22 Απριλίου 2019

Ο Ιησούς Χριστός εγεννήθη;

Γκράφιτι του Bansky,
ποίημα του Βάρναλη (από το Φως που καίει)

Η στέγη της Παναγίας των Παρισίων, γνωστή και ως Νοτρ Νταμ, κατέρρευσε. Η εικόνα της πυρκαγιάς στο μνημείο αρχιτεκτονικής ήταν συγκλονιστική. Την ώρα που οι φλόγες κατέτρωγαν το κτήριο, έγινε… ΘΑΥΜΑ! Το ακάνθινο στεφάνι που φορούσε ο Ιησούς, ένα κομμάτι από τον Τίμιο Σταυρό και ένα καρφί από τη σταύρωση σώθηκαν χάρη στην αυταπάρνηση ενός πυροσβέστη. Οι πιστοί μπορούν να συνεχίσουν να προσκυνούν αυτούς τους ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ, που τους θυμίζουν τα πάθη του Χριστού!

Μα.. ο Ιησούς Χριστός εγεννήθη; Ιδού η απορία. Παρά τις «αδιάσειστες αποδείξεις» ύπαρξης του «θεανθρώπου» που φιλοξενούνται στις εκκλησίες, υπάρχουν ακόμη, ευτυχώς, αρκετοί ασεβείς, αμαρτωλοί και άθεοι που ισχυρίζονται πως ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας, είναι ένας μύθος.

Τα «ιερά» λείψανα και αντικείμενα

Από τη στιγμή που ο θεός των χριστιανών είναι τρισυπόστατος και ο Ιησούς έχει ταυτόχρονα θεϊκή και ανθρώπινη φύση, ΜΕΓΑ… ΜΥΣΤΗΡΙΟ τούτο, έπρεπε να βρεθούν ντοκουμέντα που να αποδεικνύουν την παρουσία του στη Γη. Έτσι, κοσμική και θρησκευτική ηγεσία κατόρθωσε… να συγκεντρώσει στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1200 μετά την έναρξη της ημερομηνίας μας, τα σπάργανα του Χριστού, το πουκάμισό του, την εσθήτα του, τη ζώνη του, τα σαντάλια του, τον χιτώνα που του αφαίρεσαν στον Γολγοθά, το σεντόνι που τον τύλιξαν. Το αίμα του διατηρήθηκε σ’ ένα φιαλίδιο. Τα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν για το μαρτύριό του βρέθηκαν όλα ή σχεδόν όλα. Ο Τίμιος Σταυρός που τον βρήκε η Αγία Ελένη ψάχνοντας η ίδια στα Ιεροσόλυμα, τα καρφιά, το ακάνθινο στεφάνι, ο σπόγγος, το σίδερο της λόγχης. Και ο στύλος της μαστιγώσεως. Και η σανίδα πάνω στην οποία τοποθέτησαν τον Κύριο όταν τον κατέβασαν από τον σταυρό και όπου μπορούσε να διακρίνει κανείς τα δάκρυα της μάνας του λευκά σαν σταλαγματιές λαμπάδας. Και… φυσικά, ο τάφος του. Μα το πιο εντυπωσιακό απόκτημα υπήρξε, αναμφίβολα, μια αυτόγραφη επιστολή του Χριστού, που την είχε απευθύνει στον Άβγαρο που την έφεραν στην Κωνσταντινούπολη το 1032…

Από την Παναγία «σώζονται» σήμερα μόνο ο χιτώνας, ο μανδύας και η ζώνη της. Τον μεσαίωνα είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν σταγόνες από το γάλα της! Λείψανά της δε υπάρχουν, γιατί, όπως μας ενημερώνουν οι θεολόγοι, η Παναγία ανελήφθη εις τους ουρανούς, όπως ο υιός της. Από τον Ιωάννη τον Βαφτιστή βρέθηκαν τμήματα λειψάνων. Το κεφάλι, το στήθος του, ένα πακέτο ματωμένα μαλλιά, ένα δάχτυλο, ένα δόντι, ένα φρύδι (το άλλο δεν ξέρουμε τι έγινε), το δεξί του χέρι και η ράβδος του. Κάποια από τα παραπάνω φυλάσσονται ως κόρη οφθαλμού και συνεχίζουν να προσελκύουν πλήθη προσκυνητών. Σε αυτά έχουν προστεθεί χιλιάδες λείψανα και «ιερά» αντικείμενα αγίων και οσίων.

Οι επικεφαλείς της εκκλησίας, που δεν ήταν καθόλου αφελείς, ήξεραν πως αυτού του τύπου τα «ευρήματα» δεν ήταν αρκετά. Γι’ αυτό επιστράτευσαν άλλα μέσα. Την πλαστογράφηση αρχαίων συγγραφέων, τα Ευαγγέλια, τις συζητήσεις για τη φύση του Ιησού, το κράτος και τη βία. Η Ιερά Εξέταση αποδείχτηκε πολύ πειστική και αποτελεσματική. Επιστρατεύτηκε η τέχνη, που μίλησε στους αμόρφωτους πιστούς κάνοντας την Αγία Γραφή εικόνες. Από κοντά η παράδοση, «που όπως σ’ όλους τους ιδεολογικούς τομείς που στηρίζει, είναι μεγάλη συντηρητική δύναμη».

Παραχάραξη ιστορικών πηγών

Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να βρει η νέα θρησκεία ήταν ιστορικές πηγές. Επειδή αυτές δεν υπήρχαν, έπρεπε να κατασκευαστούν. Η πλαστογράφηση ξεκίνησε από πολύ νωρίς και έγινε «επιστήμη» μέσα στα μοναστήρια που είχαν αναλάβει την αντιγραφή και τη «διάσωση» των αρχαίων κειμένων.

Οι πρώτες λαθροχειρίες έγιναν σε έργα ιστορικών σύγχρονων του Ιησού. Ξεκίνησαν με τον Ιώσηπο Φλάβιο που έζησε στην Ιερουσαλήμ και έγραψε την ιστορία της περιοχής με κάθε λεπτομέρεια, έδωσε σημαντικές πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των κατοίκων και για τους Μεσσίες που είχαν κατακλύσει την περιοχή της Ιουδαίας κάνοντας θαύματα (όπως ένας Ιούδας από τη Γαλιλαία, ένας Θευδάς, ένας Μπαρ-Κοσμπά που οργάνωσε εξέγερση). «Τα θαύματα τότε ήταν φτηνά σαν τα βατόμουρα» γράφει ο Κάουτσκι. Η σιωπή του Ιώσηπου πάνω στα κυριότερα πρόσωπα που αναφέρουν τα Ευαγγέλια, έκανε πραγματικά πολύ μεγάλη εντύπωση και γι’ αυτό έπρεπε να διορθωθεί.

Δυο χωρία μόνο υπάρχουν στο έργο «Ιουδαϊκές αρχαιότητες» του Ιώση που που μιλούν για τον Χριστό. Στο 3ο κεφάλαιο του 18ου βιβλίου γράφεται το εξής: «Περίπου εκείνη την εποχή ζούσε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος, αν κάποιος μπορεί να τον πει άνθρωπο, γιατί έκανε θαύματα. Δίδασκε τους ανθρώπους κι αυτοί με χαρά δέχονταν την αλήθεια κι έτσι μάζευε οπαδούς ανάμεσα στους Ιουδαίους και τους Έλληνες. Αυτός ήταν ο Χριστός. Ύστερα, παρ’ όλο που ο Πιλάτος τον καταδίκασε σε σταύρωση με βάση τις κατηγορίες των προεστών του λαού μας, του μείνανε ωστόσο πιστοί όσοι από την αρχή τον ακολουθούσανε. Γιατί παρουσιάστηκε και πάλι σ’ αυτούς την τρίτη μέρα αναστημένος, καθώς το είχανε προφητέψει οι προφήτες του Θεού μαζί με τόσα άλλα αξιοθαύμαστα πράγματα γι’ αυτόν. Από αυτόν πήρανε το όνομα χριστιανοί που από τότε δεν έλειψε η αίρεσή τους»

Ένα άλλο χωρίο στο 9ο κεφάλαιο του 20ου βιβλίου λέει πως ο πρωθιερέας Άννας, τον καιρό του έπαρχου Αλβίνου, κατάφερε και «περάσανε από δίκη τον Ιάκωβο, αδερφό του Ιησού, του λεγόμενου Χριστού, μαζί με μερικούς άλλους, με την κατηγορία πως παραβιάσανε τον νόμο και καταδικάστηκαν σε λιθοβολισμό». Η φιλολογική και ιστορική μελέτη απέδειξε ότι και τα δύο χωρία είναι πλαστά. Το πρώτο προστέθηκε τον 3ο αι. στο έργο του Ιώσηπου. Όσο για το δεύτερο, που οι χριστιανοί επιμένουν να επικαλούνται, ακόμη κι αν δεν είχε αποδειχθεί η πλαστότητά του, η «κριτική θεολογία» δεν κερδίζει από αυτό παρά «έναν ιστό αράχνης απ’ όπου κρεμόταν η ύπαρξη ανθρώπινης προσωπικότητας», γράφει χαρακτηριστικά ο Κάουτσκι. Ο Κορδάτος στο έργο του «Αρχαίες θρησκείες και χριστιανισμός» κάνει αναφορές στις πολλές παραποιήσεις του έργου του Ιώσηπου που έγιναν σε διάφορες περιόδους.

Τον Τάκιτο, επίσης, επικαλούνται ως ιστορική πηγή για την ύπαρξη του Ιησού. Στο έργο του «Χρονικά», περιγράφοντας τον εμπρησμό της Ρώμης, γράφει πως ο Νέρωνας για να καλύψει την εμπλοκή του, παρουσίασε ως υπεύθυνους τους χριστιανούς, που ήταν άνθρωποι μισητοί για τα κακουργήματά τους, που είχαν αρχηγό κάποιον Χριστό που θανατώθηκε τον καιρό του Τιβέριου από τον έπαρχο Πόντιο Πιλάτο, τους οποίους και τιμώρησε με τις φοβερότερες ποινές. Ο Δίων ο Κάσιος που γράφει για τον εμπρησμό της Ρώμης, 100 χρόνια μετά τον Τάκιτο, δε γνωρίζει τίποτε για διωγμό χριστιανών. Ο Σουητώνιος, που γράφει αμέσως ύστερα από τον Τάκιτο, μιλώντας κι αυτός για τον εμπρησμό της Ρώμης, κάνει μια πολύ σύντομη αναφορά σε διωγμό χριστιανών που ήταν άνθρωποι «παραδομένοι σε μια νέα και κακή δεισιδαιμονία». Και αυτές οι αναφορές θεωρούνται πλαστές. Ο Κορδάτος, μάλιστα, παραθέτει στοιχεία και επιχειρηματολογεί πως οι αναφορές του Τάκιτου και του Σουητώνιου αναιρούν η μία την άλλη. Πάντως, για τον Ιησού, ο Σουητώνιος δεν ξέρει απολύτως τίποτα και ο Τάκιτος δεν αναφέρει ούτε μία φορά το όνομά του. Τελικά, δεν αποδεικνύεται ούτε ότι ο Νέρωνας ήταν ο εμπρηστής της Ρώμης.

Υπάρχει και μια αναφορά του Πλίνιου που έζησε στα 61-115. Σε μια επιστολή που έστειλε στον αυτοκράτορα Τραϊανό το 112 από τη Βιθυνία της Μ. Ασίας, ζητάει οδηγίες αν θα πρέπει να καταδιώξει τους χριστιανούς, που τους χαρακτηρίζει ως δεισιδαιμονία που μεγαλώνει. Εκεί αναφέρει πως το μόνο τους παράπτωμα ήταν ότι «μαζεύονταν σε ορισμένη μέρα πριν βγει ο ήλιος και ψάλλουν ο ένας μετά τον άλλο, ύμνο στον Χριστό, ωσάν Θεό». Και αυτή η αναφορά αμφισβητήθηκε από τους ιστορικούς και χαρακτηρίστηκε πλαστή. Αλλά ακόμη και αν θεωρηθεί γνήσια, αυτό που αποδεικνύει είναι πως στη Ρώμη δεν ήξεραν και πολλά πράγματα για τους χριστιανούς.

Αυτά είναι όλα κι όλα τα ιστορικά στοιχεία του 1ο αι. και των αρχών του 2ου αι. που επικαλούνται όσοι θέλουν να αποδείξουν την ύπαρξη του Χριστού

Όμως, η επιστήμη της ιστορίας, ακόμη και της αστικής, χρειάζεται αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία για να θεωρήσει ένα γεγονός ιστορικό. Γι’ αυτό και τα σχολικά βιβλία ιστορίας, σε όλες τις χώρες, δεν αναφέρονται στη ζωή του Ιησού. Οι μαθητές δε διδάσκονται στο μάθημα ιστορίας τίποτα για τη γέννηση και την ανάστασή του. Η σχολική ιστορία επιλέγει τη σιωπή και αφήνει το πεδίο ελεύθερο στα θρησκευτικά να επιτελέσουν τον ρόλο τους και να διδάξουν τον μύθο ως πραγματικότητα.

Τα Ευαγγέλια

Είναι σωστό πως ο χριστιανισμός ως δόγμα αρχίζει να παίρνει κάποια μορφή από τα μέσα του 2ου αι. Τα Ευαγγέλια, επίσημα και απόκρυφα, γράφτηκαν περίπου 80 με 150 χρόνια μετά την υποτιθέμενη γέννηση του Χριστού. Ο Μπρούνο Μπάουερ λέει πως είναι αντιγραφές και πλαστογραφήσεις από ένα πρωτοευαγγέλιο και δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτα στην ιστορική μελέτη. Ο Κάουτσκι, που δεν τα θεωρεί ιστορικές πηγές, δεν τα παρακάμπτει αλλά αντλεί από αυτά συμπεράσματα κοινωνιολογικού χαρακτήρα. Γράφει χαρακτηριστικά πως τα Ευαγγέλια «δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια επεξεργασία πάνω σε συλλογές από γνωμικά και ανέκδοτα».

Οι μελετητές συμφωνούν πως κανένα από τα Ευαγγέλια δεν προέρχεται από έναν σύγχρονο του Ιησού. Δεν τα έγραψαν μαθητές του. Άρα, δεν αντανακλούν την εντύπωση που προκάλεσε η ίδια η προσωπικότητα του Ιησού αλλά την εντύπωση που προκάλεσε η διήγηση για την προσωπικότητά του πάνω στα μέλη της χριστιανικής κοινότητας.

Το παλαιότερο Ευαγγέλιο είναι του Μάρκου και ακολουθούν του Λουκά, του Ματθαίου και του Ιωάννη που γράφτηκε στα μέσα του 2ου αι. Του Μάρκου γράφτηκε μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, γιατί ο συγγραφέας παρουσιάζεται να την προφητεύει, δηλαδή, τουλάχιστο μισό αιώνα ύστερα από τη χρονολογία όπου τοποθετούνε τον θάνατο του Ιησού.

Όσο ξεμακραίνουμε από την αρχή και πηγαίνουμε από το παλαιότερο στον νεότερο Ευαγγελιστή, από τον Μάρκο στον Ιωάννη, τόσο πιο πολύ γεμάτες με θαύματα είναι οι ιστορίες των Ευαγγελίων. Στο Ευαγγέλιο του Μάρκου ο Ιησούς καλείται να σώσει τη θυγατέρα του Ιάρειου που ψυχομαχεί και αυτός λέγοντας πως η κόρη απλά κοιμάται, της δίνει το χέρι και αυτή σηκώνεται. Στο κατά Λουκά, ο Ιησούς ανασταίνει τον νέο από την Ναΐν που από ώρα είχε πεθάνει και ετοιμάζονταν να τον θάψουν. Στο κατά Ιωάννη το «τερματίζουν». Ο Ιησούς ανασταίνει τον Λάζαρο που είναι μέσα στον τάφο τέσσερις μέρες!

Τα Ευαγγέλια είναι ανιστόρητα. Ένα παράδειγμα μόνο, γιατί υπάρχουν αρκετά, είναι όταν ο Λουκάς βάζει τον Ιησού και τη Μαρία να ταξιδέψουν στη Βηθλεέμ για την απογραφή, όπου και γεννήθηκε ο Ιησούς. Όμως τέτοια απογραφή δεν έγινε ποτέ τον καιρό του Αυγούστου και η Ιουδαία έγινε ρωμαϊκή επαρχία ύστερα από την ημερομηνία που βάζουν τη γέννηση του Χριστού. Η δε σφαγή των νηπίων δεν αποδεικνύεται ιστορικά.

Χαρακτηριστικό των Ευαγγελίων είναι ότι είναι γεμάτα αντιφάσεις. Το γενεαλογικό δέντρο του Ιησού καταγράφεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τον Ματθαίο και τον Λουκά. Από τα πενήντα ονόματα που παραθέτουν, μόνο δυο μέχρι τον Δαβίδ συμφωνούν μεταξύ τους. Κάθε Ευαγγέλιο παρουσιάζει διαφορετικά τη γέννηση του Χριστού, τα παιδικά του χρόνια και η βάφτισή του, τον Ιωάννη τον Βαφτιστή, τους 12 μαθητές, την Παναγία, τα θαύματά του, τη διδασκαλία του και φυσικά την ταφή και την ανάσταση. Αντιφάσεις παρατηρούνται και στις ιδέες που προβάλουν. Ενδεικτικά, στην Καινή Διαθήκη διαβάζουμε: «Αλλοίμονό σας εσάς τους χορτάτους γιατί ήρθε η ώρα να πεινάσετε». Λίγο παρακάτω γράφει: «Εσείς οι φτωχοί, αν σας χαστουκίσουν από το ένα μάγουλο, γυρίστε να σας χτυπήσουν και από το άλλο».

Η προσωπικότητα του Ιησού, το κράτος και η βία

Οι αντιθέσεις μέσα στη νέα θρησκεία ήταν πολλές και αφορούσαν κυρίως το πρόσωπο του Ιησού. Η συζήτηση για τη φύση και την προσωπικότητά του, έθετε αυτόματα στο περιθώριο τη συζήτηση για το αν ήταν ιστορικό πρόσωπο. Σήμερα, όσοι παρουσιάζουν τον Ιησού ως επαναστάτη, ασκώντας τάχα κριτική στην ιδέα περί θεανθρώπου, αποδέχονται ότι ήταν ιστορικό πρόσωπο. Ακόμη κι αν δεν τον θεωρούν θεό αλλά προικισμένο άνθρωπο, πιστεύουν πως ο χριστιανισμός δημιουργήθηκε απ’ τη δράση και τις ιδέες του. Όμως, καμιά θρησκεία δεν είναι γέννημα προσώπων αλλά ιδεολογικό αποτέλεσμα των συνθηκών κάθε εποχής.

Ο Κωνσταντίνος, που ονομάστηκε Μέγας και Άγιος, που δολοφόνησε κάμποσους για να εξασφαλίσει τον θρόνο του, που πίστευε στον Μίθρα, τον Πέρση θεό του φωτός, γρήγορα κατάλαβε πως η νέα θρησκεία του Ναζωραίου ήταν για την αυτοκρατορία του πολύ χρήσιμη ιδεολογία. Μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων, άρχισε να τοποθετεί χριστιανούς σε θέσεις κλειδιά της διοίκησης εκτοπίζοντας τους εθνικούς. Συγκάλεσε την πρώτη οικουμενική σύνοδο το 325 στην οποία ήταν πρόεδρος, ενάντια στον Άρειο που ισχυριζόταν πως ο Ιησούς δεν είναι θεός. Η σύνοδος αποφάνθηκε πως ο Ιησούς είναι θεός ομοούσιος με τον πατέρα του, ο Άρειος ηττήθηκε και φαίνεται ότι πέθανε δηλητηριασμένος από τους ανθρώπους του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αθανάσιου, ο οποίος ανακηρύχθηκε Άγιος.

Τη δεύτερη οικουμενική σύνοδο συγκάλεσε ο Μέγα Θεοδόσιος. Αυτή αποφάνθηκε για την τριαδικότητα του Θεού και ότι η εκκλησία είναι ο εκπρόσωπός του επί της Γης. Ο χριστιανισμός γίνεται η επίσημη θρησκεία του κράτους και οι πολίτες της αυτοκρατορίας έπρεπε να συμμορφωθούν και να γίνουν χριστιανοί. Η τρίτη οικουμενική σύνοδος ξεκαθάρισε πως η Παναγία είναι Θεοτόκος και όχι Χριστοτόκος. Η τέταρτη οικουμενική σύνοδος στρέφεται ενάντια στον Μονοφυσιτισμό που έλεγε πως ο Χριστός δεν είναι άνθρωπος παρά μόνο Θεός. Η πέμπτη οικουμενική σύνοδος γίνεται επί Ιουστινιανού και χαρακτηρίζεται από τη νίκη της Ανατολικής επί της Δυτική εκκλησίας.

Τα Ευαγγέλια μετά από κάθε οικουμενική σύνοδο, έγιναν αρκετές, τροποποιούνταν-προσαρμόζονταν για να ταιριάζουν με τις αποφάσεις. Κάθε φορά οι ηττημένοι διώκονταν. Σκληροί νόμοι όριζαν ποιος είναι ορθόδοξος και ποιος αιρετικός. Όσοι χαρακτηρίζονταν αιρετικοί καθαιρούνταν από τις θέσεις που κατείχαν, δημεύονταν η περιουσία τους και συχνά έβρισκαν τραγικό θάνατο. Πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων κρέμονταν απειλητικά ο γήινος νόμος και ο «ιερός» λόγος!

Ο Ένγκελς γράφει πως ο χριστιανισμός ως παγκόσμια θρησκεία (όπως και ο μωαμεθανισμός) «γεννήθηκε περισσότερο ή λιγότερο τεχνητά», εξαπλώθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία «γιατί ανταποκρινόταν στην οικονομική, πολιτική και ιδεολογική κατάσταση» και ως το τέλος του μεσαίωνα οι άνθρωποι «δεν γνώριζαν καμιά άλλη μορφή ιδεολογίας παρά μόνο τη θρησκεία και τη θεολογία». «Ο μεσαίωνας είχε προσαρτήσει στη θρησκεία όλες τις άλλες μορφές της ιδεολογίας: τη φιλοσοφία, την πολιτική, τα νομικά, που έγιναν υποδιαιρέσεις της θεολογίας. Μ’ αυτό ανάγκαζε κάθε κοινωνική και πολιτική κίνηση να παίρνει θεολογική μορφή». Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τον Θεό, τα πρόσωπα της Αγίας Γραφής και τον θεϊκό χαρακτήρα της εκκλησίας που έπρεπε να στέκει πάνω και έξω από κάθε ανθρώπινη κριτική.

Η αμφισβήτηση της ιστορικότητας του Ιησού

Τον 18ο αιώνα, ο αστικός διαφωτισμός αρχίζει να καλλιεργεί την αντίληψη πως μπορεί να γίνει επιστημονική έρευνα για τη γέννηση του χριστιανισμού. Από την αρχή φάνηκε πω η αστική τάξη δε θέλησε να δημιουργήσει καινούρια θρησκεία ούτε να καταστρέψει αυτή που υπήρχε. Απλά συγκρούστηκε με τον χριστιανισμό και την εκκλησία τόσο όσο χρειαζόταν για να προωθήσει τη δική της εξουσία.

Πρώτος ο Άγγλος Gibbon (1774) παρατηρεί ότι «κανένας από τους σύγχρονους του Ιησού δεν αναφέρει τίποτε γι’ αυτόν που λένε πως έκανε τόσο καταπληκτικά πράγματα». Ο Γάλλος Ντυμπουί (1794) είναι ο πρώτος που αρνιέται την ύπαρξη του Χριστού και θεωρεί πως η ζωή του έχει την καταγωγή της στις αρχαίες λατρείες του ήλιου. Ο Μπρούνο Μπάουερ (μαθητής του Χέγκελ) υποστήριξε πως ο Ιησούς είναι φανταστικό πρόσωπο. Τόνισε το γεγονός ότι κανείς εβραίος ή ειδωλολάτρης δεν αναφέρει τίποτε για το πρόσωπο του ηγέτη του χριστιανισμού και παρατήρησε τις αντιφάσεις των Ευαγγελίων. Ο Καρλ Κάουτσκι με το σπουδαίο έργο του «Η καταγωγή του χριστιανισμού» αποδεικνύει ότι ο Ιησούς δεν είναι ιστορικό πρόσωπο, εξηγεί την καταγωγή του χριστιανισμού και τις αιτίες που κυριάρχησε και έγινε παγκόσμια θρησκεία.

Στην Ελλάδα, ο Γ. Κορδάτος γράφει για το βιβλίο του Κάουτσκι πως «είναι ένα από τα καλύτερα έργα της μαρξιστικής κοινωνιολογίας». Στο έργο του «Αρχαίες θρησκείες και χριστιανισμός» υποστηρίζει πως ο Ιησούς είναι μυθικό πρόσωπο. Αυτή του η άποψη διαχέεται σε όλα τα βιβλία του. Δε χρησιμοποιεί ούτε τις συντομογραφίες π.Χ. ή μ.Χ. όταν γράφει ημερομηνίες. Όμως, στο βιβλίο «Ιησούς Χριστός και χριστιανισμός», που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, εμφανίζεται υπέρ της ιστορικότητας του Ιησού και αγνοεί εντελώς τον Κάουτσκι. Μάλιστα, βγάζει και συμπεράσματα για το πώς ήταν η εξωτερική εμφάνιση του Χριστού! Ο Θ. Μάρας, που έχει μελετήσει το έργο του δασκάλου, όπως αποκαλεί τον Κορδάτο, αφήνει υπονοούμενα για τον ρόλο του εκδότη. Σε κάθε περίπτωση, η προσφορά του Κορδάτου στη μελέτη του συγκεκριμένου ζητήματος είναι σημαντική.

«Η θρησκευτική αθλιότητα είναι ταυτόχρονα η έκφραση της πραγματικής αθλιότητας και η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική αθλιότητα. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου δημιουργήματος, το θυμικό ενός άκαρδου κόσμου, όπως είναι το πνεύμα μη πνευματικών καταστάσεων. Είναι το όπιο του λαού.» Καρλ Μαρξ

Η μεταφυσική και τα θαύματα παραμένουν δοκιμασμένες μέθοδοι για τη χειραγώγηση των ανθρώπων. Έτσι, στη χώρα μας, η «Αγία και Τίμια Ζώνη της Παναγίας» περιοδεύει κατά καιρούς στα νοσοκομεία για να παρηγορήσει τους ασθενείς, αποδεικνύοντας πως η θρησκεία ανδρώνεται πατώντας στην απελπισία των ανθρώπων. Η θρησκεία συνδράμει την εξουσία για να έχει τον φτωχό λαό κάτω από ζυγό.

Η θεολογία προσπαθεί να εκτοπίσει την ιστορία. Όσοι ενδιαφέρονται να διαβάσουν για τον χριστιανισμό ως ιστορικό φαινόμενο, θα διαπιστώσουν πως η ιστορική μελέτη έχει μείνει πολύ πίσω. Ο χρόνος μοιάζει να σταματά στον Κάουτσκι και στην Ελλάδα στον Κορδάτο. Με κόπο βρίσκει κάποιος τα βιβλία τους αφού δεν υπάρχουν νεότερες εκδόσεις τους. Αντίθετα, πλήθος θεολογικών μελετών εκθέτονται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και αναρτώνται στο διαδίκτυο.

Σε ζητήματα θρησκείας παρεμβαίνει ιδεολογικά και ο φασισμός. Εδώ υπάρχουν δυο τάσεις. Η μία τάση προσεγγίζει την εκκλησία και τον χριστιανισμό και πολεμά με μανία τους άθεους κομμουνιστές. Η θρησκοληψία συναντιέται με τον εθνικισμό και τον φασισμό. Στους κύκλους του φασισμού παρεισφρέει ο σατανισμός, που είναι η πιο σκοταδιστική μορφή θρησκευτικότητας. Η άλλη τάση κηρύττει τον πόλεμο στον χριστιανισμό και αμφισβητεί την ιστορικότητα του Χριστού, με αναφορές στον Μπάουερ, που ως δεξιός ιδεαλιστής είναι ανεκτός στο φασιστικό κοινό. Πίσω από την αμφισβήτηση Χριστού και χριστιανισμού, οι φασίστες δείχνουν το μίσος τους για τους εβραίους. Θεωρούν τον χριστιανισμό πλευρά της εβραϊκής συνομωσίας. Οι φασίστες δεν είναι άθεοι αλλά αντισημίτες. Δεν είναι τυχαίο που η λατρεία του αρχαίου δωδεκάθεου βρίσκει οπαδούς σε φασιστικούς εθνικιστικούς χώρους. Μια και η φασιστική προπαγάνδα είναι η τέχνη του συνειδητού ψέματος, δεν εκπλησσόμαστε όταν διαβάζουμε σε φασιστικές ιστοσελίδες πω ο Λένιν ήταν οπαδός της ιστορικότητας του Ιησού και ότι καταδίωκε αυτούς που είχαν αντίθετη άποψη!

Για τη στάση των κομμουνιστών απέναντι στη θρησκεία, ο Λένιν γράφει: «πρέπει να ξέρουμε να αγωνιζόμαστε κατά της θρησκείας και γι’ αυτό πρέπει να εξηγήσουμε υλιστικά την πηγή της πίστης και της θρησκείας μέσα στις μάζες. Την πάλη κατά της θρησκείας δεν μπορούμε να την περιορίζουμε σε ένα αφηρημένο ιδεολογικό κήρυγμα, δεν μπορούμε να την ανάγουμε σε ένα τέτοιο κήρυγμα. Την πάλη αυτή πρέπει να την συνδέσουμε με την συγκεκριμένη πρακτική του ταξικού κινήματος που αποβλέπει στην εξάλειψη των κοινωνικών ριζών της θρησκείας».

Έτσι, δίπλα στο «Χριστός ανέστη» που θα ακουστεί αυτές τις μέρες του ορθόδοξου Πάσχα, υπάρχει και το ερώτημα «αν ο Χριστός εγεννήθη».

Από τις παραδόσεις που συνοδεύουν την «εβδομάδα των παθών και της ανάστασης», ας κρατήσουμε μόνο τον οβελία με την τσίκνα του. Αν βρεθούν χρήματα για την αγορά του κι αν δεν βρέξει να χαλάσει το έθιμο!

Β.Δ.

Αθήνα, Απρίλης 2019

Βιβλιογραφία

Καρλ Κάουτσκι, Η καταγωγή του χριστιανισμού, εκδ. Αναγνωστίδη

Θωμάς Μάρας, Οι αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης, εκδ. Σμυρνιώτη

Γιάννης Κορδάτος, Αρχαίες θρησκείες και χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη

Φρίντριχ Ένγκελς, Λουδοβίκος Φοϋερμπάχ, εκδ. Θεμέλιο

Άρθρα από το διαδίκτυο

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Επικυρωμένο από Οικουμενική Σύνοδο

To εξής υπεραντιδραστικό :
«Ει τις δούλον προφάσει θεοσεβείας διδάσκοι καταφρονείν δεσπότου και αναχωρείν της υπηρεσίας,και μη μετ’ ευνοίας και πάσης τιμής τω εαυτού δεσπότη εξυπηρετείσθαι,ανάθεμα έστω»
έχει επικυρωθεί από Οικουμενική Σύνοδο !!!
Πιο συγκεκριμμένα αποτελεί τον τρίτο κανόνα της τοπικής Συνόδου της Γάγγρας (περίπου του 340),που όλοι οι κανόνες της,και οι 21,έχουν επικυρωθεί από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο,και πιο συγκεκριμμένα από το δεύτερο κανόνα της.

Ανώνυμος είπε...

Και τι σημαίνει αυτό; (μετάφραση παρακαλώ!)

Ανώνυμος είπε...

«Ει τις δούλον προφάσει θεοσεβείας διδάσκοι καταφρονείν δεσπότου και αναχωρείν της υπηρεσίας,και μη μετ’ ευνοίας και πάσης τιμής τω εαυτού δεσπότη εξυπηρετείσθαι,ανάθεμα έστω»
Μεταγλώττιση αυτής της φιλοδουλοκτητικής απόφασης :
«Εάν κάποιος με πρόφαση τη θεοσέβεια δούλον διδάσκει να καταφρονεί δεσπότη και να αναχωρεί από την υπηρεσία,και όχι με εύνοια και κάθε τιμή τον δικό του δεσπότη να εξυπηρετεί,σ'αυτόν ας είναι ανάθεμα»(δεσπότης είναι ο δουλοκτήτης)