Του Βασίλη Σαμαρά
Οι εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος σημαδεύτηκαν από το «επεισόδιο» που εξελίχθηκε στον Λευκό Οίκο ανάμεσα σε Τραμπ-Ζελένσκι. Ειπώθηκαν και γράφηκαν πολλά σε σχέση με αυτό. Για το τι σηματοδοτούσε και πώς συνδέεται με γενικότερες εξελίξεις θα αναφερθώ ιδιαίτερα παρακάτω. Εδώ θα ήθελα να ξεκινήσω αναφερόμενος σε ορισμένα σημαντικά ζητήματα που έχουν αναδειχθεί και για τα οποία διατυπώνονται διάφορες απόψεις.
Η περίοδος που διανύουμε
Ένα πρώτο ζήτημα που έχει τεθεί προς συζήτηση είναι αν με την εκλογή Τραμπ περνάμε σε μια νέα εποχή, όπως υποστηρίζεται από ορισμένες πλευρές. Όσο με αφορά, θα έλεγα ότι διανύουμε την ιστορική περίοδο που οι αφετηρίες της βρίσκονται στις μεγάλες ανατροπές του 1989-1991. Στην περίοδο της πλήρους κυριαρχίας του καπιταλιστικού, ιμπεριαλιστικού συστήματος και με όλα όσα την χαρακτηρίζουν. Την εξάπλωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε όλον σχεδόν τον κόσμο. Την κλιμάκωση της επίθεσης των δυνάμεων του συστήματος ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά στους λαούς. Την κρίση «μετάβασης» του συστήματος. Τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων σε συνθήκες κρίσης. Την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών. Μια περίοδος που πέρασε διάφορες φάσεις μέχρι τα σήμερα. Μια απ’ αυτές είναι και αυτή που ανοίγεται με την επανεκλογή Τραμπ και στην οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια.
Προβλήματα αναδιάταξης
Από τα προηγούμενα θα «ξεχώριζα» τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων, καθώς θεωρώ άμεση τη σύνδεσή της με τις τρέχουσες εξελίξεις. Μια διαδικασία που οδήγησε τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε επίπεδα παροξυσμού.
Ιδιαίτερα θα σταθώ στο πρόβλημα που έθεσε στις ΗΠΑ-Δύση. Στο γεγονός ότι οι εξελίξεις διαμόρφωναν όρους μεταβολής των παγκόσμιων συσχετισμών θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη δεσπόζουσα έως τότε θέση και ρόλο τους στο παγκόσμιο ταμπλό.
Ειδικότερα στα επιτελεία (βασικά των ΗΠΑ σαν ηγέτιδας δύναμης της Δύσης) τέθηκε ένα «διπλό» δίλλημα. Ένα πρόβλημα που συνδεόταν με το ότι βασικός τους αντίπαλος στο στρατηγικό πεδίο ήταν η Ρωσία, ενώ στο οικονομικό η ραγδαία αναπτυσσόμενη Κίνα. Καθώς, μάλιστα, δεν θεωρούνταν σαν «φρόνιμη» επιλογή η ταυτόχρονη αντιμετώπιση όλων των ζητημάτων και αντιπάλων, έμπαινε ένα κρίσιμο ερώτημα ιεράρχησης. Μια ιεράρχηση που δεν σήμαινε βέβαια ότι μια τάδε επιλογή θα σήμαινε αγνόηση της άλλης πλευράς, αλλά που θα σηματοδοτούσε τον στόχο που θα έμπαινε σε πρώτο πλάνο.
Ρωσία ή Κίνα; Αντιμετώπιση δια της ισχύος ή μέσω επιλογών που θα οδηγούσαν σε μια νέα οικονομική εκτίναξη των ΗΠΑ; Μια διάσταση απόψεων που εκφράστηκε και με την άνοδο στο προσκήνιο του Τραμπ και την πρώτη εκλογή του στην προεδρία των ΗΠΑ. Η «απάντηση» ήρθε με την λήξη της θητείας Τραμπ και την εκλογή του Μπάιντεν.
Από το Μαϊντάν στο 2022
Όσον αφορά την ειδικότερη περίοδο που διανύουμε θεωρώ ότι αυτή άνοιξε με το πραξικόπημα του Μαϊντάν (2014), που ανέτρεψε τον νόμιμο πρόεδρο της Ουκρανίας και έφερε στην εξουσία τα ενεργούμενα των ΗΠΑ-Δύσης. Δηλαδή η επιλογή που έθετε στο στόχαστρο το στρίμωγμα, την εξουδετέρωση της ρωσικής πλευράς επιβάλλοντάς της μια στρατηγική ήττα.
Μεσολάβησε η «παρένθεση» της εκλογής Τραμπ, η οποία, ωστόσο, περισσότερο «συντήρησε» παρά διαφοροποίησε τις υπάρχουσες τάσεις και κατευθύνσεις. Στοχεύσεις οι οποίες με την εκλογή Μπάιντεν προωθήθηκαν ακόμη πιο έντονα. Αναδιοργάνωση και εξοπλισμός του στρατού του Κιέβου, προετοιμασία των όρων για εισδοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και διαμόρφωσής της σε ΝΑΤΟϊκό οχυρό στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας. Κινήσεις που συνοδεύτηκαν με την ασυζητητί απόρριψη των ρωσικών προτάσεων για την από κοινού εκπόνηση μιας «νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας για την Ευρώπη» και η οποία, εκ των πραγμάτων, θα είχε ευρύτερες επιδράσεις. Κινήσεις που σηματοδοτούσαν την επιλογή των ΗΠΑ-Δύσης να θέσουν σε πρώτο πλάνο την εξουδετέρωση του ρωσικού παράγοντα, σαν τον κρίκο που θα σύρει την αλυσίδα των συνολικών τους επιδιώξεων.
Το κρίσιμο διακύβευμα
Η απάντηση ήρθε με τη στρατιωτική εισβολή του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην Ουκρανία. Μια κίνηση που άνοιξε τις πύλες της κόλασης. Του πολέμου, των εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών και σακατεμένων, των ανυπολόγιστων καταστροφών. Ταυτόχρονα, μια εξέλιξη που έθεσε το ζήτημα στις ευρύτερές του διαστάσεις.
Πάνω απ’ όλα έθεσε το κρίσιμο διακύβευμα. Το γεγονός ότι η έκβαση αυτής της σύγκρουσης θα έκρινε το αν ΗΠΑ-Δύση θα συνεχίσουν να διατηρούν την δεσπόζουσα θέση και ρόλο στον κόσμο ή θα περάσουμε σε μια νέα διάταξη και ιεραρχία δυνάμεων. Αυτό είναι που εξηγεί την άμεση εμπλοκή των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών και οι οποίοι δεν «σύρονται» από τις ΗΠΑ, όπως ανοήτως υποστηρίχθηκε.
Το ίδιο που εξηγεί και την «διακριτική» για την ώρα αλλά υπαρκτή στήριξη της Ρωσίας από την Κίνα. Αυτό είναι που εξηγεί τη διαρκή τροφοδοσία και κλιμάκωση του πολέμου σε όλο και υψηλότερα, σε όλο και πιο επικίνδυνα επίπεδα.
Το αδιέξοδο
Δεν θα αναφερθώ εδώ στα όσα συντελέστηκαν από τα τότε μέχρι τα σήμερα, την πορεία των πολεμικών αναμετρήσεων κ.λπ. Εκείνο το οποίο θα ήθελα να επισημάνω είναι το ότι αυτή η σύγκρουση έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Ούτε η Δύση, παρ’ όλες τις δυνάμεις που επιστράτευσε και τα μέσα που διέθεσε, κατόρθωσε να εξουθενώσει την Ρωσία, ούτε η Ρωσία, και παρά τα όσα λέγονται, μπόρεσε να πετύχει τους στόχους που έθεσε. Ένα αδιέξοδο χωρίς ορατή διέξοδο «νίκης» της μιας ή της άλλης πλευράς, χωρίς σοβαρές εκδοχές μιας κάποιας διευθέτησης και σε τροχιά διαρκούς κλιμάκωσης με ορατούς τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτό.
Επανεκλογή Τραμπ
Σε αυτές τις συνθήκες -και όχι τυχαία- ήρθε η επανεκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Με ανοιχτά όλα τα ζητήματα μπροστά του. Με ένα αδιέξοδο που ζητάει τις απαντήσεις του. Σε αυτό το σημείο θα περιοριστώ κατ’ αρχάς να επισημάνω ξανά ορισμένα βασικά ζητήματα.
Πρώτον, ότι κι αν σκέφτεται, ό,τι κι αν λέει, όποιες κινήσεις κι αν κάνει ο Τραμπ ένα δεν μπορεί να κάνει. Να αγνοήσει, να προσπεράσει το διακύβευμα που έχει αναδειχτεί.
Δεύτερο. Η προώθηση της όποιας δικής του ιδιαίτερης ατζέντας, έχει μια βασική προϋπόθεση. Την «απαγκίστρωσή» του από την ουκρανική εμπλοκή. Με βάση αυτά και σε μια τέτοια τροχιά αναζητά τρόπους και δρόμους από την Ουκρανία μέχρι την …Γροιλανδία κι από την Γάζα μέχρι τον Παναμά.
Περί οικονομικών συμφωνιών
Πριν προχωρήσω στα πιο συγκεκριμένα των ζητημάτων, θα ήθελα να σταθώ λίγο σε κάποια απ’ αυτά επειδή πολλές ανοησίες λέγονται και ακόμη περισσότερη σύγχυση δημιουργείται. Κατ’ αρχάς σε σχέση με τις οικονομικές συμφωνίες που αναγγέλλονται ή και γίνονται, για τις «σπάνιες γαίες» κ.λπ. Ας ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα.
Συμφωνίες οικονομικού χαρακτήρα γίνονται και θα συνεχίσουν να γίνονται ανάμεσα σε διάφορες χώρες. Όλες, ωστόσο, γίνονται πάνω σε ένα συγκεκριμένο «πολιτικό έδαφος» και με δεδομένη την κυριαρχία της κάθε χώρας στο έδαφός τους. Αυτό σημαίνει πως όταν «εκκρεμούν» πολιτικά ζητήματα ή πολύ περισσότερο ζητήματα κυριαρχίας, οι οποιεσδήποτε οικονομικές συμφωνίες δεν μπορούν να λειτουργήσουν πριν απαντηθούν αυτά τα ζητήματα.
Για να έρθω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ο Τραμπ θέλει να προχωρήσει σε συμφωνία εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου της Ουκρανίας. Ας σημειωθεί ότι η Μ. Βρετανία έχει ήδη υπογράψει μια ανάλογη συμφωνία ενώ γίνεται λόγος ακόμη και για συμφωνία ανάμεσα σε ΗΠΑ και …Ρωσία για συνεκμετάλλευση ρωσικών κοιτασμάτων. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι: Σε ποια Ουκρανία αναφερόμαστε και σε ποια κοιτάσματα; Στην Ουκρανία του 2014, σ’ αυτήν που διαμορφώνεται στο πεδίο των μαχών ή σ’ εκείνη που θα σχηματιστεί μετά τις συμφωνίες «ειρήνης» που προαναγγέλλει ο Τραμπ; Ανάλογα ερωτήματα τίθενται και σε σχέση με τα κοιτάσματα που θα αφορούν οι όποιες συμφωνίες.
Ολοφάνερα οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ζητήματα δεν μπορούν να δοθούν παρά μόνο στη βάση των διευθετήσεων που θα γίνουν (αν, όποτε και όπως γίνουν) στο πολιτικό ζήτημα, στα ζητήματα κυριαρχίας. Πολύ περισσότερο, όταν αυτά συνδέονται με μια εν ενεργεία αντιπαράθεση ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, κρίσιμου γεωστρατηγικού χαρακτήρα.
Αναζητώντας «κεκτημένα»
Τότε προς τι όλα αυτά; Οι απαντήσεις και πάλι στο πολιτικό κύρια πεδίο. Το «λιγότερο» που πετυχαίνει μια τέτοια συμφωνία είναι να «ακυρώνει» την αντίστοιχη βρετανική. Το κύριο, ωστόσο, βρίσκεται αλλού. Στο ότι στην λογική Τραμπ δημιουργεί ένα «κεκτημένο» για τις ΗΠΑ, ένα τετελεσμένο που θα το προβάλλει στις διαπραγματεύσεις με Ρωσία. Στην ίδια πάντα λογική και σε σύνδεση με το ζήτημα των «εγγυήσεων» που συζητούνται, η παρουσία αμερικανικού προσωπικού, έστω «μη στρατιωτικού», θα αποτελεί ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα απέναντι σε διαθέσεις επέμβασης από μεριάς Ρωσίας.
Όπως και να ‘χει, εκεί που θα κριθούν όλα αυτά είναι στο αν και πώς θα απαντηθούν, διευθετηθούν τα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα που έχουν τεθεί επί τάπητος.
Οι κρίσιμοι παράγοντες
Τα ζητήματα που έχουν τεθεί και όπως ήδη έχω αναφέρει είναι κρίσιμου γεωστρατηγικού χαρακτήρα και αφορούν την θέση και τον ρόλο της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης στην παγκόσμια διάταξη δυνάμεων. Σ’ αυτή τους την αντιπαράθεση ο αποφασιστικός παράγοντας βρίσκεται στον συσχετισμό δυνάμεων που υφίσταται ή και διαμορφώνεται. Στην διαμόρφωση αυτού του συσχετισμού καθοριστικό ρόλο έχουν: Το οικονομικό στάτους, οι οικονομικές δυνατότητες της κάθε πλευράς. Η στρατιωτική τους ισχύς. Οι συμμαχίες, τόσο οι υπάρχουσες όσο και οι εν δυνάμει. Και ακόμη, το πώς «εμφανίζονται» αυτοί οι παράγοντες στο πεδίο της δεδομένης -στρατιωτικής πλέον- αναμέτρησης.
Σε σχέση με αυτά τα ζητήματα θα ήθελα κατ’ αρχάς να αφήσω «απ’ έξω» (για την ώρα) τα πυρηνικά όπλα όπου Ρωσία-ΗΠΑ απέχουν μακράν των άλλων δυνάμεων. Αυτά επικρέμονται ως δυνατότητα και απειλή, χωρίς άμεση συμμετοχή στη σύρραξη αλλά κυρίως ως «υπενθύμιση» των καταστροφικών δυνατοτήτων που διαθέτει η κάθε πλευρά.
Συσχετισμοί-σχετικής-ισορροπίας
Όσον αφορά τους συσχετισμούς στα πεδία της οικονομίας και των συμβατικών στρατιωτικών δυνατοτήτων. Πρόκειται για θέματα στα οποία είναι δύσκολο να γίνουν σαφείς εκτιμήσεις και γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν πολλές και διαφορετικές απόψεις. Απόψεις που αφορούν τόσο την υφιστάμενη κατάσταση όσο και τις τάσεις που διαγράφονται.
Με αυτά τα δεδομένα θα αρκεστώ στο να πάρω σαν βάση μια εκτίμηση σχετικής ισορροπίας ανάμεσα στα δυο μπλοκ (Δύση-Ανατολή) όσον αφορά τόσο την οικονομική διάσταση του ζητήματος όσο και τη στρατιωτική. Θα αποπειραθώ, ωστόσο, ορισμένες παρατηρήσεις.
Πρώτον, παρά τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και σε όλα τα πεδία σε αναζήτηση υπεροχής, θεωρώ ότι αυτές οι ισορροπίες δύσκολα θα μπορέσουν να ανατραπούν τόσο στο οικονομικό όσο και στο στρατιωτικό πεδίο στο ορατό μέλλον.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά τις ανοησίες που γράφονται για τις στρατιωτικές δυνατότητες των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Γράφεται λ.χ. και με το πιο βαρυσήμαντο στυλ πως η Γερμανία έχει μόνο 250 άρματα μάχης ενώ μέχρι και η Ελλάδα κάπου 2000, αν δεν κάνω λάθος. Αυτό που «ξεχνούν» είναι πως τα μισά από αυτά τα άρματα είναι …γερμανικής παραγωγής. Ότι ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία παράγουν πληθώρα από οπλικά συστήματα τα οποία εξάγουν σε άλλες χώρες. Είναι άλλο ζήτημα το πόσο χρόνο χρειάζονται για να αναπροσανατολίσουν και αναπροσαρμόσουν τις ιεραρχήσεις τους και άλλο το αν μπορούν. Και εντελώς διαφορετικό ζήτημα είναι το αν μπορεί να συγκροτηθεί ευρωπαϊκός στρατός που αποτελεί στη βάση του πολιτικό ζήτημα.
Οι συσχετισμοί «επί του πεδίου»
Η τρίτη και πιο σημαντική παρατήρηση αφορά το πώς εμφανίζονται αυτές οι δυνατότητες και συσχετισμοί «επί του πεδίου» (ή των πεδίων). Αναφέρομαι κυρίως στη στρατιωτική πλευρά του ζητήματος χωρίς να υποτιμώ την επίδραση της πολιτικής και οικονομικής. Στο ζήτημα αυτό εμφανίζονται σημαντικές διαφορές.
Διαφορετικές οι δυνατότητες που μπορεί να αναπτύξει μια ιμπεριαλιστική δύναμη εγγύς των συνόρων της και διαφορετικές σε πιο απομακρυσμένες περιοχές. Μια διαφορά που την είδαμε να εμφανίζεται πολύ συγκεκριμένα στις περιπτώσεις λ.χ. της Λιβύης ή και συνολικά της Μ. Ανατολής, όπου ΗΠΑ-Δύση κατέδειξαν τις αυξημένες δυνατότητές τους σε σχέση με εκείνες της Ρωσίας και της Κίνας.
Δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση της Ουκρανίας, όπου η Ρωσία έχει εμφανίσει τις αυξημένες δυνατότητές της. Δυνατότητες με βάση τις οποίες δείχνει να διασφαλίζει μια υπεροχή αλλά όχι σε κλίμακα που να ανατρέπει τις συνολικές ισορροπίες. (Εξ ου και το αδιέξοδο στο οποίο αναφέρθηκα.)
Το ζήτημα είναι πολιτικό
Το μεγάλο ερώτημα εδώ και έτσι όπως τίθεται στη σχετική φιλολογία, αφορά το ποιες συνέπειες θα έχει το αν ο Τραμπ-ΗΠΑ αποσυρθούν από το ουκρανικό μέτωπο. Ένα δεύτερο αφορά το αν επιχειρήσουν και αν μπορούν οι Ευρωπαίοι να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τις απαιτήσεις αυτής της αντιπαράθεσης.
Έχω την άποψη πως πρόκειται για ερωτήματα που προσπερνούν βασικά ζητήματα. Το κυριότερο απ’ αυτά αφορά το αν όντως οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να αποσυρθούν, εκδοχή που την θεωρώ από ελάχιστα πιθανή έως ανύπαρκτη. Ως προς το δεύτερο, και έτσι ως υπόθεση εργασίας και από «τεχνική» πολιτικο-στρατιωτική άποψη, δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί παντελώς. Και εδώ, ωστόσο, η απάντηση βρίσκεται πέρα από αυτά. Βρίσκεται στο τι θα αποφασίσουν ΗΠΑ και Ευρωπαίοι τόσο για τις μεταξύ τους σχέσεις όσο και για την αντιμετώπιση του ουκρανικού ζητήματος.
Για το ζήτημα των συμμαχιών
Ας περάσω στο άλλο και καθοριστικής σημασίας ζήτημα. Εκείνο των συμμαχιών. Ήδη γράφονται και ακούγονται πολλά. Για διάλυση υπαρκτών συμμαχιών, για σχηματισμό νέων, για μετακινήσεις δυνάμεων από την μια στην άλλη πλευρά κ.λπ. Πέρα από την ελαφρότητα των διαφόρων απόψεων και εκτιμήσεων, υπάρχει ένας παρονομαστής ιδιαίτερης βαρύτητας σε σχέση με αυτό το θέμα. Ότι το γεγονός που είναι δυνατό να μεταβάλλει άμεσα τις παγκόσμιες ισορροπίες είναι η μετακίνηση μιας σημαντικής δύναμης από την μια στην άλλη πλευρά.
Δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Στην ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχουν πολλά παραδείγματα μεταπήδησης από μια συμμαχία στην αντίπαλη ακόμη και εν καιρώ πολέμου. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε επειδή έτσι τους «έφεξε» αλλά στην βάση συγκεκριμένων κάθε φορά όρων, συνθηκών και αναγκαιοτήτων.
Σε μια τέτοια και μόνο βάση μπορούμε να δούμε το ζήτημα και έτσι όπως τίθεται στις μέρες μας. Από εκεί που οφείλουμε να ξεκινάμε είναι τα υπαρκτά, τα πραγματικά δεδομένα. Ποιες οι υπάρχουσες συμμαχίες. Ποιες οι υπό διαμόρφωση. Ποια τα χαρακτηριστικά και οι επιδιώξεις της κάθε πλευράς, συνολικά και κατά χώρα. Ποια τα ζητήματα που έχουν τεθεί και ποια προβλήματα θέτουν για τον καθένα.
Πιο συγκεκριμένα. Αυτά που υπάρχουν είναι κατά πρώτο λόγο το ΝΑΤΟ. Υπαρκτή σαν πολιτική, οικονομική οντότητα η ΕΕ. Υπό διαμόρφωση η συμμαχία ανάμεσα σε Ρωσία Κίνα. Με ερώτημα το αν όντως σχεδιάζεται ευρωπαϊκή πολιτικοστρατιωτική συμμαχία.
Όσον αφορά τις άλλες χώρες που βρίσκονται έξω από αυτά τα πλαίσια. Πρόκειται για χώρες που θέλουν να έχουν σχέσεις με όλους (πολιτικές, οικονομικές, κ.λπ.) αλλά που ταυτόχρονα επιλέγουν να κρατάνε τις αποστάσεις τους και χωρίς τη διάθεση να εμπλακούν σε μια μείζονα αντιπαράθεση. Το αν οι εξελίξεις τις αναγκάσουν να συρθούν σ’ αυτήν δεν είναι κάτι το οποίο χωρά προβλέψεις.
Για το ΝΑΤΟ
Ας τα δούμε πιο συγκεκριμένα. Από τα πιο σημαντικά που έχουν τεθεί είναι οι αναφορές στην πιθανότητα διάλυσης του ΝΑΤΟ. Αφετηρία τους οι δηλώσεις και κινήσεις Τραμπ τόσο στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Από κοντά και οι δηλώσεις Μασκ που πιο πολύ παίζει τον ρόλο του «λαγού». Όσο με αφορά και για να θέσω χωρίς περιστροφές την άποψή μου, δεν θα στοιχημάτιζα καθόλου σε μια τέτοια εκδοχή. Ας εξηγηθώ όμως.
Η Ευρωατλαντική συμμαχία (ΝΑΤΟ) ούτε τυχαία έγινε ούτε τυχαία διένυσε μια διαδρομή ογδόντα χρόνων. Αποτέλεσε έκφραση της κοινότητας συμφερόντων και επιδιώξεων των δυνάμεων που την σχημάτισαν. Συμφερόντων οικονομικών, πολιτικών, στρατιωτικών, στρατηγικών. Η συμμαχία με βάση την οποία το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα αντιμετώπισε αποτελεσματικά την «κομμουνιστική απειλή». Που νίκησε στον λεγόμενο «ψυχρό πόλεμο». Η συμμαχία με βάση την οποία ΗΠΑ-Δύση διασφάλισαν την δεσπόζουσα θέση και ρόλο τους στον κόσμο και με όλα τα πλεονεκτήματα και οφέλη που τους παρέχει μια τέτοια θέση και ρόλος. Έχει μάλιστα μια σημασία να υπενθυμίσω πως όταν οι ΗΠΑ, επί προεδρίας Μπους του νεότερου, επιχείρησαν να κινηθούν αγνοώντας το ΝΑΤΟ, δεν τα πήγαν και τόσο καλά, παρόλο που είχαν στο πλευρό τους τις δυνάμεις του αγγλοσαξονικού άξονα. Με βάση, συνεπώς, τα δεδομένα του πράγματος, θα θεωρούσα αυτοκτονικό για τις ΗΠΑ-Δύση να διαλύσουν το ΝΑΤΟ, να προχωρήσουν σε μια συνολική ρήξη ανάμεσα σε ΗΠΑ και ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Στην ίδια βάση δεν θεωρώ ότι ο Τραμπ παραλογίζεται και ακολουθεί τις όποιες φαεινές του ‘ρχονται κάθε φορά. Εκείνο που θεωρώ είναι ότι ο Τραμπ επιδιώκει τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές και σε όλα τα πεδία. Το οικονομικό, το πολιτικό, το στρατιωτικό, το στρατηγικό. Εκείνο που θέλει να επιβάλλει είναι η ευθυγράμμιση των Ευρωπαίων στα μέτρα των αμερικανικών επιδιώξεων. Δεν χρειάζεται άλλωστε, να πάμε πολύ μακριά. Όταν ο Τραμπ πιέζει για αύξηση στο 5% των αμυντικών προϋπολογισμών των χωρών του ΝΑΤΟ, όταν δηλώνει ότι τάσσεται υπέρ της στρατιωτικής παρουσίας ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Ουκρανία ως «εγγυητριών δυνάμεων», μας δείχνει το ποιες είναι οι στοχεύσεις του.
Σενάρια και πραγματικότητες
Σε συνάρτηση με όλα τα προηγούμενα γίνονται αναφορές στην εκδοχή μιας συνεργασίας των ΗΠΑ με την Ρωσία ενάντια στην Κίνα. Μια άποψη που «ακουμπάει» πρώτον στο ότι ο Τραμπ (και όχι μόνο) θεωρεί σαν τον κύριο προοπτικά στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ την Κίνα. Δεύτερον, στο ότι υπήρξε το αντίστοιχο και αντίστροφο παράδειγμα, όταν η Κίνα συνεργάστηκε με τις ΗΠΑ ενάντια στην Σ.Ε. στην περίπτωση του Αφγανιστάν (δεκαετία 1980). Τρίτο στην δυνατότητα αξιοποίησης των «εν υπνώσει» αντιθέσεων Ρωσίας, Κίνας.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ευσεβείς πόθους ορισμένων και δεν νομίζω του ίδιου του Τραμπ. Ούτε τα επιτελεία των ΗΠΑ αντιμετωπίζουν στα σοβαρά μια τέτοια εκδοχή ούτε η Ρωσία βρίσκεται στην περίοδο του ανεκδιήγητου Γέλτσιν. Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα αντιλαμβάνονται πολύ καλά ότι αν αφήσουν, πόσο μάλλον να συνεργήσουν στην εξουδετέρωση της μιας εξ αυτών τον δικό τους λάκκο θα ετοιμάζουν.
Με αυτά τα δεδομένα εκείνο που -ρεαλιστικά- μπορούν να επιδιώκουν οι επιτελείς των ΗΠΑ είναι πρώτον, να καθυστερήσουν όσο περισσότερο μπορούν την παραπέρα σύσφιξη των σχέσεων Ρωσίας-Κίνας και την αναβάθμισή της σε συμμαχία στρατηγικού χαρακτήρα. Δεύτερο, το να δημιουργήσουν εκείνο το κλίμα που θα τους δίνει την δυνατότητα να διαπραγματευθούν με την Ρωσία (για το ουκρανικό κ.λπ.) χωρίς να βαρύνεται αυτό από τη «σκιά», την ενεργό παρουσία της Κίνας.
Για τις σχέσεις Ρωσίας-Κίνας
Για την σχέση-συμμαχία Ρωσίας Κίνας. Αυτή συνδέεται κατά κύριο λόγο στο ότι έχουν κοινούς αντιπάλους. Στο ότι έχουν κοινές επιδιώξεις. Την ανατροπή της κυριαρχίας των ΗΠΑ-Δύσης, το πέρασμα στον, όπως τον ορίζουν, «πολυπολικό κόσμο». Ή αλλιώς, σε μια νέα κατανομή ρόλων και σφαιρών επιρροής στον κόσμο.
Μια σχέση στη βάση της οποίας η Ρωσία καλύπτει την στρατηγική (πυρηνική) πλευρά της αντιπαράθεσης και η Κίνα κατά βάση την οικονομική. Πέρα από αυτά, τίθεται το ερώτημα που αφορά το γιατί δεν προχωρούν σε μια ολοκλήρωση της σχέσης τους σε συμμαχία στρατηγικού χαρακτήρα.
Η εξήγηση βρίσκεται τόσο σε γενικότερου χαρακτήρα παράγοντες, όσο και εκείνους που αφορούν σε ιδιαίτερα στοιχεία και βλέψεις της κάθε πλευράς. Όσον αφορά το πρώτο, και οι δυο αντιλαμβάνονται ότι:
α) Η δημιουργία λ.χ. ενός ΝΑΤΟ της Ανατολής, πιθανά θα δημιουργούσε τάσεις αντισυσπείρωσης, πόσο μάλλον που υπάρχουν αντιθέσεις λ.χ. της Κίνας με χώρες όπως η Ινδία, το Βιετνάμ κ.ά.
β) Θα πιστοποιούσε το πέρασμα σε μια συνολική ανοιχτή αντιπαράθεση Δύσης-Ανατολής, που ούτε την θέλουν ούτε αισθάνονται έτοιμοι για κάτι τέτοιο. Αν η Ρωσία έκανε ένα βήμα σε μια τέτοια κατεύθυνση με την εισβολή στην Ουκρανία, ήταν γιατί θεώρησε ότι η απειλή (είσοδος της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ) βρίσκονταν επί θύραις.
Για μια τέτοια αντιμετώπιση του ζητήματος επιδρούν και οι ιδιαίτερες συνθήκες και βλέψεις της κάθε πλευράς. Η Κίνα που στοχεύει πολύ ψηλά δεν θα ήθελε την παγίωση ενός σχήματος, στο οποίο η Ρωσία θα είχε εκ των πραγμάτων το πάνω χέρι στο στρατηγικό πεδίο. Από την άλλη, η Ρωσία δεν αισθάνεται και τόσο «άνετα» με το να εξαρτάται οικονομικά από την Κίνα και σε σημαντικό βαθμό. Και οι δύο ευελπιστούν ότι στην πορεία θα βελτιώσουν τους όρους τους στις πλευρές που εμφανίζονται σαν πιο αδύναμες.
Συμπερασματικά, θα συνεχίσουν να κινούνται με βάση τα έως τώρα μοτίβα, εκτός και εάν οι εξελίξεις τις οδηγήσουν στο να επιταχύνουν τις κινήσεις τους προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Ευρωπαίοι υπό πίεση
Το τελευταίο διάστημα άνοιξε ξανά η συζήτηση για τη διαμόρφωση ενιαίας πολιτικής των ευρωπαϊκών χωρών, τη συγκρότηση της στρατιωτικής τους δύναμης κ.λπ. Αφετηρία τους οι κινήσεις και οι χειρισμοί του Τραμπ και οι πιέσεις που ασκεί σ’ αυτές τις χώρες. Στο οικονομικό πεδίο, με τους δασμούς και τα κίνητρα προσέλκυσης ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στο έδαφος των ΗΠΑ. Στο πολιτικό, με τις ανοιχτές παρεμβάσεις ενίσχυσης των φίλα προσκείμενων σε αυτόν πολιτικών δυνάμεων. Στο στρατιωτικό, με τις απαιτήσεις αύξησης των στρατιωτικών τους δαπανών. Στο γεωστρατηγικό, με την εκδήλωση των προθέσεων προσάρτησης Καναδά και Γροιλανδίας. Στο καθεαυτό στρατηγικό, με τις απειλές απόσυρσης της πυρηνικής ομπρέλας από τον ευρωπαϊκό χώρο. Εκείνο πάντως που σήμανε συναγερμό ήταν οι διαθέσεις του Τραμπ για απ’ ευθείας διαπραγμάτευση με τη Ρωσία όσον αφορά το ουκρανικό αφήνοντας «απ’ έξω» τους Ευρωπαίους εταίρους των ΗΠΑ.
Απέναντι σ’ αυτά υπήρξαν αντιδράσεις της ευρωπαϊκής πλευράς και σε όλα τα πεδία. Πρωτοστατούντων μάλιστα των Στάρμερ (Μ. Βρετανία), Μακρόν (Γαλλία) και στήριξη του Μερτς (Γερμανία) πραγματοποιήθηκαν απανωτές συναντήσεις Ευρωπαίων ηγετών όπου αποφασίστηκαν: Η συνέχιση στήριξης του Κιέβου, πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά. Η ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων της Ευρώπης με πρόβλεψη, μάλιστα, δημιουργίας ενός Ταμείου 800 δις ευρώ γι’ αυτόν τον σκοπό. Ο Μακρόν, μάλιστα, προσφέρθηκε να συνδράμει στην πυρηνική κάλυψη της Ευρώπης με το γαλλικό πυρηνικό οπλοστάσιο, ενώ αναμένεται ανάλογη συνδρομή και από μεριάς Μ. Βρετανίας.
Ποια βάση ποια υπόσταση και ποια προοπτική έχουν όλα αυτά; Ας αναφερθώ κατ’ αρχάς σ’ αυτό που αποτελεί την βάση του όλου ζητήματος (και όχι μόνο για τους Ευρωπαίους). Το διακύβευμα που έχει φέρει στην ημερήσια διάταξη η σύγκρουση στην Ουκρανία. Μια σύγκρουση στην οποία οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές μετέχουν ενεργά από την πρώτη στιγμή και όχι επειδή «σύρονται» από τις ΗΠΑ, όπως ανοήτως υποστηρίζεται, αλλά για πολύ σοβαρούς δικούς τους λόγους. Μετέχουν επειδή η έκβαση αυτής της σύγκρουσης θα κρίνει και την δική τους θέση στην παγκόσμια διάταξη δυνάμεων και όλα όσα συνδέονται με αυτήν. Θα επανέλθω σ’ αυτό, αφού αναφερθώ και σε κάποιες άλλες πλευρές του ζητήματος πού έχει τεθεί.
Δυνατότητες και προοπτικές
Όσον αφορά τη στρατιωτική, στρατηγική αναβάθμιση, την αυτόνομη στρατιωτική συγκρότηση ή ακόμη όπως έχει λεχθεί, τη δημιουργία ενός «ΝΑΤΟ» έξω από το ΝΑΤΟ.
Αν το ζήτημα κρινόταν με βάση την «τεχνική» του -ας το πω έτσι- πλευρά, θα έλεγα ότι οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και βασικά Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία έχουν όλες τις πληθυσμιακές, οικονομικές, βιομηχανικές, επιστημονικοτεχνικές, παραγωγικές δυνατότητες να το αντιμετωπίσουν. Ακόμη και στο πυρηνικό πεδίο και ιδιαίτερα αν υποθέταμε ότι στην Γερμανία «επιτραπεί» να απαλλαγεί από τις «δουλείες» που της έχουν επιβληθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν την ισχύ τους και -εννοείται- σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Μόνο που το πρόβλημα δεν είναι «τεχνικής» κ.λπ. φύσης, αλλά εξόχως πολιτικό, όπως άλλωστε είναι και το ζήτημα της δημιουργίας ευρωπαϊκού στρατού. Ένα πρόβλημα που συνδέεται με το σύνολο των σχέσεων που τις συνδέουν (και τις «διαχωρίζουν») και πάνω απ’ όλα των σχέσεών τους με τις ΗΠΑ.
Το να πορευτούν αυτές οι δυνάμεις ανεξάρτητα, διαφοροποιούμενες από τις ΗΠΑ ή πολύ περισσότερο ενάντιά τους, είναι μια εκδοχή που βρίσκεται πέρα από τις σημερινές τους δυνατότητες αλλά και τις ίδιες τους τις διαθέσεις.
Ποιο νόημα έχουν συνεπώς όλα αυτά; Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές αντιλαμβάνονται πως -σε τελευταία ανάλυση- δεν είναι μέσα στις πραγματικές διαθέσεις των ΗΠΑ να κινηθούν έξω από αυτά που υπαγορεύουν τα συνολικά συμφέροντα της Δύσης. Αντιλαμβάνονται πολύ καλά ότι εκείνο που κατά βάση επιδιώκει ο Τραμπ είναι μια αναπροσαρμογή των ευρωατλαντικών σχέσεων και σε βάση αναβάθμισης της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ. Ότι δεν θέλει να τους βγάλει έξω από τις στρατηγικές του στοχεύσεις, αλλά να τους εντάξει σ’ αυτές με βάση τους δικούς του όρους, τις δικές του ιεραρχήσεις και τακτικές επιλογές.
Σ’ αυτήν την λογική, άλλωστε, βρίσκεται και η πρότασή του για την παρουσία ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων στο έδαφος της Ουκρανίας ως «εγγυητριών» των όρων των όποιων συμφωνιών γίνουν. Μόνο που οι συμφωνίες αυτές βρίσκονται ακόμη «στον αέρα», ενώ ελάχιστες είναι οι πιθανότητες να αποδεχτεί μια τέτοια ρύθμιση η ρωσική πλευρά.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, εκείνο που επιδιώκουν οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές με τις κινήσεις τους, είναι το να βρουν την δική τους θέση και ρόλο στα όσα έτσι κι αλλιώς μέλλεται να συντελεστούν.
Οι «σταθερές» των πραγμάτων
Πως διαμορφώνεται πλέον η κατάσταση και ποιες οι προοπτικές της; Σε σχέση με αυτό υπάρχουν ορισμένα δεδομένα στα οποία μπορεί να στηριχθεί κανείς και άλλα τα οποία θέτουν δύσκολα ερωτήματα.
Πιο συγκεκριμένα. Κατ’ αρχάς στις δεδομένες και αμετακίνητες στρατηγικές επιδιώξεις της κάθε πλευράς. Συνάρτηση με αυτό, την βαρύτητα του διακυβεύματος που έχει αναδειχτεί και η αντιμετώπιση του οποίου θα έχει την πιο καθοριστική επίδραση στα τεκταινόμενα. Τα πραγματικά δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί «επί του πεδίου» και ευρύτερα και οι γενικότεροι συσχετισμοί. Το αδιέξοδο στο οποίο αναφέρθηκα και το οποίο «πιέζει» όλες τις πλευρές σε αναζήτηση διεξόδου. Το γεγονός ότι αυτή η διέξοδος δεν είναι και τόσο ορατή. Ας γίνω πιο συγκεκριμένος.
Θεωρώ ότι καμιά πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχτεί μια διευθέτηση που θα μπορούσε να καταγραφεί σαν στρατηγική της ήττα. Σε συνάρτηση με όλα αυτά μπαίνει και ένα ιδιαίτερης μορφής ερώτημα. Εκείνο που αφορά το με ποιον τρόπο θα μπορούσε ο Τραμπ να «απαγκιστρωθεί» από την ουκρανική εμπλοκή και να προωθήσει την όπως αναφέρεται δική του ατζέντα αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι εκείνο που επιδιώκει.
Το ζήτημα θα τεθεί όταν…
Σε σχέση με τα τεκταινόμενα κυκλοφορούν κάθε είδους σενάρια με βάση δηλώσεις, διακηρύξεις και κινήσεις των εμπλεκόμενων πλευρών. Θεωρώ τη σημασία τους από σχετική έως ελάχιστη. Έχω την άποψη ότι το πραγματικό πρόβλημα θα αναδειχτεί στις πραγματικές του διαστάσεις όταν τα υπό διαπραγμάτευση ζητήματα τεθούν «στο τραπέζι».
Εκεί θα φανεί το τι επιδιώκει πλέον η κάθε πλευρά και τι είναι διατεθειμένη να αποδεχτεί, αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν τέτοια περιθώρια. Η δυσκολία του πράγματος συνδέεται κατ’ αρχάς και κατά κύριο λόγο από την κρισιμότητα των ζητημάτων που έχουν αναδειχτεί.
Ταυτόχρονα και όσον αφορά το ουκρανικό, από το ότι χαρακτηρίζεται από την σύμπλεξη πολλών και σημαντικών πλευρών του όλου ζητήματος. Με τέτοιο μάλιστα τρόπο ώστε είναι πολύ δύσκολο να ρυθμιστεί κάποια πλευρά χωρίς να «σύρει» μαζί της και να αναδείξει το σύνολο του ζητήματος.
Για να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος. Θα μπορούσα κατ’ αρχάς να αναφερθώ στις προτάσεις εκεχειρίας την οποία επιδιώκει ο Τραμπ αλλά δεν αποδέχεται η Ρωσία αν προηγούμενα δεν ρυθμιστούν τα κρίσιμα κατά την άποψή της ζητήματα. Στο πώς θα ρυθμιστεί το «εδαφικό», όπου οι βλέψεις και διεκδικήσεις της Ρωσίας βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις δυτικές προβλέψεις και «χρεώσεις».
Παραλείποντας κάποια άλλα, ας σταθώ σ’ αυτό που αποτελεί το κυρίως επίδικο. Το πώς κατοχυρώνεται η ουδετερότητα της Ουκρανίας (της όποιας Ουκρανίας προκύψει πλέον), η μη εισδοχή της στο ΝΑΤΟ. Οι δηλώσεις Τραμπ ούτε πείθουν ούτε αρκούν στην ρωσική πλευρά. Πολύ περισσότερο όταν συνοδεύονται από προτάσεις για παρουσία ευρωπαϊκών στρατιωτικών σωμάτων ως «εγγυητριών» δυνάμεων τήρησης των συμφωνιών. Προτάσεις που απορρίπτει η ρωσική πλευρά, καθώς -εύλογα- θεωρεί πως θα πρόκειται για στρατεύματα του ΝΑΤΟ που απλώς θα φοράν τα γαλάζια κράνη του ΟΗΕ λ.χ.
Τι μπορούμε να περιμένουμε
Με βάση το σύνολο των δεδομένων τίθεται το ερώτημα του τι μπορούμε να περιμένουμε απ’ εδώ και πέρα. Όπως έχω ήδη αναφέρει και παλιότερα, έχουμε μπει σε μια φάση όπου ανοίγονται κύκλοι διαπραγματεύσεων όλων με όλους και οι οποίοι θα εναλλάσσονται με τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις. Ενόψει μιας τέτοιας εξέλιξης, όλες οι πλευρές ετοιμάζουν τα χαρτιά τους, επιχειρούν να διαμορφώσουν ευνοϊκούς όρους η κάθε μια για λογαριασμό της. Στο επικοινωνιακό επίπεδο ο Τραμπ θέλει να εμφανίζεται σαν «ο άνθρωπος της ειρήνης». Με ανάλογο τρόπο απαντάει σ’ αυτό και ο Πούτιν. Το θέμα βρίσκεται στο τι επιδιώκουν πραγματικά και στο τι πράττουν.
Όσον αφορά τον Τραμπ, ένας βασικός στόχος είναι το να αποτρέψει-καθυστερήσει, όσο μπορεί, την παραπέρα σύμπηξη της συμμαχίας Ρωσίας-Κίνας. Βασικός στόχος, επίσης, το να επιβάλλει έναν επαναπροσδιορισμό σχέσεων, ρόλων και ιεραρχήσεων στα πλαίσια της δυτικής συμμαχίας και με τους όρους των ΗΠΑ. Αυτή την κατεύθυνση θεωρώ ότι υπηρετούσε και το περίφημο «επεισόδιο» με τον Ζελένσκι που διαδραματίστηκε oncamera στον Λευκό Οίκο. Η αποκοπή της σύνδεσης-στήριξης του Ζελένσκι με τους Ευρωπαίους.
Απ’ εκεί και πέρα, οι προτάσεις-πιέσεις για αύξηση στο 5% των στρατιωτικών προϋπολογισμών των χωρών του ΝΑΤΟ στοχεύουν στη στρατιωτική του ισχυροποίηση ενόψει και της συνολικής αντιπαράθεσης Δύσης-Ανατολής και η οποία δεν άρχισε χτες και δεν θα τελειώσει αύριο. Ειδικότερα και σε σχέση με το Ουκρανικό, εκείνο που επιδιώκει είναι να επιβάλλει μια συμφωνία η οποία θα τον εμφανίζει ως «ειρηνοποιό» και κυρίως θα κατοχυρώνει τις αμερικανικές βλέψεις και επιδιώξεις. Σ’ αυτή την κατεύθυνση εντάσσονται και οι συμφωνίες για τα ορυκτά και οι προτάσεις για παρουσία ευρωπαϊκών στρατευμάτων ως «εγγυητριών» δυνάμεων. Ταυτόχρονα ευελπιστεί ότι με μια τέτοια συμφωνία θα μπορέσει να «απαγκιστρωθεί» από το Ουκρανικό ώστε να επικεντρώσει τις κινήσεις του σ’ αυτό που θεωρεί πλέον σαν το κύριο μέτωπο. Απέναντι στην Κίνα.
Από την μεριά του ο Πούτιν μιλάει κι αυτός για ειρήνη. Μόνο που την ίδια στιγμή συνεχίζει τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις. Γνωρίζει πολύ καλά ότι εκείνα που έχουν βαρύνουσα σημασία δεν είναι τα όσα λέγονται αλλά τα πραγματικά δεδομένα, τα «χαρτιά» που κρατάει κανείς στο χέρι του. Σ’ αυτήν την τροχιά κινείται και σ’ αυτήν θα συνεχίσει να κινείται.
Συνοψίζοντας
Όπως ήδη ανέφερα, οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος θα αναδειχτούν όταν μετά από τα «τρέχοντα προκαταρκτικά» περάσουμε στη φάση όπου τα επίμαχα ζητήματα τεθούν «στο τραπέζι». Το βέβαιο είναι πως θα πρόκειται για μια δύσκολη διαπραγμάτευση, με το πιο πιθανό -και παρά τις «βιασύνες» του Τραμπ- να τραβήξει σε μάκρος. Μια διαδικασία που, όπως επίσης ανέφερα, οι διαπραγματεύσεις θα εναλλάσσονται με συγκρούσεις και με ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα.
Ακόμη κι αν υποθέταμε ότι στη βάση των αδιεξόδων που έχουν αναδειχτεί υπάρξουν κάποιου είδους συμφωνίες-διευθετήσεις, αυτές θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα και το μόνο βέβαιο θα ‘ναι πως δεν θα διασφαλίζουν την ειρήνη για την περιοχή ή και τον κόσμο όλον.
Ακριβώς επειδή το ακόμη πιο βέβαιο είναι πως οι ανταγωνισμοί και οι αναμετρήσεις θα συνεχιστούν σε όλα τα πεδία, με όλες τις μορφές και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, στα πλαίσια αυτής της συνολικής αναμέτρησης. Αυτή είναι η πραγματικότητα που έχει να αντιμετωπίσει ο κόσμος.
ΥΓ. Θα ήθελα να σταθώ λίγο στο περίφημο «επεισόδιο» Τραμπ-Ζελένσκι. Για την βασική πολιτική ουσία του πράγματος αναφέρθηκα ήδη προηγούμενα. Εδώ θα ήθελα να σταθώ και σε μια ακόμη πλευρά που αναδείχθηκε μέσα απ’ αυτό.
Αυτό που αναφάνηκε δεν οφείλεται στον «ιδιόρρυθμο» χαρακτήρα του Τραμπ, όπως υποστηρίχθηκε από πολλούς. Εκείνο που μπορεί να οφείλεται είτε στον Τραμπ είτε σε προσχεδιασμένη κίνηση των επιτελών του είναι ότι όλο αυτό συντελέστηκε oncamera. Εκείνο που αναδείχθηκε είναι το πώς αντιμετωπίζουν οι ιμπεριαλιστές και ειδικότερα οι ΗΠΑ (με Τραμπ ή χωρίς Τραμπ) τις άλλες χώρες. Το πώς μεταχειρίζονται τους υποτακτικούς τους. Αντιμετώπισαν τον Ζελένσκι κυριολεκτικά σαν σκουπίδι που ο προορισμός του είναι πλέον ο κάδος των απορριμμάτων. Θα μπορούσε αυτό να είναι ένα ακόμη μάθημα της ιστορίας. Μόνο που οι αποδέκτες είναι είδος εν ανεπαρκεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου