12 Σεπτεμβρίου 2018

ΔΕΘ 2018: 5 παρατηρήσεις για το εθνικιστικό φαινόμενο

Σε όποιον συμμετείχε στην φετινή πορεία για τα εγκαίνια της ΔΕΘ, η παρουσία του εθνικισμού προξένησε δίκαια προβληματισμό ή αμηχανία. Εθνικιστικές συγκεντρώσεις έχουμε ξαναδεί και θα ξαναδούμε, και μάλιστα μεγαλύτερης μαζικότητας από αυτήν. Όμως ήτανε η πρώτη φορά που μια εθνικιστική συγκέντρωση διεκδίκησε με τέτοιο τρόπο τα πρωτεία της «αντισυστημικότητας» από την Αριστερά. Μια κεντρικού τύπου κινηματική διαδήλωση στην Ελλάδα έχει συνηθίσει να βλέπει τους εθνικιστές κρυμμένους πίσω από τα ΜΑΤ, και όχι σε αντιπαράθεση μαζί τους. Αν συνυπολογίσουμε ότι έχει κατοχυρωθεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης μια φάμπρικα συμμορίτικων επιθέσεων σε πολιτικούς χώρους (3 επιθέσεις έγιναν μόνο μετά το τέλος της διαδήλωσης), δημιουργείται μια καινούργια κατάσταση στην πόλη μας, που δεν μπορεί να προσπεραστεί εύκολα. Θα περιοριστούμε εδώ στην υπενθύμιση κάποιων απαντήσεων που έχουμε ξαναδώσει για το ζήτημα, χωρίς να κλείνουμε πλήρως την συζήτηση.


1| Ποια είναι η φύση του προβλήματος

Η ερμηνεία του γιατί οι ακροδεξιές-φασιστικές ομάδες έχουν βγει από το πολιτικό περιθώριο και έχουν ξεπροβάλλει παρασέρνοντας σημαντικές μερίδες του λαού, είναι κρίσιμο σημείο. Αδύναμες πολιτικές αναλύσεις, όπως αυτή τάσεων του α-α χώρου, αποδίδουν την φασιστικοποίηση σε «εγγενείς» τάση της κοινωνίας και του «κοιμισμένου λαού». Η λαθεμένη προσέγγιση αντανακλάται και στην τακτική τους στο δρόμο, που πολλές φορές «χαρίζει κόσμο» στον εχθρό. Θα επαναλάβουμε εδώ την τοποθέτηση μας. Η φασιστικοποίηση της πολιτικής και δημόσιας ζωής είναι ένα συνολικό φαινόμενο, που συνδέεται άρρηκτα με την επίθεση του κεφαλαίου στην εργατική τάξη. Πρώτον, η ίδια η επίθεση παράγει της συνθήκες φτωχοποίησης και λουμπενοποίησης που ωθούν κόσμο σε τέτοιες λύσεις. Δεύτερον, οι εθνικιστικές και ειδικά οι αντικομμουνιστικές απόψεις μπαίνουν στην υπηρεσία του συστήματος για να περάσει η επίθεση. Δεν μπορούν να διαχωριστούν οι ομάδες αυτές από το επίσημο κατασταλτικό πλαίσιο των τρομονόμων, της απαγόρευσης των απεργιών και του αντικομμουνιστικού οχετού που κατακλύζει τα ΜΜΕ. Δεν ήτανε λίγες οι φορές που τα κοστουμάτα φασιστοειδή των καναλιών εκθείασαν τη Χούντα. Η όποια «αντιπαράθεση» γίνεται από το σύστημα ενάντια στις ομάδες αυτές, έχει ως σκοπό το καλιναζάρισμα τους, ώστε να είναι πιο χρήσιμοι ενάντια στο λαϊκό κίνημα. Ώστε να μην παράγουν χάος που να οδηγεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, αλλά να δρουν εντός κάποιων πλαισίων. Ανάλογη λοιπόν πρέπει να είναι και η απάντηση του κινήματος. Να εντάξει το εθνικιστικό φαινόμενο μέσα στην πραγματικότητα και το σύστημα που το γέννησε, να αποδημήσει τον πολιτικό λόγο των ομάδων αυτών αποδεικνύοντας ότι βρίσκονται στην υπηρεσία του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου. Να εντάξει την αντιφασιστική πάλη ως αναγκαίο στοιχείο, ως συνιστώσα της πρωταρχικής πάλης που δίνει ο λαός ενάντια στην επίθεση και την εξάρτηση. Μια πολιτική ανάλυση που αποκόπτει το εθνικιστικό φαινόμενο και τη φασιστικοποίηση από την γύρω πολιτική πραγματικότητα και το αντιμετωπίζει ξεκομμένα, δεν μπορεί να πείσει τις μάζες –αν δεν τις θεωρεί κιόλας συνένοχες.

2| Όσο χώρο χάνει το κίνημα, κερδίζουν αυτοί

Η πρωταρχικές μας διαπιστώσεις, θα πρέπει να γειωθούν στην τωρινή πολιτική πραγματικότητα. Η ΔΕΘ 2018 ήτανε εκτός των άλλων, και αποτύπωση της κινηματικής απραξίας και υποχώρησης. Πρέπει εδώ να θυμίσουμε ότι η κινηματική υποχώρηση μετράει ήδη 6 χρόνια, από το σημείο καμπής του 2012. Το απεργιακό κίνημα υποχώρησε, το φοιτητικό κίνημα βρίσκεται σε χρόνια αποσυγκρότηση, οι λαϊκές συνελεύσεις απομαζικοποιήθηκαν ή διαλύθηκαν, συνολικά στο κίνημα επικρατεί μια κατάσταση αποστράτευσης αγωνιστών, υποχώρησης, κατακερματισμού. Υπάρχει αδυναμία ανοίγματος νέων κινηματικών μετώπων ακόμα και σε σημεία της επίθεσης που γνωρίζουν την λαϊκή κατακραυγή, και περνάνε μέτρα που «κανονικά» θα έπρεπε να συναντήσουν ξεσηκωμούς. Φυσικά, όλη αυτή η κατάσταση συνδέεται με την κυριαρχία του ρεφορμισμού στο κίνημα και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά όταν μια σειρά δυνάμεις συνέδραμαν στον αποπροσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ ή στήριξαν «κριτικά» την κυβέρνηση, νομιμοποιώντας την ως «αριστερή». Δεν μπορούν οι κινηματικές παλίρροιες με μιας να ξεγράψουν την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, την έλλειψη μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής προοπτικής για τις μάζες, την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης. Μέσα σε όλον αυτό τον αρνητικό συσχετισμό, όσο η αριστερή, κινηματική διέξοδος δεν ανασυγκροτείται, όσο βαθαίνει η επίθεση του συστήματος, τόσο θα βρίσκουν χώροι οι αντιδραστικές, αντικομμουνιστικές απόψεις. Ο «κενός χώρος» που παράγεται από την δυσκολία του κινήματος να αναπτύξει αντιπολεμικές-αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις, θα καταλαμβάνεται από το σοβινισμό. Ο «κενός χώρος» που αφήνεται όταν προελαύνει η συστημική προπαγάνδα για το κομμουνιστικό κίνημα, θα καταλαμβάνεται από ναζιστικά-χουντικά μορφώματα. Ο «κενός χώρος» που αφήνεται από το χαμηλό επίπεδο ταξικής συγκρότησης και την υποχώρηση του απεργιακού κινήματος, θα καταλαμβάνεται από ρατσιστικές αντιλήψεις. Είναι ζωτικής σημασίας για την ίδια την αντιφασιστική πάλη, να βγει ξανά ο κόσμος στο δρόμο και να συγκροτήσει μαζικά μέτωπα πάλης. Μόνο έτσι θα γίνει «εκ νέου» αντιληπτό και στην πράξη, τι είναι και τι δεν είναι αριστερά, και ποιος είναι πραγματικά αντισυστημικός και ποιος γρανάζι του συστήματος.

3| Ποια είναι η έκταση του ζητήματος

Πάνω εδώ υπάρχουν εκτιμήσεις τόσο ανόητα υπεραισιόδοξες («ξεφούσκωσαν, είναι 3 κι ο κούκος» κτλ) όσο και απαισιόδοξες (που ανάγουν τον εθνικισμό ως κυρίαρχο κοινωνικό ρεύμα), αλλά και εκτιμήσεις που αλλάζουν με τη φορά του ανέμου. Δεν είναι ένα καινούργιο φαινόμενο: οι μικροαστικές αντιλήψεις που κυριαρχούν στο κίνημα συχνά υποφέρουν από μια τάση να απλοποιούν τα πράγματα, ακόμα ξεχνώντας τι έλεγαν πριν από λίγους μήνες. Σαφώς πρόκειται για ένα υπαρκτό πρόβλημα, για ένα μαζικό φαινόμενο ελληνικά και παγκόσμια. Όσο και εάν το σύστημα αυτή τη στιγμή έχει επιλέξει σε αυτές τις δυνάμεις το ρόλο της «εφεδρείας» και όχι πρωταγωνιστικό-κυβερνητικό, δεν είναι εφικτό ακόμα και για το ίδιο να τις ελέγξει πλήρως, τόσο εκλογικά όσο και κοινωνικά. Συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, υπήρξε μια σαφής πολιτική επιδίωξη: να «μαζευτούν» οι ανεξέλεγκτες αντιδράσεις για το «μακεδονικό», ώστε να μην διαταραχθεί η συμφωνία των Πρεσπών. Επιδίωξη που προωθήθηκε με επιμέλεια ειδικά από τον Αμερικάνικο παράγοντα, με το ειδικό βάρος που αυτός διαθέτει. Έτσι πιέστηκαν τόσο η ΝΔ, όσο και η εκκλησία, αλλά και οι στρατιωτικοί, να αποσύρουν την επίσημη υποστήριξη από τα συλλαλητήρια. Τα πράγματα όμως δεν μπορούσαν να εξελιχθούν τόσο ομαλά. Πρώτον, υπάρχει τάση μέσα στην αστική τάξη που όσο και αν δεν τολμάει να εκφραστεί ανοιχτά, δυσανασχετεί με την τη συμφωνία και θα ήθελε μια πιο επιθετική πολιτική ενάντια στην πΓΔΜ. Δεύτερον, όσο και να προσπάθησαν διάφοροι παράγοντες, είναι πλέον φανερό ότι κάποια κέντρα έχουν «αυτονομηθεί» και είναι αποφασισμένα να προχωρήσουν χωρίς επίσημες πλάτες. Μπορεί λοιπόν να μην έχουμε τα μαζικά συλλαλητήρια ούτε της Άνοιξης, ούτε ακόμα περισσότερο του ’93, αλλά το πρόβλημα δεν είναι αμελητέο. Μια σειρά μορφωμάτων γύρω από την εκκλησία, τα σώματα ασφαλείας, τους συνδέσμους, τους τοπικούς συλλόγους, έχουν αποκτήσει λαϊκό έρεισμα και έχουν μονιμοποιήσει την παρουσία τους στην πόλη. Και αυτή η παρουσία θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά το όποιο (ενδεχόμενο) ξεφούσκωμα του «μακεδονικού». Παραμένουν όμως αντιλαϊκά μορφώματα, τα οποία ποτέ δεν θα κατακτήσουν πραγματικά την συμπάθεια των μεγάλων τμημάτων του λαού, ο οποίος δεν θα πάψει να έχει αντιφασιστικά και δημοκρατικά αισθήματα.

4| Τα όρια της κυβερνητικής «αντιπαράθεσης» στον εθνικισμό

Η κυβέρνηση πήρε μια ξεκάθαρη πολιτική απόφαση να περιορίσει τους «μακεδονομάχους» στην ΔΕΘ, και την στήριξε με τη βία. Αυτή δεν είναι μια καινοφανής τακτική, άσχετα αν την είδαμε σε πρωτόγνωρη έκταση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ίδια η ΝΔ αποφάσισε να δικάσει τη Χρυσή Αυγή, και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ο Ρουπακιάς αποφυλακίστηκε. Ούτε να ξεχνάμε τους Τούρκους κομμουνιστές που σαπίζουν στις φυλακές της επαρχίας. Χρειάζεται να αποκαλύψουμε στις μάζες τα όρια και την στόχευση αυτής της καταστολής. Τα όρια μπαίνουν από την ίδια τη φύση των φασιστικών μορφωμάτων: διεκδικούν μια άλλη, πιο επιθετική αστική διαχείριση. Δεν διαφωνούν με την απόβαση των Αμερικάνων στην ΔΕΘ, δεν την κατήγγειλαν, ούτε αμφισβητούν την εξάρτηση από τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Αυτό που θέλουν είναι οι Αμερικάνοι να πριμοδοτήσουν την Ελλάδα και «να ρίξουν» την πΓΔΜ. Τότε είναι έτοιμοι για τις πιο μεγάλες κωλοτούμπες. Όπως οι Ουκρανοί νεοναζί, με το δήθεν αντιδυτικό και αντισιωνιστικό προφίλ, μεταλλάχθηκαν σε πραιτοριανούς των Αμερικάνων, όταν αυτοί τους «έπαιξαν». Έτσι και οι δικοί μας εθνικιστές κάνουν φασαρία, αλλά για να τους «παίξει» το σύστημα. Γι’ αυτό η καταστολή υπήρξε, αλλά με κάποια όρια: ούτε συλλήψεις, ούτε ανοιγμένα κεφάλια, ούτε διώξεις –απλώς απώθηση. Μπορεί η πόλη να πνίγηκε στα χημικά, όμως ζούμε στην Ελλάδα και ξέρουμε ότι αυτό είναι ένα κλάσμα της καταστολής που υπήρχε σε γενικές απεργίες, το Δεκέμβρη, ή στο φοιτητικό κίνημα και σε άλλες τόσες περιπτώσεις. Η καταστολή έχει όρια, γιατί οι καιροί μπορεί να αλλάξουν γρήγορα και οι εφεδρείες δεν πρέπει να καταστραφούν, για να είναι έτοιμες για χρήση. Η πραγματικότητα αυτή πρέπει να αποκαλυφθεί στο λαό, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος προοδευτικές μάζες να απορροφηθούν από την κυβερνητική προπαγάνδα, και να οδηγηθούν σε στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, με το σκεπτικό ότι περιορίζει τους φασίστες. Η αλήθεια είναι ότι 4 χρόνια μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, οι φασίστες είναι σε πολύ καλύτερο σημείο, εξ’ αιτίας του ΣΥΡΙΖΑ και του «αριστερού» του προσωπείου.

5| Η «αντίστροφη» ιεράρχηση δεν αναβαθμίζει πραγματικά την αντιφασιστική πάλη

Απέναντι σε αυτή την πιεστική κατάσταση για τον κόσμο του κινήματος, που βλέπει αυτές τις αντιδραστικές εξελίξεις με αγωνία, εμφανίζεται συχνά το σχήμα της «αντίστροφης ιεράρχησης». Η ανάδειξη, δηλαδή, της αντιφασιστικής πάλης ως κυρίαρχο ζήτημα, που υπερβαίνει την αντιιμπεριαλιστική ή αντικαπιταλιστική πάλη. Πιο επιρρεπής σε αυτό το λάθος είναι οι δυνάμεις της αναρχίας (το είδαμε και στην ΔΕΘ, με καλέσματα που ξεχνούσαν πλήρως κυβέρνηση και Αμερικάνους!). Υφίσταται όμως και σε δυνάμεις της αριστεράς. Που είτε παίρνουν «εργολαβικά» την υπόθεση αντιφασισμό βγάζοντας ξεχωριστό καλεντάρι, παράλληλο με το πραγματικό κίνημα. Είτε και σε άλλες, που ξέχασαν τον ιμπεριαλιστικό παράγοντα στο «μακεδονικό» και ασχολήθηκαν κύρια με τον αντιφασισμό (βλέπε κινητοποιήσεις Φλεβάρη). Κατ’ αρχάς, η τακτική αυτή δε συνιστά πραγματική αντιφασιστική πάλη. Η αντιφασιστική πάλη μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από τις πλατιές λαϊκές μάζες, όταν αυτές οργανωθούν σε μέτωπο αντίστασης-διεκδίκησης, και βγουν στο προσκήνιο του αγώνα. Όταν αναστραφούν οι όροι της κινηματικής υποχώρησης. Μέχρι τότε, η μονομερής «αντιφασιστική πάλη» είναι καταδικασμένη να δίνεται χωρίς την πραγματική συμμετοχή των μαζών. Επιπρόσθετα, είτε με καλές προθέσεις είτε σαν συνειδητός οπορτουνισμός του χειρίστου είδους, η αντιφασιστική μονομέρεια εξαφανίζει από το πολιτικό κάδρο την κυβέρνηση. Είναι γνωστή η τακτική διάφορων «αντιφασιστών» να προσεγγίζουν κυβερνητικούς βουλευτές ή προέδρους εργατικών κέντρων, για να δίνουν «αντιφασιστικές συναυλίες» με την κάλυψη των δημοτικών αρχών και της αστυνομίας. Στην πραγματικότητα ξεπλένουν την κυβέρνηση, την οποία συχνά ξεχνούν να αναφέρουν (η… αντιφασιστική συμμαχία, βλέπεις!) και δίνουν «αντισυστημικό άλλοθι» στο φασισμό. Υπάρχουν όμως και οι άλλες, συγκρουσιακές «εξυπνάδες», όπου νομίζουμε ότι μπορούμε να ακυρώνουμε την εθνικιστική παρουσία στο δρόμο, καταλαμβάνοντας την πλατεία και «αναγκάζοντας» τα ΜΑΤ να τους πάνε παραπέρα. Όπως είδαμε στην ΔΕΘ, αυτή η «εξυπνάδα» έχει πιάσει τα όρια της.

Κλείνοντας

Κλείνοντας, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε δύο ζητήματα. Το ένα είναι ότι η «φόρα» των «Μακεδονομάχων» κόπηκε κάπως κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, με το σχετικά μαζικό συλλαλητήριο στις 11 Ιούλη ενάντια στην σύνοδο του ΝΑΤΟ. Ήτανε η καλύτερη αντιφασιστική απάντηση: κατέλαβε τους δρόμους της πόλης και τη γέμισε με αντιπολεμικά-αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα. Αυτή η πορεία έβαλε τέρμα στον εθνικιστικό μονόλογο που είχε υπάρξει στους δρόμους της πόλης μας για ένα διάστημα. Και δείχνει τον πραγματικό δρόμο για τις δυνάμεις του κινήματος: να επιμείνουν στην δική τους συγκρότηση, αναπτύσσοντας τον δικό τους πολιτικό λόγο. Αν μάλιστα είχε έγκαιρα αναγνωριστεί το ζήτημα της Αμερικάνικης παρουσίας στην ΔΕΘ και είχανε παρθεί πιο τολμηρές πρωτοβουλίες, ίσως οι συσχετισμοί να ήτανε καλύτεροι για τις κινηματικές δυνάμεις, και ειδικά με το συμμετοχή περισσότερων διαδηλωτών από την Θεσσαλονίκη. Δεύτερο, ότι οι επισημάνσεις μας αυτές δεν αναιρούν ούτε την ανάγκη ξεχωριστών, αντιφασιστικών κινητοποιήσεων, ούτε την ανάγκη περιφρούρησης των πολιτικών χώρων από τις επιθέσεις. Η αντιφασιστική πάλη υφίσταται και ως αυτόνομο πεδίο συγκρότησης, και ειδικά οι συνεχιζόμενες αυτές επιθέσεις στρέφονται συνολικά απέναντι στο δικαίωμα του λαού να οργανώνεται και να παλεύει. Η κριτική μας στην όποια αντιφασιστική «μονομέρεια», δεν πρέπει να μας οδηγεί να ξεχνάμε αυτό το σοβαρό ζήτημα.

ΚΚ

1 σχόλιο:

Γιώργος Λυγκουνάκης είπε...

Τσουβαλιάζετε δυο ανόμοιες περιπτώσεις.

Από τη μία το τρίπτυχο ΝΔ-Χρυσή Αυγή-Εκκλησία. Το σύστημα που προσπαθεί να επιβιώσει αλλάζοντας προσωπείο από αριστερό σε δεξιό. Ο "Μανωλιός που έβαλε τα ρούχα του αλλιώς" για να θυμηθώ αξέχαστες εποχές.

Από την άλλη, ένα κομμάτι δεξιού κόσμου με κάποιες οργανώσεις (παρεάκια στη πραγματικότητα) οι οποίοι εκφράζουν ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας την οποία μέσα στη Μεταπολίτευση είχαμε ξεχάσει: Τους χουντικούς της διπλανής πόρτας.

Διαφωνώ τόσο με τη Λαφαζάνεια λογική του γλυψίματος τους για εκλογικούς λόγους όσο και με την υπεραριστερή της εξορίας τους στο πυρ το εξώτερον. Ως επί το πλείστον μαλάκες είναι και τίποτα παραπάνω. Καμμένες συνειδήσεις, όχι λόγω κακίας αλλά λόγω βλακείας.

Μερικοί από αυτούς έχουν κάνει την εμφάνιση τους στα κινήματα, κυρίως ενάντια στους πλειστηριασμούς. Με βάση την προσωπική μου εμπειρία στο δρόμο, και παρά το ψεκασμένον του χαρακτήρος τους, δεν έχουν κάτι να ζηλέψουν κινηματικά από κάθε άλλον. Είναι πραγματικοί αγωνιστές. Είναι εξαιρέσεις, μετριούνται στα δάχτυλα, αλλά υπάρχουνε.

Και δεν είναι αλήθεια ότι είναι όλοι φιλοαμερικάνοι. Η ρωσική επιρροή δεν πρέπει να υποτιμάται. Ναι, ζούμε σε αυτή την εποχή με ακροδεξιούς ρωσσόφιλους. Τι άλλο θα δούμε ακόμα δε ξέρω.