εκτιμά. (Ίσως όμως και να σκέφτεται «τι ανάγκη έχεις εσύ, δημόσιος υπάλληλος είσαι».) Κάτι ανάλογο συνέβαινε στα χρόνια της δικτατορίας, όταν ο κομμουνιστής, με τα μέτρα φιλελευθεροποίησης του ’73, που επέστρεφε από την εξορία έκανε βόλτα στην κεντρική πλατεία της μικρής πόλης και οι παλιοί του φίλοι άλλαζαν πεζοδρόμιο, να μη διασταυρωθούν με ένα επικίνδυνο άτομο, να μη χαρακτηριστούν.
Πόσο υπερτιμούμε την εκτόνωση, την πληθωρική έκφραση της γνώμης μας στα social media, και ταυτόχρονα αγνοούμε, υποτιμούμε, προσπερνάμε τις εκφράσεις του φόβου και της υποταγής στην καθημερινή ζωή, στην πραγματική κοινωνία. Μέσα σ’ αυτό το ύπουλα τοξικό περιβάλλον, οι κοριοί ευδοκιμούν, όπως ευδοκιμούν και τα μαλάματα με τα οποία κάποιοι στολίζουν, εξωραϊζουν τον εαυτό τους.
Οι τίγρεις είναι εδώ και η παγκόσμια εργατική τάξη, οι φτωχοί όλου του κόσμου γίνονται το θήραμά τους. Στο σκληρό πεδίο της εργασίας και του αγώνα για μια «δίκαιη ειρήνη» θα γεννηθούν, αν γεννηθούν, τα νέα Πολυτεχνεία. Μορφή της ταξικής πάλης με τις τίγρεις του πολέμου και της εκμετάλλευσης είναι κι αυτό το χαμηλόφωνο «αύριο δεν θα σε χαιρετήσω», Μόνο που εδώ ο αδύναμος είναι ριγμένος στο κανναβάτσο, χωρίς όμως να αποκλείεται κάποια στιγμή να σηκωθεί… με τη διαφορά ότι δεν θα σηκωθεί μόνος του, θα ξέρει ότι «ένας/μία δεν είμαι, μα χιλιάδες».
*Συγγραφέας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δημοφιλεις αναρτησεις
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
λαϊκη αντισταση - Α.Α.Σ.
Αριστερα
Πολιτικη
Διεθνη
Εργαζομενοι
Μεταναστες - προσφυγες - πολιτικοι προσφυγες
Νεολαια
Δημοκρατια;
Κινηματα
Τοπικα
Μνημες
Πολιτισμος
Εκλογες
ΑΡΧΕΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ
Videos
Get this Recent Comments Widget
3 σχόλια:
Δηλαδή, κυρία Τζιαντζή, η καθαρίστρια του εν λόγω παραδείγματός σας δεν φοβόταν και δεν έτρεμε να πάρει μέρος στην απεργία και να πάει στη συγκέντρωση τη μέρα της απεργίας, αλλά την ίδια στιγμή φοβόταν κι έτρεμε μήπως τυχόν την ...δουν να χαιρετάει την κομμουνίστρια δασκάλα στη διάρκεια της συγκέντρωσης; Εντελώς παράλογο, ολότελα "κουφό", όπως θα έλεγαν και τα μαθητούδια της δασκάλας, δεν ακούγεται σε κάθε λογικό αναγνώστη ένα τέτοιο παράδειγμα; Εντάξει, καταλαβαίνουμε ότι το παράδειγμα είναι φτιαγμένο "ποιητική αδεία", γιατί θέλατε να θέσετε το πραγματικό, το υπαρκτό ζήτημα της κρατικής και εργοδοτικής τρομοκρατίας απέναντι στην εργατική τάξη. Αυτό όμως εκφράζεται κυρίως με τον φόβο που υπάρχει σε χιλιάδες εργάτες,κι όχι μόνο με ελαστικές εργασιακές σχέσεις, να οργανωθούν σε συνδικάτο, να πάρουν μέρος σε απεργία και να κατέβουν σε συγκέντρωση και πορεία διαμαρτυρίας. Καλό είναι λοιπόν, κυρία Τζιαντζή, να δίνουμε πιο πειστικά παραδείγματα, τέτοια που να απηχούν ακριβώς την πραγματικότητα όπως έχει διαμορφωθεί. Πχ θα έπειθε το παράδειγμα αν παρουσιάζατε την καθαρίστρια ή και κάμποσες άλλες εργαζόμενες του σχολείου, (π.χ. δασκάλες, γιατί όχι) να λένε στην κομμουνίστρια συνάδελφο τους ότι την άλλη μέρα δεν θα απεργήσουν, γιατί "δεν θέλουν να χάσουν το μεροκάματο" ή επειδή φοβούνται το φακέλωμα από τη διεύθυνση του σχολείου που πρόσκειται στην άκρα δεξιά της "ΝΔ" και που εφαρμόζει τους νόμους της Κεραμέως και του Μητσοτάκη καταγράφοντας στα "φύλλα αξιολόγησης των εργαζομένων" ότι τούτοι εδώ συνηθίζουν να απεργούν, συνεπώς "δεν μας κάνουν" κλπ! Να ένα όντως πειστικό παράδειγμα. Αλλά να είσαι αποφασισμένος να απεργήσεις, να βγεις στο δρόμο, να πας στη συγκέντρωση κι εκεί, τάχα μου, να κάνεις πως δεν γνωρίζεις τον απεργό συνάδελφο, έ, αυτό πια ούτε σε σουρρεαλιστικό ποίημα ή σε θέατρο του παραλόγου δεν το συναντάς. Φορτώθηκε λοιπόν κι η δημοσιογραφία με τόσα παράλογα, που φαγώθηκε το πρόσωπό της; Σωστό κι αυτό, αλλά απαιτούνται τα κατάλληλα πειστικά παραδείγματα!
Δεν ξέρω αν αυτό που αναφέρει η Μαριάννα Τζιαντζή είναι αλήθεια αλλά Νίκο παρόμοιες καταστάσεις έχω δει κι εγώ. Εργαζόμενοι συμβασιούχοι ή εργολαβικοί σε δημόσιους φορείς να συζητάνε, συνήθως κρυφά, με κομμουνιστές συνδικαλιστές, να αναγνωρίζουν το δίκιο στο πως πρέπει οι εργαζόμενοι να συγκροτούνται και να παλεύουν αλλά όταν χρειάζεται -απεργίες, εκλογές σωματείου κ.λπ.- να συντάσσονται -εκβιαζόμενοι- με συστημικούς συνδικαλιστές (ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ) ακόμη και κάνοντας ότι δεν γνωρίζουν τους άλλους ελπίζοντας σε παραμονή στη δουλειά, ούτε καν σε μόνιμο διορισμό. "Συνδικαλιστές" που παρακολουθούν με ασφαλίτικο τρόπο εργαζόμενους και τους προειδοποιούν για τις... επαφές τους!
Από όλα έχει ο ντουνιάς αλλά το παράδειγμα του Νίκου από τον Βόλο μου φαίνεται πιο αληθινό σήμερα. Το πρόβλημα της εποχής μας σχετικά με την κατάσταση του κινήματος, της αριστεράς και των κομμουνιστών δεν είναι ότι… δεν «μας» χαιρετούν στον δρόμο, στη δουλειά, στην απεργία ή στο εργατικό κέντρο, η ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ κ.λπ.
Το πρόβλημα είναι η συγκρότηση των αγώνων, των αγωνιστών και της τάξης, πολιτικά, ιδεολογικά, οργανωτικά. Τα άλλα του στυλ «ξέρετε, εμείς είμαστε σούπερ-ντούπερ κομμουνιστές και για αυτό οι άλλοι δεν μας χαιρετάνε», μοιάζουν σε μένα παλιορεβιζιονιστική αυτοαναφορικότητα του χειρίστου είδους. Δηλαδή, το «εμείς είμαστε το κόμμα-εμείς και η κομμουνιστική γραμμή-εμείς έχουμε τις λύσεις» και άρα πολλά «ου» στον κόσμο που δεν μας χαιρετά και κυρίως δεν μας ψηφίζει. Υποκρύπτει ίσως (και στη χειρότερη) έναν «αριστερό σνομπισμό» και μια αφ’ υψηλού περιφρονητική στάση απέναντι στους «μη κομμουνιστές (ή και απέναντι στους μη του κόμματος;) «απλούς» εργαζόμενους και αγωνιστές.
Ο Δημήτρης Ν. , αν κατάλαβα καλά, αναφέρεται (και) σε κάτι άλλο που, προφανώς, συμφωνώ. Όσο δύσκολο είναι να μιλήσεις σε ένα δύσκολο εργασιακό χώρο για αγώνες, απεργία κ.λπ., τόσο δύσκολο είναι και να μιλήσεις με απεργούς, αριστερούς, κομμουνιστές.
Κατά τα άλλα σύμφωνο σε πολλά με το εν λόγω ωραίο άρθρο της Μ.Τζ.
ΥΓ. Λέτε να μην είμαι αρκετά κομμουνιστής και για αυτό να με χαιρετούν στον δρόμο ακόμη; Τότε, να το κοιτάξω και να αποφεύγω του πολλούς χαιρετισμούς.
Ζ
Δημοσίευση σχολίου