14 Μαΐου 2020

ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ | Μαρτυρίες για τη Νάκμπα: Φαραντίγια, Άκρα, Άιν Γαζάλ

Κάθε χρόνο στις 15 του Μάη οι Παλαιστίνιοι θυμούνται την Nakba (Καταστροφή): την εκατοντάδων χιλιάδων Παλαιστινίων από τα σπίτια και τη γη τους του 1948. Από το Δεκέμβρη του 1947 ως το Δεκέμβρη του 1948, περισσότεροι από 750.000 Παλαιστίνιοι, το 60% του τότε Παλαιστινιακού πληθυσμού, εκδιώχθηκε βίαια περισσότερα από 530 πόλεις και χωριά εκκενώθηκαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς και τουλάχιστον 50 περιπτώσεις μαζικών σφαγών αμάχων καταγράφηκαν. Μεταξύ 1948 και 1949 οι Ισραηλινές δυνάμεις δολοφόνησαν τουλάχιστον 13.000 Παλαιστίνιους. Μια ζωντανή, ακμάζουσα κοινωνία που ζούσε στη γη της ιστορικής Παλαιστίνης για αιώνες, διαλύθηκε βίαια και στα ερείπιά της χτίστηκε ένα καθαρά Εβραϊκό κράτος, το κράτος του Ισραήλ. Αναδημοσιεύουμε από το παρα ποδα μαρτυρίες τρεις ιστορίες «απλών» ανθρώπων για το πώς βίωσαν την εκδίωξή τους από τη γενέθλια γη.


O Μοχάμαντ Σάιντ γεννήθηκε στο χωριό Φαραντίγια της Γαλιλαίας. Πέρασε τους πρώτους έξι μήνες της εξορίας στο Μπιντ Τζουμπάιλ στο νότιο Λίβανο. Ο δρόμος της εξορίας που πήρε αυτός και η οικογένειά του διαδοχικά ήταν η Τάιρ, το Ταλ Α’ Ζά’ταρ (μέχρι τον εμφύλιο του 1976), το Ντάμουρ (μέχρι την ισραηλινή εισβολή του 1982) και έπειτα η Σάμπρα (μέχρι το 1985). Σήμερα ζει στην Ουαρντανίγια κοντά στη Σιδώνα στο νότιο Λίβανο.

Περιγράψτε πως ήταν το χωριό σας, η Φαραντίγια.
Ήταν ένα αγροτικό χωριό. Το καλοκαίρι φυτεύονταν σιτάρι, φακές και άλλα σιτηρά. Τα δέντρα με φρούτα, οι κερασιές ήταν όλα γεμάτα. Το χειμώνα, το χωριό ήταν γνωστό για τα ραπανάκια του. Ο αδερφός μου είχε μια έκταση και ήταν αγρότης. Είχαμε επίσης δύο πηγές: τη Ναμπ Φαραντίγια, τη μόνιμη, που πότιζε τους οπωρώνες, και τη Ναμπ Ρουμέιλα, μια εποχική που ξεραινόταν το καλοκέρι. Στα ανατολικά του χωριού μας, κοντά στο χωριό Νταχρίγια στην Κοιλάδα των Λεμονιών, υπήρχε μια σημαντική πηγή που δημιουργούσε τη λίμνη Χούλα.

Περιγράψτε τι συνέβη και αναγκαστήκατε να φύγετε από το χωριό σας το 1948.

Μια νύχτα, ο Στρατός Σωτηρίας (σ.parapoda: Τζάις Αλ Ινκάδ. Συγκροτήθηκε από τον Αραβικό Σύνδεσμο για να υποστηρίξει την αντίσταση ενάντια στις σιωνιστικές επιθέσεις, που είχαν αρχίσει πριν καν την ίδρυση του Ισραήλ και είχαν ήδη εκδιώξει εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστινίους) εγκατέλειψε τη βάση που είχε κοντά στο χωριό μας. Οι πρόκριτοι του χωριού, μεταξύ άλλων ο Σαλίμ Αλ Κάμχου, ο Άμπου Όμαρ καρούμ και ο Ναγίφ Άλι, σχημάτισαν μια επιτροπή με σκοπό να δει τον αξιωματικό εκείνης της μονάδας του Στρατού Σωτηρίας στα περίχωρα του χωριού και να τον ρωτήσει γιατί αποσύρονται. Ο υπεύθυνος της μονάδας ήταν ένας Λιβανέζος, ονόματι Χάνα Αλ Χίλου. Είπε ότι ένας τακτικός στρατός θα αναλάμβανε αντί για αυτούς. Οι πρόκριτοι από τη Φαραντίγια ρώτησαν αν πρέπει να υιοθετήσουν κάποια μέτρα ασφαλείας, όπως να θέσουν τους περίπου 120 νέους του χωριού σε επιφυλακή. Αυτός μας απάντησε ότι κάτι τέτοιο δεν χρειαζόταν. Μας διαβεβαίωσε για αυτό. Όμως, στις 5 τα ξημερώματα, στο χωριό μας εισέβαλαν εβραϊκά τανκ και τεθωρακισμένα οχήματα. Οι Εβραίοι πήγαν στον πρόεδρο του χωριού και του είπαν ότι όλα τα χωριά της Γαλιλαίας είχαν πέσει (σ.JPS: ως αποτέλεσμα του σχεδίου Ντάλετ). Χρησιμοποίησαν διπλωματία, λέγοντας, προτού φύγουν από το χωριό εκείνη τη μέρα, ότι ήλπιζαν να συνυπάρξουν μαζί μας.

Επέστρεψαν την επόμενη μέρα και διέταξαν τον πρόεδρο, που τον έλεγαν Χατζ αλ Κάμχου, να παραδώσει όλα τα όπλα που υπήρχαν στο χωριό. «Δεν έχουμε όπλα», τους απάντησε. Οι Εβραίοι έπειτα, έφτιαξαν μια λίστα ονομάτων εκείνων που ισχυρίζονταν ότι είχαν όπλα και έδωσαν μια 24ωρη προθεσμία για την παράδοσή τους. Την Τρίτη μέρα, ήρθαν και πήραν 7-8 γερμανικά και βρετανικά όπλα. Τελικά, την τέταρτη μέρα, 75-100 Εβραίοι από τη Χαγκάνα (σ.parapoda: σιωνιστική τρομοκρατική οργάνωση, φυσικός αυτουργός της εθνοκάθαρσης), ήρθαν υποστηριζόμενοι από φορτηγά και τεθωρακισμένα. Συγκέντρωσαν και περικύκλωσαν όλους τους κατοίκους του χωριού – περίπου χίλιους – στην πλατεία. Δεν γινόταν πια λόγος για ειρηνική συνύπαρξη όπως την πρώτη μέρα.

Έβαλαν φωτιά σε τρία σπίτια, όπως αυτό του Σάιντ Αλ Άχμαντ και του Ναγίφ Άλι. Επίσης κατέστρεψαν το σπίτι του προέδρου. Έπειτα, πήραν περίπου 50 άντρες, μαζί και εμένα, και μας έβαλαν στη σειρά με το πρόσωπο στον τοίχο. Ήμουν περίπου 15 τότε. Για τις επόμενες 2-3 ώρες ασκούσαν ψυχολογική πίεση, αρκετές φορές προσποιήθηκαν ότι θα μας εκτελούσαν, προκειμένου να τρομοκρατήσουν τους χωρικούς. Έπειτα μας φόρτωσαν, τους 50, σε φορτηγά και μας οδήγησαν στο χωριό Α’ Ράμα, πέντε χιλιόμετρα πιο μακριά.

Στο μεταξύ, ενώ εμείς οι άντρες κρατούμασταν στο α’ Ράμα, οι άλλοι κάτοικοι του χωριού μας, μαζί τους και η μητέρα μου, οι αδερφές, οι δύο αδερφοί μου και η σύζυγος του θείου μου, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό πεζή. Οι Ισραηλινοί τους έλεγαν: «Να πάτε στο Λίβανο, στον Καούκτζι (σ.parapoda: στρατιωτικός υπεύθυνος του Στρατού Σωτηρίας), θα σας δώσει μακαρόνια να φάτε». Τους ανάγκασαν να φύγουν, τους πυροβολούσαν, και μάλιστα σκότωσαν έναν συγχωριανό, το Μαχμούντ Ούτουρ και τραυμάτισαν τη σύζυγο του προέδρου (που ανήκε στην οικογένεια Μί’αρι) στην πλάτη με σφαίρα. Απείλησαν ότι θα πυροβολήσουν όποιον αποπειραθεί να επιστρέψει.

Συνόδεψαν τους συγχωριανούς για περίπου 3 χιλιόμετρα, πυροβολώντας πάνω από τα κεφάλια τους για να τους εκφοβίσουν. Όταν μπήκαν στο Α’ Σάμου’ι, που βρίσκεται βόρεια του χωριού μας, οι Εβραίοι έφυγαν, απειλώντας πάλι οποιονδήποτε αποπειρώταν να επιστρέψει. Ακόμα κι έτσι, τέσσερις οικογένειες επέστρεψαν στη Φαραντίγια, καθώς κρύβονταν στα δάση.

Η μητέρα μου και τα αδέρφια μου, όπως και άλλοι, έμειναν κάτω από τα ελαιόδεντρα για δύο μέρες, χωρίς να φάνε και να πιούνε τίποτα. Μετά από δύο μέρες, οι Εβραίοι τους έβαλαν σε φορτηγά και τους εξόρισαν στο Ρουμάις, στο νότιο Λίβανο.

Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, όλοι οι άντρες που τους είχαν πάρει οι Εβραίοι στη Ράμα, εκτός από μένα και άλλους δύο, φυλακίστηκαν στην Άτλιτ. Οι τρεις από τους τέσσερίς μας αφεθήκαμε ελεύθεροι, λόγω του νεαρού της ηλικίας μας: ένας εβραίος αξιωματικός μας είπε να φύγουμε και να πάμε στο Λίβανο. Απαντήσαμε ότι θέλαμε να επιστρέψουμε στο χωριό μας. «Το χωριό σας είναι έρημο πια», μας είπε, και μας έδωσε ένα «ελευθέρας» για να περνάμε από τα εβραϊκά σημεία ελέγχου.

Η Φαραντίγια εκκενώθηκε από τους κατοίκους της και έμειναν μόνο αδέσποτα σκυλιά και γάτες. Μη γνωρίζοντας τι να κάνουμε και θέλοντας να βρούμε τις οικογένειές μας, κατευθυνθήκαμε πεζή προς το Λίβανο, περνώντας τα βουνά. Θυμάμαι να περνάω το χωριό Δρούζων Μπέιτ Τζαν, όπου μας είπαν ότι πλήθη χωριατών είχαν περάσει από εκεί στο δρόμο για την εξορία. Συνεχίσαμε να περπατάμε μέχρι τη νύχτα και κοιμηθήκαμε κάτω από τα αστέρια στα δάση γύρω από το Μπέιτ Τζαν.

Υπήρξαν κάποια λίγα περιστατικά στην πορεία. Ήμουν με τον ξάδερφό μου, Άχμαντ Σά’ ιντ Άχμαντ και έναν συγγενή, τον Άλι Μάρ’ι Άλι. Στη Χουρφίγια, ένα χωριό Δρούζων, τρία χιλιόμετρα πριν τα σύνορα με το Λίβανο, κάποιοι που κάναν πλιάτσικο αποπειράθηκαν να μας ληστέψουν. Στα βουνά όπου κρυφτήκαμε από αυτούς, μια εβραίκή περίπολος άνοιξε πυρ εναντίον μας. Τελικά, μετά από 24 ώρες περιπλάνησης στο πουθενά, επιστρέψαμε στη Χουρφίγια, όπου βρήκα τον πατέρα μου και κάποιους άλλους. Ήταν εκεί που έμαθα ότι η οικογένειά μου και άλλοι κάτοικοι του χωριού βρίσκονταν στο Μπιντ Τζουμπάιλ στο Λίβανο.

48 ώρες αργότερα, μετά από μια βραδιά στο Ρουμάις, φτάσαμε στο Μπιντ Τζουμπάιλ, που βρίσκεται ακριβώς μετά τα σύνορα με το Λίβανο, όπου η κατάσταση των προσφύγων ήταν σοκαριστική. Οι τιμές που ζητούσαν οι έμποροι για οποιοδήποτε πράγμα ήταν εξωφρενικές. Ακόμα και το πόσιμο νερό πωλούταν για πέντε παλαιστινιακές πιάστρες!

Στο Μπιντ Τζουμπάιλ βρήκαμε πρόσφυγες από τα χωριά Α’ Σάμου’ι, Μαϊρούν, Άιν α’ Ζαϊτούν, Αλ Τζά’ουνα, Σαφσαφ και Ρας Αλ Άχμαρ. Έτσι, τουλάχιστον, υπήρχε αλληλεγγύη μεταξύ των παλαιστινιακών οικογενειών και βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον.

Αυτό που μου φαίνεται σήμερα εντυπωσιακό, κοιτώντας πίσω, είναι ότι τους δύο πρώτους μήνες μετά την Έξοδο, διέσχισα τα λιβανοπαλαιστινιακά σύνορα μπορεί και 15 φορές με τον πατέρα μου και άλλους, για να επιστρέψουμε στη Φαραντίγια. Περπατούσαμε 6-7 ώρες για να φτάσουμε στο σπίτι μας. Ήταν το Νοέμβρη του 1948, αν θυμάμαι καλά. Φέραμε πίσω μαζί μας αλεύρι, στρώματα, κουβέρτες, σιτηρά, άλογα, γαϊδούρια και άλλα ζωντανά.

Στη Φαραντίγια, βρήκαμε τις τέσσερις οικογένειες που είχαν επιστρέψει, ανάμεσα στους οποίους τον πρόεδρο και τον ανηψιό του, Τζάμπιρ Άχμαντ και τον αδερφό του Σά’ιντ Άχμαντ. Αυτές οι παρεισφρύσεις δεν ήταν χωρίς επεισόδια: κατά το τρίτο μας ταξίδι, μια ισραηλινή περίπολος μας πήρε χρήματα και χρυσό. Κάναμε το λάθος να ξεκινήσουμε για το Λίβανο το μεσημέρι, αντί να περιμένουμε να πέσει η νύχτα.

***

Ο Σελίμ Χίντι, γεννημένος το 1933 στην Άκρα, ζούσε μεταξύ Άκρα και Χάιφα μέχρι την Έξοδο του 1948. Τώρα κατοικεί στη Βηρυτό.

Ποιες εικόνες σας έχουν μείνει από την Παλαιστίνη;

Οι τοίχοι της πόλης της Άκρα, η αμμώδης παραλία – στα μάτια μου είναι η ομορφότερη στον κόσμο. Ζούσαμε σε ένα ταπεινό σπίτι τριών δωματίων συν μια κουζίνα και μια τουαλέτα. Δεν είχαμε καν ηλεκτρικό ρεύμα, και το νερό έπρεπε να το αντλούμε από πηγάδι. Κι όμως, αυτό το σπίτι για μένα αξίζει όλα τα παλάτια του κόσμου.

Πήγα δημοτικό στην Άκρα, σε κυβερνητικό σχολείο. Όμως δεν μακροημέρευσα εκεί. Όταν δεν πήγαινες καλά, έλεγαν στους γονείς σου: «Βαλ’τον να μάθει κανένα επάγγελμα ώστε να βγάζει τα προς το ζειν». Όταν το παράτησα, γύρω στα 12, εκπαιδεύτηκα ως μηχανικός αυτοκινήτων στη Χάιφα από κάποιους Εβραίους της οικογένειας Αρντίτι. Πηγαινοερχόμουν καθημερινά, μια ώρα με τρένο, για να κάνω τα 22 χιλιόμετρα μεταξύ Άκρα και Χάιφα.

Φύγαμε από την Παλαιστίνη το 1948, πριν τις 15 Μάη. Είχαν υπάρξει πολλά περιστατικά βίας. Επέστρεφα με το λεωφορείο από τη Χάιφα την ημέρα που οι Εβραίοι επιτέθηκαν στις φυλακές της Άκρα. Στον κόσμο της Να’μανα, δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε παραπέρα λόγω των ταραχών. Το σπίτι μας ήταν 2 χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Δεν ήταν παρά τα μεσάνυχτα περίπου που οι Βρετανοί μάς επέτρεψαν να φτάσουμε στην Άκρα, που είχε δύο εισόδους, μία στα δυτικά και την άλλη στα ανατολικά. Ήρθα μέσω της πύλης του νεκροταφείου εκείνη τη νύχτα μόνος, σε μια περιοχή περικυκλωμένη από τους Βρετανούς.

Όταν έφτασα σπίτι, μετά από σειρά ερευνών και ερωτήσεων από τους Βρετανούς, βρήκα τη μητέρα μου πολύ ανήσυχη.

Την επόμενη μέρα, δεν πήγα στη Χάιφα. Έμεινα μακριά για πολύ καιρό, μέχρι που ο πόλεμος μεταξύ Εβραίων και Αράβων γενικεύτηκε. Αυτό το επεισόδιο – η επίθεση των Εβραίων στις φυλακές – έλαβε χώρα στις αρχές του 1948 ή στα τέλη του 1947.

Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της Άκρα ήταν Παλαιστίνιοι Άραβες. Υπήρχαν μόλις ελάχιστες εβραϊκές οικογένειες, μία εκ των οποίων, οι Άμπου Δάκι, λεγόταν ότι είχε ασπαστεί το Ισλάμ. Δεν αποτελούσαν πρόβλημα. Όμως η Άκρα ήταν περικυκλωμένη από όλες τις πλευρές από εβραϊκούς οικισμούς εποίκων… Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους πολύ καλά. Δύο φορές κατά το 1948 επιτέθηκαν στην Άκρα. Το σπίτι μας ήταν στα προάστια, στην Αλ Μανσίγια, ανάμεσα στη Ναχαρίγια και την Άκρα. Μέναμε ακριβώς παράπλευρα από τον κύριο δρόμο, την Οδό Βυρητού, όπως λεγόταν.

Υπό ποιες συνθήκες φύγατε από την Άκρα;

Υπήρχαν πολλές συμπλοκές ανάμεσα σε Εβραίους και Άραβες έξω από την Άκρα. Σε ένα περιστατικό, για παράδειγμα, είχε κοπεί στην Άκρα το ηλεκτρικό ρεύμα. Οι εβραίοι ήθελαν να κάνουν τις απαραίτητες επιδιορθώσεις στη Ναχαρίγια, όχι όμως και στην Άκρα, την οποία έπρεπε να περάσουν με τεθωρακισμένο όχημα υπό την προστασία της Χαγκάνα. Οι κάτοικοι της Άκρα ήθελαν να τους εμποδίσουν να περάσουν μέσα από την πόλη αν δεν αποκαθιστούσαν την παροχή ρεύματος και στην Άκρα. Σημειώθηκε μια συμπλοκή, και τέσσερις Εβραίοι σκοτώθηκαν. Μετά από αυτό, οργάνωσαν μια τιμωρητική επιδρομή εναντίον της πόλης. Ο πραγματικός λόγος για την τελική επίθεσή τους στην πόλη ήταν εφοδιαστικής φύσης: ήθελαν να ελέγχουν τον οδικό άξονα που οδηγεί μέσα από την Άκρα σε διάφορους οικισμούς εποίκων (σ.parapoda–JPS.: Η επίθεση στην πόλη αποτελούσε τμήμα της Επιχείρησης Μπεν Άμι του Σχεδίου Ντάλετ, που στόχο είχε την πλήρη κατάληψη της δυτικής Γαλιλαίας, μια περιοχή που με βάση το ψήφισμα της ΓΣ του ΟΗΕ διχοτόμησης και οικονομικής ένωσης της Παλαιστίνης θα ανήκε στο αραβικό κράτος). Η τιμωρητική επιδρομή τους κόστιζε τη ζωή 5 ή 6 Παλαιστινίων, αν θυμάμαι καλά, πέραν των τραυματιών. Θυμάμαι ότι όσους σκότωσαν, τους έθαψαν με τα ρούχα που φορούσαν εκείνη τη στιγμή: οι άνθρωποι εξηγούσαν αυτό λέγοντας ότι το αίμα του μάρτυρα που τα πότισε τον εξάγνισε.

Υπήρχε αντίσταση στην Άκρα;

Μπορούσαμε να καλούσαμε τους αστυνομικούς που εργάζονταν για τους Βρετανούς, όμως δεν είχαμε πολλά μέσα αντίστασης. Βρισκόμασταν υπό το βρετανικό στρατιωτικό νόμο, και οποιοσδήποτε πιανόταν έχοντας στην κατοχή του πυρομαχικά, καταδικαζόταν σε θάνατο.

Ο πατέρας μου ήταν ένας απλός άνθρωπος, οδηγός ταξί. Εργαζόταν επίσης στον αγροτικό τομέα της Άκρα. Είχε αγοράσει ένα Σαβάρι, ένα γερμανικό όπλο μεγαλύτερο από αυτόν, με 50 φυσίγγια. Οι γείτονές μας, στο μεταξύ, είχαν διάφορα όπλα, γαλλικά ή αγγλικά. Όταν ενός τα πυρομαχικά τελείωναν, δεν μπορούσε να δανειστεί από τους γείτονες, γιατί τα πυρομαχικά δεν ταίριαζαν, και έτσι το τουφέκι του δεν άξιζε περισσότερο από ένα κομμάτι ξύλο.

Τη νύχτα που φύγαμε από το σπίτι μας, το οποίο ήταν πολύ απομονωμένο, βρήκαμε καταφύγιο κάτω από μια γέφυρα. Την επόμενη μέρα ξαναγίναμε στόχος επίθεσης. Ήμασταν τρομοκρατημένα παιδιά. Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος. Ξαναπεράσαμε τη νύχτα κάτω από τη γέφυρα, κρυβόμενοι εκεί, για να προστατευτούμε από τις σφαίρες. Οι φόβοι μας μεγάλωναν από τη σιωνιστική προπαγάνδα και τις σφαγές που διαπράττονταν. Οι γονείς φοβούνταν για τα παιδιά τους, για τις κόρες τους. Είχα δυο αδερφούς και έξι αδερφές τότε: η έβδομη γεννήθηκε αργότερα, στην εξορία, στο Λίβανο. Οι γονείς ήταν μαζί μας κάτω από τη γέφυρα. Την επόμενη ημέρα, ο πατέρας μου είπε ότι η μόνη λύση για μας ήταν να πάμε στο Λίβανο. Οι γονείς μας ήταν πεπεισμένοι ότι επρόκειτο για κάτι προσωρινό, ένα ζήτημα 2-3 εβδομάδων, το χρόνο που θα χρειαζόταν για το στρατό των αραβικών κρατών για να απελευθερώσουν την Παλαιστίνη. Ο πατέρας μου πίστευε ότι η παρουσία [της οικογένειάς] μας στην Παλαιστίνη εκείνη την περίοδο των ταραχών θα έκανε τα πράγματα δυσκολότερα για αυτόν και θα περιέστελλε την ελευθερία κίνησής του. Και ήθελε να εξασφαλιστούμε. Επομένως, μας έστειλε με φορτηγό που ανήκε στο θείο μου, Χαλίλ. Κάτσαμε πάνω στο φορτίο (εμπόρευμα) που θα μετέφερε στο Λίβανο εκείνη τη μέρα.

Πήρατε όλα τα πράγματά σας μαζί;

Θέλαμε να πάρουμε τα στρώματα, όμως ο πατέρας μου είπε: «Για ποιο λόγο; Σε μια βδομάδα θα’στε πίσω.» Η μητέρα μου ήθελε να πάρει τη ραπτομηχανή της, λίγο τυρί από τη Νάμπλους, λάδι. Πάλι, ο πατέρας μου της είπε όχι, λέγοντάς ότι δεν υπήρχε νόημα για μια απουσία δύο εβδομάδων το πολύ.

Επομένως, φύγαμε χωρίς τίποτα πέρα από μια αλλαξιά χειμερινά ρούχα. Αφήσαμε τα πάντα πίσω. Ο κύριος δρόμος (από την Άκρα μέσω της Ναχαρίγια, του Α’ Ζιμπ και της Αλ Μπάσα) ήταν κλειστός. Ο Λιβανέζικος Στρατός βρισκόταν στα σύνορα. Πήραμε το δρόμο που πήγαινε μέσα από τους οπωρώνες προς το λιβανέζικο χωριό Μπιντ Τζουμπάιλ. Είδαμε στο δρόμο πολλούς Παλιαστινίους. Η γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου βρισκόταν στο δρόμο επί εφτά ώρες. Φτάσαμε στην πόλη της Σιδώνας στο νότια Λίβανο, όπου ζούσαν συγγενείς της γιαγιάς μου – ο θεός να αναπαύσει την ψυχή της. Αυτοί οι συγγενείς μας μας πήραν μέσα και μείναμε μαζί τους για περίπου ένα μήνα. Δεν είχαμε νέα από τον πατέρα μου, ο οποίος είχε μείνει στην Άκρα και η κυκλοφορία των δρόμων είχε διακοπεί. Ανησυχούσαμε πάρα πολύ. Μερικοί άνθρωποι μας έλεγαν πως ο πατέρας μου ήταν νεκρός. Ένας άλλος ορκιζόταν ότι τον είχε θάψει με τα ίδια του τα χέρια. Αργότερα, μετά τις 15 Μάη 1948, η Άκρα περικυκλώθηκε επί έξι ημέρες (σ. JPS.: Η Άκρα έπεσε στις 17 Μάη 1948). Ο πατέρας μου τραυματίστηκε στον ώμο. Ως εκ θαύματος, μπόρεσε να έρθει από την Άκρα στη Σιδώνα χωρίς χρήματα. Έφτασε άρρωστος, τραυματισμένος και με δυσεντερία. Στην αρχή ζούσαμε με τα χρήματα από την πώληση των κοσμημάτων της μητέρας μου.

Η εθνική μου ταυτότητα είναι ακόμα αποκλειστικά Παλαιστινιακή. Το ίδιο ισχύει για τα παιδιά μου, παρότι όλα γεννήθηκαν στο Λίβανο. Από γενιά σε γενιά, η παλαιστινιακή μας ταυτότητα θα διατηρηθεί.

***

Ο Σά’ιντ Τζαντ’αν γεννήθηκε το 1917 στο χωριό Άιν Γαζάλ. Είναι δάσκαλος και ζει στο Ιρμπιντ της Ιορδανίας.

Είχατε περιουσία στο Άιν Γαζάλ (σ.JPS: Ήταν ένα από τα τρία χωριά, μαζί με το Ίτζζιμ και τη Γιάμπα’, νοτίως του Καρμίλ που είχε οργανωθεί πιο αποτελεσματικά. Τα χωριά αυτά άντεξαν μέχρι τον Ιούλη του 1948, όταν και ο ισραηλινός στρατός εξαπέλυσε μια μεγάλη επίθεση για την κατάληψή τους);

Ο πατέρας μου είχε χωράφια εκτάσεων 350 στρεμμάτων, 50 εκ των οποίων είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του και τα υπόλοιπα τα είχε αγοράσει συνεπεία σκληρής εργασίας. Είχαμε τρία σπίτια: το μεγάλο οικογενειακό σπίτι σε ένα στρέμμα γης στο κέντρο του χωριού, το σπίτι μου και ένα άλλο σπίτι για τον αδερφό μου σε μια έκταση 10 στρεμμάτων.

Φύγατε από το Άιν Γαζάλ πριν το τέλος της Βρετανικής Εντολής;
Όταν η Βρετανική Εντολή τερματίστηκε στις 15 Μάη 1948, βρισκόμουν ακόμα στο Άιν Γαζάλ. Έμεινα εκεί για λίγο ακόμα: το χωριό μας αντιστάθηκε σκληρά προτού πέσει. Οι μαχητές ήταν όλοι από το χωριό μου, εκτός από έναν Ιορδανό, που νομίζω καταγόταν από την οικογένεια Χουάιτατ. Ήταν ένας καλός άνθρωπος και δραστήριος μαχητής. Ήταν ένας από τους υπερασπιστές του χωριού με το παλιό οθωμανικό τουφέκι του, και εκπαίδευσε τους νέους του χωριού.

Στο Άιν Γαζάλ υπήρχαν 11 Μπρεν πολυβόλα και τουλάχιστον 400 τουφέκια. Στην οικογένεια είχαμε πέντε τουφέκια, ένα για κάθε αδερφό. Οι άνθρωποι εκεί είχαν αγοράσει αυτά τα όπλα στη μαύρη αγορά στη Γάζα, τη Τζενίν και τη Γιάφα.

Από ποιους αποτελούταν η ηγεσία σας;
Υπήρχε μια Εθνική Επιτροπή, αποτελούμενη από διάφορα άτομα, ένα από κάθε γειτονιά ή σόι. Τα μέλη ορίζονταν από τους γηραιότερους και είχαμε εμπιστοσύνη σε αυτά. Δεν υπήρχε στρατιωτικός διοικητής, όμως οι νεότεροι είχαν πάει στον ιρακινό στρατό για εκπαίδευση στη χρήση οπλισμού και έπειτα ήρθαν με πυρομαχικά.

Είχαμε επίσης οχυρώσεις γύρω από το χωριό. Κάθε γειτονιά συμμετείχε στα οχυρωματικά έργα, που ήταν πενήντα μέτρα μακριά. Οι άνθρωποι είχαν χωριστεί σε δύο βάρδιες για φρουρά: μια βραδινή και μια την ημέρα. Την περίοδο πριν την τελική επίθεση, είχαν υπάρξει τουλάχιστον 20, οι οποίες είχαν αποκρουστεί.

Όμως δεν είχαμε γιατρό. Υπήρχε μια νοσοκόμα, όμως μια μέρα, καθώς επέστρεφε με λεωφορείο από τη Χάιφα, οι Εβραίοι επιτέθηκαν και σκοτώθηκε. Πριν την τελική μάχη, ζητήσαμε γιατρό από τον παρατηρητή του ΟΗΕ για την τήρηση της εκεχειρίας. Ήρθε μετά από μερικές μέρες και είπε: «Μίλησα στον αραβικό κόσμο, όμως κανένας άραβας γιατρός δεν επιθυμεί να έρθει εθελοντικά στην περιοχή σας, γιατί αυτή περιβάλλεται από τους Εβραίους». Επομένως, μας έφερε απλώς ιατρικό εξοπλισμό.

Θυμάστε πότε ακριβώς φύγατε από το Άιν Γαζάλ;

Στις 25 Ιούλη 1948, νομίζω, αφότου οι Εβραίοι είχαν επιτεθεί στο χωριό και το πολιόρκησαν και δεν είχαμε άλλες ελπίδες για αντίσταση. Οι Εβραίοι εξαπέλυσαν μια συνεχή επί πέντε μέρες πίεση στο χωριό, χρησιμοποιώντας πολυβόλα, πυροβολικό και αεροπλάνα. Αποπειράθηκαν να εισβάλουν από ανατολικά, όμως απέτυχαν, γιατί το χωριό Ίτζζιμ στεκόταν εμπόδιό τους. Αποπειράθηκαν επίσης να εισβάλουν από τα νότια, όμως δεν μπόρεσαν, γιατί βρήκαν το έδαφος πολύ δύσβατο και την αντίσταση έντονη. Όταν προσπάθησαν να εισβάλλουν από τα δυτικά επίσης απέτυχαν. Συνέχισαν την πολιορκία και κλιμάκωσαν το βομβαρδισμό.

Ήμασταν απελπισμένοι, απομονωμένοι. Δεν υπήρχε ελπίδα ότι θα κατέφθανε βοήθεια. Ήμουν ο σύνδεσμος ανάμεσα στον αξιωματικό του ΟΗΕ, ταγματάρχη Χόφμαν, και το χωριό. Ο Χόφμαν με πήρε στην άκρη και με ρώτησε αν πίστευα ότι θα μπορούσαμε να νικήσουμε τους Εβραίους. Του είπα όχι. Οι Εβραίοι είχαν μια μεγάλη δύναμη, ενώ εμείς ήμασταν λίγοι αριθμητικά και με απλά όπλα. Έπειτα με ρώτησε ποιο το όφελος από τη συνέχιση της μάχης. Του είπα ότι ήμασταν σε δίλημμα, γιατί θέλαμε να διατηρήσουμε τις ζωές μας και την πατρίδα μας. Προσφέρθηκε να κανονίσει μια συνάντηση ανάμεσά μας και με τους Εβραίους για να συζητήσει τα ζητήματα. Απάντησα ότι δεν μπορούσα να πάρω μια τέτοια απόφαση, και ζήτησα δύο μέρες για να διαβουλευτώ με τους άλλους στο χωριό.

Συναντήθηκα με τους πρεσβύτερους του χωριού και τους εξήγησα την πρόταση του ταγματάρχη. Οι πρεσβύτεροι συμφώνησαν να συναντηθούν με τους Εβραίους, όμως είπαν ότι πρέπει πρώτα να διαβουλευτούν με τη νεολαία. Πήγα στον ξάδερφό μου, έναν από τους ηγέτες τους, και του είπα τι είχε συμβεί και ζήτησα την άποψή του. Με προειδοποίησε ότι οι Εβραίοι πιθανώς να σκότωναν τους νέους πριν μπουν στο χωριό. Του είπα ότι θα μπορούσαμε να επιμείνουμε στον όρο όλοι οι άνθρωποι του χωριού να σωθούν. «Αδύνατο», είπε, «οι Εβραίοι ποτέ δεν τηρούν καμία συμφωνία. Μην προχωρήσεις με αυτή την ιδέα, μην ανακατευτείς. Αν η νεολαία το μάθει, θα σε σκοτώσει». Επέστρεψα στους πρεσβύτερους του χωριού και τους είπα τι συνέβη. Συζητήσαμε και η άποψη ήταν ότι, δεδομένης της κατάστασης, αν οι Εβραίοι μας νικούσαν πιθανώς να σκότωναν πάνω από τους μισούς από εμάς. Έτσι, αποφασίσαμε ότι το καλύτερο ήταν να φύγουμε από το χωριό. Πήγαμε στους νέους και μετά από περαιτέρω συζητήσεις για τη σοβαρότητα της κατάστασης, τις συνεχείς επιθέσεις από ξηράς, αέρος και θαλάσσης, συμφώνησαν με τον ισχυρισμό μας και αποσυρθήκαμε την επόμενη νύχτα. Οι νέοι διαλύθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Βάλαμε τις γυναίκες και τα παιδιά στη μέση και αποσυρθήκαμε προς την Αρ’άρα, όπου φτάσαμε το πρωί. Περίπου 300-400 γυναίκες, γέροι και παιδιά, μαζί και η σύζυγός μου και τα τρία παιδιά μου, έμειναν πίσω στο Άιν Γαζάλ, στον οπωρώνα του Μαχμούντ Μάντι.

Ποιος σας υποδέχτηκε στην Αρ’άρα;

Όταν έφτασα στην Αρ’άρα ήμουν κουρασμένος, κι έτσι κοιμήθηκα για μια ώρα σε ένα λιβάδι. Έπειτα ήρθε ο Ιρακινός Στρατός και συγκέντρωσε τους ανθρώπους στο σχολείο. Ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός μας ζήτησε συγγνώμη γιατί ο Ιρακινός Στρατός δεν έκανε τίποτα για να μας σώσει και μπορούσε να κάνει λίγα για εμάς. Ο Ιρακινός Στρατός, έπειτα, πρόσφερε φαΐ στον κόσμο. Μετά το φαΐ, μας μετέφεραν με αυτοκίνητα στη Τζενίν και μας έβαλαν σε σχολεία και καταυλισμούς.

Τι συνέβη με όσους έμειναν στο Άιν Γαζάλ;

Οι Εβραίοι μπήκαν και τους πήραν στο Ίτζζιμ. Τους έψαξαν και τους πήραν τα χρήματα και τα κοσμήματα πριν τους γυρίσουν στο Άιν Γαζάλ. Έπειτα, τους έβαλαν σε λεωφορεία και τους μετέφεραν στο Αλ Λατζούν. Μετά, τους κατέβασαν και τους είπαν να πάνε στην Υπεριορδανία. Τελικά, αραβικά οχήματα τους έφεραν στη Τζενίν.

Και μετά τη Τζενίν, τι κάνατε;

Από τη Τζενίν, πήγα στην Ιορδανία. Στη Τζενίν δεν υπήρχε χώρος για τόσους πολλούς πρόσφυγες και δεν επιθυμούσα να ζήσω σε καταυλισμό. Αποφάσισα να μην πάω στη Συρία, το Ιράκ ή το Λίβανο. Επέλεξα την Ιορδανία γιατί ήταν πιο κοντά στην πατρίδα μου. Άλλοι από το Άιν Γαζάλ πήγαν επίσης στην Ιορδανία. Μερικοί πήγαν στη Συρία και το Λίβανο, αλλά οι περισσότεροι βρίσκονται στο Ιράκ, στη Βαγδάτη. Όμως εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ το Άιν Γαζάλ. Μεγάλωσα στη γη του, ήπια από το νερό του, ανάπνευσα τον αέρα του και κολύμπησα στη θάλασσά του.

Τι κάνατε στην Ιορδανία; Είχατε χρήματα μαζί σας όταν φύγατε από το Άιν Γαζάλ;

Είχα ένα μικρό ποσό. Εργάστηκα ως δάσκαλος γιατί αυτό ήταν το επάγγελμά μου στην Παλαιστίνη. Είχα ανοίξει ένα σχολείο στη Χάιφα πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε 300 φοιτητές, επομένως ίδρυσα τη Σχολή Σούνα (στην Κοιλάδα του Ιορδάνη) και η σύζυγός μου με βοηθούσε στη διδασκαλία. Δεν είχαμε να ξοδεύουμε πολλά για να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας. Και πράγματι, τα εκπαιδεύσαμε όλα.(…)

Μετάφραση από τα αγγλικά parapoda. Πηγή: Journal of Palestine Studies, σ.σ. 158-167.

Βλ.επίσης: Μαρτυρίες για τη Νάκμπα: Η σφαγή Παλαιστινίων στην Ταντούρα (22-23/05/1948)

Ισραήλ & Νάκμπα: Από την αναγνώριση στην άρνησή της

Θάβοντας τη Νάκμπα: Πώς το Ισραήλ συστηματικά κρύβει τις αποδείξεις για την εκδίωξη των Παλαιστινίων το 1948

Δεν υπάρχουν σχόλια: