Με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά «Το χθες, το σήμερα και το αύριο των πραγμάτων» από τις εκδόσεις «Εκτός Των Τειχών», η Προλεταριακή Σημαία απευθύνθηκε στον συγγραφέα ζητώντας του να απαντήσει σε ορισμένα ερωτήματα. Τόσο τα πυκνά ερωτήματα όσο και οι εκτεταμένες απαντήσεις που χρειάστηκαν, μετέτρεψαν τη σχεδιασμένη συνέντευξη σε μια αναλυτικότερη παρουσίαση για μερικά βασικά θέματα που αναπτύσσονται στο βιβλίο.
Π.Σ : Ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου διαπραγματεύεται τα χαρακτηριστικά, τον ρόλο και τις προοπτικές των κρίσεων του καπιταλισμού. Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας άλλοι μιλάνε για μια νέα κρίση μέσα στην -από χρόνια εκτυλισσόμενη- διεθνή οικονομική κρίση και άλλοι για τριπλή κρίση (οικονομική, υγειονομική και περιβαλλοντική). Μπορούμε να δώσουμε έναν σχετικά συνοπτικό ορισμό αυτού που συμβαίνει;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα που μου τίθενται -εκείνες που εγώ μπορώ να δώσω- βρίσκονται ήδη στις γραμμές του εν λόγω βιβλίου. Το να επιχειρηθεί μία συνοπτική απάντηση ενέχει τον κίνδυνο να "αδικηθούν" τόσο τα ερωτήματα όσο και οι απαντήσεις. Παρ’ όλα αυτά θα προσπαθήσω να απαντήσω, όσο γίνεται πιο συνοπτικά
Ως προς το πρώτο ερώτημα, για την κρίση, στη σελίδα 71 αναφέρεται: «Σαν κρίση θα χαρακτηρίζαμε την έκφραση αδυναμίας μιας ανθρώπινης δραστηριότητας να συνεχίσει να λειτουργεί και να αποδίδει με βάση τους ίδιους όρους και συνθήκες με τις οποίες λειτουργούσε μέχρι να "συναντήσει" αυτόν τον "φραγμό"».
Ειδικότερα για την οικονομική κρίση στη σελίδα 84: «Αν χρειαζόταν να δώσω έναν ορισμό της οικονομικής κρίσης, θα αναφερόμουν στην εκδήλωση της αδυναμίας ολοκλήρωσης του κύκλου της διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου με τους ισχύοντες σε κάθε οικονομική περίοδο όρους».
Όσον αφορά την τελευταία κρίση. Το καπιταλιστικό σύστημα λειτουργεί με όρους κρίσης σε όλη τη διαδρομή του και σε όλη της τη διάρκεια. Καθημερινά εμφανίζονται επιμέρους «κρίσεις» μικρότερες ή μεγαλύτερες σε όλα τα πεδία και οι οποίες ξεπερνιούνται μέσα από τη λειτουργία του συστήματος. Όχι όμως χωρίς συνέπειες και προβλήματα. Και είναι επίσης η συσσώρευση σε μία πορεία αυτών των συνεπειών και προβλημάτων που οδηγεί σε μεγαλύτερες, σε "ανοιχτές" οικονομικές κρίσεις. Ακόμη περισσότερο και ανάλογα το μέγεθος των οικονομικών κρίσεων όταν συνδυαστούν και με άλλους παράγοντες οδηγούν σε συνολικές σε γενικευμένες κρίσεις. Μία τέτοια συνολική και γενικευμένη κρίση εξελισσόταν και πριν ακόμα ξεσπάσει η πανδημία. Αν έπρεπε να δώσω ένα συνοπτικό ορισμό αυτής της κρίσης θα αναφερόμουν στη σύμπλεξη της οικονομικής κρίσης με τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων η οποία εξελίσσεται με όρους ανελέητου ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Οικονομική κρίση και αναδιάταξη δυνάμεων
Ας εξηγηθώ περισσότερο.
Ως προς την οικονομική κρίση οι αιτίες είναι ίδιες κατά βάση με αυτές που χαρακτηρίζουν τις κρίσεις που κάθε τόσο εμφανίζονται στην πορεία του καπιταλιστικού συστήματος. Η αντίφαση ανάμεσα στην ασυγκράτητη τάση επέκτασης της δράσης του κεφαλαίου και την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων από τη μία και το «στένεμα» της αγοράς που επιφέρει η όλη λειτουργία και τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος από την άλλη. Και όπως αναφέρω, το ξεπέρασμα μιας τέτοιας κρίσης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με το πέρασμα σε ένα νέο κύκλο «με διευρυμένη παραγωγή και αντίστοιχη διεύρυνση της αγοράς». Και εδώ χρειάζεται να διευκρινιστεί το εξής.
Στις σημερινές συνθήκες της διασύνδεσης των οικονομιών είναι αδύνατο για μία χώρα (ακόμη και τις πιο ισχυρές) να απαντήσει ολοκληρωμένα μόνη της, από τον εαυτό της και για τον εαυτό της. Η απάντηση ή θα είναι συνολική (όποια μορφή και αν πάρει αυτό το «συνολική») ή δεν θα υπάρξει.
Με αυτά τα δεδομένα ένας βασικός, ένας εκ των ων ουκ άνευ όρος για κάτι τέτοιο είναι η ανακατανομή των αγορών και στην ουσία το ξαναμοίρασμα του κόσμου, όπως άλλωστε η ιστορία μας το έχει δείξει τόσες φορές.
Εδώ βρίσκεται το σημείο σύμπλεξης της οικονομικής κρίσης με την αναδιάταξη δυνάμεων και τον ανταγωνισμό που τη συνοδεύει. Όσον αφορά τώρα μία τέτοια διαδικασία αναδιάταξης αποτελεί ένα φαινόμενο που συνδέεται πάντα με τις γενικότερες εξελίξεις και μεταβολές που συντελούνται τόσο σε κάθε χώρα όσο και συνολικότερα.
Πιο συγκεκριμένα και όσον αφορά την περίοδο που διανύουμε η αφετηρία της μπορεί να τοποθετηθεί στις μεγάλες ανατροπές του 1989-1991, τις μεταβολές που επέφερε στους συσχετισμούς ισχύος και τη βεντάλια των ζητημάτων που άνοιξε.
Συνθήκες αδιεξόδου
Το πρόβλημα που αναδεικνύεται μικρή σχέση έχει με τις οικονομικές δυνατότητες των δυνάμεων του συστήματος αλλά με τον ανταγωνισμό τους. Η ανακατανομή των αγορών ή αλλιώς το ξαναμοίρασμα του κόσμου δεν είναι από τα ζητήματα που μπορούν να λυθούν σε βάση συνεννόησης ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Σε συνθήκες που η κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη αναζητά τη θέση και το ρόλο της στη διαμορφούμενη διάταξη δυνάμεων, οι όποιες συνεννοήσεις, συμφωνίες, συνθήκες κλπ έχουν εκ των πραγμάτων ένα βασικό χαρακτηριστικό. Ενισχύουν τη θέση κάποιας ή κάποιων δυνάμεων σε βάρος των άλλων.
Έτσι το πιο σύνηθες φαινόμενο είναι να υπονομεύονται από την επαύριον της υπογραφής τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα αδιέξοδα να αναπαράγονται σε όλο και ευρύτερη κλίμακα. Γι’ αυτό άλλωστε σε ανάλογες συνθήκες ένα τέτοιο αδιέξοδο οδήγησε σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Με τα σημερινά δεδομένα ωστόσο, δηλαδή τον κίνδυνο ολικής καταστροφής που συνεπάγεται μία πυρηνική αναμέτρηση τα πράγματα έχουν οδηγήσει σε αυτό που χαρακτηρίζεται σαν «ισορροπία τρόμου».
Αυτό δεν σημαίνει ότι μία τέτοια εκδοχή έχει εξοριστεί οριστικά από το ρεπερτόριο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (και κατά πρώτο λόγο των ΗΠΑ) αλλά τουλάχιστον για την ώρα βρίσκεται εκτός ημερήσιας διάταξης.
Με αυτούς τους όρους αυτό που εξελίσσεται είναι ένας πόλεμος σε όλα τα πεδία και με όλα τα μέσα εξαιρουμένης της «τελικής λύσης». Ένας πόλεμος που διεξάγεται στο οικονομικό, το πολιτικό έως και το καθαρά στρατιωτικό πεδίο με τις ένοπλες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και τις έμμεσες πολεμικές αναμετρήσεις μέσω «αντιπροσώπων».
Βασικό στοιχείο της στρατηγικής της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης πέρα από την -αυτονόητη- προσπάθεια ανάπτυξης των δικών της δυνατοτήτων αποτελεί η προσπάθεια μπλοκαρίσματος, ματαίωσης των αντίστοιχων προσπαθειών των ανταγωνιστών της.
Μαίνονται ο εμπορικός ανταγωνισμός για το μερίδιο της καθεμιάς στην παγκόσμια αγορά και ο «πόλεμος κεφαλαίων». Χαρακτηριστική περίπτωση ο αποκλεισμός της Ρωσίας από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Ανάλογα στο ενεργειακό πεδίο όπου συμπλέκονται το οικονομικό με το πολιτικό έως και το στρατιωτικό.
Από τα πιο χαρακτηριστικά φαινόμενα της κατάστασης οι κινήσεις μπλοκαρίσματος των επενδύσεων μίας δύναμης από κάποια άλλη (ή άλλες) με μέσα οικονομικά πολιτικά ή και στρατιωτικά.
Με τις «κυρώσεις» που επιβάλλονται σε κάποιες χώρες, μέσω των οποίων υπαγορεύεται το με ποιους μπορούν να συναλλάσσονται.
Με οικονομικές, πολιτικές ή και στρατιωτικού χαρακτήρα πιέσεις, μέσω των οποίων επιδιώκεται η ματαίωση κάποιων επενδύσεων. Κραυγαλέα η περίπτωση των αγωγών με χαρακτηριστική την πίεση των ΗΠΑ σε Γερμανία για ματαίωση ολοκλήρωσης του αγωγού που θα μεταφέρει το ρωσικό αέριο στη Γερμανία. Με στρατιωτικές επεμβάσεις που εξαέρωσαν επενδύσεις δισεκατομμυρίων σε ορισμένες χώρες, Λιβύη Ιράκ Συρία κ.α.
Το συνολικό αποτέλεσμα είναι να περιορίζονται, να μπλοκάρονται οι δυνατότητες της «εκτίναξης» που απαιτούν οι συνθήκες μέσα από επενδύσεις του πιο προωθημένου χαρακτήρα και στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα.
Σε αυτό το τοπίο κρίσης και αδιεξόδων ήρθε και η πανδημία για να περιπλέξει ακόμα περισσότερο την κατάσταση, αλλά γι’ αυτό θα αναφερθώ παρακάτω.
Πόσο κοστίζουν τα «περιττά κόστη»
Όσο για την υγειονομική κρίση που αναφέρεται στο ερώτημα είναι ολοφάνερο ότι υφίσταται και ως τέτοια.
Εκείνο που θα πρόσθετα είναι πως δεν πρόκειται απλά και μόνο για υγειονομική κρίση αλλά για μία κρίση που συμπλέκεται, καθορίζεται και αντεπιδρά στην οικονομική και τη συνολική κρίση του συστήματος. Μια κρίση που οφείλεται τόσο σε αντικειμενικούς λόγους (την εμφάνιση της πανδημίας) όσο και στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και τις ιεραρχήσεις των ιθυνόντων του.
Τόσο εκείνες που γίνανε στο προ πανδημίας διάστημα όσο και αυτές που πραγματοποιήθηκαν μετά το ξέσπασμά της. Ειδικότερα αυτές που αφορούσαν το ζήτημα της περίθαλψης και γενικότερα της υγείας.
Έτσι σε μια κορύφωση του κυνισμού τους υπήρξαν think tanks του συστήματος που «ανακάλυψαν» ότι τα προβλήματα της οικονομίας οφείλονται στο «περιττό κόστος» που επιφέρουν η λειτουργία των συστημάτων περίθαλψης, οι συντάξεις και οι διάφορες μορφές κοινωνικής μέριμνας. Στην πραγματικότητα αυτές οι εξωφρενικές, οι ξεδιάντροπες απόψεις διατυπώθηκαν κατά παραγγελία των ιθυνόντων του συστήματος για να δικαιολογήσουν την πολιτική που ήδη είχαν αποφασίσει. Μια πολιτική που οδήγησε στην αποσάθρωση των συστημάτων περίθαλψης και υγείας, που καθόρισε τη ροή των κεφαλαίων και η οποία επηρέασε αρνητικά τόσο την επιστημονική έρευνα όσο και την εν γένει προετοιμασία. Το αποτέλεσμα ήταν η ανθρωπότητα να βρεθεί απροετοίμαστη και αφοπλισμένη μπροστά στην έλευση της πανδημίας.
Αλλά και μετά το ξέσπασμα της πανδημίας κινήθηκαν στη βάση της ίδιας λογικής και της φιλοσοφίας που τους χαρακτηρίζει. Όχι γιατί στερούνταν των μέσων και των δυνατοτήτων να διακρίνουν τη φύση και τις διαστάσεις του προβλήματος που ανέκυπτε και ποια όφειλε να είναι η αντιμετώπισή του αλλά επειδή παρέμεναν «αιχμάλωτοι» της λογικής και των επιλογών τους. Αυτών που απορρέουν από τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Ας εξηγηθώ περισσότερο.
Σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, όπως εμφανίζονταν στις επιστημονικές ανακοινώσεις και ιδιαίτερα όπως αυτά επιβεβαιώνονταν στην περίπτωση της Ιταλίας, διαμορφωνόταν μια κατάσταση ιδιαίτερα κρίσιμη και με πολύ σοβαρές συνέπειες.
Η πανδημία έπαιρνε παγκόσμιες διαστάσεις με έναν ιό άκρως μεταδοτικό αλλά και θανατηφόρο. Το πρόβλημα το μεγέθυναν η υποβάθμιση των συστημάτων περίθαλψης, η ανεπάρκεια των θεραπευτικών μέσων και η αντικειμενική αδυναμία σύντομης παρασκευής εμβολίων. Όλα αυτά σήμαιναν ορισμένα πράγματα.
Ότι η κατάσταση αυτή θα διαρκέσει για μεγάλο διάστημα και ακόμη μεγαλύτερο οι κάθε μορφής συνέπειες της. Ότι η ανθρωπότητα δεν θα βγει από αυτή την περιπέτεια χωρίς σοβαρές απώλειες. Σε ανθρώπινες ζωές. Σε επιπτώσεις στην υγεία και όσων μπορέσουν να επιβιώσουν. Και βεβαίως σε οικονομικού χαρακτήρα απώλειες με όλες τις επιπτώσεις που θα έχουν όλα αυτά στην κοινωνική ζωή.
Το ψευτοδίλημμα και οι συνέπειές του
Απέναντι σε όλα αυτά είδαμε να τίθεται προς συζήτηση το ζήτημα. Οικονομία ή υγεία. Πρόκειται για ψευτοδίλημμα. Αλλά ας εξηγηθώ. Όπως έχω ήδη γράψει, καμία κοινωνία δεν μπορεί να σταθεί με τις παραγωγικές οικονομικές τις λειτουργίες σε πλήρη αναστολή και εις το διηνεκές. Ταυτόχρονα ωστόσο καμία οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τους ανθρώπους που υπηρετούν αυτές τις λειτουργίες. Χωρίς τη διασφάλιση εκείνων των όρων και των συνθηκών που να δίνουν τη δυνατότητα στα μέλη της κοινωνίας να εργάζονται, να μετακινούνται, να λειτουργούν σε συνθήκες της μεγαλύτερης δυνατής ασφάλειας για την υγεία τους και την ίδια τους τη ζωή. Να αισθάνονται ότι σε οποιαδήποτε περίπτωση θα έχουν διασφαλισμένη την πλήρη, την καθολική υγειονομική τους περίθαλψη. Το πρόβλημα ήταν ότι μία αντιμετώπιση αυτού του χαρακτήρα βρισκόταν και βρίσκεται έξω από τη λογική του συστήματος καθώς συνεπαγόταν ένα οικονομικό κόστος. Τον περιορισμό τουλάχιστον για ένα διάστημα των κερδών του κεφαλαίου. Την αποδοχή των απωλειών που αναπόφευκτα επέφεραν η πανδημία και οι συνέπειές της. Κάτι τέτοιο ωστόσο ήταν αδιανόητο για τους κεφαλαιοκράτες και τους ιθύνοντες που τους υπηρετούν. Εκείνο που κανοναρχούσε τις σκέψεις και τις επιλογές τους ήταν η κατ’ αυτούς «διάσωση της οικονομίας».
Εδώ βρίσκονται οι λόγοι της υποτίμησης του προβλήματος και των ανεπαρκών τρόπων αντιμετώπισής τους.
Σε αυτή τη λογική βρήκαν πιο βολικό να αρκεστούν σε ημίμετρα και ταυτόχρονα να μετατοπίσουν τα οικονομικά κόστη στις πλάτες των λαϊκών μαζών. Ακόμα χειρότερα. Τις συνθήκες που διαμορφώνει η πανδημία τις είδαν σαν «ευκαιρία» για να εξαπολύσουν μια εκτεταμένη επίθεση στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Μόνο που τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα λογάριαζαν.
Η πανδημία συνέχιζε ασυγκράτητη, τα κρούσματα πλήθαιναν με γεωμετρική πρόοδο, οι θάνατοι πολλαπλασιάζονταν και τα ίδια ανεπαρκή συστήματα περίθαλψης οδηγούνταν σε επίπεδα κατάρρευσης καθώς αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση που διαμορφωνόταν. Και το ακόμη «χειρότερο» για τη λογική του συστήματος ήταν ότι με τέτοιες συνθήκες και η «οικονομία τους» αδυνατούσε να βρει τους ρυθμούς της και οι οικονομικές συνέπειες συνέχισαν να μεγεθύνονται. Αυτό που εξελισσόταν πλέον ήταν μία κρίση μέσα στην ήδη υπάρχουσα κρίση του συστήματος. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για την «εκδίκηση του περιττού κόστους» απέναντι στον παραλογισμό -σε τελευταία ανάλυση- των επιλογών του συστήματος. Έναν παραλογισμό στη βάση του οποίου ούτε τις ζωές των ανθρώπων μπόρεσαν να διαφυλάξουν ούτε την οικονομία τους να διασώσουν. Έναν παραλογισμό που χρειάζεται να υπογραμμισθεί ότι το μεγαλύτερο και κυριότερο κόστος το επωμίστηκαν και το επωμίζονται οι λαοί αυτού του κόσμου. Ένα κόστος που προσμετράμε σε εκατομμύρια νεκρούς, σε ακόμη περισσότερα εκατομμύρια με σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ εκτεταμένα τμήματα των λαϊκών μαζών βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο να καταβαραθρώνεται.
Βλέποντας και κάνοντας
Απέναντι στις διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά που έπαιρνε πλέον το ζήτημα άρχισαν να λαμβάνονται σειρά μέτρων με εμφανή πολλές φορές το σπασμωδικό τους χαρακτήρα και γενικότερα την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την κατάσταση που διαμορφωνόταν. Εκείνο που αναδεικνύεται πλέον μέσα από το σύνολο των πεπραγμένων τους είναι ότι λειτουργούν εν αναμονή μιας συγκεκριμένης εξέλιξης. Τη διαμόρφωση ενός «τείχους ανοσίας» που θα ανακόψει την επέλαση της πανδημίας και θα δώσει το σήμα μιας ολικής επανεκκίνησης της οικονομίας. Ενός τείχους που ευελπιστούν ότι θα διαμορφωθεί μέσα από τα εμβόλια και τις διαρκώς βελτιούμενες θεραπευτικές μεθόδους. Μέσα από τη διαμόρφωση όρων ανοσίας σε εκατομμύρια ανθρώπων που θα προσβληθούν από τον ιό αλλά θα μπορέσουν να ιαθούν. Αλλά και μέσα από το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων που θα «εκκαθαρίσει» ως ένα βαθμό τις πιο ευάλωτες κατηγορίες.
Πέρα από τον κυνισμό του πράγματος ανακύπτουν ορισμένα ερωτήματα. Θα γίνει έτσι; Πότε θα γίνει αυτό και ποια η πραγματική κατάσταση που θα 'χει διαμορφωθεί; Διατυπώνονται διαφόρων μορφών εκτιμήσεις. Έτσι ή αλλιώς πρόκειται για ερώτημα που δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Αναδεικνύεται ωστόσο ένα σοβαρό ζήτημα. Παρατηρώντας κανείς τις ανακοινώσεις των ιθυνόντων του συστήματος εκείνο που διαπιστώνει είναι μία «βιασύνη» στο να προδιαγράψουν το τέλος της πανδημίας και συνεπώς την ολική επανεκκίνηση της οικονομίας και το οποίο το τοποθετούν σε τρεις, σε έξι μήνες, άντε στις αρχές του επόμενου έτους. Μια βιασύνη που περισσότερο βασίζεται στις επιθυμίες τους παρά στα πραγματικά δεδομένα. Ας εξηγηθώ.
Πέρα από την αβεβαιότητα που είναι ευδιάκριτη στις ανακοινώσεις των επιστημονικών κύκλων υπάρχει, κατά τη δική μου τουλάχιστον άποψη, ένα σημαντικό δεδομένο.
Η αναστάτωση που έχει προκαλέσει η πανδημία και οι επιπτώσεις της σε όλα τα πεδία και σε όλες τις μορφές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής δεν πρόκειται να εξαλειφθούν σύντομα, ακόμη και αν υποθέταμε ότι γίνονταν εφικτός ο έλεγχος της . Εδώ ελλοχεύει ένας κίνδυνος. Οι δυνάμεις του συστήματος στην βιασύνη τους να αποκαταστήσουν την πλήρη οικονομική λειτουργία και τους όρους κερδοφορίας του κεφαλαίου, να εμφανίζουν την κατάσταση ελεγχόμενη, να διακηρύσσουν το τέλος της πανδημίας χωρίς στην πραγματικότητα να ισχύει κάτι τέτοιο. Το τι θα σημαίνει αυτό δεν είναι δύσκολο να το φανταστούμε.
Χαρακτηριστική ως προς αυτό -για να αναφερθώ και στα κάθ’ ημάς- η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Αυτή, πέρα από τις αναλογίες της με τη γενικότερη αντιμετώπιση του συστήματος, είχε και κάποιες ιδιαιτερότητες.
Τόσο στο χρόνο που μας πέρασε όσο και φέτος οι προσπάθειες και η αγωνία της βρίσκονταν στο να μεθοδευτεί η διάσωση της τουριστικής περιόδου. (Της βαριάς βιομηχανίας της χώρας μας). Το περσινό πάθημα δεν της έγινε μάθημα και συνεχίζει απτόητη (ή μήπως εν απελπισία διατελούσα) στον ίδιο καμβά. Να το θέσω με πιο απλό τρόπο. Αν περιμένουν -ό,τι και αν γίνει στο μεταξύ διάστημα- να συρρεύσουν τα εκατομμύρια των τουριστών που μας επισκέπτονταν τα προηγούμενα χρόνια είναι απλώς μακριά νυχτωμένοι.
Πόσο περιβαλλοντική
Όσο αφορά την περιβαλλοντική κρίση στην οποία αναφέρεται το ερώτημα που μου τίθεται. Ένα πρώτο ζήτημα βρίσκεται στο τι εννοεί ο καθένας αναφερόμενος σε αυτήν.
Κρίση αυτής ή εκείνης της μορφής μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε σαν τέτοια εφόσον οι δικοί της παράγοντες είναι εκείνοι που προκαλούν ή έστω επιδρούν καθοριστικά στο μπλοκάρισμα (την κρίση) της παραγωγής, οικονομικής και της εν γένει κοινωνικής λειτουργίας. Όσο με αφορά ως προς τις αιτίες και τους όρους της κρίσης που υφίσταται εδώ και καιρό αναφέρομαι αναλυτικά τόσο στο βιβλίο όσο και ως ένα βαθμό σε αυτήν την συζήτηση . Αναφέρομαι επίσης στην υγειονομική κρίση και τις επιδράσεις στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών (κρίση μέσα στην κρίση) της υφιστάμενης γενικευμένης κρίσης.
Από εκεί και πέρα και όσον αφορά το ερώτημα περί του αν έχουμε και περιβαλλοντική κρίση. Είναι δεδομένες και αποτελούν αναμφισβήτητη πραγματικότητα οι καταστροφές που προκαλεί στο περιβάλλον ο καπιταλιστικός τρόπος λειτουργίας. Ένα πρόβλημα που θα μεγεθύνεται εφόσον τα πράγματα συνεχίσουν να κινούνται στην ίδια τροχιά. Οι συνέπειές τους, πέρα από την άμεση επίδρασή τους, είναι δεδομένο ότι θα επιβαρύνουν από κάθε άποψη (και οικονομική) τη ζωή των επόμενων γενεών.
Το αν ωστόσο τα πράγματα οδηγηθούν στο να εκδηλωθεί μία γενικευμένου περιβαλλοντικού χαρακτήρα κρίση είναι κάτι που θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη σειράς παραγόντων και η οποία δεν μπορεί να προβλεφθεί από τώρα.
Ας έρθω ωστόσο στο ερώτημα όπως τίθεται και το οποίο αφορά τον ενεστώτα χρόνο.
Καταστροφές στο περιβάλλον έχουμε εδώ και πολλά χρόνια οι οποίες ωστόσο, πέρα από τα προβλήματα που αναμφισβήτητα θέτουν, δεν οδήγησαν σε μπλοκάρισμα της καπιταλιστικής λειτουργίας. Τίθεται ωστόσο ένα ερώτημα και αφορά την πανδημία, την υγειονομική κρίση και τις επιδράσεις της στη διαμόρφωση της συνολικής κρίσης. Ένα ερώτημα περί του αν η εμφάνιση του ιού οφείλεται κατά κύριο λόγο σε αιτίες πέραν των ανθρώπινων δυνατοτήτων ή στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος.
Σε σχέση με αυτό υπάρχουν απόψεις που υποστηρίζουν ότι οι επιδημίες οφείλονται σε καθοριστικό βαθμό στις καταστροφές στο περιβάλλον που ευνοούν την εκκόλαψη των ιών και στην καπιταλιστική λειτουργία που διαμορφώνει συνθήκες διάδοσής τους. Απόψεις τις οποίες, όπως ήδη έχω αναφέρει, τις θεωρώ σοβαρές και που αξίζει να τις παίρνουμε υπόψη μας.
Από εκεί και πέρα και με δεδομένο ότι οι γνώσεις μου δεν επαρκούν για τη διαμόρφωση μιας στέρεης άποψης πάνω σε αυτό επιλέγω να διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Πολύ περισσότερο καθώς όπως είναι γνωστό οι επιδημίες, πανδημίες αυτής ή εκείνης της μορφής και έκτασης εμφανίζονταν σε όλη την ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας.
Μοιάζει να «συνηγορεί» σε μία τέτοια άποψη το ενδιαφέρον που εκδηλώνεται τελευταία αλλά και παλιότερα για το περιβάλλον από μεριάς παραγόντων του συστήματος (βλέπε και πρωτοβουλία Μπάιντεν κλπ).
Μοιάζει, μόνο που δεν με πείθει καθόλου. Κάτι τέτοιο δεν συνδέεται μόνο με την πάγια και απόλυτα δικαιολογημένη δυσπιστία μου απέναντι σε ό,τι λένε και ό,τι πράττουν αυτοί οι παράγοντες. Μου είναι αδύνατο να αποδεχτώ ότι όλοι αυτοί γίνανε ξαφνικά και δι’ επιφοιτήσεως «οικολόγοι». Στρέφομαι λοιπόν στην αναζήτηση πιο «πεζών» λόγων και αιτιών γι αυτό το ενδιαφέρον. Εκείνων που συνδέονται με τη συγκεκριμένη και «χειροπιαστή» οικονομική και γενικευμένη κρίση του συστήματος καθώς και τον ανελέητο ανταγωνισμό ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ενδεικτικά αναφέρω. Τον ανταγωνισμό στο ενεργειακό πεδίο.
Τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης (από πετρέλαιο, αέριο) σε συνδυασμό με την πολιτική διαφύλαξης στρατηγικών αποθεμάτων.
Ιδιαίτερη σημασία έχει εδώ ο περιορισμός της ρωσικής διείσδυσης στην παγκόσμια αγορά μέσω πετρελαίου, αερίου. Σε αντίστροφη κατεύθυνση το στρίμωγμα της Κίνας με τις τεράστιες ενεργειακές ανάγκες. Κατά τα άλλα η Κίνα σχεδιάζει να φτάσει στον αποφασιστικό περιορισμό των ρύπων «σύντομα». Το 2060! Διείσδυση, κατάκτηση, υποθήκευση εδαφών (σε Βραζιλία κ.α.) χάριν, υποτίθεται, εναλλακτικών καλλιεργειών καθώς και εναλλακτικών μορφών ενέργειας.
Αναζήτηση συγκριτικού πλεονεκτήματος στην παγκόσμια αγορά στο τεχνικό επιστημονικό πεδίο. Ένα σημαντικό λ.χ. ζήτημα είναι η αντιμετώπιση της κρίσης στην αυτοκινητοβιομηχανία με την ανάπτυξη του κλάδου των υβριδικών αυτοκινήτων.
Ανάλογα στο πεδίο των καλλιεργειών καθώς και των ειδών διατροφής ένα πεδίο όπου αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια μία αντίστοιχη αγορά. Γενικότερα η ανάπτυξη σε ένα πεδίο που αφ’ ενός θα δώσει επενδυτικές διεξόδους στα «αδρανούντα» κεφάλαια και αφ’ ετέρου ελπίζεται ότι θα προσδώσει ασύγκριτα πλεονεκτήματα σε ορισμένες δυνάμεις στα πλαίσια του εντεινόμενου ανταγωνισμού. Από εκεί και πέρα δίνει τη δυνατότητα να εμφανίζονται οι παράγοντες του συστήματος ότι ενδιαφέρονται για τη φύση, τον άνθρωπο, την υγεία του, τη ζωή του και ας είναι αυτά τα τελευταία που τους απασχολούν.
Π.Σ : Η πανδημία , το «κλείσιμο» των καπιταλιστικών οικονομιών που ακολούθησε , η τηλεργασία , το ηλεκτρονικό εμπόριο κλπ έθεσαν σοβαρά ερωτήματα για τον ρόλο της ζωντανής εργασίας , την θέση της εργατικής τάξης. Στο βιβλίο υπάρχει μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση . Επιχειρηματολογείς για την αύξηση της παγκόσμιας εργατικής τάξης και του ρόλου της στις καπιταλιστικές κοινωνίες . Είναι πράγματι έτσι τα πράγματα;
Για την εργατική τάξη
Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα. Όσον αφορά τη μεγέθυνση της εργατικής τάξης σε παγκόσμια κλίμακα δεν νομίζω ότι χρειάζονται κάποια επιχειρήματα παρά μόνο να παρατηρήσουμε αυτό που έτσι ή αλλιώς συμβαίνει.
Αν υπάρχει ένα ερώτημα εδώ, αυτό αφορά την κυριάρχηση, την επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά και σ’ αυτό, εκείνο που έχει να κάνει κανείς είναι επίσης να παρατηρήσει αυτό που ήδη συντελείται σε παγκόσμια επίσης κλίμακα. Μια εξέλιξη που συνδέεται πρώτον με την κυριάρχηση των δυνάμεων του κεφαλαίου στον πλανήτη. Με την εγγενή τάση του κεφαλαίου να επεκτείνει απεριόριστα τη δράση του. Με το γεγονός ότι εδώ και καιρό έχουμε περάσει σε μια περίοδο που το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο δεν αρκείται στο να ληστεύει απλώς τις εξαρτημένες χώρες, να προμηθεύεται λόγου χάρη πετρέλαιο, πρώτες ύλες με ληστρικούς όρους, αλλά να εντείνει την εκμετάλλευσή τους στο έπακρο αξιοποιώντας και το φθηνό εργατικό τους δυναμικό και γενικότερα την ιθαγενή παραγωγική βάση και αγορά. Με το γεγονός ότι και οι χώρες που υφίστανται αυτή την εκμετάλλευση δεν έχουν άλλη επιλογή από το να προσαρμοστούν στον κυρίαρχο καπιταλιστικό τρόπο λειτουργίας και τους όρους της παγκόσμιας αγοράς που η ιμπεριαλιστική κυριαρχία διαμορφώνει. Αυτό ισχύει για όλες τις χώρες ακόμη και εκείνες που εμφανίζουν μεγάλη καθυστέρηση ή και εκείνες που οι κοινωνικές τους δομές π.χ. μουσουλμανικές χώρες εμφανίζουν σοβαρές δυσκαμψίες προσαρμογής.
Μόνο που ακριβώς σ’ αυτές τις τελευταίες μπορεί να δει κανείς την πίεση που ασκεί η κυριάρχηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα. Από εκεί και πέρα το αν η φεουδαρχία αυτών των χωρών ανατραπεί από μία αναδυόμενη αστική τάξη ή οι μουλάδες εξελιχθούν σε καπιταλιστές (ήδη έχουμε τέτοια φαινόμενα) μένει να το δούμε.
Τώρα όσον αφορά το πώς ακριβώς θα εξελιχθεί αυτό το προτσές, με ποιους ρυθμούς και σε πόσο διάστημα δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι πως πρόκειται για τάση ιστορικού χαρακτήρα που μπορεί να γνωρίσει προβλήματα, καθυστερήσεις, περιπλοκές, αλλά η οποία δεν μπορεί να ανακοπεί.
Όπως αναφέρω στο βιβλίο οι απαντήσεις δεν βρίσκονται πίσω αλλά μπροστά. Η ανθρωπότητα δεν γίνεται να πάει πίσω και πριν από τον καπιταλισμό αλλά να προχωρήσει. Ένα προχώρημα που συνδέεται με το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Με δεδομένη συνεπώς την κυριάρχηση, τη διαρκή επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα δεν μπορούμε παρά να δούμε σαν αναπόφευκτη συνέπειά της την αντίστοιχη δημιουργία, μεγέθυνση της εργατικής τάξης, της εκ των ων ουκ άνευ αναγκαία για την υπηρέτηση αυτού του τρόπου λειτουργίας. Αυτή είναι η σχέση των πραγμάτων και τα αποτελέσματά της ήδη εμφανίζονται στην πραγματική ζωή.
Το πραγματικό ερώτημα
Όσον αφορά τώρα το ρόλο της ζωντανής εργασίας και συνακόλουθα της εργατικής τάξης στην καπιταλιστική παραγωγική λειτουργία αυτό είναι μία παλιά συζήτηση που την επανέφερε το ξέσπασμα της πανδημίας με την αύξηση της τηλεργασίας, του ηλεκτρονικού εμπορίου κλπ. Πριν προχωρήσω θεωρώ αναγκαία μία διευκρίνιση.
Θεωρώ πως υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τη σχέση της εργατικής τάξης με το ζήτημα τηλεργασία και άλλοι με το ηλεκτρονικό εμπόριο. Με απασχολεί κυρίως το πρώτο.
Στην πραγματικότητα αυτό που τίθεται σαν ερώτημα αφορά τη σχέση πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα. Ειδικότερα το πόσο βάρος θα πάρει ο τριτογενής σε σχέση με τους άλλους δύο. Ας τα βάλω σε μία σειρά.
Πρώτον, ο τριτογενής τομέας υπάρχει επειδή υπάρχουν οι άλλοι δύο τομείς. Αυτοί αποτελούν τη βάση ύπαρξής του και χωρίς αυτούς απλώς δεν θα υπήρχε. Δεύτερον, όχι απλά μόνο ο καπιταλισμός αλλά η ανθρωπότητα. η ύπαρξή της ολάκερη και σε όλη της τη διαδρομή οφείλεται σ’ αυτά που της προσφέρει ο πρωτογενής και ο δευτερογενής τομέας. Ούτε σαν αστείο δεν μπορεί να σταθεί το ότι αυτοί οι δύο τομείς θα χάσουν το βάρος, τη σημασία και την έκταση που καταλαμβάνουν στο συνολικό γίγνεσθαι. Με δεδομένο συνεπώς το ρόλο τους εκείνο που προκύπτει σαν αυτονόητο είναι ο αντίστοιχος ρόλος, το βάρος, η σημασία που έχει η ύπαρξη της εργατικής τάξης στην ύπαρξη και λειτουργία τους.
Είναι ένα ζήτημα το ποια έκταση θα πάρει ο τριτογενής τομέας στην πορεία των πραγμάτων. «Για την ώρα» θα ήθελα να σταθώ λίγο σε μία παραπλανητική εικόνα που δημιουργεί εντυπώσεις και οδηγεί σε «θεωρίες». Αυτήν που παρατηρείται στη διάρθρωση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών (ιμπεριαλιστικών) χωρών όσον αφορά τις αναλογίες των τριών τομέων και όπου ο τριτογενής τομέας εμφανίζεται ιδιαίτερα αναπτυγμένος.
Αν κάνουμε ωστόσο μία αναγωγή σε πλανητική κλίμακα, αν υποθέσουμε την παγκόσμια διάρθρωση ενιαία, τότε θα δούμε ότι οι αναλογίες είναι εντελώς διαφορετικές. Αυτό συμβαίνει επειδή -πέραν των άλλων- η παραγωγική οικονομική βάση των ιμπεριαλιστικών χωρών δεν περιορίζεται στο μητροπολιτικό τους έδαφος αλλά εκτείνεται σε όλο τον πλανήτη. Πλανητικές διαστάσεις έχει η πλατιά πρωτογενής και δευτερογενής βάση του τριτογενούς τομέα που εμφανίζεται υπερδιογκωμένη στις Μητροπόλεις. Ένας τριτογενής τομέας που, ας σημειωθεί, δεν περιλαμβάνει τις υπηρεσίες και τους μηχανισμούς που αντιστοιχούν αντικειμενικά σε αυτήν την πλατιά βάση από οικονομική διαχειριστική άποψη. Περιλαμβάνει και τους επίσης υπερδιογκωμένους και πολύμορφους μηχανισμούς επιβολής της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας πολιτικούς και οικονομικούς οργανισμούς, κρατικούς και διεθνείς, μυστικές υπηρεσίες, δυνάμεις ταχείας αντίδρασης, στρατιωτικές δυνάμεις κ.α.
Αναγκαία επίσης μια ακόμη διευκρίνιση. Οι επιτελείς του συστήματος και σε αντίθεση με τους φιλολογούντες ανέξοδα επί του θέματος και επειδή γνωρίζουν πολύ καλά που οφείλεται η ισχύς τους, φροντίζουν και να τη διαφυλάσσουν. Θα είμαι σύντομος και επιγραμματικός.
Η παραγωγική βάση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών (τόσο η βιομηχανική όσο και η …αγροτικού τύπου) και αναφέρομαι σε αυτήν που εδράζεται στο μητροπολιτικό έδαφος είναι η μακράν πιο …παραγωγική του πλανήτη.
Ξαναζεσταμένα θεωρήματα
Ας έρθω ωστόσο πιο συγκεκριμένα σε αυτήν που προανέφερα σαν «παλιά» συζήτηση και η οποία ξανανοίγει. Αυτή που αφορά στο αν και κατά πόσο μπορεί να υποκατασταθεί ή να περιοριστεί δραστικά ο ρόλος της ζωντανής εργασίας, η θέση και ο ρόλος της εργατικής τάξης. Με την αυτοματοποίηση, τα ρομπότ, την τηλεργασία, την τεχνητή νοημοσύνη κλπ.
Όπως αναφέρω και στο βιβλίο, η πορεία της ανθρωπότητας και ιδιαίτερα αυτή της καπιταλιστικής περιόδου χαρακτηρίζεται από άπειρες καινοτομίες τεχνοεπιστημονικού χαρακτήρα με αντίστοιχες εφαρμογές στην παραγωγική οικονομική διαδικασία. Όπως θα μπορούσε να ειπωθεί, η ιστορία του καπιταλισμού είναι ταυτόχρονα και η ιστορία των καινοτομιών, των αλλαγών που επέφερε στην παραγωγική και την εν γένει οικονομική διαδικασία. Αλλαγές που κάθε τόσο έδιναν την ευκαιρία στους κάθε λογής θεωρητικούς να προαναγγέλλουν «εν χορδαίς και οργάνοις» το «τέλος» της ζωντανής εργασίας και την «εμφάνιση» της εργατικής τάξης. Παρ’ όλα αυτά η ζωντανή εργασία συνέχισε να παραμένει …ζωντανή και η εργατική τάξη στη θέση και το ρόλο της και μάλιστα συνεχώς μεγεθυνόμενη τόσο ποσοτικά όσο και ποσοστιαία στη συνολική παραγωγική διαδικασία. Αυτό βέβαια δεν πτοούσε τους θεωρητικούς αυτού του είδους και κάθε τόσο επανέρχονταν με «ανανεωμένα» τα θεωρήματα τους.
Αυτό που δεν κατανοούσαν ή καλύτερα δεν θέλανε να κατανοήσουν είναι πως μία τέτοια εξέλιξη συνδέεται με τη φύση των πραγμάτων και ειδικότερα με τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος, τον καπιταλιστικό τρόπο λειτουργίας.
Όπως επίσης αναφέρω, οι καινοτομίες (τα ρομπότ κλπ) μπορούν να προσφέρουν πολλά, να αλλάξουν πολλά πράγματα εκτός από ένα. Εκείνο πάνω στο οποίο εδράζεται η ύπαρξη και λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Να παράγουν υπεραξία. Όσο για την τηλεργασία που τόσος λόγος γίνεται για αυτήν τελευταία, έχει και αυτή τα όριά της και αυτό είναι κάτι που δεν θα αργήσουμε πολύ να το δούμε.
Όπως και να το κάνουμε τα χωράφια δεν πρόκειται να μετακινηθούν από τη θέση τους, ούτε τα ορυχεία να μετακομίσουν, ούτε τα εργοτάξια και τα εργοστάσια να καταργηθούν. Θα συνεχίσουν να υπάρχουν στη θέση, το ρόλο και τη λειτουργία τους, όπως θα συνεχίσουν να υπάρχουν και οι ζωντανοί άνθρωποι που θα υπηρετούν αυτή τη λειτουργία μέσω και των σημερινών, των αυριανών και τον μεθαυριανών καινοτομιών. Και για να το θέσω κάπως αλλιώς. Η εργατική τάξη δεν πρόκειται να καταργηθεί και για έναν ιδιαίτερο λόγο. Το απαγορεύει ο καπιταλισμός. Η φύση, ο χαρακτήρας, η λειτουργία του.
Η υλική βάση της απάντησης
Τέλος και όσον αφορά το ρόλο της εργατικής τάξης στην πορεία των πραγμάτων από το συνολικό γίγνεσθαι. Η βάση της απάντησης βρίσκεται στον αν διατηρεί τη θέση, το ρόλο και τη σημασία της στην παραγωγική οικονομική λειτουργία της κοινωνίας. Όπως επίσης στο αν μεγεθύνεται σε παγκόσμια πλέον κλίμακα. Ζητήματα στα οποία εξέθεσα ήδη την άποψή μου.
Εφόσον αυτά ισχύουν, και αναμφισβήτητα ισχύουν, έχουμε ήδη τη θεμελιώδη συνθήκη πάνω στην οποία μπορεί να βασιστεί ο ρόλος της εργατικής τάξης και σε αναφορά με το συνολικό γίγνεσθαι. Ο όρος για να αναλάβει τον πρωτοποριακό επαναστατικό της ρόλο είναι η συγκρότηση της σε τάξη για τον εαυτό της και στο ανώτερο επίπεδο και το οποίο αποτελεί το ζητούμενο των καιρών μας.
Από εκεί και πέρα το πότε, πώς και μέσα από ποιους δρόμους θα συντελεστεί κάτι τέτοιο, αυτό είναι μία άλλη συζήτηση.Περιορίζομαι εδώ να σημειώσω τα εξής. Στοιχεία της απάντησης μπορούμε να αναζητήσουμε καταρχάς στην ιστορία.
Η εργατική τάξη, και στη μορφή την οποία αναφερόμαστε, δημιουργήθηκε αρχικά και καθόλου τυχαία στις χώρες που πρώτες αναπτύχθηκαν καπιταλιστικά. Στην Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική. Στις ίδιες χώρες άρχισε να συγκροτείται σαν τάξη και στις ίδιες, και πάλι όχι τυχαία, αναπτύχθηκαν, διαμορφώθηκαν οι σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές ιδέες και απόψεις.
Εξελίξεις που στη σύμπλεξη - σύνθεσή τους οδήγησαν στη διαμόρφωση, συγκρότηση του Εργατικού Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κινήματος. Μια εξέλιξη κοσμοϊστορικού χαρακτήρα, μια τομή στην ιστορία που έμελλε να αλλάξει τη μορφή του κόσμου. Μια εξέλιξη που υπαγορευόταν από την ίδια τη φύση των πραγμάτων, των υλικών και κοινωνικών παραγόντων που την συνέθεταν. Πάνω σε αυτή την υλική βάση λειτούργησαν διανοητές όπως οι Μαρξ, Ένγκελς κ.ά. για να συμβάλουν καθοριστικά στη μορφή, την εξέλιξη, την ανάπτυξή της.
Με δεδομένο ότι οι υλικοί, κοινωνικοί παράγοντες της σήμερον είναι ίδιοι, θεωρώ πως θα ‘ναι αυτοί, θα ‘ναι η φύση των πραγμάτων που θα δώσει και πάλι τις απαντήσεις της.
Από εκεί και πέρα το ποιες ομοιότητες, αναλογίες και διαφορές θα εμφανίζει το νέο προτσές σε σχέση με το προηγούμενο αυτό δεν είναι κάτι στο οποίο χωράνε προβλέψεις και σχεδιασμοί.
Αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι πως πρόκειται για ένα σύνθετο πολύ όμορφο και κατά το μάλλον μακρόχρονο προτσές. Ένα προτσές που θα εξελίσσεται παγκόσμια με τις δικές του ιδιαιτερότητες ανά χώρα και περίοδο μέχρι να συντεθεί σε παγκόσμιο κίνημα και με την όποια μορφή που τελικά πάρει.Από τη μεριά μου στο μόνο που για την ώρα μπορώ να απαντήσω ως προς αυτό είναι ότι η κοινή βάση αυτής της σύνθεσης θα είναι και πάλι η ίδια. Η αγεφύρωτη αντίθεση της εργατικής τάξης με το κεφάλαιο.
Π.Σ: Ένα βιβλίο που γράφτηκε στο κύριο μέρος του πριν το ξέσπασμα της πανδημίας αλλά ολοκληρώθηκε στην διάρκεια της . Πολλοί μιλάνε για ένα σταυροδρόμι στην πορεία των καπιταλιστικών οικονομιών . Τι μπορούμε να πούμε για το μετά των πραγμάτων;
Για το «μετά» των πραγμάτων
Σε σχέση με το τρίτο ερώτημα. Κατ’ αρχάς για το κατά πόσο μπορούμε να αναφερόμαστε για σταυροδρόμι στην πορεία των καπιταλιστικών οικονομιών. Εξαρτάται από το τι εννοεί ο καθένας. Όσο με αφορά θεωρώ ότι διανύουμε μια κομβική περίοδο όχι απλά και μόνο της καπιταλιστικής οικονομίας αλλά συνολικά του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Αυτό δεν το συνδέω μόνο με την πανδημία και τις συνέπειές της αλλά με ένα σύνολο εξελίξεων που διαμόρφωσαν τους όρους της γενικευμένης κρίσης του συστήματος στην οποία αναφέρθηκα στα προηγούμενα.
Όσο για τις μεταβολές που συντελούνται και στις οποίες πολλοί αναφέρονται. Ότι συντελούνται μεταβολές και όπως ήδη έχω αναφερθεί είναι δεδομένο και ευδιάκριτο. Μεταβολές που ήδη συντελούνταν με βάση την κρίση και τη διαδικασία περάσματος σε νέα περίοδο αλλά και αυτές που υπαγορεύουν οι συνέπειες της πανδημίας διαμορφώνοντας ένα πλέγμα μεταβολών πάνω και μέσα στις συντελούμενες μεταβολές.
Απ’ εκεί και πέρα για το «μετά» των πραγμάτων, στη δική μου αντίληψη, δεν έχουν χώρο κανενός είδους σενάρια σαν τα τόσα που κυκλοφορούν παρά μόνο εκτιμήσεις με βάση τα πραγματικά δεδομένα και οι οποίες, όπως είναι φυσικό και αναπόδραστο, έχουν τα όριά τους.
Οι σταθερές των πραγμάτων
Στη βάση λοιπόν αυτής της αντίληψης αφετηρία των όποιων εκτιμήσεων δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή που ορίζεται από τις «σταθερές» των πραγμάτων. Αυτές που έχουν τον καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις, που διαμορφώνουν το έδαφος πάνω στο οποίο συντελούνται οι όποιες μεταβολές που καθορίζουν τους όρους και τα όριά τους και οι οποίες θα συνεχίσουν να έχουν τον καθοριστικό τους ρόλο και στο «μετά» των εξελίξεων.
Έχω την άποψη ότι όπως και να έχουν τα πράγματα, ο κόσμος θα συνεχίσει να κινείται στο έδαφος των βασικών αντιθέσεων που τον χαρακτηρίζουν. Της αντίθεσης κεφαλαίου εργασίας. Της αντίθεσης ιμπεριαλισμού λαών. Των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Αυτές είναι που ορίζουν τα βασικά μέτωπα αντιπαραθέσεων και που η έκβαση στα πεδία αυτών των αντιπαραθέσεων θα καθορίζει τη μορφή, τον χαρακτήρα, το εύρος των όποιων μεταβολών.
Θα συνεχίσει να έχει τον καθοριστικό της ρόλο και τις επιδράσεις της η γενικευμένη κρίση του συστήματος και όπως την προσδιόρισα σε συντομία, σαν σύμπλεξη της οικονομικής κρίσης με τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων.
Θα συνεχίσει να επιδρά στις επιλογές της κάθε χώρας, στη διαμόρφωση της στρατηγικής της, στις ιεραρχήσεις της και συνεπώς στις μεταβολές που συντελούνται. Ακόμη περισσότερο, η πανδημία διαμορφώνοντας όρους μιας κρίσης μέσα στην κρίση και όπως ήδη ανάφερα, μεταβολών μέσα στις ίδιες συντελούμενες μεταβολές.
Όλα αυτά σε ένα έδαφος «ατελούς μετάβασης» του συστήματος από μια περίοδο σε μια άλλη με όλα τα ζητήματα που τίθενται με βάση το σύνολο των δεδομένων.
Θα συνεχίσει να εξελίσσεται το προτσές της επέκτασης - κυριαρχίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με όλες και παρ’ όλες τις περιπλοκές που προσέθεσαν οι συνέπειες της πανδημίας.
Θα συνεχίσει να λειτουργεί η παγκόσμια αγορά με όρους κυριαρχίας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με όλες τις αντιφάσεις, αντιθέσεις και ανταγωνισμούς αλλά και με όλες τις περιπλοκές και τα ζητήματα που έθεσαν οι συνέπειες της πανδημίας.
Γενικότερα θα συνεχίσουν να έχουν τον κυρίαρχο ρόλο στις εξελίξεις οι δυνάμεις του συστήματος και είναι αυτό που θα έχει την πιο καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση των πραγμάτων για το άμεσα προσεχές ορατό διάστημα.
Θα συνεχιστεί και θα οξυνθεί περισσότερο ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που ήδη εξελισσόταν με όρους έντασης σε όλο το προηγούμενο διάστημα. Μια σχέση πραγμάτων που ήδη «υπερθερμαίνεται» με βάση τις συνέπειες της πανδημίας. Τις απώλειες που επέφερε και τις οποίες η κάθε πλευρά επιχειρεί να «ξεφορτωθεί» ακόμη και σε βάρος των ανταγωνιστών της.
Το πλέον σημαντικό του πράγματος βρίσκεται στο ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας (οι απώλειες κ.λπ.) δημιουργούν μια «νευρικότητα» που επιδρά στην κατεύθυνση παρόξυνσης και «επιτάχυνσης» της διαδικασίας αναδιάταξης δυνάμεων, με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται μια τέτοια εξέλιξη.
Θα ενταθεί η επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ενάντια στους λαούς. Η πολιτική φορτώματος των βαρών της κρίσης στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες σε όλο τον κόσμο θα κλιμακωθεί καθώς μάλιστα θα επιχειρείται να αναπληρωθούν οι απώλειες που προκάλεσε η πανδημία με τη μετάθεσή τους στους λαούς.
Ακόμη περισσότερο ο αρνητικός συσχετισμός που προϋπήρχε και οι όροι με βάση τους οποίους τίθεται το πρόβλημα έχουν αφήσει την «αρμοδιότητα» αντιμετώπισης της πανδημίας στο σύστημα και τους μηχανισμούς του.
Αυτή η σχέση πραγμάτων μεγεθύνει τις δυνατότητες του συστήματος να προχωρά σε ρυθμίσεις και μεθοδεύσεις που στοχεύουν τόσο στο βιοτικό επίπεδο των λαϊκών μαζών όσο και στο πεδίο της υγείας και του ίδιου του δικαιώματός τους στη ζωή. Σ’ αυτά τα πλαίσια οι συντελούμενες μεταβολές στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο τόσο σε εθνική όσο και σε διεθνή κλίμακα ήδη τροχοδρομούνται στις πιο αρνητικές των κατευθύνσεων.
Από την άλλη μεριά θα συνεχίζει να εξελίσσεται το προτσές δημιουργίας, μεγέθυνσης της παγκόσμιας εργατικής τάξης καθώς θα αποτελεί την αναπότρεπτη συνέπεια της επέκτασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι ο παράγοντας που σε μια πορεία θα αποκτάει όλο και μεγαλύτερο και πιο αποφασιστικό ρόλο στις εξελίξεις.
Αυτό ωστόσο δεν είναι κάτι που αναστέλλει αλλά κάνει ακόμη πιο επιτακτική την αντιμετώπιση των άμεσων και ζωτικής σημασίας προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι λαοί. Την παραπέρα ανάπτυξη της αντίστασης και της πάλης των εργαζόμενων λαϊκών μαζών και της νεολαίας. Αυτή που ήδη διεξάγεται καθημερινά, την κάθε στιγμή και σε κάθε γωνιά της γης αποτελώντας και αυτή με τον τρόπο της μια από τις «σταθερές» των πραγμάτων. Αυτός άλλωστε είναι ο μόνος δρόμος που έχουν οι λαοί, τόσο για την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων τους όσο και την οικοδόμηση διαμόρφωση όρων προοπτικής. Αλλά για το ζήτημα αυτό θα αναφερθώ και στη συνέχεια.
Συνέπειες και αντιμετώπισή τους
Πάνω στο έδαφος που διαμορφώνουν οι σταθερές των πραγμάτων, εξελίσσονται, παίρνουν το σχήμα τους και οι συντελούμενες μεταβολές. Όπως έχω αναφέρει η πανδημία επέφερε μια επιβράδυνση στη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας με άμεση συνέπεια τις απώλειες κερδών και κεφαλαίου.
Αυτό θέτει σαν κεντρική επιδίωξη των δυνάμεων του συστήματος την πλήρη επαναλειτουργία της. Σ’ αυτή την επιδίωξη υποτάσσονται όλα. Η αντιμετώπιση της πανδημίας. Η μορφή και ο χαρακτήρας των μεταβολών που συντελούνται σ’ αυτό το πεδίο. Τα εργασιακά και συνολικά τα κοινωνικά δικαιώματα.
Ειδικότερα σε σχέση με την αντιμετώπιση της πανδημίας. Πέρα από τα όποια μέτρα περιορισμού της εκείνο που αναδείχνεται είναι μια βασική επιδίωξη. Η διαμόρφωση εκείνου του κλίματος «ασφαλείας» που να επιτρέπει στο σύστημα να προωθήσει τους οικονομικούς (και όχι μόνο) στόχους του. Το αν οι πραγματικοί όροι (το λεγόμενο «τείχος ανοσίας») θα είναι τέτοιοι που να διασφαλίζουν την υγεία και τη ζωή των ανθρώπων δεν αποτελεί την πρώτη και «καθαρή» προτεραιότητα του συστήματος. Αποτελεί τη συνθήκη που όπως και όσο οικοδομηθεί θα δίνει στο σύστημα τη δυνατότητα να προχωρήσει.
Μια ακόμη σοβαρή συνέπεια της πανδημίας υπήρξε η διαταραχή του μοτίβου των διεθνών συναλλαγών και με πολύ σοβαρές συνέπειες. Επέδρασε στις τάσεις επιβράδυνσης της καπιταλιστικής οικονομίας. Μεγέθυνε τις απώλειες, επέδρασε καθοριστικά στη μείωση του εθνικού εισοδήματος όλων και των πιο ισχυρών χωρών. Ενίσχυσε τις τάσεις προστατευτισμού έως και σε επίπεδα οικονομικής (και όχι μόνο) περιχαράκωσης. Προκάλεσε τάσεις «επιστροφής» επιχειρήσεων στο μητροπολιτικό έδαφος, επανέφερε «ξεχασμένες» τάσεις και διαθέσεις «εθνικής αυτάρκειας».
Αυτά δεν σημαίνουν ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις «αποχωρούν» από τη διεθνή σκηνή ή ότι παραιτούνται από τον ιμπεριαλιστικό τους ρόλο. Θέτουν ωστόσο ένα σοβαρό ζήτημα. Αναδείχνουν την αναγκαιότητα επαναρρύθμισης των διεθνών σχέσεων και συναλλαγών. Ένα πεδίο στο οποίο οι ανταγωνισμοί δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα και προ πανδημίας. Προβλήματα που γίνονται ακόμη μεγαλύτερα καθώς οι σχέσεις και οι συναλλαγές χρειάζεται πλέον να διαμορφωθούν περίπου «εξ’ αρχής» και μάλιστα κουβαλώντας τα βάρη που έχει επιφέρει η πανδημία. Ήδη μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα με τον λυσσαλέο ανταγωνισμό σε σχέση με τα εμβόλια και τις πατέντες την ίδια στιγμή που όλοι ορκίζονται ότι πάσχουν για το γενικό καλό. Ακόμη περισσότερο καθώς οι όποιες μορφές επαναρρύθμισης θα συνδέονται και θα επιδρούν στη διαμόρφωση όρων στο πεδίο της αναδιάταξης δυνάμεων.
Όξυνση αντιθέσεων
Όλα αυτά και σε συνδυασμό με τις μεταβολές που ήδη συντελούνταν λόγω κρίσης αλλά και πανδημίας, έθεσαν σε κίνηση διαδικασίες οικονομικής αναδιάρθρωσης σε κάθε χώρα και κατ’ ακολουθίαν κοινωνικών ανακατατάξεων. Κατά κανόνα σε βάρος της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων αλλά και κοινωνικών κατηγοριών που βρίσκονται στις παρυφές της αστικής τάξης. Ακόμη περισσότερο επιδρούν σε αναδιάταξη δυνάμεων και ιεραρχιών στα πλαίσια των ίδιων των αστικών τάξεων.
Μια τέτοια εξέλιξη αναπόφευκτα προκαλεί αναταραχές και επιδρά σε μια κατεύθυνση όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Κατά πρώτο λόγο ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος και τις εργαζόμενες λαϊκές μάζες αλλά και «τριβές» στα πλαίσια των αστικών τάξεων. Οι δυνάμεις του συστήματος διαβλέποντας μια τέτοια εξέλιξη ήδη αναπτύσσουν και θωρακίζουν τους μηχανισμούς ελέγχου και καταστολής σε ευρεία κλίμακα. Σε μια τέτοια κατεύθυνση αξιοποιούν και την πανδημία για να προωθήσουν τις επιδιώξεις τους. Και με περισσή θρασύτητα και αναισχυντία από τη μια προωθούν αντιλαϊκές ρυθμίσεις σε όλα τα πεδία και την ίδια στιγμή επικαλούνται τον κίνδυνο διάδοσης του ιού για να παραλύσουν, απαγορεύσουν, καταστείλουν τις λαϊκές αντιδράσεις.
Η παρόξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών έχει σαν βάση και αφετηρία της τη φύση και τον χαρακτήρα αυτών των δυνάμεων που καθορίζει τις μεταξύ τους σχέσεις και αντιθέσεις. Ταυτόχρονα παροξύνονται στα πλαίσια της κρίσης και των αδιεξόδων του συστήματος και περιπλέκονται από τις συνέπειες της πανδημίας. Οι μεταβολές που συντελούνται διαμορφώνουν νέους όρους εσωτερικά και διεθνώς και «επιταχύνουν» όπως προανέφερα, τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων καθώς η κάθε δύναμη αναζητά εναγώνια το δρόμο και τη θέση της στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται. Αναδείχνονται ζητήματα όχι απλά και μόνο τακτικής αλλά και στρατηγικής και συμμαχιών για την αντιμετώπιση της κατάστασης από την κάθε πλευρά.
Η σοβαρότητα του ζητήματος υπογραμμίζεται από την πρωτοφανή στα χρονικά παρέμβαση των στρατηγών σε Γαλλία και ΗΠΑ. Τέτοιου χαρακτήρα παρέμβαση έχουν να δούμε στη Γαλλία από την περίοδο που είχε τεθεί το ζήτημα της Αλγερίας (1960) και στις ΗΠΑ δεν γνωρίζω πόσο πίσω χρειάζεται να πάμε. Το μάλλον πιθανό είναι να εξουδετερωθούν αυτές οι κινήσεις από τις έτσι κι αλλιώς ισχυρές αστικές τάξεις της Γαλλίας και των ΗΠΑ, ωστόσο αναδείχνουν ένα ζήτημα. Τέτοιου χαρακτήρα κινήσεις και με τέτοιο εύρος δεν θα αποτολμούνταν αν δεν είχαν πίσω τους τη στήριξη υπολογίσιμων μερίδων των αντίστοιχων αστικών τάξεων. Αυτό πολύ απλά σημαίνει την ύπαρξη σοβαρών αντιθέσεων στα πλαίσιά τους και οι οποίες οξύνονται με βάση τη σοβαρότητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν αυτές οι δυνάμεις.
Ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί
Και στο πεδίο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών υφίστανται οι σταθερές στο έδαφος των οποίων διαμορφώνονται οι μεταβλητές των πραγμάτων.
Σε πρώτο πλάνο η ύπαρξη των δυο μπλοκ. Το Δυτικό και το Ανατολικό. Το δυτικό εμφανίζεται πιο συμπαγές σε σχέση με το -«άτυπα» υφιστάμενο για την ώρα- Ανατολικό. Ιστορικά εδραιωμένο και κατά μια έννοια με «νομιμοποιημένη» τη θέση και τον ρόλο του στο διεθνές πεδίο (π.χ. ΝΑΤΟ). Όχι ωστόσο χωρίς προβλήματα και αντιθέσεις και οι οποίες συνδέονται με τον χαρακτήρα, την ιστορία, την πολιτική και τα ιδιαίτερα συμφέροντα της κάθε δύναμης.
Ένα βασικό πρόβλημα αναδείχνεται λ.χ. από την επιδίωξη των ΗΠΑ για παγκόσμια κυριαρχία και στα πλαίσιά της την επιδίωξη πλήρους επιβολής των θελήσεών τους στους «συμμάχους» τους. Από την άλλη μεριά, οι διαθέσεις των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών (και της Ιαπωνίας με τον τρόπο της) και οι προσπάθειές τους να κινηθούν πιο αυτόνομα και στη βάση των ιδιαίτερων δικών τους οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων και επιδιώξεων.
Όσο για το Ανατολικό, μπορεί να ειπωθεί ότι κινείται με όρους «αναμονής» των εξελίξεων καθώς η συνεργασία των δύο βασικών δυνάμεων (Ρωσία, Κίνα) δεν προχωράει στην αναβάθμισή της σε συμμαχία στρατηγικού χαρακτήρα. Οι λόγοι βρίσκονται πρώτον, στο ότι κάτι τέτοιο θα παρόξυνε στο έπακρο την αντίθεση με τη Δύση και μια τέτοιου χαρακτήρα αντιπαράθεση δεν βρίσκεται -τουλάχιστον για την ώρα- στις πολιτικές επιλογές αυτών των δυνάμεων. Δεύτερο, για «εσωτερικούς» λόγους που συνδέονται κύρια με τις ιδιαίτερες επιδιώξεις της Κίνας.
Στη βάση αυτών των αντιθέσεων αναδείχνονται και οι ιδιαίτερες επιδιώξεις της κάθε πλευράς. Για τη Δύση, η διατήρηση, κατοχύρωση -«νομιμοποίηση» της δεσπόζουσας θέσης της, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τις μεγάλες ανατροπές του 1989-1991.
Τόσο όσον αφορά τις σχέσεις Δύσης-Ανατολής όσο και την «αρμοδιότητα» δράσης (οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά) στις διάφορες περιοχές του κόσμου. Ειδικότερα, περικύκλωση, περιορισμός, εξουδετέρωση και -ει δυνατόν- πλήρης εξουθένωση της Ρωσίας. Περιορισμός της οικονομικής (κα συνακόλουθα πολιτικής) επέκτασης της Κίνας. Κατοχύρωση του «δικαιώματος» των Δυτικών δυνάμεων να επεμβαίνουν και να καθορίζουν τις εξελίξεις στις διάφορες περιοχές του κόσμου. Επιδιώξεις που αντιφάσκουν βέβαια με τις διαθέσεις αποτροπής δημιουργίας και παγίωσης μιας συμμαχίας Ρωσίας-Κίνας αλλά έτσι έχουν τα πράγματα.
Όσον αφορά τις δυνάμεις της Ανατολής, κινούνται στην τροχιά αμφισβήτησης του στάτους που έχει δημιουργηθεί και στη λογική της «πολυπολικότητας» όπως μάλιστα αυτή διακηρύχθηκε από τον Πούτιν. Μια άποψη που απορρίπτεται από τη Δύση και κυρίως τις ΗΠΑ τόσο θεωρητικά όσο και κυρίως έμπρακτα.
Ωστόσο σε μια τέτοια κατεύθυνση κινούνται αυτές οι δυνάμεις διεκδικώντας και έμπρακτα ισοτιμία κινήσεων στο διεθνές πεδίο, οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, στρατηγικά. Στην κατεύθυνσή τους αυτή ποντάρουν και στις αντιθέσεις στα πλαίσια του Δυτικού μπλοκ και στις οποίες προσπαθούν να ενεργοποιούν με τις κινήσεις τους.
Προβλήματα στρατηγικής
Όσον αφορά ειδικότερα τις επιδιώξεις και τις κινήσεις των κύριων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Τις ΗΠΑ τις απασχολεί πάντα το δίλημμα περί του αν πρέπει να συνεχίσουν στην κατεύθυνση διεκδίκησης της παγκόσμιας κυριαρχίας ή να «περιοριστούν» στη διατήρηση της ηγεμονίας. (Από τον πατέρα Μπους στον Κλίντον, στο υιό Μπους, στον Ομπάμα, μετά στον Τραμπ και σήμερα στον Μπάιντεν). Ένα βασικό ζήτημα που τέθηκε σ’ αυτή τη διαδρομή και αντιμετωπίστηκε από την κάθε προεδρία με το δικό της τρόπο ήταν το ζήτημα των συμμαχιών, καθώς η επιδίωξη της παγκόσμιας κυριαρχίας όξυνε τις αντιθέσεις και μέσα στα πλαίσια του Δυτικού μπλοκ. Ένα δεύτερο, η αντιμετώπιση της Ρωσίας και της Κίνας όπου και εκεί υπήρξαν αντιφάσεις.
Λιγότερες στην περίπτωση της Ρωσίας, που σταθερά αντιμετωπιζόταν σαν στρατηγικός αντίπαλος και περισσότερες στην περίπτωση της Κίνας.
Σ’ αυτή την περίπτωση, η «ανοχή» που αρχικά επιδείχνονταν απέναντι στην Κίνα, σταδιακά άρχισε να δίνει τη θέση της σε μια πιο σκληρή αντιμετώπιση. Τρίτο, αλλά όχι τρίτο σε σημασία, το ζήτημα της οικονομίας, όπου η άνοδος της Κίνας (αλλά όχι μόνο) έδειχνε να απειλεί -τουλάχιστον προοπτικά- την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ σε αυτό το πεδίο.
Η επιλογή Τραμπ, που μόνο «τρελός» δεν ήταν όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν ορισμένες πλευρές, να δώσει μεγάλο βάρος σ’ αυτό το πεδίο συνδέεται ακριβώς με τις ανησυχίες του αμερικανικού κεφαλαίου απέναντι στον κίνδυνο να βρεθεί «πίσω». Βεβαίως η διατήρηση του ηγεμονικού οικονομικού ρόλου στην περίοδο του ιμπεριαλισμού δεν είναι απλά και μόνο ένα «οικονομικό» ζήτημα, αλλά ταυτόχρονα και πολιτικό, στρατιωτικό και αυτό είναι κάτι που το κατέδειξαν οι εξελίξεις.
Η προεδρία Μπάιντεν κινήθηκε στην κατεύθυνση αναθέρμανσης των σχέσεων με τους συμμάχους των ΗΠΑ. Στο πεδίο της οικονομίας, ο πακτωλός των τρισεκατομμυρίων που αναγγέλθηκε δεν σχετίζεται μόνο με την αντιμετώπιση της πανδημίας και των συνεπειών της. Έχει άμεση σχέση (και σ’ αυτό δεν διαφέρει και πολύ από την πολιτική Τραμπ) με την κατεύθυνση συνολικής αναθέρμανσης της αμερικανικής οικονομίας και στην τροχιά διατήρησης και παραπέρα ανάπτυξης της ηγετικής θέσης των ΗΠΑ στο οικονομικό πεδίο.
Απέναντι σε Ρωσία (κύρια) αλλά και σε Κίνα κινήθηκε στη λογική μιας σκληρής αντιμετώπισης αποκαλώντας «δολοφόνο» τον Πούτιν ενώ δεν ήταν και τόσο ηπιότερος απέναντι στον Σι Τζιπινγκ. (Πριν προχωρήσω δεν μπορώ εδώ να αποφύγω ένα μικρό σχόλιο. Αν ο Πούτιν είναι δολοφόνος, ο Μπάιντεν τι είναι;). Ταυτόχρονα αποπειράθηκε να ξανανοίξει το ουκρανικό μέτωπο. Σε σχέση με αυτά ορισμένες σύντομες παρατηρήσεις.
Για το ζήτημα της οικονομίας, το αν και πόσο θα αποδώσουν τα μέτρα Μπάιντεν είναι κάτι που έχει δρόμο μπροστά του και μένει να το δούμε. Όσο για τα άλλα, η πολιτική Μπάιντεν κινήθηκε με βάση την παλιά συνταγή της δημιουργίας έντασης, η οποία αφ’ ενός θα στριμώξει τους αντιπάλους και αφ’ ετέρου θα αναγκάσει τους συμμάχους να συρθούν στις επιλογές των ΗΠΑ.
Τα αποτελέσματα δεν φάνηκε να τον δικαιώνουν. Τόσο η αποφασιστική αντίδραση της Ρωσίας και της Κίνας αλλά και η μη πλήρης συμμόρφωση των συμμάχων κατέδειξαν ότι τα πράγματα δεν είναι πλέον τόσο απλά. Η «αυτοσυγκράτηση» στο ουκρανικό και η πρόταση Μπάιντεν για συνάντηση κορυφής με τον («δολοφόνο», κατά τα άλλα) Πούτιν καταδείχνει ένα πράγμα. Το πρόβλημα μιας στρατηγικής που αναζητά τα βήματά της.
Ζητήματα στρατηγικής τίθενται και για τις άλλες βασικές δυνάμεις του Δυτικού μπλοκ (ευρωπαίους ιμπεριαλιστές και Ιαπωνία). Δυνάμεις που από τη μια λειτουργούν υπό την ομπρέλα αλλά και την «εποπτεία» των ΗΠΑ και από την άλλη αναζητούν τους δικούς τους δρόμους και στη βάση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους και τα οποία δεν συμβαδίζουν πάντα με εκείνα των ΗΠΑ.
Το Brexit επέτεινε το πρόβλημα για τους ευρωπαίους τόσο όσον αφορά τη συνολική στρατηγική (ως ΕΕ) όσο και για κάθε δύναμη ξεχωριστά. Πρόβλημα έθεσε και για την Αγγλία που το επέλεξε πολύ περισσότερο που η στήριξη που περίμενε από τις ΗΠΑ ήταν κατώτερη των προσδοκιών της. Η πρόσφατη απόφαση για περαιτέρω ανάπτυξη του πυρηνικού της οπλοστασίου κατά το μάλλον συνδέεται με την αναζήτηση ενίσχυσης της αυτονομίας ενώ ταυτόχρονα ανεβάζει την «θερμοκρασία» στο πεδίο του συνολικού ανταγωνισμού.
Όσον αφορά την άλλη πλευρά και κατ’ αρχάς τη ρωσική. Βασική μέριμνα του ρωσικού ιμπεριαλισμού, η κατοχύρωση του περίγυρού του, το σπάσιμο της δυτικόφιλης ζώνης που περισφίγγει τη Ρωσία. Η αναζήτηση συμμαχιών, η αξιοποίηση των ρηγμάτων στα πλαίσια του Δυτικού μπλοκ. Από τις σημαντικότερες των κινήσεών της η παρέμβαση στο μέτωπο της Συρίας που κατέδειξε τις διαθέσεις αλλά και τις δυνατότητές της να κινηθεί στρατιωτικά και πέραν των συνόρων της. Παραμένει σαν σημαντικό της πρόβλημα η δυνατότητα διείσδυσης στην παγκόσμια αγορά, καθώς συστηματικά είναι τα εμπόδια που παρεμβάλλονται από τη μεριά των δυτικών δυνάμεων.
Ως προς το εσωτερικό, παραμένει σαν σοβαρό ζήτημα η διαμόρφωση μιας αστικής τάξης με συνοχή, συγκρότηση και «ταυτότητα». Έχω την εκτίμηση ότι η πρόθεση του Πούτιν να αναθεωρήσει το Σύνταγμα ώστε να μπορεί να εκλέγεται ως πρόεδρος για πολλά ακόμα χρόνια, πέρα από τις προσωπικές του φιλοδοξίες, είναι σ’ αυτό ακριβώς το πρόβλημα που βρίσκει το έδαφος για να πατήσει.
Ως προς την Κίνα, αντιμετωπίζει ανάλογα προβλήματα κατοχύρωσης του περίγυρού της, του ελέγχου των θαλασσών που την περιβάλλουν. Σημαντικό πρόβλημα το Χονγκ Κονγκ που αποτελεί και εμπορική πύλη των συναλλαγών της με τη Δύση και πολύ μεγαλύτερο το ζήτημα της Ταϊβάν καθώς σε σχέση με αυτό έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ.
Παρά τα εμπόδια που έχουν αρχίσει να της παρεμβάλλονται, συνεχίζει να διεισδύει στις διεθνείς αγορές, διεκδικεί το δικαίωμα «ισότιμης» αντιμετώπισης στο πεδίο αυτό, βάζοντας ταυτόχρονα μέσω των οικονομικών ερεισμάτων που δημιουργεί και τις πολιτικές υποθήκες. Βασικό της πρόβλημα ότι αυτή η οικονομική επέκταση δεν έχει (για την ώρα) και την αντίστοιχη πολιτική και στρατιωτική στήριξη που οι συνέπειές του αναδείχτηκαν με τρανταχτό τρόπο στην περίπτωση της Λιβύης. Αναπτύσσει σε ευρεία κλίμακα τις σχέσεις και συναλλαγές της με τη Ρωσία ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει σταθερά τη διατήρηση και ανάπτυξη των σχέσεων και συναλλαγών της με τη Δύση, μόνο που αυτό δεν εξαρτάται πάντα μόνο από τις δικές της διαθέσεις.
Ως προς το εσωτερικό, η με ραγδαίους ρυθμούς μετατροπή της σε καθαρά καπιταλιστική χώρα οξύνει τις κοινωνικές, ταξικές αντιθέσεις ενώ παραμένει πάντα το πρόβλημα «δυισμού» της κινεζικής αστικής τάξης, η επίλυση του οποίου δεν προβλέπεται να είναι και τόσο απλή.
Εξελίξεις ειδικού βάρους
Πέρα από τα όσα αναφέρθηκαν, υπάρχουν ορισμένα σημαντικά γεγονότα που η εξέλιξή τους έπαιξε, παίζει και θα συνεχίσει να επιδρά στη διαμόρφωση των συνολικών δεδομένων. Ούτε σε όλα μπορώ εδώ να αναφερθώ, ούτε και να θέσω με πληρότητα εκείνα στα οποία θα αναφερθώ, καθώς κάτι τέτοιο θα με έβγαζε πολύ πέρα από τα όρια. Αναγκαστικά θα αναφερθώ επιλεκτικά και σύντομα.
Ιδιαίτερης σημασίας η Ευρωατλαντική συμφωνία οικονομικής συνεργασίας. Μια συμφωνία που η τυχόν ολοκλήρωσή της θα έθετε εντελώς διαφορετικά δεδομένα στο παγκόσμιο ταμπλό και όχι μόνο από οικονομική άποψη αλλά και από πολιτική και στρατηγική. Το ζήτημα βρίσκεται στο αν, πως και πότε θα μπορούσε να ολοκληρωθεί.
Ανάλογης σημασίας η συμφωνία για τη δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου ανάμεσα σε δεκαπέντε χώρες της ΝΑ Ασίας, του Ειρηνικού και της Ωκεανίας. Προφανής η τεράστια σημασία της τόσο από οικονομική όσο και από πολιτική και στρατηγική άποψη, υπό τον όρο πάντα ότι θα προχωρήσει, θα λειτουργήσει, θα παγιωθεί. Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που θέτουν τουλάχιστον ερωτηματικά.
Σε μια συμφωνία στην οποία ήταν καθοριστικός ο ρόλος της Κίνας μετέχουν χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ν. Κορέα, η Αυστραλία, η Ν. Ζηλανδία. Χώρες που ναι μεν γεωγραφικά ανήκουν στην περιοχή της Ανατολής, αλλά πολιτικά στη Δύση. Το δεύτερο, και ίσως πρώτο σε σημασία, βρίσκεται στο ότι μια τέτοια συμφωνία αφήνει «απ’ έξω» τις …ΗΠΑ. Το αν, πόσο και πώς θα προχωρήσει μια τέτοια συμφωνία είναι ένα ζήτημα που μένει να το δούμε. Από τη μεριά μου αυτό που έχω να πω είναι πως θεωρώ των απίθανων απίθανο το να προχωράει στην ολοκλήρωση και λειτουργία της μια τέτοια συμφωνία και τις ΗΠΑ απλώς να την …παρακολουθούν.
Ιδιαίτερης σημασίας η ένταση των πιέσεων από μεριάς ΗΠΑ στη Γερμανία για ματαίωση της κατασκευής του νέου αγωγού μεταφοράς αερίου από τη Ρωσία (που ήδη προχωράει). Δεν είναι σημερινό ζήτημα και ούτε η πρώτη φορά που παρεμβαίνουν σ’ αυτό οι ΗΠΑ. Το ιδιαίτερο βρίσκεται αφενός στην ένταση των πιέσεων και κυρίως σε κάτι που δεν είχε εκδηλωθεί μέχρι τα σήμερα. Στο γεγονός ότι για πρώτη φορά αναδείχνονται και μέσα στην ίδια τη Γερμανία απόψεις που υποστηρίζουν την ματαίωση του αγωγού. Παρ’ ότι βλέπω δύσκολη τη ματαίωση της ολοκλήρωσης του αγωγού, θα αποφύγω να είμαι κατηγορηματικός και απόλυτος. Εκείνο στο οποίο μπορώ να σταθώ είναι ότι είτε στη μια είτε στην άλλη εκδοχή του πράγματος οι συνέπειες θα είναι πολύ σοβαρές και όχι μόνο για τη Γερμανία.
Στην περίπτωση που συμμορφωθεί στις υποδείξεις των ΗΠΑ θα έρθει σε ρήξη με τη Ρωσία και θα υποστεί σοβαρές οικονομικές απώλειες. Ταυτόχρονα θα δεχτεί ένα αποφασιστικής σημασίας πλήγμα (και όχι μόνο η Γερμανία αλλά συνολικά οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις) στις δυνατότητες αυτόνομης χάραξης της πολιτικής της. Στην άλλη περίπτωση, θα τεθούν σε σοβαρή δοκιμασία οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ που διαθέτουν πολλούς τρόπους για να την «τιμωρήσουν» και δεν θα διστάσουν να το κάνουν.
Σημαντική εξέλιξη αποτελεί η διάθεση του Μπάιντεν να επαναφέρει στο τραπέζι τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, με υπαρκτό ωστόσο πάντα το αγκάθι των κυρώσεων. Από την άλλη μεριά, στο ίδιο πεδίο έχουμε τη συμφωνία εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα σε Κίνα και Ιράν που εκτείνεται σε βάθος χρόνου και ανέρχεται όπως αναφέρεται στο ύψος των τετρακοσίων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Όλα αυτά σε μια περίοδο που έχει ανοίξει το ζήτημα των θαλάσσιων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο και το οποίο δεν είναι βέβαια απλά και μόνο ζήτημα …θαλάσσης αλλά πολύ ευρύτερο και «στεριανό». Το νέο ματοκύλισμα του Παλαιστινιακού λαού στο οποίο προχώρησαν οι σιωναζί του Ισραήλ υπό την κάλυψη αν όχι την παρότρυνση των ΗΠΑ - Δύσης δίνει ορισμένα πρώτα δείγματα για το πώς μπορεί να εξελιχθούν τα πράγματα στην πολύπαθη περιοχή της Μ. Ανατολής.
Θα ήθελα να σταθώ κάπως ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ουκρανίας, καθώς σ’ αυτήν συμπυκνώνονται κρίσιμα στοιχεία της αντιπαράθεσης της Δύσης με τη Ρωσία και με καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση των διεθνών δεδομένων. Πριν όχι μεγάλο διάστημα, ο νέος πρόεδρος της Ουκρανίας Β. Ζελένσκι, διακήρυξε ότι προτίθεται σύντομα να «απελευθερώσει» την Κριμαία και να «ενοποιήσει» την Ουκρανία καταργώντας την αυτονομία των ανατολικών περιοχών. Θα μπορούσε να εκληφθεί και σαν ανέκδοτο σαν εκείνα με τα οποία διασκέδαζε το κοινό τους ως πρώην κωμικός της τηλεόρασης.
Μόνο που δεν ήταν τέτοιο. Και εκείνο που το έκανε ιδιαιτέρως σοβαρό έως επικίνδυνο ήταν το ότι υπαγορευόταν και συνοδευόταν από ανάλογες διακηρύξεις από την πλευρά Δυτικών παραγόντων. Η ρωσική απάντηση υπήρξε άμεση και αποφασιστική. Υπό το πρόσχημα «άσκησης» συγκέντρωσε σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας. Το αν, όπως είναι και το πιο πιθανό, η Δύση θέλησε να τεστάρει τις διαθέσεις και τις δυνατότητες αντίδρασης της ρωσικής πλευράς ή αν ο Ζελένσκι θέλησε να σύρει το ΝΑΤΟ σε μια σύγκρουση με τη Ρωσία και για λογαριασμό του είναι ένα ερώτημα. Το γεγονός είναι ότι το ΝΑΤΟ δεν εμφανίστηκε και τόσο πρόθυμο να εμπλακεί άμεσα και στρατιωτικά.
Εκείνο που ακολούθησε ήταν η πρόταση Μπάιντεν για συνάντηση κορυφής με τον (κατά τα άλλα «δολοφόνο») Πούτιν, μια ανάλογη πρόταση έκανε και ο Ζελένσκι, ενώ η -έμμεση- ρωσική απάντηση ήρθε με την απόσυρση των στρατευμάτων της από τα σύνορα. Τα πράγματα ξαναγύρισαν στο σημείο που βρίσκονταν με τους εμπλεκόμενους να ξαναβγάζουν από τα συρτάρια τους τις συμφωνίες του Μινσκ για να δουν με ποιον τρόπο θα τις παραβιάσουν την επόμενη φορά. Και εκείνο που δεν ήρθε και δεν πρόκειται να έρθει στην πολύπαθη περιοχή είναι μια εξέλιξη που να διασφαλίζει την ειρήνη και τα δικαιώματα των λαών της.
Τι σημαίνουν όλα αυτά και άλλα στα οποία δεν αναφέρθηκα. Στις συνθήκες που διαμορφώνονται η κάθε δύναμη επιχειρεί να διαμορφώσει τους δικούς της όρους, στο οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό και στρατηγικό πεδίο. Ας σημειωθεί ότι στο ίδιο αυτό διάστημα και εν μέσω πανδημίας εντείνεται ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός τόσο σε συμβατικά όσο και στρατηγικά όπλα και μέχρι το Διάστημα. Στο πλαίσιο αυτό η κάθε πλευρά κάνει τις κινήσεις της, αναζητά τις συμμαχίες της, σφυγμομετρεί τις διαθέσεις και δυνατότητες των αντιπάλων της, έρχεται σε συμφωνίες τις οποίες έχει από τα πριν αποφασίσει να μην τις τηρήσει, προσπαθεί να διαμορφώσει τη στρατηγική της στις νέες και περίπλοκες συνθήκες.
Με δεδομένες τις βασικές επιδιώξεις της κάθε πλευράς, το ερώτημα βρίσκεται όχι στο αν αυτές μπορούν να αλλάξουν αλλά στο πώς θα μορφοποιηθούν μέσα από τη διασταύρωση, αλληλοσυγκρουόμενων επιδιώξεων και τη σύμπλεξη τους με το σύνολο των δεδομένων και παραγόντων που συνθέτουν το συνολικό γίγνεσθαι.
Συνοψίζοντας
Απ’ εκεί και πέρα για το «μετά» των πραγμάτων. Αυτό θα ορίζεται από την παραπέρα κλιμάκωση της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τις εργαζόμενες λαϊκές μάζες και σε όλα τα πεδία. Στα εργασιακά τους δικαιώματα. Στο βιοτικό τους επίπεδο. Στο δικαίωμα περίθαλψης και υγείας. Συνολικά στα κοινωνικά και πολιτικά τους δικαιώματα. Στο δικαίωμά τους στη ζωή.
Τη συνέχιση της επίθεσης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ενάντια στους λαούς. Στο δικαίωμα ανεξαρτησίας και αυτοπροσδιορισμού. Στο δικαίωμά τους να αξιοποιούν οι ίδιοι και για λογαριασμό τους τις παραγωγικές, οικονομικές δυνατότητες των χωρών τους. Στο δικαίωμά τους να ζουν σε συνθήκες ασφάλειας, ειρήνης και δημοκρατίας.
Θα οξύνεται ολοένα και περισσότερο ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με όλες τις συνέπειες και τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτό για τους λαούς. Τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και την υποκίνηση πολέμων για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Το κομμάτιασμα λαών και χωρών.
Δεν είναι ο καπιταλισμός μονόδρομος. Μονόδρομος είναι η πάλη των λαών
Απέναντι σ’ αυτά που εκτυλίσσονται άμεσο και αναγκαίο να συνεχίσουν και να αναπτύξουν παραπέρα την αντίσταση και την πάλη τους η εργατική τάξη, οι λαϊκές μάζες και η νεολαία στα μέτωπα που ανοίγονται.
Με βάση τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί, η ιδιαίτερη μορφή που παίρνει στην τρέχουσα περίοδο η αντίθεση των λαϊκών μαζών με το σύστημα, έχει στη μια πλευρά της την αναγκαιότητα υπεράσπισης του δικαιώματος στη ζωή από κάθε άποψη (υγειονομική, οικονομική, κοινωνική) και από την άλλη, τις διαθέσεις του συστήματος να διασώσει το έχει του με όποιο κόστος κι αν έχει αυτό για τις λαϊκές μάζες και τη ζωή τους.
Από οποιαδήποτε άποψη, η υπόθεση των λαών, η ζωή τους η ίδια, δεν μπορεί να αφήνεται στις διαθέσεις των δυνάμεων του συστήματος. Είναι δική τους υπόθεση, είναι υπόθεση της δικής τους πάλης. Της πάλης των εργαζόμενων, λαϊκών μαζών για τη διασφάλιση της υγείας και της ζωής τους. Της πάλης της εργατικής τάξης ενάντια στο κεφάλαιο για την υπεράσπιση και διεκδίκηση των δικαιωμάτων της. Της πάλης της νεολαίας για το δικαίωμά της στο μέλλον. Της πάλης των λαών ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τις επεμβάσεις και τους πολέμους για την υπεράσπιση των πιο ζωτικών τους δικαιωμάτων. Η συνέχιση και η παραπέρα ανάπτυξη αυτής της πάλης που έτσι κι αλλιώς διεξάγεται την κάθε στιγμή και σε κάθε γωνιά της γης είναι ο μοναδικός δρόμος. Για την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων που ταλανίζουν τις λαϊκές μάζες. Για να κρατηθεί ζωντανό το πνεύμα αντίστασης και πάλης απέναντι στις τάσεις μοιρολατρίας και υποταγής. Για να διαμορφωθούν, οικοδομηθούν όροι προοπτικής και προώθησης ευρύτερων στόχων σε μια πορεία. Οφείλουμε να προσβλέπουμε στο μέλλον και πάντα με πλήρη επίγνωση ότι αυτό οικοδομείται στα μέτωπα του σήμερα.
Οι δυνάμεις που αναφέρονται στο λαό, την Αριστερά και στην κομμουνιστική κοσμοαντίληψη οφείλουν να αναμετρηθούν με την πραγματικότητα και τις απαιτήσεις της. Να υπηρετούν το λαό και στη βάση των πραγματικών του αναγκών και προβλημάτων. Να υπηρετούν την ανάπτυξη του κινήματος στη βάση των πραγματικών του απαιτήσεων χωρίς υποκειμενισμούς και ιδεοληψίες. Μόνο σε μια τέτοια βάση μπορούν να «συναντηθούν» με τα ρεύματα της Ιστορίας. Να αποκτήσουν έτσι και οι ίδιες πραγματική υπόσταση και ρόλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου