30 Ιουνίου 2025

Η κυβέρνηση φέρνει αντεργατικό νομοσχέδιο! Μαζικός αγώνας για να μην περάσει!

Για συζήτηση στο υπουργικό συμβούλιο ετοιμάζεται το νέο αντεργατικό νομοσχέδιο. Όλα δείχνουν πως η καθυστέρηση σε σχέση με τους αρχικούς σχεδιασμούς, όπως τροφοδοτήθηκαν στα ΜΜΕ ήδη απ’ τον χειμώνα αμέσως μετά την ψήφιση του νόμου για τον κατώτατο μισθό, χρησιμοποιήθηκε για να συγκεντρώσει όλο και πιο πολλές αντεργατικές ρυθμίσεις. Η κυβέρνηση επιλέγει να διατηρήσει ασάφεια σχετικά με το τι πραγματικά θα περιλαμβάνει το νομοσχέδιο όταν κατατεθεί, κάθε νέο σχετικό δημοσίευμα όμως επιβεβαιώνει την ολοένα πιο επιθετική κατεύθυνση.

Αν προσπαθούσαμε να συγκεντρώσουμε όσα έχουν ως τώρα γράφει, το νομοσχέδιο θα περιλαμβάνει:

Ελαστικοποίηση των προσλήψεων και διευκόλυνση των απολύσεων με κατάργηση εντύπων και ανάρτηση μόνο των βασικών όρων της σύμβασης εργασίας. Με πρόσχημα την «καταπολέμηση της γραφειοκρατίας», ο στόχος είναι να μπορεί η εργοδοσία να καλύπτει πιο άμεσα, με λιγότερο κόστος και λιγότερες δεσμεύσεις, ό,τι ανάγκη της προκύπτει. Μέσα σ' όλα, και τις ολιγοήμερες προσλήψεις για απεργοσπασία σε περιπτώσεις εργατικών αγώνων. Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται όσα διαρρέουν για «συμβάσεις μίας ημέρας» ή «δοκιμαστικές συμβάσεις».

Θέσπιση των συμβάσεων «μηδενικών ωρών», στην ίδια κατεύθυνση ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Αυτή η ρύθμιση είχε τεθεί και ενόψει του νόμου Γεωργιάδη, αλλά «φρέναρε» στο επίπεδο του να συμφωνούνται τουλάχιστον κάποιες, ελάχιστες, ώρες δουλειάς (και αμοιβής) στη σύμβαση. Τώρα το σύστημα νιώθει έτοιμο για μια σχέση εργασίας που εκφράζει «άμεση διαθεσιμότητα» του εργαζόμενου όποτε και για όσο θέλει ο εργοδότης, χωρίς την παραμικρή διασφάλιση κάποιου εισοδήματος.

- Επέκταση της δυνατότητας 13ωρης δουλειάς όχι μόνο σε πολλαπλούς εργοδότες (όπως ισχύει ήδη), αλλά και στον ίδιο εργοδότη. Αυξάνοντας το σημερινό όριο απ’ τις 12 στις 13 ώρες δουλειά τη μέρα, στη μορφή της 1 ώρας «υπερεργασίας» («κατά την κρίση του εργοδότη» όπως διατυπώνεται σήμερα στον νόμο) και 4 ωρών «υπερωρίας» (αναφερόμενοι σε συμβάσεις 5ήμερης εργασίας), η κυβέρνηση ανταποκρίνεται στις γκρίνιες των εργοδοτών περί δυσκολίας εύρεσης ειδικευμένου προσωπικού. Αυτό που εννοεί η εργοδοσία είναι ότι προτιμάει να εξαντλεί τους εργαζόμενους που ήδη έχει, απ’ το να «δεσμευτεί» με νέες προσλήψεις, την αναπόφευκτη περίοδο εκπαίδευσης κ.ο.κ.

- Δυνατότητα υπερωριακής απασχόλησης και εργαζόμενων σε καθεστώς εκ περιτροπής, στην ίδια κατεύθυνση με το προηγούμενο. Στόχος ο εργοδότης να μη δεσμεύεται ούτε καν σε πλήρη απασχόληση των εργαζόμενων που ήδη έχει, αλλά να τους εξαντλεί τις μέρες που πάνε για δουλειά. Τα μεγέθη και τα χαρακτηριστικά άλλωστε του ντόπιου κεφαλαίου, με συνηθισμένη τη λογική της «αρπαχτής» (γρήγορο κέρδος ανάλογα με τη συγκυρία, χωρίς πολλά-πολλά σε επενδύσεις κτλ.) ταιριάζουν στην απαίτηση το ωράριο (και η ζωή) των εργαζόμενων να γίνεται λάστιχο.

- Αλλαγή της περιόδου αναφοράς τυχόν συστήματος διευθέτησης του χρόνου εργασίας (δηλαδή 10ωρη δουλειά χωρίς πρόσθετη αμοιβή με αντίστοιχη συνολικά μείωση ωρών ή ρεπό σε άλλο διάστημα), από τον έναν χρόνο που ισχύει απ’ το 1990, σε επίπεδο βδομάδας (!), στο ίδιο πλαίσιο που αναφέραμε πριν. Διατηρώντας βέβαια τη δυνατότητα διευθέτησης σε ατομικό επίπεδο, όπως επέβαλε ο νόμος 4808 το 2021 («Χατζηδάκη»).

- Κατάργηση της υποχρέωσης του εργοδότη να αποδεχτεί αίτημα άδειας για τουλάχιστον τη μισή απ’ τη δικαιούμενη άδεια, συνεχόμενη και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Αυτή η διπλή υποχρέωση, δηλαδή να δίνεται ως συνεχόμενες μέρες τουλάχιστον η μισή άδεια, αλλά και να δίνεται το καλοκαίρι, ισχύει εδώ και δεκαετίες. Αποτελεί ενός είδους αναγνώρισης της πραγματικότητας που κάθε εργαζόμενος γνωρίζει: ότι για να ξεκουραστεί κανείς, δεν αρκεί να παίρνει άδεια μια μέρα εδώ και μια μέρα εκεί, έχει ανάγκη να σταματήσει για ένα ικανό διάστημα. Για τα δεδομένα της Ελλάδας, του κλίματος και της μορφολογίας της, η ξεκούραση αυτή συνδέεται παραδοσιακά με το καλοκαίρι. Στη φάση που βρισκόμαστε και σ’ αυτήν που ξανοίγεται μπροστά μας (όπως τουλάχιστον την επιδιώκει το σύστημα), οι εργαζόμενοι υπάρχουν αποκλειστικά για να εξυπηρετούν το κεφάλαιο. Τις διακοπές πρέπει να τις ξεχάσουν. Δεν αρκεί που δεν μπορούν να τις πληρώσουν, πρέπει να «χωνέψουν» ότι ο ήλιος κι η θάλασσα είναι για τους τουρίστες, όχι για την «πλέμπα» των γηγενών.

«Ευέλικτο ωράριο» όπου εφαρμόζεται η ψηφιακή κάρτα εργασίας, με δυνατότητα προσέλευσης και αποχώρησης με διαφορά μέχρι και 2 ώρες σε σχέση με το δηλωμένο ωράριο.

- Κατάργηση εντύπων όπως ο Ετήσιος Πίνακας Αδειών, ο Ετήσιος Πίνακας Προσωπικού, τα Έντυπα Εκτός Έδρας Απασχόλησης κ.ά.

Όπως συνηθίζει η κυβέρνηση, στο αντεργατικό νομοσχέδιο ενδέχεται να υπάρχουν και κάποιες διατάξεις που θα βαφτιστούν «φιλεργατικές». Σκοπός τους, όπως και στο παρελθόν, είναι να θολώσουν τα νερά, να αποτρέψουν τη συγκρότηση των εργαζόμενων ενάντια στο νομοσχέδιο και να διευκολύνουν τις συνδικαλιστικές ηγεσίες ν’ αφήσουν τον κόσμο της δουλειάς, που υποτίθεται εκπροσωπούν, χωρίς οργάνωση, ώστε και αυτό το νομοσχέδιο να γίνει νόμος. Υπάρχουν αναφορές για «Ενιαίο Σύστημα Καταγραφής Ατυχημάτων», αλλά και για «ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων». Ως προς το πρώτο, αρκεί η ως τα τώρα εμπειρία για ν’ αποδείξει ότι η συστηματική διάλυση των όποιων περιορισμών υπάρχουν στην εκμετάλλευση των εργαζόμενων, οδηγεί στη συστηματική αύξηση των εργοδοτικών εγκλημάτων που πολλαπλασιάζει τους τραυματισμούς, τους ακρωτηριασμούς, τους θανάτους, αλλά και τη διαρκή επιβάρυνση της υγείας των εργαζόμενων.

Σε σχέση με τις Συλλογικές Συμβάσεις, περισσεύουν οι αυταπάτες που καλλιεργούνται με αφορμή τον στόχο κάλυψης του 80% των εργαζόμενων από ΣΣΕ, όπως έχει γραφτεί στην περσινή ευρωπαϊκή οδηγία που αποτέλεσε το έναυσμα για τον νόμο για τον περιορισμό των όποιων αυξήσεων του κατώτατου μισθού, και μάλιστα «με αλγόριθμο». «Κοινωνικός διάλογος» είναι η λέξη-κλειδί για να δημοσιευτεί ένα άρθρο στον αστικό τύπο, προκειμένου να δείξει τις πυρετώδεις διαδικασίες στις οποίες έχει μπει το σύστημα (κυβέρνηση και εργοδοτικοί φορείς) με τη συνδικαλιστική ηγεσία, βασικά της ΓΣΕΕ αλλά και με πολλές ομοσπονδίες να ενδιαφέρονται.

Το υπουργείο δείχνει πως σκέφτεται να ρίξει απ’ το σημερινό 50% το ποσοστό των εργαζόμενων σ’ έναν κλάδο που απασχολούν τα μέλη μιας εργοδοτικής ένωσης η οποία υπογράφει κάποια κλαδική ΣΣΕ, ώστε ο υπουργός Εργασίας να σκεφτεί να την ορίσει (την κλαδική ΣΣΕ) σαν υποχρεωτική για όλο τον κλάδο.

Η λογική των κινήσεων αυτών είναι, υποτίθεται, να συντονιστεί η χώρα με την ΕΕ όσον αφορά την κάλυψη εργαζόμενων από ΣΣΕ. Η Ελλάδα βρίσκεται ως προς αυτό πολύ χαμηλά σε σχέση με τις άλλες χώρες, και συγκεκριμένα τελευταία, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ. Μόλις στο 16,1%, έναντι του σχεδόν 50% μέσου όρου πανευρωπαϊκά.

Θα έλεγε κανείς πως έχουν βάλει το χεράκι τους τα μνημόνια και όλες αυτές οι πολιτικές που διέλυσαν ολόκληρο το πλέγμα των εργασιακών δικαιωμάτων στην Ελλάδα. Αλλά φυσικά και το γεγονός ότι ο συνδικαλισμός και η οργάνωση των εργαζόμενων αφήνεται στον «κοινωνικό διάλογο», ενώ ταυτόχρονα χτυπιέται με πλήθος ιδεολογικών και νομικών μέσων, δεν είναι καθόλου άσχετο με την κατάσταση αυτή.

Μπορεί λοιπόν ο νόμος να εξασφαλίσει τις συλλογικές συμβάσεις και μάλιστα με ευνοϊκούς για τους εργαζόμενους όρους; Από άποψη αρχής θα λέγαμε πως αυτό δεν γίνεται, παρά μόνο εφόσον οι εργαζόμενοι απαντήσουν απεργιακά, και με πληθώρα αγωνιστικών μέσων (διαδηλώσεις κλπ). Το κράτος είναι το κράτος της αστικής τάξης και ό,τι κάνει είτε θα είναι προς συμφέρον της ίδιας αυτής τάξης, είτε επειδή έχει εξαναγκαστεί απ’ τους ανυποχώρητους αγώνες των εργαζόμενων. Οι αγώνες σ’ αυτήν τη φάση, ωστόσο, δεν έχουν πετύχει μια πλατιά νίκη θέσπισης συλλογικών συμβάσεων, παρά τις εξαιρέσεις σε ορισμένους χώρους. Άρα το σύστημα θέλει να μπορεί να θεσμοθετεί για λογαριασμό των εργοδοτών συμβάσεις, παρουσιάζοντας από μόνο του το γεγονός ύπαρξής τους σαν θετικό, ενώ απ’ την άλλη αυτές να είναι στα πλαίσια «αντοχής της οικονομίας»· αυξήσεις, δηλαδή, (ή άλλες ρυθμίσεις) με το σταγονόμετρο ή ακόμα και με αντεργατικές ρυθμίσεις (σε σχέση με το 6ήμερο, τα ωράρια, τη διευθέτηση κ.ά.). Έρχεται να ορίζει και σε κλαδικό επίπεδο το «ταβάνι» των εργατικών διεκδικήσεων, σε συνέχεια της λογικής που νομοθέτησε για τις κατώτατες αμοιβές στα χέρια της κυβέρνησης, αναδεικνύοντας (ανάμεσα στα άλλα) και το πόσο στον αέρα βρίσκεται η γραμμή του «κοινωνικού διαλόγου», που προωθούν οι κυρίαρχες συνδικαλιστικές δυνάμεις.

Απ’ την άλλη, τόσο απ’ τις αστικές και τις κυβερνητικές, όσο και απ’ τις ρεφορμιστικές συνδικαλιστικές δυνάμεις, όπως του ΠΑΜΕ, κυκλοφορεί πολύ η άποψη που θέλει να είναι κέρδος η οποιαδήποτε υπογραφή ΣΣΕ. Χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις των κλαδικών ΣΣΕ στους οικοδόμους, στην καπνοβιομηχανία, στον επισιτισμό, στον τουρισμό κ.ά., που παρουσιάστηκαν (στη μία ή την άλλη ένταση) σαν νίκες, τη στιγμή που το ύψος των μισθών και των μεροκάματων που επιτεύχθηκε ήταν ελάχιστα πάνω απ’ τα κατώτατα (σε κάποιες περιπτώσεις απλή αναπαραγωγή των κατώτατων) και σίγουρα όχι περισσότερα απ’ τις απολαβές που έτσι κι αλλιώς υπήρχαν στον αντίστοιχο κλάδο. Ποιο είναι το όφελος μιας συλλογικής σύμβασης όταν δεν πετυχαίνει ουσιαστική βελτίωση των όρων εργασίας, με βασικό ζήτημα τις αυξήσεις στους μισθούς; Κι όταν λέμε αυξήσεις, το εννοούμε, όχι σαν τις πενταροδεκάρες που μοιράζει η κυβέρνηση, ενώ οι τιμές συνεχίζουν ν’ αυξάνονται. 

Αυτές είναι οι συλλογικές συμβάσεις που προάγει και θέλει να «ενισχύσει» το σύστημα. Άρα από μόνη της μια τέτοια εξέλιξη δεν εξασφαλίζει κάτι, καθώς από μεριάς συστήματος «δικαιολογεί» τους χαμηλούς, θεσμοθετημένους μισθούς, ενώ από μεριάς αστικού και ρεφορμιστικού συνδικαλισμού παρουσιάζεται σαν νίκη για να καμφθούν οι αγώνες και οι αντιστάσεις.

Μ’ αυτήν την έννοια, δεν είναι ένα αυτόματο ζήτημα η υπογραφή ΣΣΕ στους εργαζόμενους πλατιά στη χώρα. Για κάποιους είναι θέμα διαπραγμάτευσης καλύτερων όρων στα πλαίσια ενός «κοινωνικού διαλόγου»… κι ό,τι ψίχουλα πάρουμε. Για άλλους είναι θέμα ευνοϊκής φάσης ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος, κι άρα ευκαιρία να κερδίσουμε κι εμείς κάτι. Αν όμως δεν είναι φάση ανάπτυξης; Τότε οι εργαζόμενοι δεν έχουν δικαίωμα στον μισθό; Αν η κυβέρνηση λέει ότι ο μισθός καθορίζεται… αντικειμενικά; Δεν δικαιούται το εργατικό κίνημα να διεξάγει αγώνες για την αύξησή του; Με μια κουβέντα, λοιπόν, δεν μπορεί να κερδίζουν όλοι· δεν μπορεί να κερδίζει και το αφεντικό και ο εργάτης. Προφανώς τα λεφτά από κάποιου την τσέπη βγαίνουν και σε κάποιου πάνε. Άρα και συνολικά οι ΣΣΕ καθορίζουν αυτό που έχει καταφέρει ο εργαζόμενος ν’ αποσπάσει απ’ το αποτέλεσμα της δουλειάς του, που καρπώνεται το αφεντικό, είτε σε επίπεδο χρημάτων, είτε σε επίπεδο ωραρίου, συνδικαλιστικών και άλλων εργασιακών δικαιωμάτων.

Όμως αυτή η διεκδίκηση δεν μπορεί να είναι ατομική. Η κατάκτηση συλλογικών συμβάσεων, είναι (εξ ορισμού μ’ έναν τρόπο!) ζήτημα συλλογικού αγώνα. Γι’ αυτόν τον αγώνα έχουν ως εργαλεία οι εργαζόμενοι τα σωματεία. Μπορεί σήμερα να λοιδορούνται, μπορεί τη μια στιγμή η κυβέρνηση να «φέρνει ΣΣΕ» και την άλλη να βάζει το πόδι της και τους νόμους της στα σωματεία, αλλά είναι μέσα από τέτοια όργανα που θα γίνει ένας αγώνας αποτελεσματικός, συνεκτικός, ισχυρός, και θα μπορεί να φέρει νίκες. Πρέπει όμως οι εργαζόμενοι να ξεπεράσουν ένα σωρό εμπόδια που έχουν συσσωρευτεί. Να τα κάνουν όργανα δικά τους, κόντρα στη λογική της ανάθεσης, που θεωρεί ότι τα σωματεία ανήκουν σε κάποιες ηγεσίες που «αγωνίζονται» και «διαπραγματεύονται» αντ’ αυτών. Κόντρα στη λογική της αστικής νομιμότητας, χωρίς δηλαδή να λογαριάζουν αν η κυβέρνηση θεωρεί νόμιμες ή παράνομες τις διεκδικήσεις τους. Κόντρα στη λογική που θέλει τα σωματεία ν’ ασχολούνται «με τα δικά τους», την ώρα που κατεβαίνει ένα νέο αντεργατικό νομοσχέδιο που σκοπό έχει να φέρει τους εργαζόμενους σε ακόμα χειρότερη θέση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: