του Βασίλη Σαμαρά
Με κομμένη την ανάσα ο κόσμος όλος παρακολουθεί τα όσα εξελίσσονται στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας καθώς αντιλαμβάνεται την κρισιμότητά τους. Τι συμβαίνει αλήθεια εκεί; Θα μπει σε κίνηση η κρεατομηχανή για να αλέσει χιλιάδες νεανικά κορμιά αλλά και αμάχους κάθε ηλικίας; Ποιες θα ‘ναι οι συνέπειες όχι μόνο για το λαό της Ουκρανίας αλλά και για τους λαούς της περιοχής και τον κόσμο όλον;
Το προφανές, ότι πρόκειται για μια έκφραση του ανταγωνισμού ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Από την μια μεριά των ιμπεριαλιστών της Δύσης με επικεφαλής τις ΗΠΑ και από την άλλη του ρωσικού ιμπεριαλισμού με τη -«διακριτική» για την ώρα- υποστήριξη της Κίνας. Όπως παντού και πάντα, ένας ανταγωνισμός στο οικονομικό, πολιτικό και πολλές φορές στο στρατιωτικό πεδίο. Με επεμβάσεις, αναμετρήσεις (έμμεσες ώς τώρα και μέσω «αντιπροσώπων») και πάντα σε βάρος και με το αίμα των λαών. Μια τέτοια αντιπαράθεση είναι και αυτή που εκτυλίσσεται στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα. Μόνο που είναι και κάτι περισσότερο και πολύ πιο επικίνδυνο, καθώς αναμετρώνται μετωπικά δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Ας τα βάλουμε όμως σε μια σειρά.
Το ευρύ πεδίο του ανταγωνισμού
Σε μια πρώτη ανάγνωση του πράγματος έχουμε: Από τη μια μεριά τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης που ήδη έχουν επεκτείνει την επιρροή τους στο σύνολο σχεδόν των χωρών μέχρι τα ρωσικά σύνορα. Τη διαμόρφωσή τους σε ζώνη οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής επικυριαρχίας. Την εδραίωση αυτής της επικυριαρχίας με την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στο στρατιωτικό επιθετικό ιμπεριαλιστικό συνασπισμό των δυτικών δυνάμεων, το ΝΑΤΟ.
Από την άλλη μεριά η ιμπεριαλιστική Ρωσία , η οποία θέλει να εντάξει στη δική της ζώνη επιρροής και επικυριαρχίας τις χώρες κατ’ αρχάς του στενού της περιγύρου. Επιδιώξεις που τροφοδοτούνται και ενισχύονται και από ιστορικές μνήμες της τσαρικής περιόδου (με έναν τρόπο και της σοβιετικής). Ταυτόχρονα επιδιώκει να συντηρεί και να διευρύνει τις δυνατότητες της διείσδυσής της (οικονομικής, πολιτικής) συνολικά στον ευρωπαϊκό χώρο.
Αναμφίβολα πρόκειται για επιδιώξεις, τόσο των μεν όσο και των δε, εξίσου αντιδραστικές και αντίθετες με τα πραγματικά συμφέροντα των λαών. Πολύ περισσότερο καθώς η παρόξυνση του ανταγωνισμού μπορεί να σύρει χώρες και λαούς στο να συνθλιβούν ανάμεσα στις μυλόπετρες της ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης. Ως προς αυτή τη διάσταση του ζητήματος τα πράγματα είναι αρκετά σαφή και δεν επιδέχονται παρερμηνείες.
Η ιδιαιτερότητα του ζητήματος
Υπάρχει ωστόσο και μια ιδιαίτερη διάσταση του όλου ζητήματος η οποία συμπλέκεται μεν με τα προηγούμενα, αλλά έχει ωστόσο και τα δικά της ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Χρειάζεται να πάμε λίγο προς τα πίσω. Στις ανατροπές που συντελέστηκαν στα 1989-1991 και οι οποίες -ανάμεσα σε άλλα- ανέδειξαν τις ΗΠΑ σε μοναδική υπερδύναμη.
Εξέλιξη που ερμηνεύτηκε στις ΗΠΑ σαν η «ιστορική ευκαιρία» για την προώθηση του στόχου της παγκόσμιας κυριαρχίας. Ενός στόχου στον οποίο κύριο εμπόδιο αναδεικνυόταν το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας. Έτσι και στη βάση αυτών των επιδιώξεων διαμορφώθηκε μια στρατηγική απώθησης, περικύκλωσης και περίσφιξης της Ρωσίας. Στόχος, η πλήρης αποδυνάμωσή της και υποταγή της στη Νέα Τάξη Πραγμάτων που επέβαλαν στον κόσμο Δύση-ΗΠΑ. Ακόμη περισσότερο, η ολοκληρωτική εξουθένωσή της τόσο ώστε να καταστεί ευάλωτη ακόμη και σε στρατιωτικό κτύπημα.
Επιδιώξεις που θα μπορούσαν να συνοψιστούν στη φράση με την οποία έκλεινε όλες τις ομιλίες του ο ρωμαίος συγκλητικός Κάτων: «Η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί». Ταυτόχρονα, επιδιώξεις που διευκολύνονταν ενόσω επικεφαλής της Ρωσίας βρισκόταν ο ανεκδιήγητος Γιέλτσιν.
Νεότεροι συσχετισμοί
Μόνο που αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί επί μακρόν. Η Ρωσία παρά την ήττα της συνέχιζε να διαθέτει ένα απόθεμα ισχύος σε μια σειρά πεδία και το οποίο δεν μπορούσε να παραμένει αδρανές εις το διηνεκές. Ο Γιέλτσιν παραμερίστηκε και στη θέση του ανήλθε ο Πούτιν και αυτό δεν ήταν μια απλή αλλαγή προσώπων. Εξέφραζε τη διάθεση δυνάμεων στη Ρωσία για μια αποφασιστική στροφή στην πολιτική, της ιεραρχήσεις και τους προσανατολισμούς της.
Η Ρωσία μπήκε έτσι σε μια τροχιά ανασυγκρότησης της ισχύος της και προχώρησε σε κινήσεις που υλοποιούσαν αυτή τη στροφή εσωτερικά και διεθνώς. Ταυτόχρονα σημαντικές εξελίξεις συντελούνταν σε όλα τα ταμπλό. Εξελίξεις που σηματοδοτούνταν από τα αδιέξοδα που αντιμετώπιζε η στρατηγική των ΗΠΑ, οι αντιθέσεις που εμφανίστηκαν στο δυτικό μπλοκ αλλά και η διαρκής άνοδος της Κίνας. Στο ίδιο διάστημα, στα ρήγματα που δημιουργούνταν αναδύονταν και άλλες δυνάμεις (Ινδία, Βραζιλία κ.ά.) που διεκδικούσαν και αυτές τον δικό τους ρόλο.
Αυτό που πρόβαλε πλέον στο προσκήνιο ήταν ο πραγματικός συσχετισμός δυνάμεων στον κόσμο ο οποίος, χωρίς να τον αναιρεί συνολικά, ήταν ωστόσο αρκετά διαφορετικός από εκείνον που εμφανιζόταν στη δεκαετία του 1990. Μια εξέλιξη η οποία παρόλο που δεν άλλαζε τις βασικές επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τις υποχρέωνε ωστόσο να αναπροσαρμόσουν τις τακτικές, τις ιεραρχήσεις και τους τρόπους κίνησής τους. Χαρακτηριστικές από την άποψη αυτή οι εναλλαγές στην προεδρία των ΗΠΑ και το τι σηματοδοτούσαν κάθε φορά (Μπους, Ομπάμα, Τραμπ, Μπάιντεν).
Το διακύβευμα
Ας έρθω ωστόσο στη σημερινή κρίση. Αν κανείς αρκούνταν στα εκ της Δύσης εκπορευόμενα δημοσιεύματα θα σχημάτιζε τη βεβαιότητα ότι η αφετηρία της βρίσκεται στη συγκέντρωση 100.000 ρώσων στρατιωτών στα ουκρανικά σύνορα και η απειλή εισβολής. Μόνο που οι ρωσικές κινήσεις δεν έγιναν εν αιθρία. Και αυτά που δεν αναφέρονται είναι: Η αθέτηση της δέσμευσης των ιμπεριαλιστών της Δύσης (μέσα δεκαετίας 1990) περί μη εισδοχής στο ΝΑΤΟ των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ και της Σοβιετικής Ένωσης. Η μη εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ από την κυβέρνηση της Ουκρανίας. Οι διακηρύξεις του προέδρου της Ουκρανίας ότι θα προχωρήσει στην «απελευθέρωση της Κριμαίας» και στον επανέλεγχο των ρωσόφωνων περιοχών που έχουν αυτονομηθεί. Δηλώσεις που συνοδεύτηκαν από την αθρόα παροχή από τη Δύση οπλικών συστημάτων στον ουκρανικό στρατό. Οι δηλώσεις ουκρανών και δυτικών ιθυνόντων περί της αναγκαιότητας άμεσης ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Συνολικά η πιθανότητα να βρεθεί η Ρωσία προ τετελεσμένων γεγονότων στα σύνορά της.
Και βεβαίως προσπερνάνε ότι το κύριο διακύβευμα είναι ακριβώς αυτό. Η Ουκρανία. Η ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Η ολοκλήρωση της περικύκλωσης, περίσφιξης της Ρωσίας. Η εγκατάσταση ΝΑΤΟϊκών στρατιωτικών και πυραυλικών βάσεων σε όλη τη ρωσική περίμετρο. Εντελώς αντίθετες βέβαια οι επιδιώξεις του Πούτιν. Που είδε το μεγάλο του σχέδιο (συνασπισμός Ρωσίας, Ουκρανίας, Καζακστάν, Λευκορωσίας) να ματαιώνεται από το υποστηριζόμενο ανοιχτά από τη Δύση φασιστικό πραξικόπημα του Μαϊντάν. Που στη φάση αυτή το λιγότερο που επιδιώκει είναι η αποτροπή της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Περί απειλών και δικαιωμάτων
Δεν μπορώ να προσπεράσω τον πειρασμό να αναφερθώ σε ορισμένα δημοσιεύματα που μοναδικό τους στόχο έχουν τον αποπροσανατολισμό , τη συγκάλυψη, ωραιοποίηση της πολιτικής της Δύσης. Έντονα προβάλλεται ότι η συγκέντρωση 100.000 ρώσων στρατιωτών στα σύνορά της αποτελεί απειλή για την Ουκρανία, την εδαφική ακεραιότητά της κ.λπ. Δεν θα διαφωνήσω. Πράγματι, η συγκέντρωση αυτών των δυνάμεων αναμφισβήτητα συνιστά απειλή. Τίθεται ωστόσο το ερώτημα. Η εγκατάσταση ΝΑΤΟϊκών πυραύλων στα σύνορα της Ρωσίας και λίγα χιλιόμετρα απόσταση από την Πετρούπολη και άλλες ρωσικές πόλεις τι συνιστά; Ποιον στοχεύουν αυτοί οι πύραυλοι; Την Μποτσουάνα; Οι κεφαλές αυτών των πυραύλων τι γόμωση έχουν; Καραμέλες και σοκολατάκια;
Διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους οι παντός είδους δυτικοί δημοσιολογούντες για το δικαίωμα των χωρών στην ελευθερία των επιλογών τους. Δηλαδή, για να συνεννοούμαστε, την ένταξη στο ΝΑΤΟ και με όλα όσα, όπως προανέφερα, «συνοδεύεται» αυτή. Αναμφίβολα και από γενική άποψη το δικαίωμα αυτό και αυτονόητο είναι και μη αμφισβητήσιμο. Ωστόσο, και για να μην κοροϊδευόμαστε., το δικαίωμα της ηγεσίας μιας χώρας μπορεί να εκτείνεται μέχρι του σημείου να μετατρέπει τη χώρα της σε βάση πολεμικής εξόρμησης μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης ενάντια σε μια άλλη; Να τοποθετεί τη χώρα και το λαό της ανάμεσα στις μυλόπετρες του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού; Να μετατρέπεται σε παράγοντα που φέρνει πιο κοντά τον πόλεμο; Ακόμη περισσότερο σε έναν πόλεμο που υπάρχει ορατός κίνδυνος να εξελιχθεί σε αναμέτρηση ανάμεσα στις δυο πυρηνικές υπερδυνάμεις;
Αλλά ας το θέσω και κάπως διαφορετικά. Αλήθεια, πώς νομίζετε ότι θα αντιδρούσαν οι ΗΠΑ (και τι θα έλεγαν τότε όλοι αυτοί) αν το Μεξικό, λ.χ. (υπόθεση εργασίας), συμμαχούσε με τη Ρωσία και επιχειρούσε να εγκαταστήσει ρωσικούς πυραύλους στα σύνορα με τις ΗΠΑ; Θεωρητικό το ερώτημα, θα πείτε. Όχι και τόσο. Μόνο που χρειάζεται να πάμε αρκετά χρόνια πίσω. Να δούμε την αντίδραση των ΗΠΑ στην (τυχοδιωκτική σε τελευταία ανάλυση) κίνηση του Χρουστσόφ (1962) να εγκαταστήσει σοβιετικούς πυραύλους στην Κούβα. Τότε που η ανθρωπότητα έφτασε ένα βήμα πριν από την πυρηνική αναμέτρηση και την ολοκληρωτική καταστροφή.
Πώς διαμορφώνεται πλέον η κατάσταση - Οι ρωσικές προτάσεις
Ας ξεκινήσουμε από τις προτάσεις, όρους, απαιτήσεις που θέτει η Ρωσία για μια ειρηνική διευθέτηση της κατάστασης. Δέσμευση των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ ότι η Ουκρανία δεν θα μπει ποτέ στο ΝΑΤΟ. Εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ. Απόσυρση των ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων-οπλικών συστημάτων από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Επιστροφή του ΝΑΤΟ στα όρια της δεκαετίας του 1990. Άνοιγμα διαδικασίας για τη διαμόρφωση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ευρώπη. Απαίτηση οι απαντήσεις των δυτικών να είναι γραπτές και επικυρωμένες. Στις προτάσεις αυτές μπορεί να διακρίνει κανείς μίνιμουμ και μάξιμουμ απαιτήσεις, ωστόσο το κρίσιμο ζήτημα αφορά την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Στην απάντησή τους οι ΗΠΑ-ΝΑΤΟ απορρίπτουν στο σύνολό τους τις ρωσικές προτάσεις. Ειδικότερα και όσον αφορά το κρίσιμο ζήτημα, δηλώνουν ότι για το ΝΑΤΟ αποτελεί θέμα αρχής να μην κλείνει τις πόρτες του σε όποια χώρα (διάβαζε Ουκρανία) εκδηλώσει την επιθυμία της να ενταχθεί σε αυτό. Κατά τα άλλα τάσσονται υπέρ του διαλόγου (για ποιο θέμα άραγε) και των διαπραγματεύσεων.
Διαθέσεις και «αναστολές»
Σημαίνουν αυτά ότι οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να το τραβήξουν μέχρι τις πιο ακραίες συνέπειες του πράγματος; Απόλυτες βεβαιότητας σε τέτοιες καταστάσεις δεν υπάρχουν, ωστόσο τα δεδομένα δεν δείχνουν κάτι τέτοιο. Ας αναφερθώ κατ’ αρχάς σε ορισμένους πολύ σημαντικούς αναλυτικούς παράγοντες.
Αναμφίβολα οι ΗΠΑ είναι μια πυρηνική υπερδύναμη. Μόνο που απέναντί της βρίσκεται μια άλλη υπερδύναμη με αντίστοιχη πυρηνική ισχύ. Δεν μπορεί συνεπώς να της ασκήσει πυρηνικό εκβιασμό. Δεύτερο, σε επίπεδο τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων η υπεροχή της Ρωσίας σε μια αναμέτρηση στα σύνορά της είναι εμφανής, ακόμη και αν ο ουκρανικός στρατός ενισχυόταν με δυτικά στρατεύματα. Τρίτο, το παραπέρα στρίμωγμα της Ρωσίας σε συνδυασμό με το όλο και οξυνόμενο ζήτημα της Ταϊβάν ενέχει τη σοβαρή πιθανότητα να οδηγήσει σε μια ολοκλήρωση σε επίπεδα στρατηγικής συμμαχίας της ήδη υφιστάμενης συνεργασίας Ρωσίας-Κίνας. Ένα ενδεχόμενο που οι ΗΠΑ δεν θέλουν ούτε να το σκέφτονται. Τέταρτο, οι αντιρρήσεις, οι φόβοι, οι αντιθέσεις των ευρωπαίων συμμάχων των ΗΠΑ που δημιουργεί το ερώτημα για το μέχρι πού είναι διατεθειμένες να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ. Πέμπτο, οι αντιθέσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ οι οποίες αφορούν διαφορετικές προσεγγίσεις σε ζητήματα στρατηγικής και ιεράρχησης στόχων και κινήσεων.
Όλα αυτά υπογραμμίζονται από εκτιμήσεις ότι η Ρωσία κατά πάσα πιθανότητα θα απαντήσει στρατιωτικά αν επιχειρηθεί η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Μια εξέλιξη που θα θέσει το ζήτημα σε όλες του, και τις πιο σοβαρές και επικίνδυνες διαστάσεις. Από την άποψη αυτή, μόνο τυχαίες δεν είναι οι δηλώσεις αμερικανών και ΝΑΤΟϊκών ιθυνόντων αλλά και του ίδιου του Μπάιντεν ότι δεν πρόκειται να αποσταλούν αμερικανικά-ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα στο έδαφος της Ουκρανίας σε περίπτωση ρωσικής εισβολής. Περιορίζονται στην αποστολή οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία και στις απειλές περί μεγάλων οικονομικών πολιτικών κυρώσεων. Αυτό προσδιορίζει -για την ώρα τουλάχιστον- και τα όρια των αμερικανικών αντιδράσεων.
Πόσο «μερική» είναι μια εισβολή;
Σε συσχέτιση με τα προηγούμενα αξίζει να αναφερθούν οι δηλώσεις Μπάιντεν περί «μερικής» ή συνολικής ρωσικής εισβολής, που θορύβησαν τους ιθύνοντες της Ουκρανίας (και όχι μόνο). Δηλώσεις που θεωρήθηκαν σαν ένα «πράσινο φως» στον Πούτιν, ενώ υπήρξαν και εκείνοι που είδαν πίσω απ’ αυτές και μια πιθανή συμπαιγνία ανάμεσα σε Μπάιντεν και Πούτιν. Η ιστορία και η φύση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων δείχνει ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα «συνείδησης» στο να διαμοιράσουν τα ιμάτια μιας χώρας. Ωστόσο, και χωρίς να είμαι απόλυτος, δεν το θεωρώ και τόσο πιθανό κάτι τέτοιο στην περίπτωση αυτή. Ούτε ο Μπάιντεν μπορεί να χρεωθεί μια τέτοια εξέλιξη ούτε ο Πούτιν μπορεί να αρκεστεί στις περιοχές λ.χ. του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ. Από εκεί και πέρα είναι άλλο ζήτημα το τι μπορεί να προκύψει «επί του πεδίου» και με βάση το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.
Ρωσικές διαθέσεις και επιδιώξεις
Όσον αφορά τη ρωσική πλευρά: Αυτό που είναι καθαρό είναι πως η Ρωσία δεν είναι καθόλου διατεθειμένη να δει την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ. Τα δεδομένα δείχνουν ότι έχει τη στρατιωτική δυνατότητα να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη. Μόνο που κάτι τέτοιο αποτελεί γι’ αυτήν την «έσχατη λύση» στην οποία δεν θα ‘θελε να οδηγηθεί. Η Ρωσία, στη φάση αυτή τουλάχιστον, δεν επιθυμεί μια ανοιχτή και συνολική ρήξη με τη Δύση. Ταυτόχρονα δεν έχει καθόλου δεδομένο ότι η Κίνα θα την ακολουθήσει σε μια τέτοια εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα αντιλαμβάνονται τις συνέπειες μιας συνολικής ρήξης με τη Δύση και της διαμόρφωσης δυο αντίπαλων στρατοπέδων στον κόσμο και ενός νέου «ψυχρού πολέμου». Συνέπειες που δεν θα ‘ναι μόνο οικονομικές αλλά και πολιτικού, στρατηγικού χαρακτήρα. Δεν θέλουν συνεπώς να φτάσουν μέχρις εκεί. Σ’ αυτή τη βάση οι ρωσικές δηλώσεις ότι δεν προτίθενται να εισβάλουν στην Ουκρανία δεν είναι μόνο για το θεαθήναι. Στην πραγματικότητα αποτελούν τη μια όψη του νομίσματος μιας πολιτικής η οποία στην άλλη όψη της έχει τη συγκέντρωση στρατευμάτων στα σύνορα της Ουκρανίας.
Πάνω απ’ όλα αυτά, στις διαθέσεις της είναι σαφείς και διακριτές οι κόκκινες γραμμές. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση παραβίασής τους (π.χ. ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ) η Ρωσία κατά πάσα πιθανότητα θα «απαντήσει». Τώρα αν αυτό γίνει με άμεση μαζική εισβολή του ρωσικού στρατού ή θα κλιμακωθεί μετά από συγκρούσεις των ρωσόφωνων της Ουκρανίας με τον ουκρανικό στρατό είναι κάτι για το οποίο δεν μπορεί να στοιχηματίσει κανείς.
Ευρωπαίοι και άλλοι «πρόθυμοι»
Όσον αφορά τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές: Συντάσσονται εκ των πραγμάτων με τις ΗΠΑ αλλά ολοφάνερα με «βαριά καρδιά». Αντιλαμβάνονται πολύ καλά ποιες συνέπειες μπορεί να έχει για τις ίδιες να φτάσουν τα πράγματα στα άκρα. Συνέπειες οικονομικές, πολιτικές αλλά και στρατηγικού χαρακτήρα όσον αφορά τη θέση και το ρόλο τους στα τεκταινόμενα στον κόσμο αλλά και στον ίδιο το δικό τους ευρωπαϊκό χώρο. Γι’ αυτό άλλωστε, με εξαίρεση τους Άγγλου, που υπερθεματίζουν σε επιθετικότητα, καταβάλλουν προσπάθειες για μια διπλωματική διευθέτηση της κρίσης ή τουλάχιστον για αποτροπή των πιο ακραίων εξελίξεων.
Κάτι παρόμοιο -τηρουμένων πάντα των αναλογιών- μπορεί να ειπωθεί και για τους «πρόθυμους» των χωρών της ανατολικής Ευρώπης. Όλους εκείνους που θορυβωδώς και επί χρόνια διατυμπάνιζαν περί της αναγκαιότητας πιο αποφασιστικής αντιμετώπισης της Ρωσίας. Οι δηλώσεις Μπάιντεν καθώς και εκείνες περί μη μεταφοράς ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων στην Ουκρανία δεν θορύβησαν μόνο τους ουκρανούς ιθύνοντες αλλά και «προσγείωσαν» όλους αυτούς τους πολεμοχαρείς «του αέρος».
Τώρα, το κατά πόσο αυτό μπορεί να φτάσει στο να αρχίσουν αυτά τα ανδρείκελα να αναλογίζονται για το ποια μπορεί να είναι η μοίρα των πιονιών στις μεγάλες παρτίδες, επιτρέψτε μου να διατηρώ τις αμφιβολίες μου.
«Διαπραγματεύσεις» στην κόψη του ξυραφιού
Εκείνο που γενικά μπορεί να διακρίνει κανείς στην όλη κατάσταση είναι ότι οι αντιμαχόμενες πλευρές δείχνουν από τη μια ανυποχώρητες στις βασικές τους επιδιώξεις, αποφεύγοντας από την άλλη να οδηγήσουν στη φάση αυτή τις εξελίξεις στα άκρα. Κάνουν τις κινήσεις τους, προσπαθούν να διαμορφώσουν όρους, επιχειρούν πιέσεις στον αντίπαλο, αλλά αποφεύγοντας η κάθε μια να χρεωθεί την πυροδότηση των εξελίξεων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να αποκλειστεί παντελώς, πολύ περισσότερο που η συγκέντρωση τόσων και τόσο εύφλεκτων υλικών μπορεί να οδηγήσει σε ανάφλεξη με την άλφα ή βήτα αιτία. Από τη μεριά μου, αναφέρομαι σε αυτά που θεωρώ ως τα πιο πιθανά ενδεχόμενα με βάση τα δεδομένα του πράγματος, χωρίς βέβαια να αποκλείω απροσδόκητες εξελίξεις.
Με βάση, συνεπώς, όλα αυτά, θεωρώ ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο έντονων αντιπαραθέσεων όπου οι διαπραγματεύσεις και οι συμφωνίες (ή «συμφωνίες») θα εναλλάσσονται με φάσεις και κινήσεις αναμέτρησης αυτής ή εκείνης της κλίμακας.
Οι στόχοι των ΗΠΑ
Εκείνα που μπορεί να διακρίνει κανείς όσον αφορά τις προθέσεις και τους στόχους των ΗΠΑ στη φάση αυτή:
-Να «νομιμοποιήσουν»-παγιώσουν την ένταξη όσων χωρών έχουν ήδη ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.
-Να παγιώσουν, νομιμοποιήσουν την παρουσία των ΗΠΑ (στρατιωτική, οικονομική, πολιτική, στρατηγική) στον ευρωπαϊκό χώρο.
-Να αφήσουν ανοιχτό το «δικαίωμα» ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
-Να σύρουν τους ευρωπαίους συμμάχους τους σε μια στρατηγική απώθησης, περικύκλωσης, απομόνωσης της Ρωσίας, οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, στρατηγικά.
Ιδιαίτερη έμφαση στη φάση αυτή στο ζήτημα απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο (και εξάρτησή τους από τις ΗΠΑ).
-Γενικότερα, να υποχρεώσουν τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές σε ρόλο ακολούθου των ΗΠΑ.
-Εν τέλει, να διαμορφώσουν συνολικά όρους και τετελεσμένα τα οποία να αποτελέσουν τα βάθρα των επόμενων και πιο αποφασιστικών κινήσεών τους σε μια επόμενη φάση.
Ρωσικές επιδιώξεις
Ως προς τη Ρωσία: Να αποτρέψει (το λιγότερο και με κάθε μέσο στη φάση αυτή) την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Να οδηγήσει, μάλλον και με τη συμβολή των Ευρωπαίων, σε μια ενεργοποίηση των συμφωνιών του Μινσκ. Να διατηρήσει τους δεσμούς και τις σχέσεις της (οικονομικές, πολιτικές) με τις ευρωπαϊκές χώρες. Ταυτόχρονα, και αν είναι δυνατόν, να δημιουργήσει ρήγματα στη συνοχή του δυτικού μπλοκ δυνάμεων.
Να θέσει υπό αμφισβήτηση τη «νομιμότητα» της ένταξης σειράς χωρών στο ΝΑΤΟ. Να αποτρέψει -προωθώντας αντίμετρα- την εγκατάσταση στρατιωτικών πυραυλικών βάσεων σε αυτές τις χώρες. Να θέσει το ζήτημα μιας συνολικής συμφωνίας για την αρχιτεκτονική ασφάλειας στον ευρωπαϊκό χώρο.
Να κατοχυρώσει τη θέση και το ρόλο της ως μιας δύναμης της οποίας τα συμφέροντα δεν μπορούν να παραγνωρίζονται από τις άλλες δυνάμεις. Να αναδείξει –από κοινού με την Κίνα- το ζήτημα της πολυπολικότητας του σημερινού κόσμου, σαν μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοείται πλέον από τις δυτικές δυνάμεις και κατά κύριο λόγο τις ΗΠΑ.
Το ποια θα είναι τελικά η έκβαση αυτής της διελκυστίνδας, ποιες συμφωνίες (ή «συμφωνίες») θα γίνουν ή δεν θα γίνουν, σε ποια πλευρά θα πιστωθούν-χρεωθούν τα περισσότερα κέρδη και ζημίες δεν είναι κάτι που μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια κανείς. Μένει απλώς να το δούμε, ευελπιστώντας πάντα ότι τα πράγματα δεν θα οδηγηθούν σε ένα νέο μακέλεμα των λαών.
Προλεταριακή Σημαία - https://www.kkeml.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου