Αντώνης Α.
Είναι γνωστό από καιρό ότι έχει γίνει δεύτερη φύση πολλών δυνάμεων και παραγόντων της αριστεράς το να παίρνουν τις επιθυμίες τους για πραγματικότητα. Να αρνούνται πεισματικά να αναθεωρήσουν απόψεις και εκτιμήσεις, ακόμα και αν αυτές ανατρέπονται με τον πιο παταγώδη τρόπο από τις εξελίξεις. Το βάθρο της μεθοδολογίας που ακολουθούν… γνωστό και αυτό εδώ και αιώνες: «Αφού δεν συμφωνεί η πραγματικότητα μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα».
Ένα σχήμα ανάλυσης της κατάστασης και των αδιάκοπων μεταβολών της, δηλαδή, που το πρόβλημά του δεν είναι μόνο ότι διαστρεβλώνει γεγονότα, ότι παράγει λαθεμένες ερμηνείες, ότι χάνει από το οπτικό του πεδίο τη μια ή την άλλη παράμετρο του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι ή αδυνατεί να συνθέσει μια απόλυτα ολοκληρωμένη του εικόνα (άλλωστε, ο εξωτερικός και αλάνθαστος παρατηρητής του κόσμου δεν γεννήθηκε ακόμα και ούτε πρόκειται ποτέ να γεννηθεί). Είναι πρώτα και κύρια το γεγονός ότι η αφετηρία του, το σημείο εκκίνησής του, δεν είναι αυτό καθαυτό το γίγνεσθαι, αλλά προκαθορισμένες αντιλήψεις, προκατασκευασμένα μοντέλα, στα οποία αυτό καλείται να «προσαρμοστεί». Αν όχι, όπως είπαμε, τόσο το χειρότερο… Κάτι που πολύ απλά συνιστά την αποθέωση της μεταφυσικής.
Και για να περάσουμε απευθείας στο θέμα μας, θα θέσουμε μόνο κάποια σημεία προς προβληματισμό:
1. Υπάρχει ένα ζήτημα που έχει περάσει, είναι η αλήθεια, «στα ψιλά» της σχετικής συζήτησης. Ομολογουμένως, και με ευθύνη όσων δεν θα έπρεπε να δείχνουν ανοχή σε κάτι τέτοιο. Ο καταιγισμός ανοησίας, όμως, και ακριβώς επειδή έχει τη μορφή καταιγισμού, σε υποχρεώνει πολλές φορές εκ των πραγμάτων να ασχοληθείς με αυτόν, να του δώσεις μια κάποια προσοχή, να παραμερίσεις και εσύ ο ίδιος, έστω και προσωρινά, αυτό που είναι το πιο σημαντικό και που πρέπει πρώτα και κύρια να αναδειχτεί.
Το Brexit εντάσσεται σε εκείνο το σπιράλ εξελίξεων όλων των τελευταίων χρόνων, που στην ουσία τους αντιπροσωπεύουν την κονιορτοποίηση και πολιτική χρεοκοπία των αστικών θεωρημάτων περί παγκοσμιοποίησης και των «αριστερών» αναλόγων τους περί ολοκληρώσεων. Γεγονός που δεν μπορεί να σκεπαστεί κάτω από το πέπλο της προσφιλούς στον οπορτουνισμό μεθόδου του ελιγμού, των συνεχών αναπροσαρμογών και μεταμφιέσεων της άποψής του. Μιας μεθόδου, που οδήγησε ορισμένους, κάτω από την πίεση των πραγμάτων, να ανακαλύπτουν και να ψελλίζουν δειλά αναφορές σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό και τους ανταγωνισμούς, πλην όμως διατηρώντας το θεωρητικό βάθρο των αντιλήψεών τους αναλλοίωτο.
Που πήγαν, λοιπόν, η «κατάρρευση» των συνόρων, η υποχώρηση του έθνους-κράτους, το «διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου»; Που πήγε η ηγεμονική παρουσία στο διεθνές σκηνικό των «πολυεθνικών-πολυκλαδικών μονοπωλίων», που θα πρόσδεναν στο άρμα τους όλον τον κόσμο, τραβώντας ακατανίκητα τον καπιταλισμό προς ένα νέο στάδιο; Πόσο «μουμιοποιημένη» είναι αυτή η θεωρία του ιμπεριαλισμού τελικά; Και πόσο «ολοκλήρωση» είναι εν πάση περιπτώσει η Ε.Ε.; Εξακολουθεί κανείς να πιστεύει ότι οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί δεν είναι παρά μια δευτερεύουσα όψη, υπηγμένη στην τάση για συνεργασία και υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών, ή σε τελική ανάλυση, είναι το κύριο και καθοριστικό στοιχείο της ιμπεριαλιστικής-καπιταλιστικής πραγματικότητας;
2. Αν η Ελλάδα είναι κάποιου επιπέδου ιμπεριαλιστική χώρα, τότε το ζήτημα τίθεται και σε αυτή περίπου με τους ίδιους όρους, όπως και στο Ην. Βασίλειο, έστω και με τις όποιες «ανισομετρίες» του. Αν η εργατική τάξη και οι λαϊκές μάζες έχουν να λογαριαστούν κατά βάση με μια «γραφειοκρατία των Βρυξελλών», με έναν «υπερεθνικό μηχανισμό» στον οποίο συναρθρώνονται τα επιμέρους εθνικά κράτη και εκχωρούν μέρος της ισχύος και της κυριαρχίας τους, τότε 28-1=27, άρα ο κόσμος της εργασίας αντιμετωπίζει πλέον έναν πιο εύκολο αντίπαλο, κλονισμένο και αποδυναμωμένο. Αν η Ε.Ε. αποτελεί μια διακρατική καπιταλιστική ένωση, μικρών και μεγαλύτερων ιμπεριαλισμών, τότε το καθήκον της «αποδέσμευσης» από αυτήν μπαίνει πάνω-κάτω με όρους άλλης μιας εκκρεμότητας που θα πρέπει να διευθετήσει η «λαϊκή εξουσία», γιατί όχι, μέσα και στα πρώτα από τα διατάγματα που θα αναγκαστεί αυτή να εκδώσει.
Αν, όμως, η Ε.Ε. δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά έναν ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, στο εσωτερικό του οποίου διεξάγεται μια ανηλεής διαμάχη ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη που τον συναποτελούν, και όχι μόνο, με αντικείμενο το ποιος θα καταληστεύσει πιο άγρια τις εξαρτημένες χώρες-μέλη του, μεταξύ άλλων, τότε τα πράγματα τίθενται διαφορετικά. Τότε αυτό που εμφανίζεται σαν «πολιτική της Ε.Ε.», δεν είναι παρά το αποκρυστάλλωμα του συσχετισμού που διαμορφώνεται κάθε φορά από αυτή τη διαρκή διαμάχη, περνώντας μέσα από κάθε λογής συμβιβασμούς, για να καταλήξει σε ακόμα πιο απότομες και μεγαλύτερες οξύνσεις των ανταγωνισμών.
Ο πυρήνας αυτής της πολιτικής, από τη σκοπιά των εργαζόμενων λαϊκών μαζών, είναι με μια έννοια διττός. Εμπεριέχει, από τη μια, την κατεύθυνση που έχουν χαράξει εδώ και δεκαετίες το κεφάλαιο και οι άρχουσες τάξεις απανταχού της γης: τη στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση ενάντια στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης και των λαών. Από την άλλη, σε άμεση συνάφεια με το προηγούμενο, συστατικό του μέρος αποτελεί η εκστρατεία επανακατάκτησης-επαναποικιοποίησης του κόσμου από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Επομένως, όσο αυτά παραμένουν ανέπαφα, κάθε άλλο παρά μπορούν να φέρουν εξελίξεις υπέρ των λαών τα παραγόμενα σε κάποιο άλλο πεδίο πέρα από αυτό της πάλης τους, το οποίο είναι και το μοναδικό που μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή των αρνητικών συσχετισμών και σε αναδιπλώσεις τις δυνάμεις του συστήματος. Το πεδίο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών αφορά το «ποιος-ποιον» μεταξύ των ιδιοκτητών του κόσμου και δεν θέτει σε καμία του καμπή υπό αμφισβήτηση τον πυρήνα που προαναφέραμε. Τα αποτελέσματα της παρόξυνσης αυτών των ανταγωνισμών, ως εκ τούτου, όπως είναι εν προκειμένω το Brexit, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να σπέρνουν τον εφησυχασμό στους λαούς και για κανένα λόγο δεν πρέπει να τους κάνουν να πιστεύουν ότι χαμήλωσε το «μπόι» του εχθρού τους.
3. Ανακαλύφτηκαν όψιμα από ορισμένους ζητήματα που άπτονται της «ανεξαρτησίας» και «κυριαρχίας», εθνικής, λαϊκής και με όποιον άλλο προσδιορισμό θέλετε. Το φαιδρό είναι ότι εν πολλοίς πρόκειται για δυνάμεις που έχουν στο παρελθόν συστηματικά λοιδορήσει τις απόψεις για ιμπεριαλιστική εξάρτηση και την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας, ως «παρεκκλίνουσες» προς τον «εθνικοπατριωτισμό».
Αυτό που προβάλλεται, με λίγα λόγια, είναι ότι η ένταξη στην Ε.Ε. και την ΟΝΕ συνεπάγεται έλλειμμα εθνικής-λαϊκής κυριαρχίας. Η έξοδος από αυτές το αποκαθιστά. Έτσι, αποκτά αυτόματα ένας λαός τη δυνατότητα να καθορίζει ελεύθερος τη μοίρα του ή -στο πιο «ταξικό»- το κίνημα μπορεί από εκεί και πέρα να επιβάλλει με μεγαλύτερη άνεση τις διεκδικήσεις του, χωρίς να πέφτει πάνω στις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή στην Ε.Ε.
Όλα ωραία και στρωτά, μόνο που δεν απαντιέται το εξής: υπό την ηγεμονία ποιας τάξης μπορεί να πραγματοποιηθεί η έξοδος και μέσα από ποια διαδικασία;
Γιατί, όσον αφορά τον ελληνικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, μπορούμε να πούμε ότι αυτός αντιμετωπίζει «έλλειμμα κυριαρχίας» από συστάσεώς του, λόγω της πρόσδεσης των συμφερόντων και της πορείας της αστικής «μας» τάξης στις μεγάλες δυνάμεις (ιμπεριαλιστικές στη συνέχεια). Το καθεστώς της εξάρτησης απορρέει από αυτή τη σχέση, μέσω της οποίας η ιμπεριαλιστική επικυριαρχία στη χώρα διαιωνίζεται δια της αναπαραγωγής της εξουσίας της υποτελούς στους ιμπεριαλιστές άρχουσας τάξης.
Δεν υπάρχουν, επομένως, τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης που θα μπορούσαν να κινηθούν «εθνικοανεξαρτησιακά». Το καθήκον αυτό, από την άποψη των κοινωνικών δυνάμεων που θα το υλοποιήσουν, πέφτει πρώτα και κύρια στις πλάτες της εργατικής τάξης.
Αυτό, μεταξύ άλλων, καθορίζει και το πώς μπορεί να τεθεί στην περίπτωσή μας το αίτημα της «εξόδου από την Ε.Ε.». Όσοι επιχειρούν να το χωρέσουν στο πεδίο της τακτικής και να προτείνουν ένα δρόμο υλοποίησής του μέσα από κυβερνητικά-μεταβατικά προγράμματα ή ακόμα και από δημοψηφίσματα, σε συνθήκες μάλιστα αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης, είτε δεν έχουν πάρει χαμπάρι το τι ισχύει στην πραγματικότητα, είτε αναζητούν –μάταια- μερίδες της αστικής τάξης που θα το προωθήσουν. Είναι λογικό και επόμενο οι φαντασιώσεις αυτών των δυνάμεων να αναζωπυρωθούν μετά το Brexit, όπως αυτό τέθηκε σε μια ιμπεριαλιστική χώρα και σαν αποτέλεσμα της διαπάλης τμημάτων της εκεί αστικής τάξης.
Από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και του λαού στη χώρα μας, αντιθέτως, το αίτημα αυτό μόνο σαν στρατηγικός στόχος του κινήματος μπορεί να τεθεί και με όρους συνολικού σπασίματος των δεσμών της εξάρτησης, μέσα από μια επαναστατική διαδικασία που θα θέσει το ζήτημα της ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ με κατεύθυνση και σε σύνδεση με το ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ. Έτσι ώστε να μπορέσει η εργατολαϊκή συμμαχία να πάρει την εξουσία.
Για να μην αναφέρουμε ότι στην περίπτωσή μας ένα Grexit τύπου Σόιμπλε, όπως αναδύθηκε ως πιθανότητα το περασμένο καλοκαίρι, κάθε άλλο παρά θα έλυνε τα ζητήματα και ίσα-ίσα θα πολλαπλασίαζε τους κινδύνους και θα ενέτεινε το καθεστώς της εξάρτησης.
4. Όσον αφορά πάλι την περίπτωση της χώρας μας, ακόμα και αν ορισμένες φορές τίθεται ξώφαλτσα και χάνεται μέσα σε μια «θάλασσα» αιτημάτων, τις περισσότερες ξεχνιέται μια μικρούλα, ασήμαντη, αμελητέα λεπτομέρεια: αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, ΝΑΤΟ, βάσεις, πυρηνικά, πρεσβεία, μυστικές υπηρεσίες, στρατηγεία, περιπολίες στο Αιγαίο, πραξικοπήματα, ναπάλμ κλπ Τώρα τι παραπάνω να πει κανείς σε αυτά; Πόσης περαιτέρω εξήγησης και ανάπτυξης, δηλαδή, χρήζουν τα αυτονόητα; Πόσο εγκληματικά ανόητοι και αφελείς είναι αυτοί που τα παραβλέπουν; Ο νοών νοείτω…
5. Θα μπορούσαν να διατυπωθούν με ένα σχετικά απλό τρόπο τα εξής ερωτήματα: «ταξικό» είναι καθετί που κάνει η «τάξη» ή αυτό που αντικειμενικά ανταποκρίνεται στα ταξικά της συμφέροντα, ανεξάρτητα από το τι θέλει ή το πώς σκέφτεται σε κάθε φάση; Από πότε η θέληση του λαϊκού κόσμου εκφράζεται συνειδητά μέσω της κάλπης, όποια και αν είναι αυτή; Από πότε οι «κορυφαίες ταξικές μάχες» δίνονται έξω από όρους κίνησης μαζών και ταξικής πάλης;
Η σχετική φιλολογία κρατάει πολύ καιρό τώρα. Από την περίοδο του περσινού ελληνικού δημοψηφίσματος. Αν η «γεωγραφική» κατανομή της ψήφου είναι αυτό, όμως, που παράγει τις «ταξικές συγκρούσεις», τότε γιατί να μην χαρακτηρίσουμε ως «ταξική» την ψήφο, ας πούμε, στον ΣΥΡΙΖΑ; Για να μείνουμε μόνο σε αυτό και να μην «προβοκάρουμε» περισσότερο, γιατί θα μπορούσε κάποιος να βρει τέτοιες «ταξικές ψήφους» ακόμα και στις πιο μαύρες και αντιδραστικές κατευθύνσεις.
Και για να τελειώνουμε με αυτό, γενικά, στις αστικές εκλογικές διαδικασίες, από την εποχή της κατάκτησης του γενικού εκλογικού δικαιώματος, ψηφίζουν πλατιές λαϊκές μάζες και εν πολλοίς η εκλογική τους συμπεριφορά καθορίζει και το αποτέλεσμα. Αυτό δεν τις κάνει λιγότερο ταξικές με την… αστική έννοια. Τώρα το αν και με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις έχουν ενεργοποιηθεί φωνές που επιδιώκουν να σπρώξουν τα πράγματα πίσω ακόμα και από αυτό το βασικό αστικοδημοκρατικό δικαίωμα (για να μην έχει η «αμόρφωτη πλέμπα» τη δυνατότητα ούτε καν να ψηφίζει), αποτελεί «σημείο των καιρών» και του προς τα πού βαδίζει το σύστημα μέσω της διαρκώς εντεινόμενης φασιστικοποίησης.
Το ζήτημα, επομένως, δεν βρίσκεται εκεί, αλλά στο σε ποια κατεύθυνση εκφράζεται ο λαϊκός παράγοντας και με ποιον τρόπο το κάνει αυτό. Γίνεται υποχείριο αστικών, ρεφορμιστικών και αντιδραστικών δυνάμεων ή καταφέρνει και χειραφετείται από αυτές σε επαναστατική κατεύθυνση; Λειτουργεί ως ψηφοφόρος και «στη γωνία» ή γίνεται ενεργό υποκείμενο των εξελίξεων και στο κέντρο της ταξικής πάλης;
6. Στην περίπτωση του βρετανικού δημοψηφίσματος, ο παράγοντας που καθόρισε την προκήρυξη του, το πραγματικό του περιεχόμενο, την έκβασή του και θα αποφασίσει και τη μορφή διαχείρισής του, δεν είναι άλλος παρά η βρετανική άρχουσα τάξη και οι οξυμμένες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της. Συνολικά σαν τάξη, για χρόνια τοποθετούσε τα όρια της στη σχέση της με την Ε.Ε., διατηρούσε ειδικό καθεστώς σαν μέλος της και το τελευταίο διάστημα ένιωθε να στενεύεται όλο και περισσότερο κάτω από το βάρος της γερμανικής ηγεμονίας σε αυτή. Γι’ αυτό και άνοιξε το ζήτημα της επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης της, που μέσα από μια πορεία οδηγήθηκε στο δημοψήφισμα. Το αν η μερίδα της εκείνη, που στρατεύτηκε ενεργά στο Brexit και διείδε μέσα από αυτό ευνοϊκότερες προοπτικές για τα συμφέροντα του βρετανικού ιμπεριαλισμού, προτίθεται να τραβήξει τα πράγματα μέχρι το τέλος, μένει να το δούμε.
7. Θα ήμασταν από τους τελευταίους που δεν θα αναγνώριζαν στο αποτέλεσμα στοιχεία έκφρασης της λαϊκής οργής και αγανάκτησης ή ακόμα και διεργασίες στις συνειδήσεις του κόσμου της εργασίας. Δεν ήταν, όμως, αυτός ο παράγοντας που το καθόρισε, ούτε το ειδικό του βάρος είναι τέτοιο, όσο θέλουν να το παρουσιάζουν ορισμένοι.
Θα ήμασταν από τους τελευταίους που θα χαρακτήριζαν συλλήβδην αυτόν τον κόσμο «ξενοφοβικό», «ρατσιστή» και «γερασμένο», αλλά δεν έχουμε και καμιά διάθεση να συσκοτίσουμε τα πραγματικά, εξαιρετικά αρνητικά δεδομένα. Τα οποία δεδομένα υποδεικνύουν, μεταξύ άλλων, ότι τα αντιμεταναστευτικά αντανακλαστικά και ο εθνικισμός έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο αποτέλεσμα. Ότι τέθηκαν επικεφαλής του Leave αστικές, δεξιές, εθνικιστικές δυνάμεις και ο πόθος της κυρίαρχης τάξης για έναν πιο «αυτοκρατορικό» ρόλο. Ή ότι το 75% μιας νεολαίας, που στην πλειονότητά της προορίζεται να ζήσει ένα μαύρο και εφιαλτικό μέλλον, επέλεξε να στηρίξει την παραμονή στην Ε.Ε.
Δεν είναι, λοιπόν όλα «μαύρο»- «άσπρο» και αυτή η εμμονική περιστροφή γύρω από διλήμματα του τύπου «θετικό ή αρνητικό», στην πραγματικότητα το μόνο που κάνει είναι να θολώνει συνειδήσεις και να δυσκολεύει μια αντικειμενική εξέταση της πραγματικότητας.
Και αν κάποιοι (βλ. καμπάνια Lexit), ενώ δεν όρθωσαν καμία αντίσταση στο να στοιχηθεί ο κόσμος πίσω από συμφέροντα ανταγωνιστικά προς τα δικά του, αλλά, αντιθέτως, συνέβαλαν και εκείνοι σε αυτό το σύρσιμο, με το πρόσχημα ότι θα προσδώσουν διαφορετικό χαρακτήρα στο δημοψήφισμα και στο αποτέλεσμά του, θεωρούν πως θα «παρέμβουν» και θα αλλάξουν το περιεχόμενο των εξελίξεων κατόπιν εορτής, είναι βαθιά γελασμένοι. Δεν μπορείς, όντας απροπόνητος και σκουριασμένος για πολλά χρόνια, να θες να διαγωνιστείς στα 100 μέτρα στο στίβο και να κερδίσεις. Αυτά τα πράγματα δεν απαντώνται με «ταχύρυθμες συνταγές» και αν δεν έχεις διαμορφώσει κάποιους στοιχειώδεις όρους από τα πριν, τότε δεν είσαι τίποτε άλλο παρά ένας φαφλατάς, που καλλιεργεί, όμως, επικίνδυνες αυταπάτες.
8. Παραβιάζει ανοιχτές θύρες όποιος μας επισημάνει ζητήματα για τη διαφαινόμενη όξυνση της κρίσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, και όχι μόνο, τις «γενετικές» του αστάθειες που έρχονται στην επιφάνεια, τις οικονομικές, πολιτικές, αλλά και γεωπολιτικές αναταράξεις, που είναι προ των πυλών μετά τις τελευταίες εξελίξεις. Επίσης, το ίδιο κάνει όποιος προβαίνει σε μια γενική θεωρητική διατύπωση για την αναγκαιότητα να παίρνει υπόψη του το κίνημα τις «ρωγμές» στο αντίπαλο στρατόπεδο, να καταβάλλει προσπάθειες να εκμεταλλεύεται προς όφελός του τις κάθε λογής αντιθέσεις μέσα σε αυτό.
Μόνο που, αν και «θεωρητικά» σωστός, προσπερνάει μια από τις βασικές επιταγές της «θεωρίας», που είναι η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Και επί της ουσίας, δραπετεύει από την πραγματικότητα. Δεν γίνεται συνεχώς να υψώνονται σινικά τείχη ανάμεσα στον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό παράγοντα και να αποσπάται με τέτοιο απόλυτο τρόπο ο ένας από τον άλλο.
Το θεμελιώδες ερώτημα που μπαίνει είναι: ποιο κίνημα θα τα κάνει όλα αυτά; Με ποιο υποκείμενο στο τιμόνι, με τι στόχους και σε ποια κατεύθυνση; Γιατί όταν το εργατικό επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα έκανε λόγο για την ανάγκη αξιοποίησης των ρηγμάτων και στην πράξη προωθούσε και μια τέτοια τακτική, πρώτα απ’ όλα, υπήρχε ως τέτοιο, ισχυρό, συγκροτημένο, με υπόσταση και ερείσματα, ακόμα και σε επίπεδο κράτους και σίγουρα στα μυαλά και τις καρδιές εκατοντάδων εκατομμυρίων μαζών.
Σήμερα, αντιθέτως, διανύουμε μια περίοδο που έχει βγει από τα σπλάγχνα της ήττας και της οπισθοχώρησης αυτού του κινήματος. Και για να μπορέσει αυτό να ανασυγκροτηθεί και να υπάρξει, θα πρέπει πρώτα να περάσουμε μέσα από εντελώς διαφορετικές διαδρομές. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι η επίπονη διαδικασία ανασύστασης του δεν θα εκπληρωθεί μέσα από λύσεις ευκολίας, ούτε στη βάση των «ανωμαλιών» που θα παράγουν συνεχώς οι οξύνσεις και οι αναταράξεις στο πλαίσιο του συστήματος. Θα προχωρήσει και θα πάρει σάρκα και οστά μέσα στα μέτωπα αντίστασης και πάλης της εργατικής τάξης και των λαών, στις συγκρούσεις και τις αναμετρήσεις που βρίσκονται μπροστά μας.
Και για να το θέσουμε πιο χυδαία και ωμά, σε αντιστοιχία με το εκφυλισμένο επίπεδο αντιπαράθεσης που κυριαρχεί στο πλαίσιο της αριστεράς και την ημιμάθεια που βασιλεύει: ας σταματήσουν κάποιοι να φαντασιώνονται πως είναι ο Λένιν την εποχή που έγραφε τον «Αριστερισμό». Ούτε ο Λένιν είναι, ούτε η εποχή επιτρέπει κάτι τέτοιο. Ας σταματήσουν να βλέπουν τον εαυτό τους σαν τον μεγάλο Ναπολέοντα, που μπορεί με πάσα άνεση να παράγει τα πλείστα όσα ευφυή στρατηγήματα, λες και έχει από κάτω έναν παρατεταγμένο στρατό να τον περιμένει. Δεν υπάρχουν στρατηγοί χωρίς στρατιώτες. Και με τέτοια μυαλά, ούτε για δεκανείς της πεντάρας δεν κάνουν!
2 σχόλια:
Εντάξει ρε σύντροφε, στρατηγοί δεν είμαστε. Ολίγον φιλόσοφοι όμως μήπως θα πρέπει να είμαστε; Διότι αλλιώς θα μας φάει η κατάθλιψη.
Εγώ τελευταία ασχολούμαι και διαβάζω μόνο για τις ευχάριστες περιόδους του κομ. κινήματος. Πχ βιβλία για τη μάχη του κούρσκ, ένα τεράστιο τόμο με ανταποκρίσεις εφημερίδων από το στάλιγκραντ, το "κόκκινο άστρο πάνω απ την κίνα" , " Με τα τεθωρακισμένα του κόκκινου στρατού" και άλλα τέτοια.
Αλλοι ικανοποιούν αυτή την ψυχολογική ανάγκη προσαρμόζοντας την πραγματικότητα. Λάθος τους βέβαια γιατί η "πραγματικότητα επιμένει" ,όπως έλεγε κάποιος και τελευταία και κάποια ,από την οποία δεν περίμενε κανείς να ακούσει κάτι τέτοιο.
Εν πάσει περιπτώσει όπως και να το κάνουμε η κατάσταση μπορεί να χειροτερεύει συνεχώς αλλά δεν παύει να γεννάει και κάποια αισιοδοξία. Γιατί όπως έχει δείξει και η ιστορία μόνο σε καταστάσεις μεγάλης μαζικής απελπισίας μπορεί να δοθεί ώθηση για ένα καινούριο μεγάλο ξεκίνημα. Οι καπιταλιστές βαυκαλίζονται ότι μπορούν να σταθεροποιήσουν ένα μέλλον μαύρο σε βάρος των λαών ενώ αυτοί θα ζούν στον παράδεισο. Εμείς βέβαια καλό είναι να κάνουμε ότι μπορούμε ενάντια σε μια τέτοια προοπτική και να μην εφησυχάζουμε καθόλου, αλλά και να μην ξεχνάμε ότι ο καπιταλισμός είναι βαρειά άρρωστος. Το λέγαν και παλιώτερα οι κομμουνιστές και τώρα και παρά τον απρόσμενο θρίαμβό του επιβεβαιώνεται με τον πιό απόλυτο τρόπο.
Το μόνο που μπορούν να κάνουν οι καπιταλιστές -ιμπ. είναι να εκτίθενται όλο και περισσότερο μπροστά στις μάζες. Ακόμα κι αν θα βγάλουν στο προσκήνιο την τελευταία εφεδρεία τους- τους φασίστες- ποιό πρόβλημα τους θα λύσουν; Τι θα κάνει η Λεπέν πχ άν θα βγεί στη γαλλία; Το μόνο που θα κάνει είναι να αποκαλυφθεί και να έρθει σε σύγκρουση με τον λαό.
ΜΜ
Σωστή ιδιαίτερα η τελευταία παρατήρηση για τους στρατηγούς χωρίς ...στρατιώτες.Αλλά αν δεν κάνω λάθος και οι μικροί στρατηγοί έγιναν μεγάλοι στη βάση μιας κατεύθυνσης.Δηλαδή νομίζω πως είναι μάλλον ηττοπαθές να λέει κανείς πως οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί μπορούν να αξιοποιηθούν μόνο όταν υπάρχει ισχυρό επαναστατικό κίνημα.Και το επαναστατικό κίνημα πως θα αναπτυχθεί,πως θα ατσαλωθεί και πως θα δυναμώσει αν δεν αξιοποιούνται οι αντιθέσεις στο στρατόπεδο του εχθρού;Σύντροφοι,παρακολουθώ,δυστυχώς όχι όσο θα ήθελα (λόγω της υγείας μου και της σχέσης μου με τις νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυο) το ΚΚΕ (μ-λ) και ειλικρινά,παρόλη τη σωστή ανάλυση και με όλη τη συντροφική διάθεση,νομίζω πως η θέση για το BREXIT είναι λάθος,τόσο σε θεωρητικό,όσο και σε πρακτικό επίπεδο.Είναι προφανές πως κανένα δημοψήφισμα και καμία εκλογική αναμέτρηση δε θα αλλάξει την κατάσταση.Αλλά σε τελική ανάλυση,γιατί οι κομμουνιστές συμμετέχουν στις εκλογές;Για να υπηρετήσουν τους στόχους και τα συμφέροντα της αστικής τάξης ή για να προβάλλουν τις δικές τους θέσεις στον λαό;Θυμίζω τέλος,πως όταν ο Στάλιν μίλησε για τον χαρακτήρα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου δεν είπε ποτέ ότι ο χαρακτήρας του (αντιφασιστικός και δίκαιος απ'την πλευρά των λαών και άδικος απ'την πλευρά του άξονα) άλλαξε με τη συμμετοχή της ΕΣΣΔ,αλλά αντίθετα είπε πως η συμμετοχή της ΕΣΣΔ ενίσχυσε ακριβώς τον χαρακτήρα αυτόν.Σάμπως μικρότερα κόμματα με ελάχιστο κύρος μέσα στον λαό και την εργατική τάξη δεν γίνηκαν μεγάλα αξιοποιώντας τις αντιθέσεις στους κόλπους του εχθρού;Σάμπως το ΚΚΕ δεν έγινε το κόμμα που έγινε επειδή πάλεψε με τη σωστή γραμμή (ανεξάρτητα από τις οργανωτικές του δυνατότητες);Έτσι και τώρα,και ένας κομμουνιστής να υπήρχε στη Βρετανία (ευτυχώς και τα 2 μ-λ εκεί είχαν σωστή τοποθέτηση) έπρεπε να αφήσει τη λαϊκή οργή και δυσαρέσκεια να την καπηλευτούν οι κάθε λογής Φάρατζ και να μην ψηφίσουν BREXIT δήθεν για να μη στρατευτούν με το ένα στρατόπεδο της βρετανικής αστικής τάξης;Όπως γράφει και ο σύντροφος στην αρχή του κειμένου "αν η πραγματικότητα δε συμφωνεί μαζί μας,τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα".Και νομίζω πως κάνοντας πάντα συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης,η πραγματικότητα βοά πως ο Κάμερον και οι κυρίαρχοι μονοπωλιακοί κύκλοι της Βρετανίας πόνταραν στο Bremain,αλλά διαβάζοντας λάθος τους συσχετισμούς δύναμης και πάνω απ'όλα υπολογίζοντας αυθαίρετα τις επιλογές της φτωχολογιάς,των εργατών και των φτωχών της Βρετανίας έπεσαν έξω.Ακόμη και αν στην εκστρατεία του BREXIT κυριάρχησαν οι αντιδραστικές και εθνικιστικές δυνάμεις,το λαϊκό καζάνι που βράζει εδώ και δεκαετίες στη Βρετανία δεν μπορεί και δε γίνεται να πείστηκε μόνο από τα ξενοφοβικά και ρατσιστικά κηρύγματα.Πότε δηλαδή έγιναν οι 3 εκατομμύρια ψηφοφόροι του Φάρατζ 17.5 εκατομμύρια;Από κάθε άποψη,είτε στην Βρετανία,είτε σε όλη την Ευρώπη,οι κομμουνιστές μπορούν να παλέψουν από καλύτερες θέσεις.Πρώτον γιατί έγιναν συντρίμμια τα ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης και των "ολοκληρώσεων" (όπως σωστά αναφέρεται και στο κείμενο),δεύτερον γιατί κονιορτοποιήθηκε και μπήκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας ο δήθεν μονόδρομος της ενωμένης Ευρώπης,της ΕΕ "της ευημερίας,της ανάπτυξης και της αδελφοσύνης" και τρίτον γιατί η κρίση,οι τριγμοί και οι ρωγμές στην ΕΕ και το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο δημιουργούν ευνοϊκότερους όρους για την ανάπτυξη της πάλης των λαών και του προλεταριάτου.Το τι μέλλει γενέσθαι θα το δούμε στη συνέχεια και σίγουρα ο βασικός και μόνος παράγοντας που θα κρίνει τις εξελίξεις θα είναι η ανάπτυξη και το δυνάμωμα του λαϊκού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος και των κομμουνιστικών κομμάτων (πραγματικών και όχι γιαλαντζί και αλά Περισσός).Προϋπόθεση όμως για να παρέμβουμε ενεργητικά σε αυτό το αβέβαιο μέλλον είναι να είμαστε δίπλα και μέσα στις μάζες,αφουγκραζόμενοι τις αγωνίες και τους πόθους της,κολυμπώντας σαν το ψάρι μες στο νερό...Καλή συνέχεια και καλούς αγώνες!
Συντροφικούς χαιρετισμούς,Δ.Δ.
Δημοσίευση σχολίου