13 Αυγούστου 2023

καλοκαίρι του 1933: 90 χρόνια από το εγχείρημα Λαϊκής Δικαιοσύνης της ΦΕΚ

Συμπληρώθηκαν φέτος 90 χρόνια από την ίδρυση της «Φιλοπρόοδος  Ένωσις Καροπλεσίου» (ΦΕΚ) που λειτούργησε πριν τον πόλεμο και αποτέλεσε πρόπλασμα της λαϊκοδημοκρατικής εξουσίας που αναπτύχθηκε στα μετέπειτα χρόνια της ΕΑΜικής εποποιίας. Πριν τον πόλεμο λοιπόν, στα 1933, με πρωτοβουλία του καθηγητή Γιάννη Κοσπεντάρη και άλλων προοδευτικών νεολαίων του χωριού, ιδρύεται στο Καροπλέσι το πολιτιστικό σωματείο «Φιλοπρόοδος  Ένωσις Καροπλεσίου» και συγκροτείται, ύστερα από γενική συνέλευση των κατοίκων, μια επιτροπή που ονομάστηκε Συμβιβαστική Επιτροπή και είχε σκοπό την επίλυση των τοπικών διαφορών των κατοίκων. Η συγκρότησή της έγινε τότε για να καταπολεμηθεί η δικομανία των χωρικών, όπου έχαναν και χρόνο και χρήμα και κατέστρεφαν τις προσωπικές τους σχέσεις, αλλά συγχρόνως ήταν και μια προσπάθεια διαπαιδαγώγησης των χωρικών με τη συλλογική προσπάθεια. Δεν έζησε βέβαια η Συμβιβαστική Επιτροπή Καροπλεσίου, γιατί τη διέλυσε η δικτατορία του Μεταξά, αλλά άφησε βαθύτατα ίχνη που τα συναντούμε αργότερα στην Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και Λαϊκή Δικαιοσύνη που λειτούργησαν στα χρόνια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Το ιστορικό της ίδρυσης της ΦΕΚ και της Συμβιβαστικής Επιτροπής όπως το κατέγραψε ο πρωτεργάτης της και στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης, καθηγητής Γιάννης Κοσπεντάρης περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Θανάση Τσουπαρόπουλου «Οι λαοκρατικοί θεσμοί της Εθνικής Αντίστασης» (Εκδόσεις Γλάρος, 1989):
«Το  καλοκαίρι  του  1933  ιδρύθηκε  στο  Καροπλέσι  Ευρυτανίας  (τώρα υπάγεται  στο  νομό Καρδίτσας)  πολιτιστικό  σωματείο  με την επωνυμία «Φιλοπρόοδος  Ένωσις Καροπλεσίου (ΦΕΚ)». Σκοπός της ΦΕΚ - άρθρο 3  του  καταστατικού  της  -  ήταν: «Να  ενώση  κατά  τρόπον  διαρκή  τας  γνώσεις  και  ενεργείας  των  μελών αυτής  δια  την  υλικήν  και  πνευματικήν  εξύψωσιν αυτών  και  των λοιπών κα­τοίκων του χωρίου». Σύμφωνα με το άρθρο  17 του καταστατικού: «Το πρώτον διοικητικόν συμβούλων πρέπει να συντάξει σχέδιον Γενικού Προγράμματος εργασιών της  ΦΕΚ,  το  οποίον  θα  φέρη  το ταχύτερον εις  την  γενικήν  συνέλευσιν  των  μελών  προς  ψήφισιν.  Βάσει  του  προγράμματος  τούτου,  το  εκάστοτε  Δ.  Συμβούλιον  θα  συντάσση  το  επίσημον  πρόγραμμα  δράσεως  του Σωματείου».(…)
Έτσι συγκροτήθηκε και άρχισε να λειτουργεί το καλοκαίρι του 1934 η  «Επιτροπή  Αγροφυλακής», όπως ονομάστηκε αρχικά. Συνεδρίαζε μια φορά το μήνα, ημέρα Κυριακή, στην αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου. Οι  συνεδριάσεις ήταν δημόσιες  και  τις παρακολουθούσαν πολλοί  κά­τοικοι  του  χωριού.
Οι υποθέσεις που έκρινε ήταν: αγροζημίες, φθορές δένδρων από ζώα ή ανθρώπους,  διαφορές  σχετικά  με  τα  ποτιστικά  νερά,  τις  βοσκήσιμες εκτάσεις ή τους αγροτικούς δρόμους, μικροκλοπές, εξυβρίσεις κι άλλες μικροδιαφορές σε βαθμό πταίσματος, για τις οποίες γίνονταν καταγγε­λίες  από  τους  αγροφύλακες  ή  από  τους  ίδιους  τους  κατοίκους  στην Επιτροπή.  Δε  δίκαζε  ποινικά  αδικήματα  σε  βαθμό  πλημμελήματος  ή κακουργήματος,  ούτε  υποθέσεις  αστικού  δικαίου.
 
Η
  Επιτροπή άκουγε τους διάδικους, τον αγροφύλακα κι άλλους, που προτείνονταν  ως  μάρτυρες,  κι  έβγαζε  απόφαση,  με  την  οποία  έκρινε αθώο  ή  ένοχο  τον  κατηγορούμενο·  επίσης  καθόριζε  το  είδος  και  το μέγεθος της ζημιάς, καθώς και τον τρόπο που έπρεπε να γίνει η αποκατάσταση  και  να  λυθεί  η  διαφορά  (αποζημίωση σε είδος ή  εργασία) ή  σε χρήμα, αίτηση  συγγνώμης σε περίπτωση αθέλητης ή  ασήμαντης ζημιάς (εξύβριση,  κλοπή  λίγων  γεωργικών  ή  δενδροκομικών  προϊόντων,  μή­λων,  καρυδιών,  σταφυλιών  κ.λπ).   Έπειτα  καλούσε  τους  διάδικους  να συμβιβασθούν,  δηλαδή  να  συμφωνήσουν  για  τη  λύση  της  διαφοράς, αποδεχόμενοι  την  απόφαση  της  Επιτροπής. Σε  περίπτωση  που  δε  γινόταν  συμβιβασμός,  η  Επιτροπή  εφοδίαζε εκείνον, που είχε δίκιο και καλή θέληση για συμβιβασμό, με μια βεβαί­ωση  - έκθεση, που  περιείχε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία, που προέκυπταν  από  τη  διαδικασία,  καθώς  και  την  κρίση  της  Επιτροπής  για κείνον που έφταιγε γιατί δεν έγινε ο συμβιβασμός, που θα μπορούσε να τα  χρησιμοποιήσει,  αν  θα  πήγαινε  στο  Δημόσιο  Πταισματοδικείο.
 
Η  Επιτροπή  ήξερε πολύ καλά πρόσωπα και πράγματα στην κοινότητα.  Ήξερε το χαρακτήρα και τη  νοοτροπία, τις συνήθειες και την όλη διαγωγή  των κατοίκων του χωριού, ώστε η  κρίση της κατά κανόνα ήταν αντικειμενική,  ορθή  και  δίκαιη  και  οι  αποφάσεις  της  ήταν  σεβαστές από όλους τους χωριανούς.  
Πρόσφατη έκδοση για τη ΦΕΚ (2017)
που στηρίχθηκε στο προσωπικό
αρχείο του Γ.Κοσπεντάρη


Με τις πρώτες συνεδριάσεις της Επιτροπής τόσο
  τα  μέλη  της  και  η  διοίκηση  του  σωματείου,  όσο  και  οι  κάτοικοι του χωριού συνειδητοποίησαν  την αποστολή  της,  το  περιεχόμενο  και τη σοβαρότητα του έργου της και την ονόμασαν Συμβιβαστική Επιτροπή.
Με αυτές τις προϋποθέσεις και με το έργο της, σύντομα εξελίχτηκε σε υποδειγματικό  Λαϊκό  Δικαστήριο,  που  το  σέβονταν  όλοι  οι  χωριανοί και είχαν περισσότερη  εμπιστοσύνη σ '  αυτό παρά στο Δημόσιο  Πταισματοδικείο.
 
Γρήγορα οι μηνύσεις στο Δημόσιο  Πταισματοδικείο περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Στο διάστημα της 3χρονης λειτουργίας της Συμβιβαστι­κής Επιτροπής ελάχιστοι ήταν οι Καροπλεσίτες, που από κακή θέληση και κακοπιστία ή από κακή συνήθεια, κατέφυγαν στο Πταισματοδικείο.
Η δικομανία σταμάτησε και καλλιεργήθηκε το πνεύμα της καλής θέλη­σης, της σύμπνοιας και της δημιουργικής συνεργασίας για την εμπέδω­ση  της αγροτικής ασφάλειας στην Κοινότητα, τον εκσυγχρονισμό της καθυστερημένης οικονομίας και την πολιτιστική ανάπτυξη του χωριού.
 
Πολύ σημαντική φωτογραφία με την εξής ιδιόχειρη
σημείωση του Κοσπεντάρη: "Από τη
Συνδιάσκεψη των κοινοτήτων του Δήμου
Δολόπων. Καροπλέσι, στο προαύλιο του
Σχολείου, 25-8-1935 (από το Αρχείο Κοσπεντάρη, 
όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Φώτη Κατέβα "Τα 
βουνά προηγούνται")


Παρόμοιες Επιτροπές άρχισαν να λειτουργούν και σε άλλα χωριά της Ευρυτανίας. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τις ανησυχίες των δικολάβων-δικηγόρων των Καρπενησιού, της Φουρνάς, και των άλλων κοινοτήτων που
  ήταν  έδρες  Πταισματοδικείων  -  Ειρηνοδικείων,  οι  οποίοι  τελικά ζήτησαν  την  επέμβαση  του  εισαγγελέα  για  τη  διάλυσή  τους.  Τούτο έγινε  το  1937  από  το  παρακάτω  περιστατικό  που  προκάλεσε  την  επέμ­βαση  του  εισαγγελέα:
Η Συμβιβαστική Επιτροπή του χωριού Μαυρομάτα - Ευρυτανίας την άνοιξη  του  1937  πήρε  μια  άστοχη  και  έξω  από  τις  αρμοδιότητές  της απόφαση:  Καταδίκασε το γιατρό του χωριού «σε εξάμηνη  δημόσια πε­ριφρόνηση από τους κατοίκους». Ας σημειωθεί ότι στο χωριό δεν υπήρ­χε άλλος γιατρός, ούτε στα γύρω κοντινά χωριά.  Η απόφαση  εξόργισε το γιατρό.  Πήγε στον εισαγγελέα και ζήτησε να επέμβει και να απαγο­ρεύσει τη λειτουργία των Συμβιβαστικών Επιτροπών. Και το καλοκαίρι του  1937,  στην  περίοδο  της  Μεταξικής  Δικτατορίας,  ο  εισαγγελέας Καρπενησιού ζήτησε την απαγόρευση της λειτουργίας της Συμβιβαστι­κής  Επιτροπής  του χωριού,  εάν  δε  συνέχιζε  το  έργο  της,  απείλησε  να μηνύσει  τα  μέλη  της,  «επί  αντιποιήσει  δημόσιας  εξουσίας».
 
Εκτενή αναφορά στη ΦΕΚ υπάρχει
και στο βιβλίο του επίσης 
Καροπλεσίτη Κοσμά Σούφλα
"Πενήντα παλικάρια - Το
Καροπλέσι στην Αντίσταση 
και στον Εμφύλιο" (1991)
Το ίδιο συνέβη
  και με τις Συμβιβαστικές Επιτροπές των άλλων χωρι­ών της  Ευρυτανίας.  Σταμάτησαν να λειτουργούν και να λύνουν τις δια­φορές των χωριών.  Όμως είχαν καταξιωθεί στη συνείδηση των κατοί­κων  των χωριών σαν  πραγματικά  Λαϊκά Δικαστήρια  και  το  έργο  τους βοήθησε  να  απαλλαγούν  οι  χωρικοί  από  το  εριστικό  πνεύμα  και  να περιορισθεί  η  δικομανία...».
Και ο Θ.Τσουπαρόπουλος συνεχίζει: Είναι  προφανές  ότι  η  Συμβιβαστική  Επιτροπή  Καροπλεσίου  απετέλεσε το  πρότυπο  για τη  δημιουργία  δικαιοδοτικής  εξουσίας μέσα  στις ανώμαλες  συνθήκες  τις  ξενικής  κατοχής.
Είναι  χαρακτηριστικό  ότι  η  Επιτροπή  Καροπλεσίου  ιδρύθηκε  και λειτούργησε με βάση ορισμένες αρχές, οι οποίες αποτέλεσαν οδηγό όχι μόνο για την Επιτροπή Επίλυσης της Κορίτσας, αλλά και περαιτέρω για τα  πρώτα  νομοθετικά  κείμενα  της  Αυτοδιοίκησης  και  της  Λαϊκής  Δι­καιοσύνης  του  εθνικοαπελευθερωτικού  αγώνα. Από τον πρωταρχικό «Κώδικα Ποσειδώνα», ως τις μεγάλες συνταγματικές και πολιτειακές επεξεργασίες της «κυβέρνησης του βουνού» της ΠΕΕΑ.

(*) Ο Θανάσης Τσουπαρόπουλος γεννήθηκε στους Μαυραχάδες της Καρδίτσας το 1918. Τέλειωσε τις γυμνασιακές σπουδές του και γράφθηκε στη Νομική και Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας. Από νωρίς αναμίχθηκε στο προοδευτικό κίνημα. Το 1941 στρατεύτηκε και με την κατάρρευση του Μετώπου γύρισε στην Καρδίτσα. Εκεί, μαζί με τους συμφοιτητές και άλλους αγωνιστές άρχισαν να οργανώνουν την αντίσταση κατά του κατακτητή.  Στις αρχές του 1943, που απελευθερώθηκε για 9 μήνες η Καρδίτσα, όλα τα τυπογραφεία μεταφέρθηκαν στα βουνά και εργάσθηκε εκεί στον Τύπο της Αντίστασης. Στα 1944 στάλθηκε στο τυπογραφείο του Βόλου, που τότε ήταν στο Πήλιο. Όταν η πόλη ελευθερώθηκε έγινε διευθυντής της εφημερίδας «Αναγέννησης» του ΕΑΜ. Στα 1946 ήρθε στην Αθήνα και δούλεψε στο «Ριζοσπάστη», όπου και συνελήφθη την ημέρα που τον έκλεισαν, τον Οκτώβριο του 1947. Ακολούθησε η περίοδος των πολύχρονων διωγμών του εμφυλίου. Το 1952 απολύθηκε από τον Αη-Στράτη και με άλλους συναδέλφους εξέδωσαν την «Αυγή». Εκεί δούλεψε ως την ημέρα που την έκλεισε η χούντα, το 1967.
Με την πτώση της χούντας και την απελευθέρωσή του από το στρατόπεδο της Λέρου, δούλεψε πάλι ως διευθυντικό στέλεχος της «Αυγής» μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 1980. Χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ τη δημοσιογραφική δραστηριότητα, ασχολήθηκε παράλληλα και με τη συγγραφή μελετών πάνω σε θέματα του λαϊκού κινήματος. Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1989, λίγες μόνο ημέρες πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο του για τους λαοκρατικούς θεσμούς της Εθνικής Αντίστασης. (από το εσώφυλλο του βιβλίου)
Για την αντιγραφή: Σ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: