18 Μαρτίου 2020

Να κάνουμε συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης που έχει δημιουργηθεί


Η κατάσταση που έχει παρουσιαστεί είναι πρωτότυπη. Τον τελευταίο αιώνα, δεν έχει υπάρξει ανάλογο πανδημίας με τέτοιες παγκόσμιες κοινωνικό-πολιτικές προεκτάσεις. Είναι επίσης πρωτόγνωρο το συναίσθημα αδυναμίας που νιώθει ο μέσος πολίτης του «ανεπτυγμένου» κόσμου για μια ασθένεια, μιλώντας τουλάχιστον για τις τελευταίες δεκαετίες. Ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος να δρούμε σε μια πρωτότυπη πολιτική κατάσταση; Χρησιμοποιώντας τις πολιτικές μας σταθερές, πρέπει να κάνουμε συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.

Οι βασικές μας σταθερές παραμένουν: η γενικευμένη κρίση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η επίθεση του κεφαλαίου απέναντι στους λαούς και την εργατική τάξη, που εκτός των άλλων ευθύνεται για τη γύμνια των συστημάτων περίθαλψης. Η πολεμική διαδικασία για το ξαναμοίρασμα του κόσμου από τους ιμπεριαλιστές.

Αντιμετωπίζουμε μια κοινωνικό-υγειονομική κρίση, που αναπόφευκτα εντάσσεται μέσα στη γενική κοινωνική κρίση ως οργανικό τμήμα της. Όπως κάθε ξεχωριστό φαινόμενο όμως, έχει κάποιες παραμέτρους και κάποια αυτονομία –η οποία δεν αναιρεί τη βασική κίνηση των πραγμάτων. Η κρίση που αντιμετωπίζουμε, «έχει τα συμπτώματα» της γενικής κρίσης, με το πιο χαρακτηριστικό, την πλήρη υποτίμηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής σε ένα λογιστικό μέγεθος –που ολοένα μικραίνει.

Οι δυνάμεις του συστήματος παγκόσμια, από την πρώτη στιγμή, είδανε την κίνηση τους μέσα στο ζήτημα της πανδημίας, ως προέκταση των προτεραιοτήτων τους στο πολιτικό πεδίο. Οι ΗΠΑ είδανε την αρχή της κρίσης ως μια ευκαιρία για να γαλουχήσουν περεταίρω την Κίνα εν μέσω «εμπορικού πολέμου». Η Βρετανία εφαρμόζει τις δικές της πολιτικές στην εποχή του Brexit. Η Γερμανία κοντράρεται στην αιχμή της πρωτοπορίας με τις ΗΠΑ για το εμβόλιο. Η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα των τιμών του πετρελαίου.

Η αστική τάξη παγκόσμια, από τη μία βλέπει μια νέα κρίση μέσα στην κρίση να φουσκώνει, από την άλλη όμως βρίσκει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επεκτείνει την επίθεση. Εκμεταλλεύεται στο έπακρο το αίσθημα του «κοινού δημόσιου συμφέροντος» για το οποίο οι εργαζόμενοι καλούνται να κάνουν θυσίες, και φυσικά το κεφάλαιο θα έχεις τις φοροαπαλλαγές, τις ενισχύσεις τη φροντίδα. Οι εργαζόμενοι είτε πετιούνται στα άχρηστα χωρίς μεροκάματο, είτε τους εξοντώνουν σωματικά για την κερδοφορία τους. Ακόμα, σε μερικές περιπτώσεις, όπως στο ιατρικό-νοσοκομειακό προσωπικό, βρίσκονται σε κίνδυνο.

Είναι σημαντικό στοιχείο αυτής της κρίσης, ότι δεν την βιώνουν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν αυτοί που έχουν τη ζωή τους εξασφαλισμένη. Αυτοί που κάνουν εύκολα και γρήγορα τη διάγνωση τους, και τους περιμένουν τα καλύτερα κρεβάτια και η πιο υπεύθυνη φροντίδα αν τύχει κάτι χειρότερο. Αυτοί γράφουν χαρούμενα σχόλια στο ίντερνετ και δείχνουν βίντεο από την «απομόνωση» μέσα στις βίλες τους. Υπάρχουν αυτοί που αγωνιούν για τη ζωή τους και τη ζωή των συγγενών τους. Αυτοί τρέμουν στην ιδέα να καταλήξουν οι ίδιοι και άνθρωποι τους σε ένα κρεβάτι δημόσιου νοσοκομείου ή σαν σκυλιά στο διάδρομο. Ή ακόμα και να τους στείλουν να πεθάνουν στο σπίτι τους. Και τέλος υπάρχουν οι «δεύτερης κατηγορίας άνθρωποι», οι πρόσφυγες-μετανάστες, όπου κινδυνεύουν με εκατόμβη λόγω των συνθηκών που ζούνε, και δεν υπάρχει πρόβλεψη να ανοίξει ούτε μια ζεστή αίθουσα για να τους προστατεύσει. Υπάρχουν, τέλος, εκείνοι στη Συρία, την Παλαιστίνη, στην Αφρική και αλλού, που η αγωνία τους δεν είναι καν η πανδημία, αλλά το αν θα βομβαρδιστούν ή θα βρούνε κάτι να φάνε σήμερα. Δεν είναι λοιπόν μια κρίση που όλη η ανθρωπότητα βιώνει με τον ίδιο τρόπο, αφού κυριαρχεί σ’ αυτήν ένα εκμεταλλευτικό σύστημα.

Για τον χαρακτήρα των μέτρων και το κριτήριο απάντησης μας απέναντι σε αυτά

Προκύπτει λοιπόν το ζήτημα, και έχοντας τα παραπάνω ως δεδομένα, της τοποθέτησης μας πάνω στο χαρακτήρα των μέτρων που παίρνονται, της απάντησης μας απέναντι σε αυτά, και των τακτικών μας επιλογών, των πρακτικών μας μέτρων, των μορφών παρέμβασης που υιοθετούμε. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να εκτιμήσουμε το τι είδους μέτρα παίρνονται αυτή στιγμή: πολιτικού και υγειονομικού χαρακτήρα.

Η κυβέρνηση και η αστική τάξη δεν παίρνει κανένα μέτρο με σκοπό να διαφυλάξει τη δημόσια υγεία, αλλά τη δημόσια εικόνα της. Αν η αστική τάξη ήθελε όντως να διαφυλάξει τη δημόσια υγεία, να έχει μια ολοκληρωμένη δομή περίθαλψης, θα μπορούσε να το είχε κάνει εδώ και χρόνια. Αντίθετα, η αστική τάξη συστηματικά κατεδαφίζει τη δομή, κλείνει νοσοκομεία, απολύει γιατρούς, μειώνει τη φαρμακευτική δαπάνη, ιδιωτικοποιεί. Η αστική τάξη βλέπει την περίθαλψη ως ένα επιβαρυντικό στοιχείο του προϋπολογισμού, ως ένα απολίθωμα του κοινωνικού κράτους που κάποτε αναγκάστηκε να υιοθετήσει, κάτω από την ασφυκτική πίεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Αν η κυβέρνηση παίρνει το ένα ή το άλλο μέτρο, είναι κατόπιν συνεκτίμησης του πολιτικού και οικονομικού κόστους. Αν μπορούσε να μην περιορίσει καθόλου την κερδοφορία και την απρόσκοπτη λειτουργία της οικονομίας, θα το έκανε. Όμως, μια τέτοια πορεία των πραγμάτων θα είχε ως συνέπεια το πλήρες πολιτικό της ξεγύμνωμα και την γενικευμένη οργή στα λαϊκά στρώματα. Αυτός ήτανε άλλωστε και ο φόβος της ελληνικής κυβέρνησης, όταν είδε την κατάρρευση του συστήματος περίθαλψης στη Βόρειο Ιταλία. Αμέσως δημιουργήθηκε ο συνειρμός «τι θα συμβεί στην Ελλάδα», εάν επεκταθεί αυτή η κατάσταση. Τότε, άρχισαν να παίρνονται μέτρα, με βασικό σκοπό να «διασωθεί» η εικόνα της κυβέρνησης.

Ανάλογα κρίθηκε και το ζήτημα της εκκλησίας. Κάθε αστική κυβέρνηση, και ειδικά η ΝΔ, έχει συμφέρον να στηρίζει την εκκλησία στον σκοταδιστικό της ρόλο. Και αυτό έγινε: τα επίσημα στελέχη και το κυβερνητικό επιστημονικό προσωπικό, στην αρχή στήριξαν τα αντιεπιστημονικά και μεσαιωνικά κηρύγματα της εκκλησίας. Κάπου όμως αυτή η κατάσταση άλλαξε. Δημιουργήθηκε ο κίνδυνος να χρεωθεί η κυβέρνηση επιλεκτική στάση, αλλά και να ζημιωθεί συνολικά η εκκλησία και ο ρόλος που καλείται να παίξει. Έτσι, όχι από υγειονομικό ή από επιστημονικό ενδιαφέρον, αλλά για λόγους πολιτικής ισορροπίας, η κυβέρνηση ανέλαβε να περισώσει την εικόνα της εκκλησίας.

Υπήρξαν, επίσης, και οι «άλλες» φωνές. Αυτές που εκφράστηκαν πιο καθαρά στη Βρετανία αλλά και στο επιτελείο Τραμπ: γιατί να διατάξουμε την οικονομική λειτουργία αν έχουμε ένα λελογισμένο κόστος; Γιατί να μην αφήσουμε το λαό απροστάτευτο, ως «αγέλη», και να αντιμετωπιστεί μια και καλή το πρόβλημα. Το ότι αυτές οι σκέψεις περιορίστηκαν, προφανώς λόγω μεγάλου πολιτικού κόστους, δεν αναιρεί τα δεδομένα που δημιουργούν. Ένα τμήμα του κεφαλαίου πολύ θα ήθελε να δει την «κρίση ως ευκαιρία», τους ανταγωνιστές του να κολλάνε για να σώσουν ένα τμήμα του πληθυσμού, ενώ οι ίδιοι να εκτοξευτούν οικονομικά, κυριολεκτικά επί πτωμάτων. Άλλωστε, η δομή υγείας στην Αμερική είναι δομημένη πάνω ακριβώς σε αυτή την τάξη πραγμάτων, και όποιον δεν μπορεί να αντέξει σε αυτήν, απλώς τον αποσωληνώνουν. Η Αμερική είναι η χώρα όπου η έννοια της «ατομικής ευθύνης» θριαμβεύει στην πιο καθαρή της μορφή.

Φυσικά, το κεφάλαιο δεν μένει σε αυτό το επίπεδο. Κατοχυρώνει, μέσα από τα μέτρα, μια σειρά πραγματικότητες που χρόνια τώρα προσπαθούσε να εμπεδώσει. Την απαγόρευση των συναθροίσεων, ακόμα και της κυκλοφορίας, και την εμφάνιση στρατού στους δρόμους (Γαλλία). Την αναστολή των συνελεύσεων, των απεργιών και των διαδηλώσεων, ζητήματα που προσπαθεί να εμπεδώσει το τελευταίο διάστημα. Μην ξεχνάμε ότι αυτό το μήνα, αν δεν υπήρχε η πανδημία, θα κατέβαινε το νομοσχέδιο περιορισμού των διαδηλώσεων. Ακόμα περισσότερο, η «ψηφιακή πραγματικότητα», όπου όλοι ζούμε, δουλεύουμε, συναναστρεφόμαστε ηλεκτρονικά, χωρίς την άμεση επαφή, χωρίς τη συλλογικότητα. Φυσικά, με τη δικλείδα της δίωξης της «διασποράς ψευδών ειδήσεων», όταν κάποιοι γίνουν ενοχλητικοί ηλεκτρονικά. Είναι πολιτική αφέλεια να πιστέψουμε ότι το κεφάλαιο θα αφήσει αυτά τα μέτρα περιορισμού να φύγουν όταν τελειώσει αυτή η κρίση, και δεν θα προσπαθήσει να τα επεκτείνει ή να τα επαναφέρει κατά καιρούς. Καλύτερα: ο τρόπος που θα διεξαχθεί η πολιτική πάλη κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης, που επεκτείνεται σε αόριστο χρονικό διάστημα, θα καθορίσει τους συσχετισμούς για το «μετά». Και είναι πάνω από βέβαιο, ότι το κεφάλαιο φοβάται τη μέρα μετά το σοκ που έχουν υποστεί τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων.
Υπό αυτό το πρίσμα οφείλουμε να κρίνουμε και τα μέτρα που παίρνονται. Έχουν διπλό χαρακτήρα. Από τη μία πολιτικό, με την έννοια της διατήρησης της πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, και δημιουργίας συσχετισμών για το βάθεμα της επίθεσης. Από την άλλη, υπάρχει και ο καθαρά υγειονομικός του χαρακτήρας. Ο χαρακτήρας αυτός δεν μπορεί να προσπεραστεί. Δεν είναι εκδήλωση ούτε ριζοσπαστισμού, ούτε πραγματικής απειθαρχίας να μην τηρούμε την αυτοπροστασία. Το ότι τα μέτρα αυτά είναι κυβερνητικά δεν αλλάζει το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή οι λαϊκοί άνθρωποι πρέπει να τηρούν υγειονομικές προφυλάξεις με μεγάλη προσοχή. Αυτό δε σημαίνει όμως υποταγή στο αφήγημα της «ατομικής ευθύνης».

Για το αφήγημα της «ατομικής ευθύνης» και την εκτίμηση της τακτικής μας

Οι δικές μας δυνάμεις, πρέπει να δούνε την παρέμβαση τους στην κοινωνικό-υγειονομική κρίση που έχει προκύψει, ως συνέχεια της οργάνωσης, αντίστασης, διεκδίκησης που διεξάγουν απέναντι στο σύστημα, και την δράση τους μέσα σε αυτή την κρίση, ως τμήμα της γενικής πολιτικής τους δράσης.
Για να περάσει την πολιτική της, η κυβέρνηση επιστρατεύει την λογική της «ατομικής ευθύνης» και της «κοινωνικής υπευθυνότητας». Με βάση αυτή τη λογική, η κυβέρνηση και η αστική τάξη επιβάλλουν τα μέτρα, και ο βαθμός ανταπόκρισης της κοινωνίας καθορίζει την επιτυχία τους. Η λογική αυτή βγάζει εντελώς από την πραγματικότητα την κρατική ευθύνη, αλλά και την αντίσταση-διεκδίκηση. Όπως τους κατοίκους του ορεινού χωρίου Δαμασκηνιά Βοϊου Κοζάνης, που τέθηκαν ναι μεν σε καραντίνα, χωρίς γιατρούς δε!

Πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στην «ατομική ευθύνη» και την αυτοπροστασία. Στο όνομα της «ατομικής ευθύνης» δεν μπορούν οι εργαζόμενοι να υποστείλουν την ταξική και πολιτική τους οργάνωση, να αποδεχθούν όλα τα μέτρα, και να παραιτηθούν από τη διεκδίκηση καλύτερης περίθαλψης. Από την άλλη, η τήρηση των υγειονομικών κανόνων, είναι απαραίτητη τόσο για την επιβίωση των ανθρώπων, όσο και για τη δυνατότητα της πολιτικής τους συγκρότησης σε αυτή τη φάση.
Το πρωτότυπο στοιχείο στην κρίση που διανύουμε, είναι ότι εκ των πραγμάτων υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στις μορφές οργάνωσης των λαϊκού κινήματος, όπως η συνέλευση και η διαδήλωση, και ανάμεσα στην αυτοπροστασία. Η πρωτότυπη αυτή κατάσταση δεν έχει προκύψει με παρόμοιο, συγκρίσιμο τρόπο στο παρελθόν και είναι πολύ δύσκολη η άντληση συμπερασμάτων από την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Θα πρέπει να υπάρξουν κριτήρια ανάλυσης, ώστε να λύνεται αυτή η αντίθεση με σωστό κάθε φορά τρόπο.

Αυτό που πρέπει να γίνει εξ’ αρχής κατανοητό είναι ότι πρέπει να αποφευχθούν οι μονόπλευρες στάσεις. Αυτό είναι ένα στοιχείο που μπορούμε να αντλήσουμε από την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος: οι μονόπλευρες λύσεις δεν μπορούν να διαχειριστούν τις αντιθέσεις. Δεν μπορούμε ούτε να οδηγηθούμε σε έναν αριστερίστικο ψευτοριζοσπαστιμό που να προσπερνά το υγειονομικό ζήτημα, ούτε να πειθαρχούμε τυφλά στο όνομα του υγειονομικού ζητήματος σε ο, τι λέει η κυβέρνηση. Πρέπει να αποκτήσουμε την ικανότητα διάκρισης της κύριας πλευράς ανά στιγμή, πολιτική ή υγειονομική.

Ανάλογα πρέπει να κρίνουμε τις μορφές πάλης και οργάνωσης. Δεν απεμπολούμε εθελοντικά καμία μορφή πάλης και οργάνωσης. Τις προσαρμόζουμε στην πολική εξέλιξη. Τις χρησιμοποιούμε με τρόπο που να προωθούν το πολιτικό τους περιεχόμενο. Καθοριστικό ζήτημα σε αυτό, είναι η πολιτική σχέση με το λαό, η πολιτική κατάσταση του λαού, η συγκεκριμένη πολιτική εκτίμηση.
Μια μορφή πάλης δεν εξαρτάται μονάχα από τη θέληση μας να τη χρησιμοποιήσουμε, αλλά και από τη δυνατότητα μας να εξασφαλίσουμε τη σωστή χρήση της, την αποδοχή της από το λαό, το πλαίσιο και το στόχο με τον οποίον χρησιμοποιείται. Το κίνημα, όταν μια κατάσταση ωριμάσει, έχει τη δυνατότητα να λύνει αντιθέσεις συνδυάζοντας πρακτικά και πολιτικά μέσα, και να πετυχαίνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Καθοριστικό ρόλο λοιπόν θα παίξει η συνεχής εκτίμηση της πραγματικότητας, που μπορεί να αλλάξει με πολύ γρήγορο τρόπο, και με συνεχείς ανατροπές, στο επόμενο διάστημα.

Με αυτό το κριτήριο, και μόνο με αυτό, οφείλουμε να κρίνουμε το πώς θα διαχειριστούμε το ζήτημα που έχουμε μπροστά μας, λαμβάνοντας προσεκτικά υπόψιν την εξέλιξη των πραγμάτων, την πολιτική κατάσταση των μαζών, την ανάγκη να διατηρούν οι δυνάμεις μας το μέγιστο των δυνατοτήτων τους και να μην εκτίθενται σε αχρείαστους κινδύνους, αλλά ποτέ και σε καμία περίπτωση, δεν θα υποστείλουμε το δικαίωμα στην ίδια μας τη λειτουργία, που μοναδικό σκοπό έχει να εξυπηρετήσει τη λαϊκή υπόθεση, να βοηθήσει το λαό να κατακτήσει δικαιώματα στη ζωή και στην περίθαλψη. Ποτέ δεν θα δεχθούμε να φιλτράρουμε τις μορφές πάλης του λαού και των οργανώσεων που δρουν στα πλαίσια του, με τα βρωμερά κριτήρια της «ατομικής ευθύνης» και της «κοινωνικής συνυπευθυνότητας», αλλά αποκλειστικά με το γνώμονα το κατά πόσον καταφέρνουν αποτελεσματικά και ανοίγουν το δρόμο για λαϊκές κατακτήσεις, για καλύτερες συνθήκες περίθαλψης, για ανατροπή της επίθεσης.


ΚΚ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: