25 Σεπτεμβρίου 2016

Υπηρετούμε το λαό ή ζητάμε να μας εξυπηρετήσει;

Βήμα πολιτικής εξαπάτησης και υποκρισίας αποδείχθηκε η 81η ΔΕΘ (όπως, δηλαδή, και οι προηγούμενες), με την καθιερωμένη προσπάθεια του πρωθυπουργού να εξωραΐσει ένα εγκληματικό κυβερνητικό έργο. Οι «Τσιπροκαμμένοι» (όπως και πριν οι «Σαμαροβενιζελικοί»), παρουσίασαν τον «μνημονικό εφιάλτη» σαν «όραμα δίκαιης ανάπτυξης», ενώ το (επιθυμητό και αναγκαίο πλέον) 3ο μνημόνιο δεν είναι παρά το «ευαγγέλιο» για την επίτευξη αυτού του «ιερού» σκοπού. Προηγήθηκαν οι υπουργοί, Ν. Φίλης και Π. Σκουρλέτης, που συνέδεσαν… οραματικά την «επιστροφή στην κανονικότητα» με την «ομαλή έναρξη της σχολικής χρονιάς» και την ειδυλλιακή διαδρομή «από τη φάση της σταθερότητας στη φάση της ανάπτυξης» με την αξιολόγηση εφαρμογής των βάρβαρων μέτρων! Στο μεσοδιάστημα, οργανώθηκε και ένα εφετζίδικο αντάμωμα του «επαναστατημένου Νότου», που έδωσε διαπιστευτήρια στον «αντεπαναστατικό Βορά». Κοινώς, η κυβέρνηση βρίσκεται εσκεμμένα σε κατάσταση ολικής αφασίας και νευρικής κρίσης. Που, αντί να λέει αυτό που πραγματικά συμβαίνει (πώς θα μπορούσε, άλλωστε), επιδίδεται σε μια άνευ προηγουμένου μπουρδολογία για να αποκρύψει την καταστροφή που συντελείται και έρχεται ενάντια στο λαό. Τα πράγματα δεν είναι, βέβαια, καλύτερα για την αντιπολίτευση, που παραπαίει μεταξύ «καταγγελίας και χειροκροτημάτων».

Η ΔΕΘ αποτέλεσε αφορμή και για να διαδηλώσει ο λαός την οργή του. Που, απλώς, θα συνεχίσει να οργίζεται (όταν δεν θα τον κυριεύει η απελπισία), όσο οι απόψεις και θέσεις της Αριστεράς, αυτής που εκφράζει την αντίθεσή της στην μνημονιακή πολιτική και λογική της κυβέρνησης, ζητά απλώς «συμπόρευση με υπογραφή» στα διάφορα κομματικά προγράμματα. Μια κυβέρνηση που όλοι τώρα αποφεύγουν να την προσδιορίσουν ως «αριστερή» (με ή χωρίς εισαγωγικά), παρά το γεγονός ότι προέκυψε και συνεχίζει να εκφράζει μια ορισμένη «ανανεωτική ματιά» στην αντιμετώπιση των προβλημάτων για λογαριασμό του συστήματος. Που διατηρεί στο αίμα της το σοσιαλδημοκρατικό γονίδιο, σαν παραδοσιακό δεκανίκι ενός συστήματος με «ημικρανία». Από αυτήν την άποψη η σημερινή κυβέρνηση είναι πράγματι μια κυβέρνηση της «Αριστεράς»! Μιας Αριστεράς που επισημοποίησε, ως κυβέρνηση, μια «δεξιά γραμμή» δεκαετιών.

Με αυτήν την πορεία «αστικοποίησης της Αριστεράς» διαχωρίστηκαν, και σωστά, αγωνιστές το ’88-89 (με την ίδρυση του Συνασπισμού και τη συγκυβέρνηση με ΝΔ, ΠΑΣΟΚ), αλλά και το 2015 (μετά τη «μνημονιακή στροφή-μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα). Πρόκειται, αναμφίβολα, για ένα θετικό γεγονός. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι άλλο. Γιατί αυτός ο διαχωρισμός με τη «δεξιά στροφή» (που χάραξε πορεία) συνδέθηκε περισσότερο με γεγονότα (κατάρρευση ανατολικού μπλοκ, συγκυβέρνηση με Δεξιά, ψήφιση 3ου μνημονίου), παρά με την πολιτική ουσία της «στροφής». Κι αυτή η αδυναμία δεν καλύπτεται με ιστορικές, και άστοχες πολλές φορές, αναφορές στο ΕΑΜ, το Ενιαίο Μέτωπο, τη Βάρκιζα, τον Λένιν, τον Τρότσκι, τον «κακό» Στάλιν ή τον «καλό και κακό» Ζαχαριάδη.

Αφετηρία και ατμομηχανή της «δεξιάς πορείας» δεν είναι άλλη από τον ρεφορμισμό, τον οπορτουνισμό και τον αναθεωρητισμό που κυριάρχησε στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα εδώ και πολλές δεκαετίες. Στην Ευρώπη αυτή η κυριαρχία οδήγησε στις ακραίες της συνέπειες: την εξαφάνιση ή απόλυτη περιθωριοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων. Στην Ελλάδα, για πολλούς και διάφορους λόγους, αυτή η κυριαρχία του ρεφορμισμού βρήκε (μόνιμα; προσωρινά;) άλλους δρόμους.

Αν έχουμε, λοιπόν, ανάγκη μια νέα ανάπτυξη των εργατικών, λαϊκών και νεολαιίστικων αγώνων και όχι την αναζήτηση «σωτήριων προγραμμάτων» με οδηγίες χρήσεως για το λαό, τότε επιβάλλεται να αναπτυχθεί ένας πλούσιος διάλογος και προβληματισμός, αλλά, κυρίως, μια κοινή αγωνιστική δράση που θα υπηρετεί αυτήν ακριβώς την ανάγκη: την ανάπτυξη των εργατικών, λαϊκών και νεολαιίστικών αγώνων και αντιστάσεων. Με το πολιτικό φορτίο που διαθέτει ο καθένας.

Οσο κι αν καταφερόμαστε ενάντια στα ετοιμοπαράδοτα «προγράμματα διεξόδου», ενώ τα χρωματίζουμε με χρώμα κόκκινο βαθύ, με μια επαναστατική κατεύθυνση και προοπτική. Οσο κι αν καταγγέλλουμε με πάθος προγράμματα «τακτοποίησης του καπιταλισμού» για να τα αντιπαραθέσουμε στη συνέχεια με «προγράμματα τακτοποίησης του σοσιαλισμού που έρχεται». Οσο κι αν αναθεματίζουμε τη λογική της ανάθεσης και των αυτόκλητων σωτήρων με «μέτρα σωτηρίας» που πρέπει να υιοθετήσει ο λαός. Ολες οι παραπάνω «αρνήσεις» θα μοιάζουν με κλισέ, αντιγραφές και δανεικά όταν επιλέγεται, ταυτόχρονα, μια ακριβώς αντίστροφη διαδικασία στην πράξη.
Μπορεί κανείς στα σοβαρά να επιδιώκει πραγματικό κίνημα αντίστασης και διεκδικήσεις με προγραμματικό αίτημα το εθνικό νόμισμα; Που απαιτεί την εθνικοποίηση των τραπεζών; Τη διαγραφή μέρους ή όλου του χρέους; Τον εργατικό έλεγχο; Ενα τέτοιο «κίνημα» μπορεί, βεβαίως, να βγάζει κυβερνήσεις (όπως, περίπου, έγινε, με τα γνωστά αποτελέσματα), αλλά δεν μπορεί να βγάλει το λαό στους δρόμους. Γιατί ο λαός, κάθε λαός, δεν βγαίνει για μια αυταπάτη «λαϊκή κυριαρχίας ή εξουσίας», βγαίνει για να υπερασπιστεί και να διεκδικήσει λαϊκές ανάγκες κι όταν στην πορεία συνειδητοποιεί ότι τα περισσότερα από αυτά δεν χωράνε στον κόσμο του κεφαλαίου, συναντιέται με τις ιδέες της επαναστατικής αλλαγής, όχι ως σύστημα θεωρίας, αλλά αναγκαία δυνατότητα. Τότε η αλλαγή νομίσματος, η εθνικοποίηση τραπεζών και ο εργατικός έλεγχος πραγματοποιούνται ως κατάσταση (και όχι ως «αίτημα διαμαρτυρίας» προς το κεφάλαιο) που επιβάλει ο ταξικός εξωκοινοβουλευτικός συσχετισμός.

Μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα (όλα τα προγράμματα, άλλωστε, είναι μεταβατικά) στη σημερινή συγκυρία σημαίνουν οι εργατικές διεκδικήσεις για ψωμί, δουλειά, ειρήνη, δημοκρατία, ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα και την ιμπεριαλιστική επίθεση και όχι μια εναλλακτική διέξοδος από την καπιταλιστική κρίση προς όφελος της εργασίας.

Και η λογική της ανάθεσης μάλλον ενισχύεται παρά καταπολεμιέται όταν αρχίζουμε να το ρίχνουμε «στην ηθική, την εντιμότητα, την καταγγελία της προδοσίας». Στις διαβεβαιώσεις ότι «εμείς», αν μας ψηφίσετε, αν μας στηρίξετε δεν θα προδώσουμε ποτέ τις ιδέες και τα ιδανικά μας.
Δεν αρκεί να είναι κανείς έντιμος (κι ας είναι είδος προς εξαφάνιση στην αστική πολιτική), ούτε ζητάμε «συμπόρευση με το κόμμα ή το πρόγραμμα» για να αγωνιστούμε από κοινού με το λαό. Χτίζουμε συμμαχίες στη βάση του προβλήματος, οικοδομούμε ενότητες στη βάση ευρύτερων συμφωνιών και σκοπών. Επιδιώκουμε στην πράξη να κάνουμε πρωταγωνιστή το λαό, τον οποίο θέλουμε να υπηρετήσουμε.

Προλεταριακή Σημαία

Δεν υπάρχουν σχόλια: