Ο Όμηρος Πέλλας (Οδυσσέας Γιαννόπουλος) γεννήθηκε το 1921 στην Πελοπόννησο. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του το 1940. Η Κατοχή τον βρίσκει διορισμένο δάσκαλο στο χωριό Σωτήρα, της Έδεσσας. Οργανώνεται στο ΕΑΜ, συλλαμβάνεται από τους φασίστες του Άντον Κάλτσεφ και το 1944 στέλνεται όμηρος στα στρατόπεδα της Γερμανίας. Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρίσκει στην Αθήνα, όπου κάνει διάφορες δουλειές για να επιζήσει. Όμως, λόγω των φρονημάτων του εξορίζεται στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο, έως το 1952 όπου επιστρέφει και εργάζεται ως δάσκαλος σε χωριά του νομού Πέλλας.
Όμηρος Πέλλας (Οδυσσέας Γιαννόπουλος), 1921-1962
Ο Όμηρος Πέλλας ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη γλυπτική (έχει φιλοτεχνήσει τις προτομές του καπετάν Άγρα και του καπετάν Μίγγα, που βρίσκονται στο πάρκο των Καταρρακτών στην Έδεσσα), ενώ έχει γράψει μελέτες για τα παιδιά και την εκπαίδευσή τους και μελέτες για την Τέχνη. Έγραψε επίσης τα πεζά «Οι καρφίτσες», «Άννα», «Αντρέας», «Ο Σταυρής», «Σταυρούλα», «Θοδώρα», «Ο Γερο-Λιας», (τόμος «Διηγήματα», εκδ. Στιγμή, 1986), και το θεατρικό έργο «Ακριβή» (Έδεσσα, 1991).
Το βιβλίο του «Στάλαγκ VI C. Ημερολόγιο της ομηρίας», ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος το χαρακτηρίζει «έπος για τη δύναμη, τον ηρωισμό και την αντοχή του ανθρώπου, ένας ύμνος για το ήθος και την ανθρώπινη αλληλεγγύη».
Ο Όμηρος Πέλλας έφυγε από τη ζωή νεότατος, το 1962, από καρδιακό νόσημα. Στον τάφο του έχουν χαραχθεί τα λόγια: «Αγάπα τη ζωή, τη χαρά τής ζωής, της δίχως φόβο ζωής», αντλημένα από το «Στάλαγκ».
Το εξώφυλλο του βιβλίου του Όμηρου Πέλλα “Stalag VI C”, που κυκλοφόρησε από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις το 1963
Ας τον γνωρίσουμε με μερικά αποσπάσματα από το καθηλωτικό και συγκλονιστικό (οι λέξεις είναι λίγες , αλλά δεν βρίσκω αντιπροσωπευτικά επίθετα…) Stalag VI C, Ημερολόγιο της ομηρίας…
«Δώδεκα μέρες μετά την απελευθέρωση, πέθανε ο φίλος που μαζί του πέρασα όλον εκείνον το δύσκολο καιρό μέχρι τελευταία που έφυγε από το νοσοκομείο. Εγώ έμεινα εκεί και με βρήκε η απελευθέρωση.Το τέχνασμα αυτό χρησιμοποιεί ο Όμηρος Πέλλας για να αφηγηθεί τη δική του ιστορία ομηρίας και παράλληλα όλων των ομήρων στα γερμανικά στρατόπεδα. Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο του Stalag VI C, που κυκλοφόρησε από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις το 1963.
Όταν, λίγο αργότερα, πριν φύγουμε για το γυρισμό, βρήκα την ομάδα του, ένας, εκτελώντας την τελευταία του παραγγελία, μου παρέδωσε ένα πακέτο. Χρόνια τώρα το κρατούσα κλειστό. Φοβόμουνα να τ’ ανοίξω όπως φοβόμαστε ν’ ανοίξουμε μια πληγή.
Τώρα τελευταία η γυναίκα μου με πίεσε πολύ. Κι ένα βράδι έξω φυσούσε δυνατά και βούιζε ο αέρας – τ’ αποφασίσαμε.
Μέσα ήταν η ταυτότητά του, ένα μετάλλινο ορθογώνιο, διάτρητο στη μέση κι απάνω τα στοιχεία του φίλου μου: STALAG VI C. Νο 114,003. Ύστερα ένα κομμάτι από κουβέρτα στενόμακρο – το θυμάμαι, τύλιγε μ’ αυτό το κεφάλι του – ένα βαρύ ξύλινο sabot, τρύπιο στη φτέρνα με ξεραμένο αίμα στο χείλος πίσω και πάνω στο χτένι κ’ η καρτέλλα του Νοσοκομείου : Lungen T.B.C. το διάγραμμα του πυρετού του – σταματούσε στις 28 Απρίλη, (του 1945) και τελευταία ένδειξη: Mort (νεκρός).
Από κάτω ένα μάτσο χαρτιά. Ήταν κάτι χαρτιά μικρά, μεγάλα, κομματάκια, γραμμένα με μολύβι. Δυσκολοδιάβαστα από την αταξία κι από τον καιρό που πέρασε.
Δε μιλούσε κανένας.
Πήρα να διαβάσω, έτσι την αρχή, μα πια δε μπορούσαμε να σταματήσουμε. Η φωνή του φίλου – ήταν ένας νέος άντρας ίσαμε 25 χρονών, δάσκαλος, με πολλές αγωνίες στην ψυχή, ίσως και με κάποιες κρυφές φιλοδοξίες πνευματικού ανθρώπου, οπωσδήποτε όμως ένας γνήσιος άνθρωπος που θάθελε πολύ νάναι η ζωή ωραία, που αγαπούσε πολύ τη χαρά – η φωνή του, λοιπόν, ανέβαινε και σκέπαζε τη δική μου φωνή κι ο φίλος γιόμισε το δωμάτιο όπως τον είδα τελευταία φορά όταν χωρίζαμε χωρίς να ρωτιόμαστε αν ξαναβρεθούμε ποτέ.
Όταν τελειώσαμε, η νύχτα έξω ήταν ακόμα βαθιά. Ο αέρας μούγκριζε δυνατά κι η σταματημένη φωνή του φίλου αγωνιζόταν να μην πνιγεί στο βουητό του νυχτερινού αέρα.
Γύρισα και είδα τα μάτια της γυναίκας μου γιομάτα δάκρυα. Συνεννοηθήκαμε σιωπηλά.
Δεν είχαμε πια το δικαίωμα να κρατάμε θαμμένη τη μακρινή φωνή. Τη ζεστή φωνή ενός ανθρώπου.
Την παραδίνουμε, λοιπόν, στον αέρα να τη φέρει παντού όπου θα βρεθούν καρδιές να την ακούσουν.” (Εισαγωγή)
…Το βράδι σκεφτόμουνα πώς είναι δυνατόν να ζει κανείς χωρίς να ελπίζει. Δεν ξέρω, αλλά όταν ανακαλύψω καμμιά φορά πως μούλειψε η ελπίδα θ’ αυτοκτονήσω.Σημείωση: Τα βιογραφικά-εργογραφικά στοιχεία αντλήθηκαν από το άρθρο Ας θυμηθούμε / γνωρίσουμε τον Όμηρο Πέλλα, της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου (Καθηγήτρια – Σύμβουλος στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο), που δημοσιεύτηκε στο Ριζσοπάστη της Πέμπτης 5 του Ιούλη 2018.
Όταν έπεσα να κοιμηθώ σκεφτόμουν πόσο μακρυά είμαστε από την Ελλάδα, στην άλλη άκρη της Ευρώπης – μια ομάδα ξερριζωμένη, χωρίς κανένα δεσμό ούτε με γης ούτε μ’ ανθρώπους. Ένα κρύο κει στην πλάτη, μόνοι μας, δεμένοι με την κοινή μας μοίρα. Θάμαστε υποχρεωμένοι να αμυνθούμε ενάντια σ’ όλα γύρω μας, να κρατηθούμε ορθοί μέχρι την ώρα του γυρισμού. Από κει και πέρα η σκέψη πατάει σε στέριο έδαφος, βρίσκεται σε κλίμα ζεστό. Κάπου εκεί στο ξάγναντο, αντίκρυ το Ιόνιο – θ’ αγωνίζουνται οι δικοί μου πάλι με τη γη και την πέτρα, το βράδι – θάμαθαν πως με πήραν – θα κάθονται σιωπηλοί γύρω από το τραπέζι και θα τους πλακώνει η τύχη η δική μου. Καλλίτερα, λέω, που δε ζει η μητέρα γιατί θα υπόφερε πολύ τώρα – ήταν πολύ συναισθηματικός τύπος η μητέρα κ’ ας ήταν μια τελείως αγράμματη χωριάτισσα, ο πόνος όμως είχε ακονίσει την ευαισθησία της πολύ. Τη θυμάμαι τώρα με σφιγμένο το λεπτό της στόμα, το πρόσωπο πικρό και καρτερικό, τα χέρια κλειδωμένα πάνω στην ποδιά, έτσι πως καθότανε τα σούρουπα στο κεφαλόσκαλο, μόλις ακουμπούσε καμμιά φορά το χέρι της στο κεφάλι μου, στην αγκαλιά της δε μ’ έπαιρνε ποτέ για να μη ζηλέψουν τ’ άλλα αδέρφια μου που ήταν μητριά τους, αυτή είχε μόνο εμένα και μια αδελφούλα που πέθανε 2 χρονών πάνω κάτω – τη θυμάμαι κι εκείνη, ανέμιζε κείνο το βράδι τα χεράκια του στον αέρα, έκλαιγε η μητέρα, έκλαιγα κι εγώ κι ύστερα τη θάψαμε, στον Άη – Γιάννη. Ύστερ’ από κάμποσα χρόνια τη βγάλαμε, μια χούφτα μικρούτσικα κοκκαλάκια, για να θάψουμε τη μητέρα στο ίδιο μνήμα, σα ζωντανή ήταν η μητέρα με το στόμα σφιχτοκλεισμένο πάντα, μέσα στα καφέ ρούχα τα καλά της που φορούσε στις μεγάλες μέρες, μόνο που τα μάτια της δεν κυττούσαν πια με κείνη την πικραμένη βουβή καλοσύνη – τι θα τραβούσες καημένη μητέρα αν ζούσες ακόμα!
Σκίτσο του Όμηρου Πέλλα στο βιβλίο του “Stalag VI C” (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1963)
Ύστερα ήρθε ο θάνατος της θείας, ύστερα της μεγάλης αδερφής – ένα δράμα – ο καημένος ο πατέρας πόσα πέρασε, τούχαν πεθάνει άλλα 2 παιδιά στα 17 στη μεγάλη γρίππη, πιο νωρίς η πρώτη του γυναίκα και τώρα εγώ θάμαι χαμένος γι’ αυτόν, ο άλλος μακρυά, έμεινε μ’ ένα παιδί στο σπίτι – κουράγιο πατέρα! Μη φοβάσαι για μένα. Θα ξανάρθω. Θα ξαναρθούμε όλοι.
Κείνο το μαντηλάκι ξαναπήρε ν’ ανεμίζει και τα φύλλα της λεύκας να πεταλουδίζουν στο γαλάζιο φως. Στο καλό! Στο καλό! Δροσιά στην καρδιά και στο νου.
Η πιο όμορφη, η πιο σημαντική λειτουργία της ψυχής σίγουρα είναι η μνήμη.
***
…Χτες το βράδι μάθαμε πως η Ελλάδα είναι ελεύθερη. Εκεί που δούλευα στα βαγόνια μ’ έναν άλλο, ήρθε ένας Γάλλος. Έβοσκε κάτι αγελάδες εκεί πλάι κι ήρθε κοντά μας. Είχαμε ένα σκοπό σκληρό, χτυπούσε με το μπαστούνι. Έφυγε όμως αφού μας φοβέρισε πως θα μας χτυπήσει αν δεν έχουμε το βαγόνι γεμάτο το βράδυ. Μας βοήθησε κι ο Γάλλος, κοντεύαμε να τελειώσουμε και καθήσαμε λίγο, στην πλάτη είχαμε κατά το βοριά ένα σωρό κάρβουνα, είχε και λιακαδίτσα. Μας έδωσε κι από ένα τσιγάρο ο Γάλλος, πήγα να το σβύσω στα μισά, non, μούπε θα σου δώσω κι άλλο. Ζαλίστηκα κι ένοιωθα πολύ όμορφα – τα γαλλικά τσιγάρα είναι βαριά αλλά άνοστα.
Ύστερα ο Γάλλος πήρε να μας λέει για την απόβαση και για τις μάχες στο Δυτικό μέτωπο. Μας έλεγε για ένα Γερμανό που ήρθε στο αγρόχτημα που δουλεύει αυτός, τυφλός με τσουρουφλισμένα τα μούτρα από τα φλογοβόλα, για το τσακισμένο ηθικό των Γερμανών, για τις επιχειρήσεις στο Ανατολικό, οι Γερμανοί έφυγαν από την Ελλάδα – ύστερα δεν άκουγα τίποτα. Η ζάλη του τσιγάρου, ο τσουρουφλισμένος Γερμανός, η Ελλάδα ελεύθερη, κυλίστηκα πάνω στα κάρβουνα, ο Γάλλος γελούσε, ας γελά – όσο θέλεις χτύπα τώρα Γερμανέ δε σηκώνομαι να τελειώσω το βαγόνι, όταν χτυπήσεις θάναι η ώρα να φύγουμε, να πω τα νέα και στους άλλους.
Το βράδι πέρασε μέσα σ’ ένα αληθινό παραλήρημα. Μέχρι που τραγουδήσαμε και χορέψαμε. Οι Γερμανοί μάς κυττάζαν παράξενα. Κερατογερμανοί!
Σιγά – σιγά τα τραγούδια σταμάτησαν. Πέσαμε να κοιμηθούμε. Μάντευες πως κανείς δεν κοιμόταν. Το μυαλό έτρεχε στην πατρίδα, στην πατρίδα τη φωτεινή, στα πρόσωπα τ’ αγαπημένα.
Για μένα, καν θα ξέρει τίποτα ο πατέρας; Θα πρέπει να τούγραψε ο αδερφός μου. Και θα περιμένει. Κουράγιο πατέρα! Κι εμείς θα κάνουμε κουράγιο. Και θα γυρίσουμε. Θα κάτσω ένα χρόνο κοντά σου να σας χορτάσω. Θα πάμε μαζί με τα πρόβατα και θα φτιάξουμε και τις μάντρες στα χωράφια μαζί. Και θα μπολιάσουμε μαζί όλες τις γκορτσιές. Θα φτιάσουμε μια μεγάλη φραντζάτα στ’ αμπέλι και θα καθόμαστε μαζί και θα σου λέω και θα μου λες όσα περάσαμε τόσα χρόνια – αλλά όχι, δε θα λέμε τίποτ’ απ’ αυτά, θα λέμε παραμύθια, θα σου διαβάζω βιβλία με χαρούμενες ιστορίες από κείνα τα βιβλιαράκια για μικρά παιδιά όπου τα παιδιά κουβεντιάζουν με τα ζουδάκια κι όλος ο κόσμος μιλάει γι’ αγάπη κι όλα ζουν μέσα στην αγάπη – ναι πατέρα. Θάρθω και δε θα σας ειδοποιήσω, να δω θα με γνωρίσει κανείς. Θα μπω στο σπίτι έτσι σαν ξένος – Καλησπέρα σας! Να μείνω απόψε κάπου γιατί αύριο θέλω να πάω στον Πύργο – Κάτσε θα μου πεις, θα με κυττάζεις και θα θυμηθείς το παιδί σου – πού να ξέρεις! – Έχεις άλλα παιδιά μπάρμπα, θα σε ρωτήσω. – Έχω άλλα δυό θα πεις, τόνα το πήραν οι Γερμανοί και ούτε μάθαμε τίποτε θα πεις και θ’ αναστενάξεις. – Μα δεν ξέρεις, έρχονται τώρα οι όμηροι, θα σου πω, έτσι σιγά – σιγά γιατ’ είσαι γέρος και βασανισμένος. Προχτές ήρθαν καμπόσοι στην Αθήνα, ταξίδευα μ’ έναν για την Καλαμάτα, ήταν από τούτα τα μέρη. – Μα από δω γύρω δεν έχει άλλον κανένα θα πεις, ύστερα πια δε θα κρατηθώ. – Πατέρα θα σου πω, θα με μαλώσεις, το ξέρω που σε παίδεψα μα είπαμε έτσι πρέπει. Έτσι δεν έκαμε κι ο παλιός εκείνος Οδυσσέας που διαβάζαμε στο σχολείο και σου τάλεγα το βράδι κει κοντά στη φωτιά στο τζάκι;
Ύστερα ντρεπόμουν για όλα αυτά. Σαχλαμάρες, παιδιαρίσματα θα κάνουμε τώρα; Μόλις ελευθερωθούμε θα ειδοποιήσουμε αμέσως κι όταν φτάσουμε στην Αθήνα θα τηλεγραφήσω αμέσως. «Αύριο έρχομαι, υγιαίνω».
Ύστερα σκεφτόμουν την πατρίδα ελεύθερη. Θα χορεύει ο κόσμος στους δρόμους. Ύστερα θυμήθηκα τον Αβραμάκο, τον Κωστάκη, πώς να χορέψουν; Κι άλλοι κι οι δικοί μας, θυμήθηκα πάλι τον πατέρα. Δεν ξεμπλέκει κανείς εύκολα με τον πόλεμο.
***
…Τούτη τη στιγμή που σταμάτησα, σκέφτομαι να συνεχίσω ή όχι τούτο το ημερολόγιο. Το ξεφύλισσα, είναι 65 φύλλα χαρτί γραμμένο. Όταν το πρωτάρχισα τόγραφα έτσι για μένα. Τώρα όσο πάει παίρνει στην ψυχή μου ένα χαρακτήρα αλλιώτικο πέρα απ’ τη φυγή που μου χαρίζει. Γίνεται μια επικοινωνία – σαν να μιλάω με κάποιον. Μ’ έναν άγνωστο μα πολύ δικό μου. Είναι ένα ασχημάτιστο πρόσωπο τοποθετημένο μακριά από δω, κει στην πατρίδα, αλλού, κάπου πάνω στη γη, μέσα σ’ ένα ειρηνικό δωμάτιο με ανοιχτά χρώματα, έξω ήλιος πολύς όπου παίζουν τα παιδιά χαρούμενα, ο σιδεράς θα χτυπάει στο αμόνι το σίδερο να φτιάνει υνιά για να οργώσουν τη γη, τα κορίτσια θα τρυγάνε σταφύλια χαρούμενα ή θα μαζεύουν ροδάκινα με τον ήλιο στα μάτια και στα μαλλιά, τα παλληκάρια θα χορεύουνε τσάμικο στ’ αλώνια, λουσμένα στο ηλιοφώς ενώ η κόρη οπόυχει τον καημό κρυφά θα μαραζώνει
Σκίτσο του Όμηρου Πέλλα στο βιβλίο του “Stalag VI C” (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1963)
στις αυλές των σχολείων θα τιτιβίζουν παιδιά, οι δάσκαλοι θα διδάσκουν γαλήνια για το Χριστό που δίδαξε στον κόσμο την αγάπη, οι σειρήνες των εργοστασίων θα σημαίνουν παύση εργασίας και θα ξεχύνονται μελισσολόι οι εργάτες στους δρόμους, στα γήπεδα θα συναγωνίζονται νέοι με λαμπρά κορμιά, γιομάτα αρμονία και σφρίγος, τα βράδια οι σάλλες των κινηματογράφων θάναι γεμάτες ανθρώπους χωρίς φόβο στα μάτια που παρακολουθούν έργα γεμάτα έρωτα και ζωή, τα κορίτσια θα διαλέγουν χρωματιστά φορέματα στις ολοφώτεινες βιτρίνες – μιλάω σε σένα μακρινέ μέσα στο χρόνο και χώρο φίλε, σε σένα με τα ξάστερα, χωρίς φόβο μάτια, εγώ ένα τρομαγμένο πλασματάκι που τουρτουρίζει βρεγμένο μέσα σ’ ένα χαντάκι της Γερμανίας, της ξένης γης που τ’ οδήγησε η τρομερή δίνη που λέγεται πόλεμος, μιλάω σε σένα, όχι για να ρίξω στα μάτια σου τα φωτεινά από χαρά τον ίσκιο της θλίψης και της οδύνης, ούτε για να προκαλέσω τον οίκτο και τη συμπόνοια σου – όταν με γνωρίσεις δε θα τα χρειάζομαι πια – τάχα θα γνωριστούμε ποτέ; δεν έχει νόημα, εγώ γράφω σα νάχω κιόλας πεθάνει, άλλωστε πόσοι απ’ όσους θα μπορούσαν να τα πουν αυτά που λέω εδώ, δε θα γνωριστούνε ποτέ πια με κανένα από σας εκεί μακριά.
Σου γράφω μόνο για να σε κάμω να νοιώσεις πόσο μεγάλο, πόσο ασύλληπτα ωραίο πράγμα είναι να ξυπνάς χωρίς φόβο, να πλένεσαι, να κάθεσαι τα βράδια και να μετράς τάστρα χωρίς φόβο, να κοιμάσαι σε άσπρα σεντόνια που μυρίζουν σαπούνι, να ξεντύνεσαι με ήρεμες κινήσεις σφυρίζοντας ένα ελαφρό τραγουδάκι και να κλείνεις τα μάτια σου για να καλωσορίσεις ένα καθαρό πρόσωπο με φλύαρα μάτια 18 χρονών, να λες καλημέρα σ’ ανθρώπους ήσυχους που πάνε στη δουλειά τους, να περπατάς φλυαρώντας στους νυχτερινούς δρόμους που θάναι πλημμυρισμένοι πολύχρωμα φώτα που θα ιριδίζουν πάνω στα άταχτα μαλλιά των εφήβων κοριτσιών και θα χοροπηδάνε μέσα στα αεικίνητα μάτια τους, μιλάω σε σένα, σε σας που σας φαντάζομαι και σας αγαπώ μακρινοί μου και άγνωστοι φίλοι, που θάρθετε και θα ζήσετε σ’ έναν όμορφο και φωτεινό κόσμο χωρίς τρεμούλα στην καρδιά, χωρίς φόβο.
Σκέφτηκα εδώ να σου γράψω κάμποσα πράγματα για μένα. Να σου πω τον πόνο που σημάδεψε τη ζωή μου, για την αποκάλυψη της ζωής στα θαμπωμένα εφηβικά μου μάτια, για κάποια όμορφα όνειρα και κάποιες φιλοδοξίες που τις φώτιζε η αγάπη του ανθρώπου και μια διάθεση προσφοράς και που τάθρεψα με την προσπάθεια και το μόχθο. Ύστερα σκέφτηκα πως δε θα σούλεγα τίποτα ιδιαίτερο, τίποτα σπουδαίο. Γιατί όλοι οι άνθρωποι ανακάλυψαν και θ’ ανακαλύπτουν τη ζωή σε κάποιο γιομάτο μαγεία σημείο της προσωπικής τους πορείας όλοι οι άνθρωποι έχουν όνειρα και φιλοδοξίες όπως κι εγώ, όπως κι εσύ, όπως όλοι που πέρασαν κι αυτοί που θάρθουν, και πως τα όνειρα των ανθρώπων είναι όλα όμορφα. Μόνο που εσείς θα ζείτε όλο και πιο δυνατά την ομορφιά του ονείρου σας και θα ελπίζετε πάντα να κάμετε πράξη. Ενώ εμείς εδώ όσο πάει και πιο γυμνοί γινόμαστε από όνειρα, όσο πάει και πιο γυμνοί γινόμαστε από ελπίδα. Και δεν υπάρχει πιο βαριά καταδίκη, δεν υπάρχει πιο μεγάλη δυστυχία από το να ζει κανείς δίχως όνειρα. Μερικοί από μας ζουν κιόλας μέσα σ’ αυτή τη δυστυχία. Ζουν στιγμή τη στιγμή, ώρα την ώρα, χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον. Αν το να ζεις δίχως παρελθόν είναι μια καταδίκη, το μέγεθος της δυστυχίας να ζεις δίχως μέλλον είναι ασύλληπτο. Ζουν πολλοί με το φόβο της στιγμής της τωρινής και την αγωνία της στιγμής που θάρθει.
Όλα γύρω μας σ’ αυτήν την απάνθρωπη χώρα που λέγεται Γερμανία του Χίτλερ αγωνίζονται να μας σκοτώσουν την ελπίδα, να μας σβύσουν τα όνειρα, να μας καταργήσουν το μέλλον. Προσπαθούν να μας κάνουν κουφάρια άψυχα χωρίς δεσμό και προέκταση. Εμείς όμως πολεμάμε να κρατηθούμε άνθρωποι, έστω και γαντζωμένοι σε μια κλωστίτσα που μπορεί και να μην υπάρχει. Η ψυχή τρέφεται ακόμα κι από ίσκιους.
Θα φροντίσω, μακρινέ μου φίλε, να κρατήσω το φανταστικό σου πρόσωπο όσο μπορώ πιο πολύ μέσα στην ψυχή μου. Είσαι το μέλλον μου, η συνέχειά μου, τόνειρό μου, και τούτο το γραφτό είναι η κλωστή που με δένει μαζί σου. Θα την κρατήσω την κλωστή αυτή όσο μπορέσω, έστω κι αν χρειαστεί, όταν πάει να σπάσει, να την δέσω με ίνες από την καρδιά μου. Έτσι τα χαρούμενα μάτια σου θάναι ένα γλυκό φως που θ’ απαλαίνει την καρδιά μου που προσπαθώ να την κρατήσω ζεστή μέσα στη χούφτα μου με τη σβυσμένη μου ανάσα, αλλά και – ποιος ξέρει; – κι εσύ μπορεί κάτι να κερδίσεις από την επαφή τούτη.
Έτσι τούτο το γραφτό για μένα τούτη την ώρα, κι από δω κι εμπρός γίνεται μια επαφή θερμή, ζωογόνα αλλά κι ένα χρέος μαζί.
Φίλε μου μακρινέ, σ’ αγαπάω πολύ. Ήθελα νάβανες τ’ αυτί σου τούτη την ώρα στο κοκκαλιάρικο στήθος μου. Μπορεί νάκουες τον τριγμό των οστών που μόνο μας έμειναν, μπορεί νάκουες τον ψίθυρο της φυματίωσης στα πνευμόνια μας, θάκουες όμως ακόμα, πιο δυνατά απ’ όλα τούτα, το χτύπο της καρδιάς μας για σένα, για σας όλους που θάρθετε. Σ’ αγαπώ πιο πολύ από την τωρινή μου ζωή που δεν ξέρω τι θάξιζε χωρίς εσένα.
Σκίτσο του Όμηρου Πέλλα στο βιβλίο του “Stalag VI C” (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1963)
Αν κάποτε νοιώσεις τούτη μου την αγάπη και μαζί κάποιο χρέος να την ανταποδώσεις, αγάπα τη ζωή. Αγάπα τη χαρά της ζωής, της χωρίς φόβο ζωής. Μυριάδες κόκκαλα – δεν έχει σημασία αν δεν είναι συμπτωματικά τα δικά μου, δεν είναι δική μου πια τούτη η φωνή, είναι η φωνή κάποιου από την αμέτρητη στρατιά πούχει κιόλας σκεπάσει τούτη τη γη με τα κόκκαλά της ή σέρνει τ’ απελπισμένα της ξυλοπάπουτσα μέσα στους δρόμους τούτης της ζούγκλας – μυριάδες κόκκαλα, που μαργώνουν μέσα στη λασπερή τούτη γη, θα νοιώσουν τότε τη θαλπωρή μιας ηλιαχτίνας. Μυριάδες μάτια που κοκκάλωσαν τρομαγμένα κι απόμειναν να ζητάν τη χαμένη τους λάμψη, και που τώρα τα πλακώνει η λάσπη, θα την ξαναβρίσκουν τούτη τη λάμψη κάθε φορά που άφοβα θα φιλάς το κορίτσι σου ή θα χαϊδεύεις μ’ αγάπη τα μαλλιά του παιδιού σου.
Κάποτε περίμενα κάθε βράδι ένα όνειρο φωτεινό. Τώρα θα περιμένω με λαχτάρα το βράδι και με το βράδι κι εσένα, καλέ μου φίλε. Κι αν πεθάνω δω, πάλι θα σε περιμένω όπως σε περιμένουν όλοι αυτοί που βρίσκονται κιόλας μέσα στη γη.
Νάρθεις, νάρθεις με τα μάτια γιομάτα φως, νάρθεις με την καρδιά φορτωμένη χαρά.
***
…Σήμερα έβρεχε πάλι όλη τη μέρα. Βράχτηκαν κι οι κουβέρτες μου. Τις έπαιρνα μια – μια για να τυλίγομαι στο δρόμο. Σκέφτομαι πως στις αρχές φοβόμαστε το κλίμα που είναι υγρό. Τώρα κοιμόμαστε με βρεγμένα ρούχα. Γιατί, βέβαια, δε στεγνώνουν μισή ώρα πλάι στη σόμπα. Και να θέλεις δε μπορείς περισσότερο, η σόμπα σβύνει. Ίσα που ζεσταίνεται, λίγα ξυλαράκια, τα περισσότερα είναι φλούδες και χαρτιά και πριονίδια από τα στρώματα. Αν πάμε έτσι θα κάψουμε και τα σανίδια από τα κρεββάτια. Και να σκεφτείς ότι η αποθήκη είναι γεμάτη κάρβουνο, που εδώ πρέπει νάναι τσάμπα. Θυμάμαι στο άλλο το στρατόπεδο. Έκοβες κομμάτια χώμα και καίγανε σαν κάρβουνο.
Στα τελευταία όσοι είμαστε ξύπνιοι, ακουμπάμε τα ρούχα πάνω στη σόμπα, ζεσταίνονται καλά, τα φοράμε, χαλαρώνει λίγο το κορμί που είναι μαζεμένο από το κρύο και αποκοιμιόμαστε. Αλλοιώς πάλι υγρά είναι. Αν επιζήσουμε θάχουμε γίνει υδρόβια όντα.
Κατά το μεσημέρι στη δουλειά ένας έπεσε με πυρετό – Δεν μπορώ πια είπε, πέταξε το φτυάρι κι έπεσε. Ο Γερμανός τον πλησίασε αγριεμένος, εκείνος έλεγε και ξανάλεγε Krank, Krank (άρρωστος, άρρωστος) ο άλλος τον σκουντούσε να σηκωθεί, έκαμε να σηκωθεί δεν μπόρεσε και ξανάπεσε – τον παράτησε πια ο Γερμανός. Τον πήραν δυό κάτω απόνα δέντρο – έβρεχε. Εκεί βογγούσε, βρεχόταν και ψηνόταν ως την ώρα που φύγαμε.
Μέχρι το βράδι πέσαν άλλοι δυό. Ο ένας είναι ο φίλος μου ο δικηγόρος. Σκούζει από τους πόνους. Κι ο τρίτος πάλι με πυρετό. Ο γιατρός, όταν ήρθαμε, διέγνωσε πνευμονία. Το βράδι που γυρίζαμε τους πήραμε στην πλάτη.
Ο δρόμος γίνεται όσο πάει και πιο δύσκολος Τα παπούτσια χτυπάν τις πληγές, τα ρούχα κολλάνε στο κορμί, προπαντός εμποδίζουν τα γόνατα ν’ αλέθουν, το κορμί ανατριχιάζει από το κρύο, ο δικηγόρος βαρύς στην πλάτη, κάποτε χαλαρώνει από τη νύστα και τα χέρια του με σφίγγουν στο λαιμό που κρατιέται, τα μάτια κλείνουν, οι Γερμανοί σπρώχνουν και φωνάζουν Los Schnell σαν εμείς να μη θέλουμε να φτάσουμε γρήγορα.
Κι όμως πρέπει να φτάσουμε κι απόψε, σφίγγουμε τα δόντια και ύστερα ξαφνικά αρχίζουμε το τραγούδι – τα ρόδα τα τριαντάφυλλα – ποιο άλλο;
Το παίρνουν κι άλλοι, κι άλλοι, η φάλαγγα ζωντανεύει με μιας. Τα ξυλοπάπουτσα όπως είναι μεγάλα μπαινοβγαίνουν και χτυπούν στο λιθόστρωτο δρόμο κλαν – κλουν, κλαν, κλουν, κρατάνε το ρυθμό. Οι Γερμανοί αγριεύουν – ποιος τους λογαριάζει; – τώρα έχουμε όλοι ένα ρυθμό, νοιώθουμε σαν ένας άνθρωπος, είμαστε σαν ένα πράγμα. Πόσο μας δυναμώνει που ακούμε τη φωνή μας! Ακούω το δικηγόρο στην πλάτη μου, μουρμουρίζει κι αυτός το τραγούδι. Είμαστε ορθοί και τραγουδάμε. Μόνο εμείς τραγουδάμε μέσα στην πνιγμένη στο σκοτάδι και το φόβο τούτη χώρα.
Μερικοί γυρίζουν και μας κυττάνε παράξενα. Σίγουρα δεν μπορούν να καταλάβουν. Ούτε θα μπορέσουν να καταλάβουν ποτέ όσο θα ζουν έτσι που ζουν, όσο σκέφτονται έτσι που σκέφτονται. Αν πεις για τούτα τα χτήνη τους σκοπούς, φώναξαν στην αρχή, ύστερ’ άρχισαν να γελάν κοροϊδευτικά – είναι κι ευχαριστημένοι γιατί περπατάμε έτσι πιο γρήγορα. Πού να καταλάβουν ότι τούτη την ώρα εμείς είμαστε νικητές. Πού να καταλάβουν πως τούτη την ώρα νικητής είναι η πίστη στον άνθρωπο, πως το να κρατάς τούτη την πίστη ορθή είναι η μεγαλύτερη νίκη που παίρνει την έκφρασή της σε τούτο το ραγισμένο απλό τραγουδάκι που για μας είναι η συναίσθηση της αδιάκοπης συνέχειας και της ελπίδας;
Πώς όμως να καταλάβουν τούτη την πίστη αφού μέσα τους δεν έχουν παρά την πίστη στο χτήνος που εκφράζεται και μετριέται μόνο με πράξεις επιβολής και βίας; Τι να καταλάβουν από ψυχή; Έχουν τα χτήνη ψυχή;
Κάτι τέτοιες ώρες αισθάνομαι περήφανος. Καθένας προσωπικά μπορεί να βάνει σ’ αυτό το αίσθημα αρκετή δόση απελπισίας. Όλοι μαζί όμως είμαστε περήφανοι όταν μετράμε τη διαφορά που μας χωρίζει από τους δημίους μας. Μπορεί να πεθάνουμε οι περισσότεροι, μπορεί κι όλοι. Τούτη η περηφάνεια μας όμως, τούτη η πίστη μας δε θα πεθάνει. Η δική μου η περηφάνεια είναι διπλή. Γιατί μέσα σε τούτες τις ταραγμένες κι άταχτες γραμμές που γράφω, λέω πως ασφαλίζεται η αθανασία της περηφάνειας αυτής. Κάποτε, πώς; δεν το ψάχνω, είμαι σίγουρος – θα φυτρώσει μέσα από τούτες τις γραμμές που χαράζω για σένα φίλε μου καλέ, θα τη φυσήξει η πεθαμένη μου φωνή στη δική σου, στη δική σας την ψυχή, αδερφοί μου άνθρωποι και θα ανθίσει στο ηλιοφώς, και στον ουρανό και στ’ ανθρώπινα μάτια και θάναι ζέστη γλυκιά για ν’ ανθίσουν τα λουλούδια, να ξυπνήσουν οι πεταλούδες μέσα στα σκουλήκια για να γονιμοποιήσουν τις ωοθήκες για να δέσουν τους εύχημους καρπούς. Και τότε θα στεγνώσουν και θα ζεσταθούν και τα δικά μας τα κόκκαλα.
http://www.katiousa.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου