21 Ιανουαρίου 2024

Λενινισμός και πόλεμος

Αναδημοσίευση κειμένου από την Προλεταριακή Σημαία αρ. φυλ. 227 (6-6-1992)

Λενινισμός και πόλεμος

 Ο πόλεμος ξανά στο προσκήνιο. Και όσο οι φλόγες του πλησιάζουν την Ευρώπη τόσο γίνονται πιο άμεσοι οι κίνδυνοι για μια γενίκευσή του. Δεν το αναφέρουμε για πρώτη φορά ότι ο πόλεμος, σε ένα σύστημα καπιταλιστικό - ιμπεριαλιστικό, αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για να υπάρχει και να επιβιώνει το ίδιο το σύστημα. 

Οι ανάγκες αυτού του συστήματος γεννούν τον πόλεμο, τρέφονται αμοιβαία και τον καθιστούν ακόμα φονικότερο όσο μεγαλώνει η βουλιμία καταλήστευσης των καπιταλιστών, βουλιμία και αρπακτικότητα που ξεκινάει από τους εργάτες του εργοστασίου τους (υπερεκμετάλλευση - υπεραξία), εκτείνεται στη τοπική και εθνική αγορά κι επεκτείνεται στη συνέχεια -πάντα μέσα από έναν άγριο ανταγωνισμό- στη διεθνή αγορά, εκεί όπου τα πράγματα οδηγούν μοιραία στο μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα των αγορών μέσα από πολέμους όχι μόνο των αγορών, της οικονομίας, της διπλωματίας, της πολιτικής, της ισοτιμίας των νομισμάτων, του πολιτισμού, αλλά και με το θερμό πόλεμο και τη δοκιμασία των σιδερικών τελευταίας τεχνολογίας πάνω σε μυριάδες ζωντανούς στόχους.



Επειδή μπροστά μας ξετυλίγονται κι επαπειλούνται τέτοιοι πόλεμοι κι επειδή κυριαρχεί η ιδεολογία των καπιταλιστών γύρω απ’ αυτά τα ζητήματα, κρίναμε σκόπιμο να κάνουμε μια αναφορά στη σκέψη και τη θέση του Λένιν απέναντι σε αντίστοιχους πολέμους, που διεξάγονταν στις αρχές αυτού του αιώνα και παρουσίαζαν αρκετές ομοιότητες, παρ’ όλα τα διαφορετικά δεδομένα που έχουμε σήμερα και παρ’ όλο που ο λενινισμός αποτελεί την αναίρεση της αντιγραφής, ενσαρκώνει την ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας κι απαιτεί συγκεκριμένη ανάλυση για τη συγκεκριμένη κατάσταση. Όμως πιστεύουμε πως κάποια γενικά συμπεράσματα έχουν καθολική ισχύ κι αυτά υπεράσπιζε ο Λένιν -αναφερόμενος στους Μαρξ-Ένγκελς- όταν μιλούσε για τους πολέμους, αυτά ανέπτυξε μέσα από την πείρα των πολλών πολέμων που διεξάχθηκαν στις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, δεκαετίες κατά τις οποίες ο λενινισμός υπήρξε ισχυρή θεωρία και σωστός οδηγός για δράση. 

Αν θα θέλαμε να έχουμε έναν μπούσουλα -με βάση τις θέσεις του Λένιν- για τον πόλεμο, οφείλουμε να έχουμε κατά νου τα εξής βασικά σημεία: πρώτο, δεν υπάρχει γενική συνταγή γι’ αυτού του είδους τα ζητήματα κι ούτε μπορούν να λυθούν τέτοιας σημασίας προβλήματα με ρετσέτες που αναγράφονται σε κάποιες γραφές. Αυτό αποτελεί την πεμπτουσία του λενινισμού και διαπερνάει σαν κόκκινο νήμα όλες τις μετεξελισσόμενες και διαφορετικές θέσεις του Λένιν, απέναντι στους διαφορετικούς πολέμους που είχε να αντιμετωπίζει. Εξάλλου, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τις διαφορές κι ομοιότητες που είχε με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, απέδειξε τα παραπάνω κι επιβεβαίωσε -τουλάχιστον ως προς αυτό το τεράστιο ζήτημα ότι ο Στάλιν ήταν καλός μαθητής και συνεχιστής του Λένιν. 

Δεύτερο, ότι «ο πόλεμος αποτελεί τη συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Ξανά και ξανά επανερχόταν ο Λένιν στον γέρο-Κλαούζεβιτς, αναφέροντας τη γνωστή θέση του: «Όλοι ξεχνούν ότι οι πόλεμοι προκαλούνται από τις πολιτικές σχέσεις ανάμεσα στις κυβερνήσεις και ανάμεσα στους λαούς, συνήθως όμως ο κόσμος νομίζει ότι με την έναρξη του πολέμου οι σχέσεις αυτές παύουν τάχα να υπάρχουν και ότι δημιουργείται μια εντελώς διαφορετική κατάσταση, που υποτάσσεται μόνο στους δικούς της ιδιαίτερους νόμους. Εμείς, αντίθετα, υποστηρίζουμε ότι ο πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχιση των πολιτικών σχέσεων με χρησιμοποίηση άλλων μέσων». Και συμπλήρωνε ο Λένιν στα «άλλα μέσα» τα «βίαια μέσα». Συνεπώς, σ’ αυτή τη θέση επικέντρωνε πάντα την προσοχή του ο Λένιν, για τον απλό λόγο ότι πίσω από τον πόλεμο έπρεπε να ανακαλυφθεί και να αποκαλυφθεί ποια πολιτική κρυβόταν, όπως επίσης και ποιας πολιτικής συνέχεια αποτελούσε ο συγκεκριμένος πόλεμος. Κι έτσι φτάνουμε στην ουσία της λενινιστικής θέσης που είναι η ταξικότητα του πολέμου.

Τρίτο, σε κάθε πόλεμο, όσο κι αν αυτοί καλύπτονται μερικές φορές ή σχεδόν πάντα από εθνικά, πατριωτικά κι άλλα πέπλα, σε κάθε πόλεμο υπάρχουν συγκεκριμένες τάξεις και συγκεκριμένα συμφέροντα που αντιμάχονται. Αν δεν αναδεικνύεται αυτό το βασικό στοιχείο (ακόμα και στους πατριωτικούς πολέμους, εκεί μάλλον χρειάζεται περισσότερο) τότε είναι βέβαιο ότι οι πολεμικές θέσεις του καθένα μπαίνουν σε μεγάλη περιπλάνηση και οι συνέπειες θα είναι μιας αντίστοιχης περιπέτειας. Όσο θα διαρκεί και θα μεγαλώνει αυτή η περιπλάνηση, τόσο επώδυνη θα γίνεται και η περιπέτεια. Συνακόλουθα, ο ταξικός προσδιορισμός του επερχόμενου πολέμου ή αυτού που ξεσπάει αποτελεί το αναγκαίο φως για να φωτιστούν όλες οι πτυχές του πολέμου. 

Τέταρτο, δεν ήταν ποτέ ο Λένιν οπαδός μιας γενικής και αόριστης πασιφιστικής θέσης, αν και η πρώτη ενέργεια -και μάλιστα ύστερα από σκληρή ενδοκομματική μάχη -της επαναστατικής κυβέρνησης του Οκτώβρη ήταν να συνάψει τη γνωστή συμφωνία ειρήνης με τους πολύ δυσμενείς όρους που επέβαλαν οι γερμανοί στρατοκράτες στην επαναστατημένη Ρωσία. Πάντα ο Λένιν, στη βάση ότι δεν υπάρχουν συνταγές αλλά κάποιες γενικές αρχές και με κριτήριο τις τάξεις και τα συμφέροντα που αντιμάχονταν, καθόριζε τη στάση του απέναντι σε κάθε πόλεμο. Έτσι δεν απέρριπτε γενικά τον πόλεμο, αλλά ξεκαθάριζε αν είναι δίκαιος ή άδικος. Και συμπλήρωνε ότι μέχρι που θα υπάρχει το εκμεταλλευτικό σύστημα κι ο ιμπεριαλισμός θα υπάρχουν πόλεμοι δίκαιοι και άδικοι. Πολεμάμε με πόλεμο τους άδικους και υποστηρίζουμε ανεπιφύλακτα τους δίκαιους, αυτή ήταν η θέση του Λένιν. Επειδή όμως ένας πόλεμος μπορεί να μεταβάλει τα κύρια χαρακτηριστικά του κι από δίκαιος να μεταλλαχθεί σε άδικο ή και αντίστροφα, γι’ αυτό κάθε φορά απαιτείται συγκεκριμένη ανάλυση των ιστορικών και κοινωνικο-πολιτικών δεδομένων με βάση τις γενικές αρχές (που προαναφέραμε), για να καθοριστεί η σωστή στάση απέναντί του. Σ’ ένα παράδειγμα, αρκετά διδακτικό και σημαντικό, για την πολυπλοκότητά του, αναφέρεται ο Λένιν στα 1915, στην μπροσούρα του «Σοσιαλισμός και πόλεμος» και λέει τα εξής:

«…Ο πόλεμος 1870-1871 ήταν ιστορικά προοδευτικός από την πλευρά της Γερμανίας ως τη στιγμή που νικήθηκε ο Ναπολέων ο Γ’, γιατί ο Ναπολέων ο Γ’ μαζί με τον τσάρο καταπίεζε επί πολλά χρόνια τη Γερμανία, διατηρώντας το φεουδαρχικό κομμάτιασμα. Μόλις όμως ο πόλεμος μετατράπηκε σε καταλήστευση της Γαλλίας (προσάρτηση της Αλσατίας και της Λορένης), ο Μαρξ και ο Ένγκελς καταδίκασαν κατηγορηματικά τους Γερμανούς. Μα και στην αρχή αυτού του πολέμου οι Μαρξ-Ένγκελς επιδοκίμαζαν την άρνηση του Μπέμπελ και του Λίμπκνεχτ να ψηφίσουν τις πιστώσεις και συμβούλευαν τους σοσιαλδημοκράτες να μη συγχωνεύονται με την αστική τάξη, αλλά να υπερασπίζουν τα αυτοτελή ταξικά συμφέροντα του προλεταριάτου. Η μεταφορά της εκτίμησης του αστικοπροοδευτικού και εθνικοαπελευθερωτικού εκείνου πολέμου στο σημερινό ιμπεριαλιστικό πόλεμο (τον Α’ Παγκόσμιο, σημείωση δική μας) αποτελεί εμπαιγμό της αλήθειας». 

Να δύο «αντιφατικές» θέσεις του Μαρξ (υποστήριξη του Μπέμπελ από τη μια και χαρακτηρισμός του πολέμου Γερμανίας-Γαλλίας, αρχικά, σαν σωστός από την άλλη), που όμως για έναν που θέλει να σκύψει πάνω στο πρόβλημα και με εφόδια το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό μπορεί να διαπιστώσει ότι εκπορεύονται από μια κοινή αντίληψη, καθόλου αντιφατική και απόλυτα σωστή. Και με τη θέση του Ν. Ζαχαριάδη -με το γνωστό γράμμα του από τις φυλακές της Κέρκυρας- δεν είχε συμβεί το ίδιο; Δεν είχε γνωρίσει τις σφοδρές επικρίσεις των τροτσκιστών και το σκεπτικισμό πολλών στελεχών του ίδιου του κόμματος, του ΚΚΕ, για το αν και κατά πόσο θα έπρεπε να υιοθετηθεί μια παρόμοια θέση; Βέβαια, το «ανεπιφύλακτα» πίσω από την κυβέρνηση του Μεταξά -αν υπήρχε στο γράμμα του- ήταν να έχει κανείς …επιφυλάξεις, αλλά μόνο σ’ αυτό το σημείο κι όχι στην ουσιαστική θέση που περιείχε. Μια πιο εμπεριστατωμένη γνώση του μαρξισμού και του λενινισμού θα είχε βοηθήσει τα μέλη και ιδιαίτερα τα στελέχη του ΚΚΕ, όχι μόνο να υιοθετήσουν αυτή τη σωστή θέση, όπως την υιοθέτησε έγκαιρα ο Ν. Ζαχαριάδης, αλλά θα βοηθούσε αφάνταστα και την κατοπινή πορεία του ένοπλου κινήματος του λαού. 

Πέμπτο, στην ιστορική περίοδο της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού είναι φυσικό επόμενο να οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και να απαιτείται, να επιβάλλεται μέσα από άμεσους και έμμεσους πολέμους, που διεξάγουν οι ανερχόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, το ξαναμοίρασμα των αγορών, των σφαιρών επιρροής, των πηγών πρώτων υλών -κοντολογίς- το μοίρασμα του κόσμου. Είναι φυσικό επόμενο να θέλουν να επιβάλλουν μια «νέα τάξη πραγμάτων», τόσο νέα όσο να θυμίζει παλιά και πανάρχαια πράγματα, που μόνο η πραγματική βαρβαρότητα των … «πολιτισμένων» μπορεί να συλλάβει. 

Αυτοί οι πόλεμοι, οι ιμπεριαλιστικοί, οι επεκτατικοί, κατακτητικοί, ληστρικοί, αρπακτικοί, σε δυο δρόμους μπορούν να οδηγήσουν. Στην κυριαρχία της ισχυρής ιμπεριαλιστικής χώρας ή στο συνασπισμό χωρών -για μια επόμενη ιστορική φάση- πάνω σε μικρά έθνη και λαούς αλλά και πάνω στους άλλους ιμπεριαλιστές, από τη μια, ή στον εμφύλιο πόλεμο και το σοσιαλισμό από την άλλη. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε τον εμφύλιο στη Ρωσία και την επικράτηση της επανάστασης και του σοσιαλισμού σ’ αυτή τη χώρα. Ο δεύτερος -μέσα κι από τις ιδιομορφίες του- έδωσε το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, την επανάσταση στην Κίνα και το ξεδίπλωμα των εθνικο-λαϊκοαπελευθερωτικών πολέμων. Σήμερα τα πράγματα παρουσιάζονται διαφορετικά. 

Μαίνεται ο εμφύλιος στη Γιουγκοσλαβία και προχώρησαν οι αποσχιστικές τάσεις σ’ αυτή την ομόσπονδη χώρα, όχι βέβαια για το σοσιαλισμό και πολύ περισσότερο για την αυτοδιάθεση των εθνοτήτων και μειονοτήτων της. Δεν είναι ο μοναδικός εμφύλιος (βλέπε πρώην ΕΣΣΔ) όπου ματώνει ο λαός της κι αντί να πλησιάζει τη χειραφέτησή του όλο και πιο βαριά δεσμά του χαλκεύονται από τους ιμπεριαλιστές. Όμως, εμφύλιοι για σοσιαλισμό θα ξεσπάσουν στο μέλλον, ενόσω εντείνονται οι ανταγωνισμοί και οι πολεμικές αναμετρήσεις των ιμπεριαλιστών και ενόσω δεν έπαψαν κι ούτε πρόκειται να πάψουν οι εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι των εξαρτημένων χωρών και των καταπιεσμένων λαών. 

Έκτο, τρεις κατηγορίες πολέμων -για τον Λένιν- συγκαταλέγονται σ’ αυτούς που ονόμασε δίκαιους. Πρόκειται για τους εθνικοαπελευθερωτικούς, τους εμφύλιους, που στοχεύουν μέσα από την ένοπλη ταξική πάλη στο σοσιαλισμό και στους αμυντικούς πολέμους, υπεράσπισης του σοσιαλισμού, σε χώρες όπου έχει επικρατήσει η επανάσταση και οικοδομείται μια νέα κοινωνία, δίχως εκμετάλλευση και καταπίεση. Και στις παραπάνω τρεις κατηγορίες, ο πόλεμος των καπιταλιστών-ιμπεριαλιστών είναι κηρυγμένος απέναντι στους προλετάριους και τα εξαρτημένα κράτη, αυτό που μένει είναι πότε οι προλετάριοι θα απαντήσουν τα αναγκαία πολιτικά-ιδεολογικά-οργανωτικά-στρατιωτικά εφόδια για να κηρύξουν το δικό τους πόλεμο. 

Έβδομο, γίνεται φανερό ότι οι προλετάριοι έχουν πατρίδα, όχι μόνο αυτή στην οποία έχει επικρατήσει η επανάσταση και οικοδομείται ο σοσιαλισμός αλλά κι αυτή που αγωνίζεται για την απελευθέρωσή της. Μοιραία, ο διεθνισμός περνάει μέσα από την εθνική χειραφέτηση κι αυτονόητα η εθνική ολοκλήρωση και ανεξαρτησία ενισχύει -οφείλει να ενισχύει για να μη διακυβευτεί- τον διεθνισμό, την αλληλεγγύη των λαών και την αμοιβαιότητα στις σχέσεις των χωρών. 

Στη σημερινή εποχή τα παραπάνω γίνονται απόλυτα κατανοητά, ύστερα από τις δραματικές εξελίξεις σε σειρά από χώρες του ανύπαρκτου σοσιαλισμού αλλά και εκτός αυτών. Και γίνονται όχι μόνο κατανοητά αλλά κι επώδυνα όταν οι διάφοροι ιμπεριαλιστές, στο όνομα της «εθνικής ανεξαρτησίας» και της «αυτοδιάθεσης» σπαράσσουν χώρες, διαιρούν λαούς, διχάζουν έθνη, ποδοπατούν εθνικές μειονότητες και υπαγορεύουν τη δική τους τάξη πραγμάτων. Δεν είχε κανέναν ενδοιασμό ο Λένιν να υποστηρίξει τη σοσιαλιστική πατρίδα και τα κινήματα για εθνική και κοινωνική απελευθέρωση. Γνωστή είναι η αντιπαράθεσή του με τους «αριστερούς» του κόμματος για τη συμφωνία Μπρεστ-Λιτόφσκ και η φιλολογία που αναπτύχθηκε γύρω απ’ αυτό το ζήτημα, καθώς επίσης γνωστές είναι οι θέσεις του για τους πολέμους των καταπιεσμένων χωρών ενάντια στις «μεγάλες» δυνάμεις. Παραθέτουμε δυο αποσπάσματα από την μπροσούρα του Λένιν «Σοσιαλισμός και πόλεμος» που γράφτηκε, όπως είπαμε, το 1915 κι αναφέρεται όχι μόνο στο αν οι προλετάριοι έχουν πατρίδα αλλά και πότε πρέπει να την υπερασπίζουν: 

«…Πριν από την ανατροπή της φεουδαρχίας, της απολυταρχίας και του ξενικού εθνικού ζυγού, δεν μπορούσε ούτε λόγος να γίνει σχετικά με την ανάπτυξη της προλεταριακής πάλης για το σοσιαλισμό. Όταν οι σοσιαλιστές έλεγαν ότι είναι δικαιολογημένος ένας ”αμυντικός” πόλεμος σε σχέση με τους πολέμους αυτής της εποχής, είχαν πάντα υπόψη αυτούς ακριβώς τους σκοπούς, που συνοψίζονταν στην επανάσταση κατά του Μεσαίωνα και της δουλοπαροικίας. Λέγοντας ”αμυντικό” πόλεμο, οι σοσιαλιστές εννοούσαν πάντα έναν πόλεμο ”δίκαιο” μ’ αυτή την έννοια (όμως εκφράστηκε κάποτε ο Β. Λίμπκνεχτ). Μόνο μ’ αυτή την έννοια οι σοσιαλιστές παραδέχονταν και παραδέχονται και σήμερα ότι είναι δικαιολογημένη, προοδευτική και δίκαιη η ιδέα της ”υπεράσπισης της πατρίδας” ή του ”αμυντικού” πολέμου. Αν, λόγου χάρη, αύριο το Μαρόκο κηρύξει πόλεμο κατά της Γαλλίας, η Ινδία κατά της Αγγλίας, η Περσία ή η Κίνα κατά της Ρωσίας κ.λπ., οι πόλεμοι αυτοί θα είναι ”δίκαιοι”, ”αμυντικοί”, άσχετα από το ποιος επιτέθηκε πρώτος, και ο κάθε σοσιαλιστής θα ευχόταν για τα κράτη χωρίς πλήρη δικαιώματα να νικήσουν τις καταπιέστριες, δουλοκτητικές, ληστρικές ”μεγάλες δυνάμεις”». 

Στο παραπάνω απόσπασμα φαίνονται καθαρά τα μηνύματα και οι θέσεις του Λένιν για τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και για τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της προλεταριακής πάλης για το σοσιαλισμό. Διευκρινίζεται επίσης το ζήτημα του «αμυντικού» πολέμου σε αντιδιαστολή με τον επιθετικό πόλεμο, όπως αποσαφηνίζεται επίσης και το ζήτημα για το «πρώτο χτύπημα». Αλλά γι’ αυτά ας πουμε δυο λόγια παρακάτω. 

Όγδοο, έχει μεγάλη σημασία για το χαρακτήρα του πολέμου -και φυσικά για τον Λένιν- το αν ένας πόλεμος είναι επιθετικός ή αμυντικός. Ακόμα και αν το καθυποταγμένο Μαρόκο κηρύξει πόλεμο και πράξει αντίστοιχα η Κίνα και η Περσία, ακόμα και αν ρίξουν αυτές οι χώρες τις πρώτες τουφεκιές του πολέμου ενάντια στους επικυρίαρχους που τους καταδυναστεύουν, ακόμα και τότε αυτός ο πόλεμος που θα παρουσιαστεί από τους ιμπεριαλιστές σαν ιεροσυλία της ”ιερής” τάξης πραγμάτων που έχουν επιβάλλει εκεί, ο πόλεμος αυτός είναι «δίκαιος» για τους λαούς και «άδικος» για τους ιμπεριαλιστές και τα φερέφωνά τους. Η ταξικότητα, λοιπόν, δεν είναι μόνο γνώρισμα των πολέμων, αλλά και του «δίκαιου», όπως επίσης συχνά οι ιμπεριαλιστικοί-επιθετικοί πόλεμοι ονομάζονται «αμυντικοί» και διεξάγονται για την υπεράσπιση της πατρίδας. Όλα εξαρτώνται από την ταξική σκοπιά που αντιμετωπίζει κανείς τα πράγματα. Την «πατρίδα Φόκλαντ» υπεράσπιζαν οι άγγλοι ιμπεριαλιστές στον πόλεμο που διεξήγαγαν πριν από μερικά χρόνια με την Αργεντινή, η οποία με τη σειρά της υπεράσπιζε τις Μαλδίβες, τη δική της «πατρίδα». Την … «πατρίδα» τους υπερασπίζονται και οι ΗΠΑ, πότε στον Περσικό Κόλπο, πότε στη Γρενάδα, πότε στον Παναμά, πότε στον κόσμο όλο!

Ο χαρακτήρας ενός πολέμου σαν «επιθετικός» ή «αμυντικός» καθορίζεται από τον προσδιορισμό της πολιτικής της οποίας αποτελεί συνέχεια, καθορίζεται από τα συμφέροντα που τον προωθούν και από τις τάξεις που τον υποθάλπουν και τον στηρίζουν, καθορίζεται από το συγκεκριμένο ιστορικό-πολιτικό-εθνικό-γεωγραφικό-κοινωνικό-στρατηγικό και στρατιωτικό πλαίσιο που διεξάγεται, καθορίζεται από το αν είναι δίκαιος ή όχι.

Σε συνθήκες περίπλοκες όπου αναπτύσσεται η ιμπεριαλιστική πολιτική με παρεμβάσεις, μηχανορραφίες, διεισδύσεις, σε συνθήκες όπου η μυστική διπλωματία κυριαρχεί στις σχέσεις κρατών, πολλές φορές οι επιθετικοί πόλεμοι καλύπτονται από πυκνό κουρνιαχτό και κίβδηλα συνθήματα, ενώ οι αμυντικοί και δίκαιοι πόλεμοι, παρουσιάζονται σαν το αντίθετό τους. Σε τέτοιες συνθήκες χρειάζεται μεγάλη περίσκεψη και προσήλωση στις γενικές αρχές αλλά και τόλμη στην ανάλυση και την προσέγγιση των ζητημάτων για να συναχθούν σωστά συμπεράσματα. 

Όταν οι λαοί είναι στη γωνία, όταν το επαναστατικό κίνημα ψάχνει να βρει το δρόμο του, όταν οι ιμπεριαλιστές και τα φερέφωνά τους λύνουν και δένουν, τότε ο πόλεμος, με όποιο πρόσχημα κι αν γίνεται, οδηγεί στο μακελειό των λαών και τίποτα άλλο. Το επαναστατικό κίνημα, όταν εκδηλώνεται οργανωμένα και μαζικά, αποτελεί αναμφισβήτητα το αντίπαλο δέος του κάθε ιμπεριαλιστικού πολέμου κι όταν δεν είναι σε θέση να παρέμβει, ν’ αποτρέψει πολέμους-σφαγεία των λαών, τότε δημιουργούνται όροι και αναπηδάει μέσα από τη φρίκη σαν μια αισιόδοξη και ελπιδοφόρα προοπτική για τον άνθρωπο και την κοινωνία του. 

Όταν σήμερα βρισκόμαστε, πάνω-κάτω, σε τέτοιες συνθήκες, μπορεί εύκολα να κατανοήσει κανείς και τη θέση μας για τη διατήρηση των σημερινών συνόρων στη Βαλκανική. Γιατί, αλλαγή συνόρων μόνο σε πόλεμο γίνεται κι ο πόλεμος που διεξάγεται σήμερα αναμφίβολα φέρνει την αλλαγή των συνόρων. Και σ’ έναν τέτοιο πόλεμο, που υπαγορεύουν οι ιμπεριαλιστές, οι λαοί έχουν να χάσουν πολλά. 

Δεν υπερασπιζόμαστε, με τα παραπάνω, ότι τα σύνορα καλώς έχουν και δίκαια χαράχτηκαν. Αν πάρουμε τον παλαιστινιακό λαό που δεν έχει καθόλου σύνορα γιατί δεν έχει πατρίδα κι αν θυμηθούμε τον κουρδικό λαό που έχει πολλές …χώρες κι άλλα τόσα σύνορα, χωρίς όμως πατρίδα, τότε θα καταλάβει κανείς τι εννοούμε. Εξάλλου, πως είναι δυνατόν να χαράχτηκαν δίκαια τα σύνορα δίχως, μακριά και ενάντια στους λαούς των αντίστοιχων χωρών και υπέρ βέβαια των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και των λαών της γης; Άρα, λοιπόν, όταν λέμε να μην αλλάξουν τα σημερινά σύνορα, εννοούμε τη Βαλκανική χερσόνησο, και την ευρύτερη περιοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γενικεύεται. Οι ελεύθεροι λαοί, των χειραφετημένων εθνών, με απόλυτο σεβασμό στις μειονότητες θα χαράξουν αδελφωμένα τα δικά τους σύνορα στις δικές τους πατρίδες, γιατί θα ‘χουν χαράξει πριν το δικό τους δρόμο, το δρόμο που οδηγεί στην κατάργηση των συνόρων, των διαφορών και των ανισοτήτων, στο δρόμο της αδελφοσύνης, της ισότητας και της ελευθερίας. 

Ένατο, σε συνάφεια με το ζήτημα του αμυντικού και του επιθετικού πολέμου βρίσκεται και το ποιος επιτίθεται πρώτος. Επιτίθεται πρώτος αυτός που από τη φύση και τη θέση που κατέχει στις σχέσεις των κρατών θεωρεί πως ασφυκτιά στα εθνικά του σύνορα κι αναζητάει την επέκταση. Συμβαίνει πολλές φορές να συγχέεται η αφορμή του πολέμου με την αιτία, ενώ άλλες τόσες φορές η αφορμή είναι άσχετη από την αιτία του πολέμου. 

Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν ήταν αιτία πολέμου η αρπαγή της «ωραίας Ελένης» για το ξέσπασμα του Τρωικού πολέμου, μάλιστα αμφισβητείται ακόμα και σαν αφορμή. Ωστόσο, η αφορμή σκεπάζει πολλές φορές την αιτία και συσκοτίζει τα δεδομένα, οδηγώντας σε λάθος συμπεράσματα. Αν θα μπορούσαμε να γενικεύσουμε τα πράγματα γύρω απ’ αυτό το ζήτημα, θα λέγαμε ότι αιτία των σημερινών πολέμων είναι το σύστημα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, το καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό σύστημα που απλώνεται σ’ όλο τον πλανήτη γη κι εκμεταλλεύεται τους προλετάριους και τους λαούς, το σύστημα που καταπιέζει τα μικρά έθνη και ποδοπατάει τα αδύναμα κράτη. 

Ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστών, μικρών και μεγάλων, ισχυρών και σχετικά ισχυρών, για το ποιος θα κυριαρχήσει σε περισσότερες χώρες, ποιος θα αποκτήσει μεγαλύτερες σφαίρες επιρροής, ποιος θα προμηθεύεται πιο φθηνές και πιο πολλές πρώτες ύλες, ποιος θα ελέγχει ευρύτερες αγορές, αποτελεί την αιτία των άδικων πολέμων. 

Η πάλη των προλετάριων και των λαών ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, ο αγώνας που διεξάγουν τα έθνη για την απελευθέρωσή τους και τα κράτη για την κυριαρχία τους αποτελούν την αιτία των δίκαιων πολέμων. Όσο για την αφορμή, πριν το ξέσπασμα του κάθε επιθετικού πολέμου οι επιτιθέμενοι φροντίζουν για το άλλοθί τους, φροντίζουν να δημιουργήσουν με τις γνώστες από αρχαιοτάτων χρόνων προβοκάτσιες την εντύπωση ότι δέχονται επίθεση κι ότι τάχα βρίσκονται σε θέση …άμυνας. Για τους λαούς δεν χρειάζονται αφορμές. Το εκμεταλλευτικό σύστημα από μόνο του είναι και αιτία και αφορμή. Όμως, μερικές φορές, μικρές αφορμές οδηγούν σε μεγάλα ξεσπάσματα κι αυτά σε επαναστατικές εξεγέρσεις. Το αυθόρμητο ξέσπασμα των μαύρων στις ΗΠΑ είχε σαν αφορμή την αθώωση των τεσσάρων -κοινών εγκληματιών- που καλύπτονταν με τη στολή του αστυνομικού. Αυτό το ξέσπασμα με τους δεκάδες νεκρούς, χιλιάδες συλληφθέντες δεν έφτασε στην αιτία του πολέμου που τους έχει κηρύξει το «δημοκρατικό» σύστημα αυτής της χώρας. 

Έχουμε την αισιοδοξία ότι τόσο ο λαός των ΗΠΑ όσο και όλοι οι λαοί θα οδηγηθούν μέσα από οδύνες και δοκιμασίες στο να εντοπίσουν τις αιτίες των πολέμων που έχουν μπροστά τους και θα βρουν το δρόμο τους. 

Δέκατο, θα ‘ταν παράλειψη αν δεν αναφερόμασταν στην μυστική διπλωματία που τα τελευταία χρόνια γνωρίζει χρόνους δόξας και αμίμητης αίγλης. Η επανάσταση του Οκτώβρη αποτέλεσε γροθιά σ’ αυτό το πυώδες εξάνθημα της ανθρώπινης κοινωνίας, αποκαλύπτοντας όλες τις μυστικές συμφωνίες των τσάρων κι ασκώντας στην πράξη κι όχι στα λόγια μια πολιτική ανοιχτής διπλωματίας. Στους πολέμους, οι μυστικές συνεννοήσεις και συμφωνίες (ανάμεσα σε ιμπεριαλιστές και τα ενεργούμενά τους, ανάμεσα σε απίθανους «εχθρούς» και «φίλους») δίνουν συχνά τις πιο απρόβλεπτες διασταυρώσεις συμφερόντων. Και σήμερα, τι συμφωνίες μυστικές κι ανάμεσα σε ποιους (μόνο για τα Βαλκάνια), υπάρχουν και οι λαοί, όπως και για άλλα πράγματα, βρίσκονται στο σκοτάδι. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιμπεριαλιστικής-επεκτατικής πολιτικής είναι η μυστική διπλωματία, ενώ χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας επαναστατικής πολιτική είναι η ανοιχτή διπλωματία, δίχως μυστικά πρωτόκολλα, δεσμεύσεις κι εκβιασμούς. 

Επειδή θεωρούμε ότι στα βασικά και μόνο στοιχεία που συγκροτούν τη λενινιστική σκέψη και θέση γύρω από το ζήτημα του πολέμου αναφερθήκαμε κι επειδή δεν είναι αντικείμενο του παρόντος σημειώματος να αναφερθεί στα τεκταινόμενα στα Βαλκάνια (αν και η σημασία τους γίνεται και πάλι αναγκαία, παρ’ όλες τις αναφορές μας), γι’ αυτό κάπου εδώ σταματάμε μ’ αυτό το ζήτημα, επιφυλασσόμενοι να επανέλθουμε, μιας και ο Λένιν (παρά την αποκαθήλωσή του στην ίδια του τη χώρα) γίνεται σήμερα όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρος, πριν απ’ όλα στην ίδια του τη χώρα και κατά προέκταση στον κόσμο όλο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: