«Η εξέγερση είναι δικαιολογημένη» – Σύνθημα στην Πλατεία Αξιοπρέπειας στη διάρκεια της ημέρας δράσης της 9ης Οκτώβρη. |
Την Κυριακή 25 Οκτωβρίου πραγματοποιείται στην Χιλή το δημοψήφισμα σχετικά με τις συνταγματικές αλλαγές. Το δημοψήφισμα αποτέλεσε έναν ελιγμό του αστικού καθεστώτος κάτω από το βάρος της μεγάλης λαϊκής εξέγερσης που ξεκίνησε πριν ένα χρόνο, τέτοιες ημέρες. Το αίτημα για νέο σύνταγμα ή συνταγματικές αλλαγές αποτέλεσε και ένα από τα κεντρικά αιτήματα των πανταχού παρόντων ρεφορμιστών που και στην Χιλή έχουν….ένδοξη ιστορία!
Το περιοδικό El Pueblo στο τεύχος που κυκλοφόρησε στις 14 Οκτώβρη 2020 παρουσιάζει τις θέσεις ενός ρεύματος της επαναστατικής αριστεράς σχετικά με αυτές τις εξελίξεις, τις πρωτοβουλίες της χιλιάνικης κυβέρνησης και τις προοπτικές της εξέγερσης. Την μετάφραση για τις Αντιγειτονιές έκανε ο Π.Π. Η αναδημοσίευση δεν συνιστά απαραίτητα και συμφωνία με όλες τις απόψεις και θέσεις που διατυπώνονται.
από τη Συντακτική Επιτροπή του Περιοδικού El Pueblo:
Το δημοψήφισμα για ένα νέο σύνταγμα ανέδειξε για πολλοστή φορά ένα πρόβλημα που έχει πολλές φορές ανακύψει κατά την ιστορική διαδρομή των επαναστατικών κινημάτων σε διεθνή κλίμακα: μεταρρύθμιση ή επανάσταση;
Όταν οι από πάνω δεν μπορούν πλέον να συνεχίσουν να κυβερνούν όπως το έκαναν μέχρι τώρα, και οι από κάτω δεν θέλουν πια να τους κυβερνούν όπως συνέβαινε μέχρι τώρα – όπως έλεγε ο μεγάλος Λένιν – τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξελισσόμενη επαναστατική κατάσταση. Αυτήν ακριβώς την κατάσταση βιώνουν η Χιλή και πολλές άλλες χώρες του κόσμου. Ο πλανήτης διαπερνάται από ένα νέο επαναστατικό κύμα και οι αγώνες στη χώρα μας είναι μέρος αυτού του κύματος, στο βαθμό που τα πρωτοποριακά στοιχεία των επαναστατικών κοινωνικών τάξεων κατανοούν το υπόβαθρο της καταστολής και της εκμετάλλευσης που υφίσταται ο λαός και τίθεται μπροστά τους το έμπρακτο ζήτημα της επανάστασης.
Τη στιγμή που γίνεται πλέον φανερό ότι οι διαδοχικές κυβερνήσεις δεν ήταν ποτέ από την πλευρά του λαού αλλά απέναντί του, καθώς υπηρετούσαν τις μεγάλες οικογένειες και τα ιμπεριαλιστικά κεφάλαια· τη στιγμή που οι ένοπλες δυνάμεις, οι καραμπινιέροι, οι δυνάμεις ασφαλείας και το σώμα της χωροφυλακής – σε όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας – εμπλέκονται συστηματικά σε κρούσματα διαφθοράς και εγκλημάτων κατά του λαού· τη στιγμή που τα δικαστήρια εμφανίζουν κατά καιρούς νέα παραδείγματα υποταγής στα συμφέροντα των πλουσίων· τη στιγμή, τέλος, που είναι πλέον γνωστό πως όλα και το καθένα ξεχωριστά τα ψηφοθηρικά κόμματα διόλου δεν επιθυμούν τον εκ βάθρων μετασχηματισμό αυτού του συστήματος καταστολής και εκμετάλλευσης, αλλά προσδοκούν απλώς και μόνο να βρεθούν επικεφαλής του.
Όταν γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι όλη συνολικά αυτή η απαρχαιωμένη και σάπια κρατική μηχανή και ο καθένας από τους θεσμούς της έχουν οικοδομηθεί στη βάση της υπεράσπισης των ταξικών συμφερόντων της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, των τσιφλικάδων και των παραγόντων του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου, και σε αντιπαράθεση με τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών.
Όταν ο μεγαλειώδης λαϊκός ξεσηκωμός που ξεκίνησε στις 18 Οκτώβρη δείχνει γι’ άλλη μια φορά πως τα πάντα κατακτούνται με αγώνες. Και πως όλα τα όργανα αυτής της απαρχαιωμένης κρατικής μηχανής ένωσαν τις δυνάμεις τους για να υπερασπιστούν το λεγόμενο «κράτος δικαίου», ασκώντας συστηματική βία ενάντια στο λαό, χτυπώντας, ακρωτηριάζοντας, καταδιώκοντας, φυλακίζοντας και δολοφονώντας.
Από τη στιγμή που όλα αυτά είναι πλέον απολύτως ξεκάθαρα, πώς θα μπορούσε να απομείνει η παραμικρή ελπίδα ότι αυτό το απαρχαιωμένο κράτος είναι σε θέση να αποδεχθεί τη βούληση του λαού, απλώς και μόνο με την αναγραφή ενός σταυρού σε ένα χαρτί;!!
Αυτό το ζήτημα έχει μελετηθεί εμπεριστατωμένα από όλους τους μεγάλους επαναστάτες, από τον Μαρξ μέχρι τον Πρόεδρο Γκονζάλο στο Περού, και τα ανεκτίμητα διδάγματά τους κατευθύνουν τη θέση μας αναφορικά με τον αληθινό σκοπό που υπηρετεί το επικείμενο συνταγματικό δημοψήφισμα: δεν αποτελεί παρά μόνο ένα ακόμη αντεπαναστατικό εργαλείο το οποίο, στην πραγματικότητα, δεν υπηρετεί το συμφέρον της τάξης και του λαού, αλλά την ανάγκη αναπροσανατολισμού του αγώνα προς αδιέξοδα μονοπάτια ώστε με τον τρόπο αυτό να παραμείνει η εξουσία στα χέρια εκείνων που ανέκαθεν την κατείχαν.
Επανάσταση και αντεπανάσταση
Ο Μαρξ είχε σαφώς επισημάνει μια αλήθεια: «Προσφέρεται στους καταπιεσμένους η δυνατότητα να αποφασίζουν κάθε λίγα χρόνια ποια τμήματα της ιθύνουσας τάξης θα τους εκπροσωπούν και θα τους πατάσσουν στο κοινοβούλιο!». Και αυτό ισχύει ακόμη πιο πολύ όταν πρόκειται για εκλογές για την καθιέρωση συνταγματικών χαρτών καθότι, όπως ξεκαθαρίζει παραπέρα ο Λένιν στο έργο του Κράτος και Επανάσταση: «Το σημερινό κράτος αποτελεί, πρώτα και κύρια, ένα οργανωμένο σχήμα της ιθύνουσας τάξης και, αν και ενίοτε ασκεί κάποιες λειτουργίες γενικού ενδιαφέροντος προς όφελος της κοινωνικής ανάπτυξης, αυτό γίνεται μόνο μέχρι εκεί που η εν λόγω κοινωνική ανάπτυξη συμβαδίζει γενικώς με τα συμφέροντα της ιθύνουσας τάξης».
Στην παρούσα στιγμή, όταν όλοι ανεξαιρέτως οι θεσμοί της απαρχαιωμένης κρατικής μηχανής (κυβέρνηση, κοινοβούλιο, δικαστήρια, στρατός, αστυνομικές δυνάμεις), μαζί με όλους τους μηχανισμούς ιδεολογικής χειραγώγησης που διαθέτουν, όπως τα μονοπώλια του Τύπου και οι εκκλησίες, έχουν απολέσει κάθε αξιοπιστία και νομιμοποίηση στα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού, οι αντιδραστικές τάξεις προσδοκούν να ανακτήσουν αυτή τη «νομιμοποίηση» μέσω αυτού του «νέου συντάγματος».
Και να που τώρα η επανάσταση και η αντεπανάσταση έπαυσαν να αποτελούν αφηρημένες έννοιες και άρχισαν να αποκτούν συγκεκριμένη μορφή. Το επαναστατικό στρατόπεδο διαμορφώνεται σιγά σιγά στους κόλπους των μαζών που μάχονται και αντιστέκονται στους δρόμους, στις λαϊκές συνελεύσεις, σε συντροφικά συσσίτια, όταν γίνονται συζητήσεις για τα όρια των σημερινών μορφών αγώνα και των μορφών οργάνωσης που έχει κατακτήσει ο λαός, για τα όρια των μορφών που χαρακτηρίζουν τη φιλελεύθερη (αστική) δημοκρατία, που κινούνται στα πλαίσια της «νομιμότητας» την οποία ορίζει αυτό ή οποιοδήποτε άλλο «νέο» σύνταγμα· όταν συζητιέται ο τρόπος με τον οποίο ο λαός θα πετύχει πράγματι να αποσπάσει και να κατοχυρώσει κατακτήσεις μέσω του αγώνα. Από αυτή τη συζήτηση, από τη σκοπιά της επαναστατικής προσέγγισης έχει τεθεί και το ζήτημα του ιστορικού ρόλου της επαναστατικής βίας σαν μοναδικός δρόμος για επίτευξη μετασχηματισμών στην κοινωνία, σαν μοναδικός αποτελεσματικός τρόπος για την κατάκτηση των πολυάριθμων διεκδικήσεων που αφορούν τις συντάξεις, την υγεία, την εκπαίδευση, τη δουλειά – και προφανώς, την ανάγκη υπεράσπισής τους – και προέκυψε έτσι η αναγκαιότητα ενός παρατεταμένου αγώνα «μέχρις ότου η αξιοπρέπεια να γίνει συνήθεια».
Από τη μεριά τους, οι κυβερνώσες τάξεις καλούνται να αναζητήσουν κάθε πρόσφορο μηχανισμό που θα τους επιτρέπει να διατηρηθούν στην εξουσία και να ξεπεράσουν τη γενικευμένη κρίση στην οποία είναι βυθισμένες, προωθώντας ταυτόχρονα τα τρία αντιδραστικά τους «καθήκοντα»: τόνωση της οικονομίας τους, αναδιάρθρωση της απαρχαιωμένης και σάπιας κρατικής μηχανής τους και αποτροπή της επανάστασης ήδη από τα σπάργανά της. Και έτσι βρέθηκαν μπροστά στην επιτακτική ανάγκη να αντιταχθούν στον εξεγερμένο λαό χρησιμοποιώντας όλα τα κατασταλτικά μέσα που διαθέτουν (αστυνομικές δυνάμεις και δικαστήρια, στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις, φασιστικές ομάδες), ενώ ταυτόχρονα χρειάστηκε να κάνουν κάποιες παραχωρήσεις ώστε να καταπραΰνουν την οργή του λαού. Και ποια παραχώρηση θα ήταν η λιγότερο «επώδυνη»; Εκείνη που δεν θα έθιγε τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, τις οικονομικές και πολιτικές βάσεις της ταξικής τους κυριαρχίας: ένα νέο σύνταγμα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της δικής τους νομιμότητας.
Επομένως, η προσφορά νέου συντάγματος δεν είναι τίποτε άλλο από ένα εργαλείο του αντεπαναστατικού τους πολέμου, του πολέμου που κήρυξαν ενάντια στο λαό, του πολέμου κατά της ανατροπής, που επί του παρόντος εξελίσσεται με τη μορφή «πολέμου χαμηλής έντασης» που, σε συνδυασμό με το χτύπημα κάθε υπόνοιας λαϊκής εξέγερσης, ευνοεί κυβερνήσεις και θεσμούς που θα αναδεικνύονται από εκλογές, προκειμένου να τους δοθούν «κύρος» και «νομιμοποίηση» έναντι του λαού.
Παρ’ ότι όλα αυτά γίνονται όλο και πιο ξεκάθαρα, στους κόλπους του λαού μας εξακολουθεί να υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό που πέφτει στην παγίδα του νέου συντάγματος και διατηρεί κάποιες ελπίδες σε αυτό. Δεν μπορούμε να τους καταλογίσουμε ευθύνες: για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι αντιδραστικοί, οι οπορτουνιστές και οι ρεβιζιονιστές έκαναν το παν ώστε να πείσουν το λαό μας πως ο επαναστατικός αγώνας είναι «ανέφικτος», πως «δεν συντρέχουν οι όροι». πως οι εκλογές αποτελούν «τον μόνο δυνατό τρόπο δημοκρατικής συμμετοχής», πως το μόνο που μας απομένει είναι να αποδεχθούμε μια «δημοκρατία στο μέτρο του εφικτού». Οι συγκεκριμένες αντιλήψεις κατάφεραν να διεισδύσουν στις συνειδήσεις μεγάλου τμήματος των λαϊκών μαζών, που πιστεύουν πως σήμερα αυτή η εκλογική διαδικασία θα μπορούσε να αποτελέσει «ένα βήμα προόδου». Και υπάρχουν επίσης πολλές και πολλοί που, με πνεύμα καχυποψίας έναντι όλων, θα αποφασίσουν να συμμετάσχουν στη συνταγματική διαδικασία με τη λογική ότι «αυτό έχουμε για την ώρα». Μήπως όμως υπάρχει άλλος δρόμος;
Ο δρόμος του Ρεκαμπαρέν (*)
Η συντριπτική πλειοψηφία του λαού έχει εκφράσει την επιθυμία να οικοδομήσει μια νέα κοινωνία όπου θα κατοχυρώνονται τα δικαιώματά του. Μια τέτοια κοινωνία, ωστόσο, θα μπορούσε να προκύψει ειρηνικά, μεταρρυθμίζοντας νόμους ή αλλάζοντας το σύνταγμα; Οι κυβερνώσες τάξεις θα μπορούσαν άραγε να αποδεχθούν ειρηνικά την απώλεια των προνομίων τους προς όφελος του λαού; Θα επιστρέψουν τα χωράφια που έκλεψαν από τον λαό των Μαπούτσι ή άρπαξαν από τους φτωχούς αγρότες; Θα σταματήσουν άραγε τα ιμπεριαλιστικά κεφάλαια να καταληστεύουν την εθνική οικονομία μόνο και μόνο επειδή θα το απαιτήσουμε; Μήπως θα αφήσουν να παρεμποδίζονται οι μπίζνες με τα στοιχειώδη δικαιώματά μας στην εκπαίδευση, την υγεία ή τη σύνταξη; Κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ στη διάρκεια της Ιστορίας. Αντιθέτως, όλη η ιστορική διαδρομή της ταξικής πάλης μάς δίδαξε πως μόνον εκείνος που κατέχει την πολιτική εξουσία – και το μονοπώλιο της ισχύος – είναι σε θέση να οικοδομήσει την κοινωνία που επιθυμεί και του αρμόζει. Καταρχάς de facto και στη συνέχεια de juris. Πως όσο περισσότερο αγωνίστηκε σθεναρά ο λαός, τόσο πιο πολύ προχώρησε στην κατοχύρωση κατακτήσεων. Και πως όταν επιτέλους κατάφερε να γυρίσει τον τροχό και να θέσει εαυτόν επικεφαλής της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, αυτό επιτεύχθηκε με νικηφόρους επαναστατικούς αγώνες. Σε τελευταία ανάλυση, τα συντάγματα και οι νόμοι δεν κάνουν παρά να επικυρώνουν εκείνα που προηγουμένως επιβλήθηκαν με τη δύναμη. Οπότε, η Ιστορία μάς διδάσκει πως το όποιο σύνταγμα που πράγματι θα κατοχυρώνει συνολικά τα δικαιώματα του λαού δεν μπορεί να θεσπιστεί παρά μόνο μετά την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και το λαό μέσω της επανάστασης. Προτού γίνει αυτό, τίποτα δεν είναι εγγυημένο και οποιοδήποτε μερικό κεκτημένο αποσπάται με λαϊκούς αγώνες θα πρέπει να υπερασπίζεται διαρκώς, επίσης με λαϊκούς αγώνες. Αυτό ακριβώς μάς θέτει στην προοπτική του παρατεταμένου αγώνα.
Εμείς που επιθυμούμε να ακολουθήσουμε τον επαναστατικό δρόμο οφείλουμε να χαράξουμε αυτή τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης, να επισημάνουμε το γεγονός ότι ο «εξανθρωπισμός» ή ο «εκδημοκρατισμός» της σημερινής κοινωνίας με μεταρρυθμίσεις είναι ανέφικτος από ιστορικής και θεωρητικής σκοπιάς. Όσοι συνειδητοποιούν αυτό το γεγονός και παρά ταύτα απορρίπτουν τον επαναστατικό δρόμο και προτίθενται να βαδίσουν μόνο στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων, ας έχουν την ειλικρίνεια να μας το πουν. Όσοι από μας βαδίζουμε στον επαναστατικό δρόμο οφείλουμε με ακόμη μεγαλύτερο σθένος να δουλέψουμε για την ενότητα των μαζών στο δρόμο του αγώνα και να επιμείνουμε στην οικοδόμηση των αναγκαίων μέσων που θα μας επιτρέψουν να προωθήσουμε την επανάσταση μέχρι το τέλος, να ξαναπάρουμε και να ξεδιπλώσουμε παραπέρα το δρόμο που χάραξε ο Λουΐς Εμίλιο Ρεκαμπαρέν, υπό το φως των εμπειριών της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης και των λαϊκών πολέμων. Είναι γεγονός ότι το προχώρημα της ταξικής πάλης θα μας υποχρεώσει να επιλέξουμε πολύ σύντομα τον ένα ή τον άλλο δρόμο.
Συνοψίζοντας τη μαρξιστική θεωρία, ο Πρόεδρος Μάο είχε πει ότι αυτή περιλαμβάνει χιλιάδες αλήθειες, όμως όλες περιορίζονται σε μία και μοναδική: «η εξέγερση είναι δίκαιη». Το σύνθημα αυτό έχει ήδη αφομοιωθεί στους αγώνες του χιλιανού λαού και του λαού των Μαπούτσι, καθώς η ίδια η πραγματικότητα ανέδειξε ότι υπάρχουν πάνω από χίλιοι λόγοι για να εξεγερθούμε και να παλέψουμε. Σε ό,τι μας αφορά, από τη θέση μας στο πλαίσιο του λαϊκού Τύπου, λαμβάνοντας υπόψη τους λαϊκούς αγώνες στη χώρα και σε ολόκληρο τον κόσμο, ασπαζόμαστε αυτή την σαφώς προσδιορισμένη θέση και απευθύνουμε κάλεσμα σε όλες τις λαϊκές οργανώσεις ώστε να εμβαθύνουμε τη συζήτηση για την τρέχουσα συνταγματική διαδικασία, την προοπτική των σημερινών αγώνων και την αναγκαιότητα μιας εθνικής δημοκρατικής επανάστασης στη Χιλή.
Καλούμε όλες και όλους να τοποθετηθούν με προοπτική την πραγματικότητα της ταξικής πάλης στη χώρα και στον κόσμο και, όσο για εκείνους που αρνούνται την επαναστατική προοπτική, να αφήσουν στην άκρη τις συνταγματικές αυταπάτες και να ετοιμαστούν για παρατεταμένο αγώνα στο πλαίσιο του οποίου θα οικοδομηθούν τα αναγκαία μέσα που θα μας επιτρέψουν να προωθήσουμε την επανάσταση μέχρι το τέλος.
Διαπιστώνουμε ότι αυτή είναι η εμπειρία και η προοπτική της παγκόσμιας επανάστασης, και ότι μόνο στο πλαίσιο αυτής της πορείας θα μπορέσει ο λαός να επιβάλει ένα νέο σύνταγμα το οποίο θα καθοδηγεί τη νέα κοινωνία προς όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, κατακτώντας με αγώνες μια νέα δημοκρατία που θα οδεύει αδιάκοπα προς τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.
(*) Χιλιανός επαναστάτης, ιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου