Εμείς απλά να εκφράσουμε κάποιες "προβοκατόρικες" απορίες προς όλους του "πεφτοσυννεφάκιδες" απογοητευμένους από τον "δικό τους" Μίκη της ...Αριστεράς και της Προόδου. Κανένας για παράδειγμα δεν οργίστηκε με τον Θεοδωράκη όταν ήταν υπουργός της κυβέρνησης που σκότωσε τον Τεμπονέρα; Τώρα ανακάλυψαν το πολιτικό ποιον ενός ανθρώπου που σε όλη του τη διαδρομή δεν άφησε ούτε έναν πολιτικό χώρο από τον οποίο να μην πέρασε; Από την Αριστερά ως τη Δεξιά, πλέον έμενε η ακροδεξιά για να συμπληρώσει τον κύκλο! Όσο και να εξοργίζει κάποιους αυτή μας η φράση για το ιερόν τέρας του πολιτισμού και της πολιτικής δυστυχώς δεν φταίμε εμείς που ...αναγκαζόμαστε να την εκστομίσουμε. Απλά συμπυκνώνει μια αλήθεια. Αυτή που λέει ότι ο Μίκης Θεοδωράκης με τη στάση του εξέφραζε με τον ποιο γνήσιο τρόπο την πορεία της επίσημης Αριστεράς. Αυτής δηλαδή που επικράτησε ως τέτοια μετά την επικράτηση των ρεβιζιονιστών στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και την δια τη βίας επιβολή τους στο ελληνικό. Στην αρχική αλλά και στις δύο μετέπειτα εκδοχές της, εκ των οποίων η συνέχεια της μιας αποτελεί πια τη βασική κυβερνητική συνιστώσα, μαζί με την ακροδεξιά! Μια πορεία που σε κρίσιμες στιγμές δεν δυσκολεύτηκε να βγάλει από τη δύσκολη θέση το αστικό σύστημα. Από το "Καραμανλής ή τανκς" και την ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία, μέχρι τις συγκυβερνήσεις του '89 - '90 και την αναβολή του ...βαθέματος της κρίσης του το 2012 με τη έκκληση για διόρθωση της λαϊκής ψήφου. Και αυτά πολύ πολύ ενδεικτικά. Μάλλον παλαιότερα δεν είχαν σοβαρούς πολιτικούς λόγους να πέσουν ορισμένοι από τα σύννεφα, να απογοητευθούν ή να τον "ευχαριστήσουν", ακόμη και όταν η στάση του στρεφόταν, προσωρινά πάντα, εναντίον τους (όπως τότε που διεθνώς κατήγγειλε παρέα με τον Πάγκαλο ως προβοκάτσια την ίδρυση της ΚΝΕ). Ο Θεοδωράκης ήταν πάντα συγχωρητέος γιατί ταίριαζαν! Σταματούμε εδώ και δίνουμε το λόγο στον Γιάννη Χοντζέα:
"ΛΑΪΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ" 7 Σεπτεμβρίου 1974: δύο επιστολές του Γιάννη Χοντζέα, η πρώτη προς την ηγεσία της ΕΔΑ και η δεύτερη προς την Αυγή:
«ΤΟ ΧΡΕΟΣ»
Γιομάτοι οι τοίχοι της Αθήνας από διαφημίσεις για το «Χρέος» του Μίκη Θεοδωράκη. Όσο για τους δίσκους και τις κασέτες με τα τραγούδια του, είναι γνωστό ότι κυριαρχούν στην αγορά. Αυτά από την μία πλευρά. Από την άλλη ο Μ. Θεοδωράκης συνομιλεί με τον κ. Καραμανλή, ιδρύει τη «Νέα Αριστερά», καταγγέλλει άλλους(;) που σφετερίστηκαν τον τίτλο και αναγγέλλει σχέδια επάνω σε σχέδια. Η «Αυγή» παρ’ όλα αυτά γλείφει τα χείλη της όταν γράφει «ο Μίκης». Αυτά είναι γνωστά.
Ο «Λ.Δ.» προδιχτατορικά και η κίνηση που αντιπροσωπεύει, αφού είχε δεχθεί τις επιθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη σαν προέδρου της ΔΝΛ, είχε διατυπώσει την θέση της γι’ αυτόν ανεπηρέαστη απ' όλα αυτά. Όσο για τα όσα έπραξε ο Μ.Θ. στη διάρκεια της διχτατορίας, αυτό επιβεβαίωσε πολλά απ' όσα είχαν ειπωθεί από μας. Σήμερα ο Μ. Θεοδωράκης με το «ΧΡΕΟΣ» του διηγείται κάποιες ιστορίες. Εμείς δε θα πούμε ιστορίες. Θα συνοψίσουμε στηριγμένοι σε διάφορα κείμενα - από τα ελάχιστα που διασώθηκαν - την ιστορία της διαστροφής ενός πολιτιστικού κινήματος που θα μπορούσε να αποτελέσει συστατικό τμήμα του πραγματικού αντιιμπεριαλιστικού δημοκρατικού κινήματος και τις ευθύνες της τότε ρεβιζιονιστικής ηγεσίας (τότε με την έννοια της μη διχοτόμησής της, όπως συνέβηκε αργότερα), όπως και του ίδιου του Μ. Θεοδωράκη. Ταυτόχρονα με τα κείμενα αυτά που γράφτηκαν το 1960 και το 1963 και απευθύνονταν είτε στην ηγεσία της ΕΔΑ είτε στο δημοσιογραφικό της όργανο, για να καταχωνιαστούν, ή ακρωτηριαστούν και χρησιμοποιηθούν από διάφορους για ποικίλους σκοπούς, που η απαρίθμησή τους θα μας έβγαζε τώρα, εδώ, από το θέμα μας, θέτουμε τις στήλες αυτές στη διάθεση όλων όσων επιθυμούν τη διερεύνηση βασικών πολιτιστικών προβλημάτων. Το πολιτιστικό μέτωπο είναι βασικός τομέας του ιδεολογικού μετώπου. Και οι συνεπείς αγωνιστές της Αριστεράς οφείλουν να δώσουν τη μάχη και στο μέτωπο αυτό όχι με τη ρεβιζιονιστική μεθοδολογία, αλλά με εκείνη που στηρίζεται στη συζήτηση, την κριτική, την αντιπαράθεση των απόψεων.
Προς την Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΔΑ
Αγαπητοί φίλοι,
Πριν δύο χρόνια (παραμονές εκλογών '61) σε συνάντηση που πέτυχα, ύστερα από αγωνιώδικες - έτσι τις χαρακτηρίζω - προσπάθειες, με μέλος της Ε.Ε. έβαλα ορισμένα γενικά και ειδικά ζητήματα, (παραλείπονται εδώ τα άλλα σαν άσχετα με το θέμα μας. Σημ. Σ.). Νόμισα ότι ήμουνα κάτοχος του "μυστικού" ότι δηλαδή η Ε. Βλάχου πρότεινε στο Μίκη Θεοδωράκη την μουσική κριτική της "Μεσημβρινής". Αποδείχτηκε ότι ήταν γνωστό. Επέμεινα να μάθω τι γίνεται για να παρεμποδιστεί μια τέτοια εξέλιξη και μου απαντήθηκε πως με το Μ.Θ. είναι δύσκολο να συμπεριφερθείς σα μέλος του Κόμματος παρόλο που θεωρεί τον εαυτό του τέτοιο. Ακόμα γιατί βρίσκεται υπό την επιρροή του ... και του ... (παραλείπονται ονόματα μελών της τότε Δ.Ε.) που υποκινούν θέμα βουλευτοποίησής του. Εμείς είμαστε αντίθετοι σ' αυτό, μου δήλωσε το μέλος της Ε.Ε. θεωρούμε πως ο Μ.Θ. είναι κεφάλαιο που πρέπει να διαφυλαχθεί και να παίξει το ρόλο του στον πολιτιστικό τομέα. Με δυό λόγια διαπίστωσα με ενθουσιασμό πλήρη ανταπόκριση σ' όσα υποστήριζα.
Έχουν περάσει δυο χρόνια. Έγιναν τόσα και τόσα. Πίστευα ότι ήμουν ο πρώτος που γνωστοποιούσα στο κόμμα ότι ο Μ.Θ. προχωρεί στη δημιουργία Πολιτικής Κίνησης. Αποδείχτηκε ότι ήταν γνωστά όλα αυτά. Και με κατάπληξή μου πληροφορήθηκα πως "πείσθηκε" ο Μ.Θ. να διαλύσει την κίνησή του, με αντάλλαγμα να μπει επικεφαλής του σχεδιαζόμενου πλατιού νεολαιίστικου κινήματος και της βουλευτοποίησής του. Αυτά σε συνδυασμό και με άλλα, που δυστυχώς επαληθεύτηκαν (άμεση ενημέρωση του Μ.Θ. μόλις ήρθε από το εξωτερικό για το ποιοι είναι «δογματικοί» κλπ.) ενώ δεν τον θεωρούσε η καθοδήγηση μέλος του κόμματος, με τον αγώνα προσωπικού προσεταιρισμού του Μ.Θ. τώρα από διάφορα στελέχη της Εκτελεστικής Επιτροπής και άλλους, με οδηγούν σε συμπεράσματα καθόλου κολακευτικά για την συνέπεια και την κομματικότητα της καθοδήγησης. Κι' επειδή από τον οργανωτικό γραμματέα του Κόμματος καλλιεργείται κουτσομπολιό εις βάρος μου σχετικά με το ενδιαφέρον μου για το θέμα αυτό (αφήνω το καταχώνιασμα και την εξαφάνιση εκθέσεων, άρθρων κλπ. που μου ζητήθηκαν να γράψω ή την διαστρέβλωση του περιεχομένου τους, όχι με την δημοσίευση τους αλλά μέσω διοχέτευσής τους σε διάφορες κατευθύνσεις ή "στ' αυτί"), δηλώνω τα παρακάτω: (ακολουθούν ζητήματα άσχετα με το θέμα μας. Σημ. Σ.)
Τελικά, θα το πω καθαρά: Είναι όψιμος και τουλάχιστον παραγοντικός ο θαυμασμός για το Μ.Θ. Δεν θα επαναλάβω τι λεγόταν γι’ αυτόν χρόνια πριν. Όσον αφορά εμένα έχετε στη διάθεσή σας χαρτιά με προτάσεις για την αξιοποίησή του όταν ήταν ακόμα έξω, δεν επανέρχομαι σ' αυτό. Μοναχά θυμίζω σε μερικούς σημερινούς ψαλμωδούς του πως πριν λίγα χρόνια, ενώ τον γνώριζαν προσωπικά από πολλά χρόνια, εκφράζονταν με περιφρόνηση για το πολιτικό του ποιόν και την καλλιτεχνική του υπόσταση. Ένας μάλιστα με αυτοπεποίθηση βαθύτατου γνώστη των πολιτιστικών ζητημάτων είχε αποφανθεί: Μα ποιος είναι αυτός; Προσωπικά, θεωρώ υπεύθυνη την καθοδήγηση για όλα τα πραγματικά ολισθήματα του Μ.Θ. στον πολιτικό τομέα (χωρίς να σβήνω τις δικές του ευθύνες) και θεωρώ το χειρισμό του ζητήματος αυτού σαν συνέπεια της λαθεμένης γενικής γραμμής.
Μάης 1963, Γ. ΧΟΝΤΖΕΑΣ
Μια επιστολή στην «ΑΥΓΗ»
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια επιστολή του Γ. Χοντζέα, που στάλθηκε στην «Αυγή» το 1960. Στο επόμενο φύλλο θα δημοσιευθεί κείμενο του ίδιου που στάλθηκε στην ίδια εφημερίδα σαν συμβολή στην «συζήτηση» που γινόταν από τις στήλες της για το «λαϊκό» τραγούδι.
Παρόλο που τα κείμενα αυτά γράφτηκαν σε μια τόσο «μακρινή εποχή» πιστεύουμε πως θίγουν επίκαιρα προβλήματα και επομένως είναι χρήσιμη η δημοσίευσή τους σήμερα.
Αγαπητοί φίλοι,
Αν κρίνετε ότι μπορεί να γράψει - και να δημοσιευτούν - κάποιες απόψεις του για το θέμα του "Μπουζουκιού", (όπως το βάζετε τώρα τελευταία στο ρεπορτάζ σας) ένας μη ειδικός, καταχωρείτε το κείμενο αυτό...
Στο φύλλο του Σαββάτου, διάβασα ότι οι μουσικοί της ορχήστρας του Ε.Ι.Ρ. (της ελαφράς) αρνήθηκαν να παίξουν μαζί με τους Χιώτη, Μπιθικώτση κλπ... Και σε συνέχεια ότι η «διαμάχη για το "μπουζούκι", συνεχίζεται στον μουσικό μας κόσμο» κλπ.
Ασφαλώς, θέλω να πιστεύω ότι ο Μ. Θεοδωράκης θα αισθάνεται αρκετά δυσάρεστα απ' όλη αυτή την υπόθεση... Γιατί πως τα κατάφερε, πάντως, ήρθε σε σύγκρουση με ένα μέρος του μουσικού κόσμου, που δεν μπορεί να το κατηγορήσει κανείς ότι φέρνει την βασική ευθύνη για την κακοδαιμονία της μουσικής μας ζωής, ενώ αντίθετα υποστηρίχθηκε (ο Μ. Θ.) στη σύγκρουσή του αυτή από παράγοντες που δεν πιστεύω να έχει τη γνώμη ότι είναι άμοιροι ευθύνης για το κατάντημα των μουσικών μας πραγμάτων.
Μια διαπίστωση αρκετά θλιβερή...
Νομίζω ότι πιο επίκαιρη στιγμή απ' αυτή, για να συζητηθούνε ανοιχτά, καθαρά, ορισμένα πράγματα, δεν υπήρχε. Και εύχομαι στην έρευνα της «Αυγής», να μιλήσουνε και πολλοί που ως τα τώρα κάνουν - δυστυχώς, ας μου επιτραπεί η έκφραση - τον κωφάλαλο...
Στα 1938 καιγόταν πανηγυρικά ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου στις στήλες του Ολυμπίου Διός, «εν χορδαίς και οργάνοις».
Στα 1960-61 αποθεώνεται «εν χορδαίς και οργάνοις» από κύκλους που ανήκουν στον κόσμο που οργάνωνε και χειροκροτούσε την «πυράν», ο «Επιτάφιος των Ρίτσου – Θεοδωράκη».
Τι συμβαίνει; «Διαφοροποιήθηκε» η «ηγέτις» τάξις στη χώρα μας; Ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο;
Το «άλλο» ασφαλώς δεν είναι τίποτα το μυστηριώδες, όπως ασφαλώς μόνο ανόητος θα ήταν όποιος υποστήριζε το περί «διαφοροποιήσεως». Μπορεί να υπάρχει όμως και μια άλλη άποψις... (και κατά τη γνώμη μου εκεί στηρίζεται μια επιζήμια τοποθέτηση του Μ Θ. και άλλων).
Η άποψη της αναγνώρισης μιας «υπάρχουσας» κατάστασης. (Άλλο τώρα αν κηρύσσεται πόλεμος για την ελληνική μουσική).
Λέει ή άποψη αυτή: Μιας και τα μπουζούκια υπάρχουνε, και το Ε.Ι.Ρ., ζωή να’ χει, φροντίζει γι’ αυτά. Μιας και το ρεμπέτικο «τραβάει τις μάζες», φροντίζουν και κάτι εταιρίες, γι’ αυτό, γιατί να μην χρησιμοποιηθεί αυτή η «υπάρχουσα κατάσταση» για να δοθεί ένα καινούργιο περιερχόμενο σ' αυτή την «υπάρχουσα κατάσταση»;
Φυσικά αυτό λέγεται εν εσχάτη αναλύσει. Γιατί προηγουμένως λέγονται πολλά που επέχουν θέσιν «σταυροφορίας» για το ρεμπέτικο. Θυμίζουν όλα αυτά την μακαρία εποχή του ‘48 - ‘50 όταν πολλοί πνευματικοί μας άνθρωποι έβλεπαν αυτή την εκστρατεία για το ρεμπέτικο τις παραμονές μιας πολιτιστικής αναγέννησης, όταν ο χασάπικος κι ο ζεϊμπέκικος ανακηρύσσονταν χοροί με βυζαντινή έκσταση και θείον κάλλος κλπ.
(Κι’ όταν όσοι κάνανε στα στρατόπεδα Μακρονησιού κλπ., δέχονταν μαζί με την Εθνική και Ηθική Αγωγή το σφυροκόπημα των πάσης φύσεως "κλασσικών" του "λαϊκού" τραγουδιού, που συνέθεταν με την ίδια κλασσική και λιτή ευκολία ύμνους προς τον άγιο Βασιλόπουλο, διοικητή του ΑΕΤΟ, με την οποία αποδίδουν τώρα στίχους που έχουν περάσει στην ιστορία του ελληνικού προοδευτικού κινήματος, κι’ έχουν ζυμωθεί με αίμα).
Όμως, αφού κατά τα φεγγάρια, πότε είμαστε 100% σίγουροι, πότε ότι κάνουμε πείραμα, πότε ότι βαδίζουμε σε σωστό δρόμο, πότε ξαναθυμίζουμε ότι δεν είχαμε χτυπήσει ποτέ το ρεμπέτικο, αλλά "κάποιο συνάδελφο" που το είδε "εξωτερικά", κι’ ας είναι ο πρώτος διδάξας αυτός ο κάποιος συνάδελφος, καταλήγουμε στην έσχατη ανάλυση.
Κι’ η ανάλυση αυτή μας φέρνει σε ορισμένες καταστάσεις πολύ "ευχάριστες" σαν κι αυτές που αναφέραμε στην αρχή. Και φτάνουμε α) Στο να ανακηρύξουμε το ρεμπέτικο, τραγούδι της εργατικής τάξης, β) Συνέχεια του δημοτικού, γ) Ακατάλληλο ως πρώτη ύλη πρώτα, ανώριμο και έχον ανάγκη δεκαετηρίδων τινών για να γίνει έντεχνη μουσική, δ) Ανακαλύπτουμε το 9/8 και τη μεγαλοσύνη του ε) βγάζουμε άχρηστους, όλους τους Έλληνες τραγουδιστές πλην του Μπιθικώτση, Καζαντζίδη κλπ. στ) Κηρύσσουμε πόλεμο για την Ελληνική Μουσική εναντίον των «παλαιοημερολογιτών» μουσικών και ορισμένων που αν και «αφοσιωμένοι στην υπόθεση του λαού», ωστόσο «παθαίνουν ασφυξία» όταν ζήσουν μέσα στην εργατική τάξη, και ζητάμε τη βοήθεια του κ. Σπυρομήλιου για να επιβάλει την τάξιν υπό την σκιάν της «απολύσεως». ζ) Κατηγορούμε τον κριτικό της «Αυγής» ότι παίζει το παιχνίδι της «Φιντέλιτυ» (εναντίον ποιας άλλης; - Αυτό δεν λέγεται.) Και πολλά άλλα ωραία που απαριθμώντας τα είναι, ναι, να κλαις.
Και φυσικά ετοιμάζονται περιοδείες με συναυλίες για να ενισχύσουμε το έργο του Ε.Ι.Ρ. και να βοηθήσουμε στην επίλυση του προβλήματος της ανεργίας των μουσικών!!!
Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ασφαλώς ένας από τους πιο προικισμένους μουσικούς - αν όχι ο πιο προικισμένος - της γενιάς μας.
Θα περίμενε κανείς και δεν πρέπει να πάψει να περιμένει ότι θα τον χαρακτηρίσει και στα λόγια και στα έργα, όπως ο λέει ο ίδιος, και συναίσθηση ευθύνης και συνέπεια και τόλμη... Πραγματική τόλμη όμως...
Περ' απ' αυτό, έχω την γνώμη ότι αν ακολουθούσε έναν τολμηρό δρόμο μπορούσε ο Επιτάφιός του να αποτελούσε όχι απλά ένα «φιλολογικό γεγονός», αλλά κάτι που θα συντάραζε τις καρδιές των απλών, βασανισμένων συμπολιτών του.
Είναι βέβαιο ότι τότε ορισμένοι άσπονδοι φίλοι του δεν θα τον χειροκροτούσαν. Θα τον έβριζαν ίσως... Με την διαφορά ότι δεν θα μπορούσαν να τον εμποδίσουν να είχε δημιουργήσει ένα έργο που θα αποτελούσε μια σημαντικότατη προσφορά στον λαϊκό πολιτισμό...
Προσωπικά πιστεύω ότι αυτό μέσα του το πιστεύει ο Μ. Θεοδωράκης.
Υπάρχουν απόψεις που λένε ότι το να επιμένει κανείς να θέτει τέτοια ερωτήματα σαν αυτά δείχνει ότι έχει μια "ξεπερασμένη" νοοτροπία. Και δεν λαβαίνει υπόψη του την τεράστια πρόοδο που έχουν πραγματοποιήσει και στον πολιτιστικό τομέα οι ζωντανές δυνάμεις του έθνους.
Αποδεχόμαστε το χαρακτηρισμό υπό έναν όρο: ότι πραγματικά επιμένουμε να στεκόμαστε σ' αυτή την "ξεπερασμένη" νοοτροπία και να κρίνουμε το κάθε τι με βάση έναν κανόνα επίσης αρκετά "ξεπερασμένο" πάρα πολύ γνωστό που λέει ότι: Στην χώρα μας με την μονοπωλιακή κατοχή από μέρους της αντίδρασης όλων των μέσων διαμόρφωσης της κοινής γνώμης ασκείται επίσης μια κατευθυνόμενη, συστηματική προσπάθεια ηθικού εξανδραποδισμού του Λαού και της νεολαίας που άλλωστε έχει αποδώσει μερικούς καρπούς. Στον τομέα του πολιτισμού είναι γνωστό ότι καταβάλλονται από χρόνια ξεχωριστές προσπάθειες.
Κάθε προσπάθεια ανανεωτική, αναγεννητική αν θέλετε που δεν κατευθύνεται στην εξουδετέρωση αυτών των προσπαθειών, στην πράξη όποιες ταμπέλες, με όσα λαϊκοφανή επιχρίσματα κι αν έχει, στην ουσία θα πρόκειται για ενέργειες που αν δεν είναι βλαβερές δεν θα είναι και ωφέλιμες.
Απ' αυτή την άποψη, η "ξεπερασμένη" στάση απέναντι στο υπό συζήτηση πρόβλημα, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει ότι ακριβώς στα 1960 - 61, σε εποχή ανόδου του λαϊκού φρονήματος για ένα αύριο χαρούμενο και ελπιδοφόρο επιχειρείται κάτι που δεν δικαιολογούνταν αλλά που ωστόσο ήταν πιο ευεξήγητο δέκα - δώδεκα χρόνια πριν...
Λέγει λ.χ. ο Μ. Θ., ότι το ρεμπέτικο στα 1948 - 49 ήταν παράγοντας ενότητας γιατί όλοι (όλοι;) τραγουδούσαν τότε το «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Αν επιζητεί με την "εκστρατεία" του να δημιουργήσει μια τέτοια ενότητα και στάση τότε ασφαλώς δεν έχουμε να πούμε τίποτα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΝΤΖΕΑΣ
Ακολουθεί κείμενο του Γιάννη Χοτζέα για το ρεμπέτικο που δημοσιεύτηκε στο Λαϊκό Δρόμο στα πλαίσια του αφιερώματος για το “ΧΡΕΟΣ» σε δύο συνέχειες:
«ΛΑΪΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ» 14 Σεπτεμβρίου 1974 & 21 Σεπτεμβρίου 1974
«ΤΟ ΧΡΕΟΣ»
Στο προηγούμενο φύλλο δημοσιεύτηκαν δύο επιστολές του Γ. Χοτζέα, η μία προς την Ε.Ε. της ΕΔΑ το 1963 και η άλλη προς την «Αυγή» το 1960.
Σήμερα δημοσιεύεται κείμενο που στάλθηκε στην «Αυγή» και δε δημοσιεύθηκε τότε. Ο κοινός στόχος και των τριών κειμένων είναι η τοποθέτηση μερικών προβλημάτων που σχετίζονται με τον πολιτιστικό τομέα - συστατικό τμήμα του ιδεολογικού μετώπου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε σήμερα αν και γραμμένο πριν πολλά χρόνια παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον γιατί ακριβώς θίγει προβλήματα πραγματικά, πέρα από το «ιστορικό» του χαρακτήρα θέλουμε να πιστεύουμε πως μπορεί να χρησιμεύσει σαν έναυσμα για μια πιο «επίκαιρη» και βαθύτερη ανάλυση και επεξεργασία των προβλημάτων αυτών. Για το λόγο αυτό επαναλαμβάνουμε πως οι στήλες του «Λαϊκού Δρόμου» είναι ανοιχτές για όποιον μπορεί να συνεισφέρει σε μια τέτοια ανάλυση και επεξεργασία.
ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ, Ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ»
Είναι άγνωστο ακόμα, τι άλλο θα παρουσιάσει η δραστηριότητα ενός από τους πιο ταλαντούχους συνθέτες μας - αν όχι του πιο ταλαντούχου - στη μουσική επένδυση ποιητικών κειμένων που προορίζεται για «ευρεία κατανάλωση». Για την ώρα, ξέρουμε πως σκοπεύει να συνεχίσει το «πείραμα» αυτό, όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε (βλ. «Επιθεώρηση Τέχνης»).
Κρίνουμε ωστόσο χρήσιμο να διατυπώσουμε ορισμένες σκέψεις πάνω στα όσα μέχρι τώρα ειπώθηκαν κι' από τον ίδιο και δυστυχώς από πολύ λίγους πάνω στο θέμα αυτό, που για τρίτη φορά - η πρώτη ήταν το 1946 από τις στήλες καθημερινής εφημερίδας, η δεύτερη το 1948 με τη γνωστή «εκστρατεία» του Μ. Χατζηδάκη - επανέρχεται και απασχολεί όχι μόνο ειδικούς και «ειδικούς» αλλά και ευρύτερους κύκλους...
Κατά τη γνώμη μας και στις δύο προηγούμενες φορές υπήρξε στην πρώτη περίπτωση (1946) μια απλή παράθεση αφορισμών και στη δεύτερη περισσότερο ένας μονόλογος που τροφοδότησε μια ορισμένη τάση για ένα «διέξοδο», (θα εξηγηθούμε πιο κάτω).
Τούτη τη φορά ήταν και είναι ακόμα δυνατό να φωτιστεί το πρόβλημα απ' όλες του τις πλευρές, με μια σοβαρή, υπεύθυνη τοποθέτηση απέναντι του, των σοσιαλιστικών παραγόντων του τόπου μας, πράγμα που οπωσδήποτε κατ' ανάγκη θα θέσει σ' όλη, της την έκταση, την κακομοιριά που βασιλεύει, αλλά και θα προβάλει τις πλούσιες δυνατότητες που υπάρχουν στον τόπο μας για ένα πραγματικό μουσικό και πλατύτερο πολιτιστικό κίνημα.
Δυστυχώς - για την ώρα - οι «αξιολογημένοι» πολιτιστικοί παράγοντες και ειδικότερα οι μουσικοί παράγοντες, προτιμούν να προσποιούνται τον κωφάλαλο, ενώ άλλοι τροφοδοτούν ένα παθιασμένο κουτσομπολιό εναντίον του Μ.Θ. ανεύθυνο και «καθωσπρέπει», που κύριο χαρακτηριστικό του είναι (μπορούσε να 'ταν αλλιώς;), το χαμηλά οικτρότατο επίπεδό του, ενώ άλλοι πνευματικοί άνθρωποι και μη, έχουν καταληφθεί από μια αληθινή υστερία «λαϊκισμού», χειροκροτώντας προκαταβολικά κάθε δημιούργημα και πρόθεση του Μ. Θ.
Ίσως αν δεν είναι η πρώτη φορά - πάντως από τις πρώτες οπωσδήποτε - που έντυπα διαμετρικά αντίθετων πολιτικών τοποθετήσεων φιλοξενούν και προβάλλουν τις δηλώσεις, τα μανιφέστα, τις συνεντεύξεις του συνθέτη ενώ και η κοσμική Αθήνα δεν παρέλειψε να συμμετάσχει σε εκδηλώσεις πνευματικού σουσουδισμού ...
Να είναι άραγε αυτό δείγμα ότι η «ηγέτις» τάξη της χώρας μας, διαφοροποιείται σε ορισμένα πράγματα, όταν στο μεν 1938 έκαιγε τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου στις στήλες του Ολυμπίου Διός και στο 1960 - 61 χειροκροτεί το «Επιτάφιο» των Ρίτσου - Θεοδωράκη τον προβάλει από το Ραδιοφωνικό της Ίδρυμα, από τα «άκρως εθνικόφρονα» φύλλα της (λ.χ. «Εικόνες») κλπ., ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο;
Ο Μίκης Θεοδωράκης έκανε μια ομιλία σε γιορτή που οργάνωσαν οι πατριώτες του, φοιτητές, έδωσε μια συνέντευξη και (για την ώρα) έστειλε κι ένα γράμμα - απάντηση σε κριτική που του έγινε από τον κριτικό της «Αυγής» και που δημοσιεύθηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Με όλα αυτά διατυπώνει το «πιστεύω» του απέναντι στο «λαϊκό τραγούδι» και ταυτόχρονα σχολιάζει, επεξηγεί τον «Επιτάφιο».
Φυσικά, είμαστε υποχρεωμένοι να στηριχτούμε περισσότερο στο τελευταίο του γραφτό, που κατά την γνώμη μας (ως την ώρα που γράφουμε, γιατί για το αύριο δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε τίποτα για λογαριασμό του Μ. Θ.) παρουσιάζεται σ' αυτό λιγότερο κατηγορηματικός κι ας μας επιτραπεί η έκφραση αφοριστικός σε σχέση με τα προηγούμενα.
Επιχειρεί μας λέει ένα πείραμα που το άρχισε με τον «Επιτάφιο» (κυρίως με τον «μπιθικώτσικο», όπως λέει ο ίδιος). Δεν ξέρει αν αύριο θα δικαιωθεί ή όχι. (Τελευταίες όμως - της στιγμής αυτής - δηλώσεις του καθορίζουν νέα σχέδια, που σημαίνει ότι πιστεύει πως δικαιώνεται).
Η έννοια της δικαίωσης εδώ πρέπει να σχετίζεται με την «πλατιά εκλαΐκευση» (κοινώς πούληση) του «Επιτάφιου» και των τριών εκδόσεων. Σ' αυτό δεν έχουμε καμιά αντίρρηση όπως το είπαμε και πιο πάνω, δηλαδή πως ο «Επιτάφιος» των Ρίτσου - Θεοδωράκη εκλαϊκεύεται (πουλιέται) όσο λίγα «έργα» σε αντίθεση με τον προ εικοσαετίας «Επιτάφιο» που «παρεδόθη εις το πυρ το εξώτερον».
Όμως αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται περί πειράματος πια, αλλά για μια συστηματική προσπάθεια χρησιμοποίησης των «μέσων ευρείας καταναλώσεως», για την ανανέωση του «λαϊκού τραγουδιού». Ταυτόχρονα αφήνεται μια οδός υπαναχώρησης με το «αν σφάλλω, αναζητώ όμως». Κι αυτό το καταλογίζουμε σε βάρος του Μ. Θ. όχι μόνο από την άποψη πως δεν επιτρέπεται σ' ένα σοβαρό συνθέτη να κάνει τέτοιες «στροφές», όσο από το γεγονός ότι μιλάει μεν καθαρά για το «βίτσιο» του, αύριο δεν ξέρει κι ο ίδιος τι θα κάνει (σ' αυτό είναι ειλικρινής), ενώ δεν ΗΤΑΝ και δεν ΕΙΝΑΙ ειλικρινής όταν εκφράστηκε και εκφράζεται με κατηγορηματικό τρόπο για την έλξη που ασκεί πάνω του το «λαϊκό τραγούδι».
Λέει λ.χ. στο τελευταίο (;) του άρθρο στην «Επιθεώρηση Τέχνης» ότι γοητεύτηκε από το ζεϊμπέκικο κι' ότι χάρη στο Χιώτη, του αποκαλύφθηκε η ρυθμική πρωτοτυπία του. Έτσι ομολογεί ότι τώρα «γνώρισε» το ζεϊμπέκικο.
Κι αυτό είναι χαρακτηριστικό όλης αυτής της ιστορίας. Ότι ο Μ. Θ. αγνοούσε πολλά από το λεγόμενο «λαϊκό τραγούδι» και ίσως αγνοεί ακόμα πάρα πολλά τώρα πού προβλήθηκε σαν «λαϊκός συνθέτης». Έχουμε να κάνουμε με τον ενθουσιασμό του συνθέτη που ανακαλύπτει κάτι που δεν υποψιαζόταν; (Τι λέει όμως στο άρθρο του στο περιοδικό «Κριτική»;)
Δεν μπορούμε να δώσουμε απάντηση για λογαριασμό του. Απλώς ας μας επιτραπεί να κάνουμε μια αναδρομή σε ορισμένα πράγματα...
Ίσως η Ελλάδα να έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση το προνόμιο να ήρθε πρώτη και το Παρίσι δεύτερο... Μια τάση για «διέξοδο» που σημειώνεται η αρχή της στη Γαλλία μετά το 1950, εδώ την έχουμε πριν. Ίσως γιατί το «αδιέξοδο» εδώ τέθηκε με πιο έντονο τρόπο νωρίτερα...
Στα 1946 λοιπόν από τις στήλες του «Ριζοσπάστη» ανακινήθηκε το θέμα του ρεμπέτικου. Η συζήτηση που δυστυχώς δεν έκλεισε, αλλά κατά την γνώμη μας ούτε και άνοιξε καλά - καλά, στάθηκε στο ερώτημα: το ρεμπέτικο αποτελεί προοδευτικό πολιτιστικό στοιχείο ή όχι. Ο Φοίβος Ανωγειανάκης το χαρακτήρισε τότε ξανά, (είχε προβάλει την άποψη αυτή και πριν σε περιοδικό) «σύγχρονο αστικό λαϊκό τραγούδι». Τι υπαγόρευσε τότε τη συζήτηση αυτή; Αναμφισβήτητα η εξάπλωση που έπαιρνε το ρεμπέτικο, μετά την έκλειψή του στα χρόνια της κατοχής και το όχι τόσο ανεξήγητο φαινόμενο της έλξης που ασκούσε πάνω σε ορισμένο τμήμα της «ανήσυχης» νεολαίας και σε διανοούμενους που ωθούνταν κυρίως από τον «γκρεμισμένο μεταπολεμικό μας Κόσμο» (Μόνος Χατζιδάκις), απόρροια των γνωστών «γκρεμισμένων ονείρων» όχι μόνο αυτών των κοινωνικών ομάδων άλλα και ευρύτερων στρωμάτων από την διαμόρφωση των πραγμάτων στη Χώρα μας μετά το 1944.
Στα χρόνια που ακολούθησαν το «αδιέξοδο» αυτό γίνεται πιο ασφυκτικό...
«Κυοφορείται» τότε με πυρήνα την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» και τα «Νέα Γράμματα» και το «θέατρο Τέχνης» του Κ. Κουν, ένα «Νέο Κύμα» στην Ελλάδα που εκδηλώνεται στη μουσική, στη ζωγραφική, στη λογοτεχνία, στο θέατρο.
Το «κύμα» αυτό έχει κοινά αιτήματα: Την επιστροφή στο λαό, στην λαϊκή μορφοπλασία, όχι τη «γνωστή» αλλά την άγνωστη, την αγνοημένη.
Πραγματικός υστερισμός έπιασε τότε, καλλιτέχνες και καλλιτεχνίζοντες γύρω από το πάθος, τον «βυζαντινό ασκητισμό», τη «ζωική ορμή» της ζωγραφικής του Θεόφιλου λ.χ. του καραγκιόζη, του Σπαθάρη και πριν από όλα βέβαια του ρεμπέτικου.
Μια σύνθεση όλων αυτών ήταν στα 1949 η ίδρυση του «Ελληνικού Χοροδράματος».
Καλλιτέχνες, θεωρητικοί, αισθητικοί, ανακήρυξαν τον χασάπικο σαν «αποθέωση του επιζώντος βυζαντινού ασκητισμού». Π.χ. κραύγαζαν πως έφτασε η ώρα μιας Ελληνικής Αναγέννησης. Η αναγέννηση βέβαια δεν ήρθε, το ρεμπέτικο χάλασε κόσμο, οι παράγοντες που πρωτοστάτησαν στην προβολή του προωθήθηκαν στην πρώτη γραμμή της πολιτιστικής μας ζωής.
Αν όλη αυτή η τάση μπορεί να χαρακτηριστεί γόνιμη αναζήτηση ζωντανών λαϊκών στοιχείων ή τυπική μορφή ενός «λαϊκισμού» κάθε άλλο παρά λαϊκού αυτό είναι άλλη υπόθεση. Αυτό το «κύμα» τελικά στάθηκε το σημείο «επαφής» διαθέσεων που ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες έφταναν στο ίδιο σημείο...
Το «αδιέξοδο» των πλατύτερων λαϊκών μαζών από τις γενικότερες συνθήκες των χρόνων αυτών και το πραγματικό αδιέξοδο του «καλού» μας κόσμου που παρ’ όλες τις «επιτυχίες» του αισθανόταν και αισθάνεται την ανάγκη ενός «διεξόδου». Γι αυτό βλέπουμε και την επιβίωση και ανάδειξη εκείνων των στοιχείων του «Νέου Κύματος» που απευθύνονταν σε ευρύτερη επιφάνεια (ρεμπέτικο).
Μέσα σ' αυτό το κλίμα ο Μ. Θεοδωράκης και μια σειρά από νέοι καλλιτέχνες παλεύοντας να επιβιώσουν κράτησαν μια στάση απέναντι στο κύμα αυτό που χαρακτηριζόταν από διαρκείς ταλαντεύσεις, που αυτές καθορίζονταν από το ίδιο το γεγονός και της προέλευσής τους σαν παιδιών της Αντίστασης, αλλά και σαν ατόμων που ζούσαν συνεχώς κάτω από συνθήκες παντοειδών πιέσεων και πειρασμών.
Πολλοί συντρίφτηκαν, άλλοι σώπασαν, άλλων η φωνή δεν ακούστηκε (σ' αυτούς δεν συγκαταλέγεται φυσικά ο Μ. Θ.).
Όμως η ζωή εξελίσσεται, το βαρύ, μουντό, γιομάτο βαρυθυμιά και αγχώδη ψιθυρίσματα κλίμα δεν ανταποκρινόταν κι άρχισε να έρχεται σε διάσταση με την αισιοδοξία που απλωνόταν σε ευρύτατες μάζες. Τότε το «Νέο Κύμα» κάνει παραχωρήσεις αναγκαστικά ... Στο ρεπερτόριο του «Θεάτρου Τέχνης», σημειώνονται αναλαμπές, ο Χατζηδάκης αρχίζει να «νοθεύει» το ρεμπέτικο. «Οργανώνεται» όλο αυτό το «κύκλωμα». Έχουμε προϊόντα προς εξαγωγή και τα στέλνουμε στην Ευρώπη. Τώρα κυριαρχεί αυτή η αόριστη θλίψη πασπαλισμένη με αισιοδοξία. Στην περίοδο αυτή ο Μ. Θ. γυρίζει από την Ευρώπη και αρχίζει την «εκστρατεία» του για την «ελληνική μουσική».
Το πώς ο «Επιτάφιος» που έγραψε αρχικά έγινε ο «Επιτάφιος» που δόθηκε και στις τρεις εκδόσεις αυτό αποτελεί μια ολόκληρη ιστορία. Δεν ενδιαφέρουν εδώ οι λεπτομέρειες. Η ουσία είναι μια: πρόκειται για προσαρμογή από την μεριά του στην «υπάρχουσα» κατάσταση, στην «εκμετάλλευση των μέσων μαζικής καταναλώσεως», με δύο λόγια, το εμπορικό στοιχείο κυριάρχησε πάνω σ' όλα τα άλλα.
Έτσι από την μια κηρύσσει πόλεμο για την Ελληνική Μουσική κι' από την άλλη συμβιβάζεται και ενισχύει την υπάρχουσα κατάσταση σ' ένα τομέα που έχει σχέση με το πλατύ κοινό.
Θεωρούμε λοιπόν ότι έγινε και γίνεται ένας θόρυβος που δεν βοήθησε και δε βοηθάει στην εξυγίανση της μουσικής μας ζωής, στο ανέβασμα του πολιτιστικού επιπέδου του λαού μας, στην αποκάλυψη και εξαντλητική καταπολέμηση των παραγόντων που «διαμορφώνουν» την πνευματική του τροφή, την ψυχαγωγία του, το «γούστο» του την ψυχική του υγεία.
Γι’ αυτό, ειλικρινά θα θέλαμε ο Μίκης Θεοδωράκης να κατέβαινε με λιγότερο θόρυβο, αλλά με περισσότερη συνέπεια στο «στίβο». Αυτό θα βοηθούσε στη συσπείρωση των πολιτιστικών δυνάμεων που μπορούν να συσπειρωθούν σ' ένα κίνημα για την πολιτιστική άνοδο του λαού μας, για την ψυχική - αγωνιστική του ανάταση. Επιμένουμε ότι αυτό μπορεί να γίνει και τώρα. Χρειάζεται θάρρος, αποφασιστικότητα. Αλλά προπαντός συνέπεια. Κάτι που απαιτεί δικαιολογημένα ο απλός Έλληνας από κάθε πνευματικό άνθρωπο που έζησε και πόνεσε για το καλό της πατρίδας μας και του λαού της.
Συνοπτικά υπάρχουν οι παρακάτω απόψεις:
α) η άποψη πώς το ρεμπέτικο είναι το «σύγχρονο λαϊκό αστικό τραγούδι»
β) η άποψη πως είναι το «τραγούδι των καταγωγίων»,
γ) η άποψη που παραδέχεται ότι είναι το τραγούδι των καταγωγίων, αλλά πως λαϊκοποιείται και εξευγενίζεται χάρη στη δουλειά που Μ. Χατζηδάκη και τελευταία του Μ. Θεοδωράκη. Έτσι απόχτησε και αποκτάει νέο περιεχόμενο με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα πραγματικά λαϊκό τραγούδι.
Η τελευταία άποψη παρουσιάζεται σαν πιο συγχρονισμένη και επιστημονική.
Όμως από όσα έχουν ειπωθεί είναι φανερό πως η άποψη αυτή αποτελεί προέκταση του «νέου κύματος» στις σημερινές συνθήκες.
Τότε κατείχε τους πιστούς η προσήλωση στο μυστήριο και την βαριά ατμόσφαιρα της διπλοπενιάς «ατόφιας και ανόθευτης». Σήμερα τους συνέχει η έγνοια του «κοινωνικού παράγοντα» (Στην υπηρεσία του τελευταίου μπαίνουν όλα, ο τελειοποιημένος τεχνικός εξοπλισμός: «μπουζούκια» ηλεκτρικά, μαγνητοφωνικές εγκαταστάσεις, κ.λπ., κ.λπ.). Το άγχος του αδιεξόδου δεν βαραίνει τόσο καταθλιπτικά όπως τότε.
Κατά τη δική μας άποψη στο ρεμπέτικο μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρεις περιόδους εξέλιξης.
Την περίοδο πριν την μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο μέχρι την Κατοχή, και τη μεταπολεμική.
Στην πρώτη περίοδο, υπήρχε διαμορφωμένο αυτό το «στρώμα» των ρεμπέτηδων, στην Αθήνα και κυρίως στα μεγάλα λιμάνια. Ρεμπέτικα υπήρχαν. Κι όχι μονάχα υπήρχαν, αλλά ανέβαιναν και στις επιθεωρήσεις της εποχής. Πρέπει να σημειωθεί πώς παρά τη διαδεδομένη αντίληψη ο ζεϊμπέκικος είναι ο χαρακτηριστικός ρυθμός που κυριαρχεί, γιατί αντιστοιχούσε σε ψυχικές καταστάσεις και αισθήματα των ανθρώπων αυτών. Από την Μικρά Ασία, τη Σύρα είχε μεταφυτευθεί στα λιμάνια της «Παλαιός Ελλάδας». Σε οποιαδήποτε διάθεση ψυχικής διάστασης με το περιβάλλον οι ασύμμετροι ρυθμοί είναι εκείνοι που εκφράζουν αυτήν την κατάσταση. Όμως, υπάρχει διάσταση και διάσταση. Υπάρχει διάσταση που είναι δεμένη με το όνειρο μιας φυγής σε τόπους που το άτομο είναι λευτερωμένο από τα δεσμά του νόμου και της κοινωνικής ηθικής. Δηλαδή μια τυπική «εξέγερση» σαν τάση επανόδου σ' έναν πρωτογονισμό. Τα τραγούδια της εποχής εκείνης μιλάνε για τα «τραβήγματα» με τα όργανα της εξουσίας, υμνούν τους παλικαράδες που «πίσω από της φυλακής τα σίδερα» λειώνουν από πόνο και καημό αβάσταχτο, για τους «ντερβισάδες» που δεν δέχονται μύγα στο σπαθί τους, βρίζουν την κοινωνία.
Είναι γεγονός πως τότε σε μερικές περιπτώσεις ένα μέρος της αναπτυσσόμενης εργατικής τάξης βλέπει με συμπάθεια αυτές τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και «εξέγερσης» και συχνά περνάνε τα τραγούδια αυτά στα δικά της χείλη. Από την άποψη των μουσικών στοιχείων, τα τραγούδια αυτά αποτελούν παραλλαγές ανάλογων τραγουδιών, ανάλογων «στρωμάτων» πολυαριθμότερων κέντρων όπως της Σμύρνης και της Πόλης κλπ. Η συρροή του προσφυγικού κόσμου μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή που φέρνει μαζί του μπόλικα πολιτιστικά στοιχεία, η αριθμητική ανάπτυξη της εργατικής τάξης και του «λούμπεν» προλεταριάτου από τη μια μεριά και το κλίμα της απογοήτευσης και της αισιοδοξίας που επικράτησε στα κατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα μαζί με την μεταπολεμική «ηθική κρίση» της «ηγέτιδος» τάξης μας, που αναθυμιάσεις της σκορπίζονταν σ' όλα τα κοινωνικά στρώματα, δίνουν τα πλαίσια μέσα στα οποία διαμορφώθηκε οριστικά το ρεμπέτικο σαν τραγούδι που κατέγραφε με ανοιχτό τρόπο τις συνέπειες της γενικότερης κρίσης στη χώρα μας, στην περίοδο γύρω στο 1930. Πολλαπλασιάζονται τότε οι ντεκέδες, τα «μαγαζιά» με μπουζούκια, μπαγλαμάδες κ.λπ. Παρά την ανατολίτικη καταγωγή του, το μπουζούκι και τα «παράγωγά» του, διαμορφώθηκε μέσα στις φυλακές από τους κατάδικους του κοινού ποινικού δικαίου. Άλλωστε και η κατασκευή προσαρμόζεται στις ειδικές συνθήκες της φυλακής.
Στα χρόνια αυτά, το τραγούδι, η μουσική που μ' αυτά γλεντάνε οι ευρύτατες λαϊκές μάζες, όπου έχουν ξεκοπεί από τις αγροτικές ρίζες τους, είναι ακόμα η καντάδα, τα «ελαφρά» τραγουδάκια του συρμού και μονάχα σε ένα περιορισμένο τμήμα της εργατικής τάξης κυριαρχεί το ρεμπέτικο.
Πρέπει να επισημάνουμε εδώ πως οι συνέπειες της κρίσης του ‘29-‘31 στον οικονομικό τομέα επιφέρουν αδιάκοπες μετατοπίσεις εργατικών μαζών από τη μια πόλη στην άλλη, για εξεύρεση δουλειάς, ενώ η λουμπενοποίηση μικροαστικών στοιχείων της πόλης και του χωριού αυξάνει τους θαμώνες των κέντρων με μπουζούκια που όλο και επεκτείνονται. Από την άλλη, τα πολιτικά γεγονότα, η άνοδος του κινήματος που κορυφώθηκε με τα γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, παρασύρει και μάζες από αυτές που στέκονταν πριν παράμερα και βάζει την σφραγίδα του στη ζωή ολόκληρων πόλεων για αρκετό καιρό λ.χ. γεγονότα Νάουσας, Καλαμάτας, Βόλου κ.λπ. Γι' αυτό οι κλασικοί του ρεμπέτικου Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Στράτος κλπ., δίπλα στο «αχ - βαχ» και τα χασικλίδικα συνθέτουν τραγούδια σαν το «Γεια σου Αθάνατη Εργατιά» ή άλλα που σατιρίζουν τους αστούς πολιτικούς.
Ωστόσο θα ‘ταν παραποίηση της αλήθειας να ισχυρίζεται κανένας ότι η εργατική τάξη στο σύνολό της θρέφονταν τότε με το ρεμπέτικο... Εκείνο που μπορούμε και πρέπει να το πούμε είναι ότι στους εργάτες φαίνονταν όλο και πιο πολύ σαν ψεύτικα όλα τα δημιουργήματα της τότε ελληνικής και ξένης ελαφρός μουσικής, ενώ ταυτόχρονα, δεν νιώθουν την άνεση που θέλουν σήμερα να της αποδώσουν ότι αισθάνονταν στο ρεμπέτικο. Εξάλλου είναι στ' αλήθεια πάρα πολύ δογματικό να βλέπουμε την εργατική τάξη - της εποχής εκείνης - σαν ένα στρώμα που έχει διαμορφώσει δικές του πολιτιστικές πεποιθήσεις και που στρέφεται ολομεμιάς και διά μαγείας προς τα εδώ ή προς τα εκεί... Η Μεταξική περίοδος δημιουργεί όρους δημιουργεί όρους που παρ' όλες τις απαγορεύσεις των «ασέμνων ασμάτων», αντικειμενικά διευκολύνει την επέκταση του ρεμπέτικου στις εργαζόμενες μάζες και όχι μόνο στους εργάτες....
Ο πόλεμος και η Κατοχή, η αντίσταση δημιουργεί τέτοιες συνθήκες που ασφαλώς το ρεμπέτικο δεν μπορούσε παρά να σημειώσει στασιμότητα. Οι τόνοι του «θα πάω εκεί στην αραπιά» μοιάζουν σαν ξένοι στην έξαρση και στο μεγαλείο που κυριαρχεί στην ψυχή του λαού μας.
(Άλλο αν θα γοήτευαν στα 1947 το Μάνο Χατζηδάκη όταν τους πρωτάκουσε)
Η "έξοδος" του ρεμπέτικου από τα μέχρι τότε πλαίσιά του συντελείται μετά το 1946 κάτω από τους όρους και τις συνθήκες που είναι σε όλους μας γνωστές και ορισμένες τις διαγράψαμε στο πρώτο μας σημείωμα....
Σε μια ιστορική διαδρομή ενός φαινομένου, όπως το ρεμπέτικο, είναι δυνατόν να ανευρεθούν στοιχεία που να δικαιώνουν τη μια ή την άλλη άποψη... Και αυτό, αν απομονωθούν ορισμένα και προβληθούν και παραμερισθούν άλλα.
Αυτό συμβαίνει συχνά.
Φυσικά θα ήταν χρήσιμη μια έρευνα συστηματική που να ασχοληθεί με τη συγκέντρωση υλικού από την πρώτη εμφάνιση του ρεμπέτικου μέχρι τις μέρες μας. Αυτό θα ήταν κάτι πάρα πολύ χρήσιμο.
Όμως αυτό, είναι σίγουρο πως δεν θα το ‘θελε κανένας από τους «απολογητές» του. Γιατί ουσιαστικά δεν κάνουν την απολογία του ρεμπέτικου αλλά απολογία ενεργειών και πράξεών τους. Δεν ξεκίνησαν γιατί πίστεψαν σε μιαν «αλήθεια που κλείνει» αυτό, γιατί τότε θα ήταν αλλιώτικη η πορεία τους. Αν όμως θέλουμε να συζητήσουμε σοβαρά, και απαλλαγμένοι από οποιεσδήποτε μόδες που εξυπηρετούν καταστάσεις της στιγμής, είναι ανάγκη να θεμελιώσουμε την άποψή μας με βάση γεγονότα και περιστατικά...
Δεν μπορούμε να συνδέσουμε την αρχαία τραγωδία, το Βυζάντιο, τον χασάπικο, τον ζεϊμπέκικο, με τους πόθους και τα ιδανικά της εργατικής τάξης. Αν ένας λαός, ή μια τάξη, καταδικάζεται σε καθυστέρηση και σε απαθλίωση οικονομική και πολιτική δεν σημαίνει ότι αυτό που της αφέθηκε, της επιτράπηκε, για να τραφεί υλικά και πνευματικά, εξέφραζε και τους πόθους και τα ιδανικά της, όταν και αυτό σε ορισμένη βαθμίδα της ιστορίας, της επιβλήθηκε ΑΝΩΘΕΝ.
Δεν μας πιάνει - δεν είμαστε απ' αυτούς - καμία «φρικίαση» για το μπουζούκι ούτε είμαστε από αυτούς που ζήσαν μακριά από την πίκρα και την βαρυθυμιά του εργάτη που φθάνει σπίτι του το Σαββατόβραδο και τον ζυγώνει από παντού η μιζέρια και η κακομοιριά και θέλει να ξεσπάσει... Αυτή την «αλήθεια» κρύβει το ρεμπέτικο. Ότι του 'δωσε και του δίνει την ψευδαίσθηση ότι "ξεσπάει". Τον λυτρώνει όμως; Με τα "ωχ" και τα "άλα της", δεν πήγε μπροστά η εργατική τάξη... Πήγε μπροστά με κάποιους άλλους τόνους που η αλήθεια τους είναι πιο πλατιά από την αλήθεια του ρεμπέτικου...
Επομένως αδικούμε την εργατική τάξη όταν της στενεύουμε την προοπτική και σ' αυτό τον τομέα... Όταν τοποθετούμε την κλίμακα της ευαισθησίας της, και του ψυχικού δυναμισμού της στο "χαμοσύρσιμο"... Άλλωστε δεν πάει πολύς καιρός που ο Μίκης Θεοδωράκης ("μουσική έτος μηδέν") απόκλεισε το ρεμπέτικο σαν "πρώτη ύλη" για μουσική δημιουργία. Παρά τα κηρύγματά του μετά την "στροφή" του, έξω από τη χρησιμοποίηση των οργάνων που συνδέονται με το ρεμπέτικο κι αυτά σε πιο "συγχρονισμένη", "μορφή", σε λίγες περιπτώσεις χρησιμοποιεί αυτή την πρώτη ύλη. Περισσότερο στέκεται στο "ξεπερασμένο" δημοτικό τραγούδι. Άλλο το τι παίρνει από αυτό και πώς το παίρνει. Δεν ξέρουμε τι θα κάνει στο μέλλον.
Η δική μας "αλήθεια" είναι άλλη: η πολιτιστική άνοδος του λαού μας ανακόπηκε βίαια όπως βίαια ανακόπηκε και η εθνική, πολιτική του εξέλιξη. Στο έδαφος αυτής της πραγματικότητας "άνθισε" αυτό το "νέο κύμα" που προέκταση του - για την ώρα - αποτελεί η "εκστρατεία" του Μίκη Θεοδωράκη. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση της συνέχειας στην πολιτική μας εξέλιξη που σημειώθηκε σε εποχές ανάτασης ενώ στην πραγματικότητα είναι "ξένο σώμα". Η συμμόρφωσή του και η συγχώνευσή του με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις μονοπωλιακών συγκροτημάτων ("Κολούμπια" λ.χ.) δίνουν την απόδειξη. Ο "λαϊκισμός" του κύματος αυτού είναι φορμαλιστικός και νεοπλουτικός. Η πρόσκαιρη λάμψη και επιτυχία δεν λέει τίποτα. Αυτό που κρίνει τελικά την ορθότητα ενός "κινήματος" δεν είναι η εμπορεύσιμη αξία του αλλά το κατά πόσο συντελεί στην ψυχική ανάταση ενός λαού.
Θα ήταν καλύτερα τα πράγματα στο κίνημά μας, και από την πλευρά των πολιτιστικών μας πραγμάτων αν ίσχυε το «λιγότερα και καλύτερα». Αλλά εδώ μπαίνουμε σε ένα άλλο ευρύτερο πρόβλημα. Και γι' αυτό χρειάζεται να ειπωθούν άλλα πράγματα.
Γ. ΧΟΝΤΖΕΑΣ
υ.γ.: Παραθέτουμε σύνδεσμο από την ιστοσελίδα Σελίδες Κριτικής με κάποια εισαγωγικά και σχόλια του Κωστή Παπαϊωάννου που βοηθάνε στη καλύτερη κατανόηση των κειμένων: http://www.critici.gr/FilesPDF/C-050923-KeimenaXotzeaGiaMiki.pdf?PHPSESSID=9b65d4000504e58c7dcf33d4a58597f9
6 σχόλια:
Καλό θα ήταν να παρακαλείτε όσους σας στέλνουν υλικό να παραθέτουν και την πηγή. Τα κείμενα αυτά υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια στην σελίδα www.critici.gr και υπάρχουν εκεί διότι προφανώς κάποιος ήξερε την ύπαρξή τους, έκανε τον κόπο να τα βρει, να τα αποδελτιώσει και να τα δακτυλογραφήσει προκειμένου να ανεβούν στο διαδίκτυο.
Δεν διαφωνούμε, άλλωστε σπάνιες είναι οι φορές που δεν αναφέρουμε την πηγή κειμένων και αυτές κατά λάθος. Υπάρχει όμως πάντα η πιθανότητα να έχουν κι άλλοι στο αρχείο τους τα σχετικά φύλλα του Λαϊκού Δρόμου. Προσθέτουμε το λίνκ προς την ιστοσελίδα που αναφέρεις μιας και τα εισαγωγικά του Κ.Π. όπως και οι σημειώσεις του είναι διαφωτιστικές ως προς κάποια ζητήματα που αναφέρονται στα κείμενα του Γ.Χ.
Όλα αυτά ισχύουν επειδή θεωρείτε τον Μίκη Θεοδωράκη σαν "δικό σας" που παρεσπόνδησε. Αν πάψετε να τον θεωρείτε έτσι, τίποτα από αυτά που λέτε- γράφετε δεν ισχύει. Το ξαναλέω το προλεταριάτο δεν ανήκει πουθενά. Πάτε σε ένα συσίτιο να δείτε οτι οι μισοί είναι χρυσαυγίτες ή φίλα προσκείμενοι. Και γω είναι αδιαπραγμάτευτα με το προλεταριάτο.
Μάλλον δεν διάβασες καλά τι γράφουμε ή αλλιώς δεν τα κατάλαβες. Κάθε άλλο παρά δικό μας τον θεωρούμε, άλλοι τον θεωρούν εδώ και χρόνια και τον φόρεσαν στην Αριστερά και στο κίνημα.
Όσο για τις εκτιμήσεις περί προλεταριάτου καλό είναι να μη λέγονται με τέτοια ευκολία κάποια πράγματα. Άσε που έτσι όπως το γράφεις καταλήγει κανείς να υποψιάζεται ότι είσαι με την Χρυσή Αυγή! Είσαι;
Συμπληρώνοντας τον ΑσΓ, ανεξαρτήτως τι τον θεωρούμε εμείς -που απαντήθηκε- και γενικά η αριστερά "μας", ο ίδιος ο Θεοδωράκης τα τελευταία 40 χρόνια και βάλε έχει δείξει πλείστες φορές με ποιανού το μέρος αρέσκεται να είναι. Έτσι λοιπόν, δικαιώς τον αποκαλούν εκείνοι που οφείλονται για τις ουρές στα συσσίτια που αναφέρεις, ο "Μίκης μας".
Σ.Π.
Νομίζω χρειάζεται μία κριτική παρουσίαση των κειμένων αυτών . Αν μία τέτοια μπορεί να γίνει . Όχι τόσο για το-πως να το πω - καθαρά πολιτικό κομμάτι. όσο για το μουσικό-πολιτικό . Προσωπικά έχω μπει σε μία τέτοια διαδικασία -τα είχα από παλιούς ΛΔρόμους αλλά και συγκεντρωμένα από τις "σελίδες κριτικής" αλλά με... πρόλαβαν οι αντιγειτονιές. Ίσως όμως έτσι θα είναι καλύτερα γιατί όσοι παρακολουθούν θα έχουν μπροστά τους και το κυρίως κείμενο. Οψόμεθα όχι σε μακρινό χρόνο λοιπόν . ΔΜ
Δημοσίευση σχολίου