Τριάντα επτά μέρες δεν μπορούσαν να ακουστούν. Απελπισμένες βγήκαν στον αέρα. Μέσα στο βουητό του πλήθους, στη συσκότιση των ατέλειωτων πληροφοριών, προσπαθούσα να διακρίνω. Τι ήθελαν να πουν;
Παρά τα δύσκολα, γύρεψαν τρόπους να ξεφύγουν από όσα ζούσαν. Τα νιάτα έχουν όνειρα για τη ζωή που λάτρευαν να αγγίξουν. Η γοητεία του άγνωστου η τρέλα της εφηβείας κι ο έρωτας μπήκαν μπροστά στην πλώρη για μια νέα πορεία.
Τον γνώρισαν νωρίς. Είναι η στιγμή και για άλλα όνειρα, σκέφτηκαν, για ένα νέο βήμα. Το παιδί φέρνει μια νέα ζωή.
Μα ήρθε η μέρα, που γύρισαν το βλέμμα προς τα πίσω και αντιλήφθηκαν πως όλοι οι δρόμοι ήταν κομμένοι. Δεν υπήρχε επιστροφή. Εκείνη η ζωή που με προσδοκίες είχαν ξεκινήσει τις κατέτρωγε. Πονούσαν εγκλωβισμένες κι ένοχες. Πόσο δικές τους ήταν οι επιλογές. Γύρεψαν τη φυγή. Δεν πρόλαβαν!
Όλοι οι φόβοι πήραν σάρκα και οστά. Ο άνθρωπος αυτός τις σκότωσε. Μμπορούσε και το έκανε. Το σχεδίασε, το έπλασε, το έπραξε. Πόσα κροκοδείλια δάκρυα λέρωσαν τα ρούχα του, πόσα ψέματα περιτύλιξαν το “τέλειό” του έγκλημα.
Δεν θα μπορούσε να ήταν αυτός. Αυτός ήταν σημαντικός στην κοινωνία. Ήταν Έλληνας, πετυχημένος νέος, το καλό παιδί που όλοι θα ήθελαν στο πλάι τους.
Έπρεπε να το είχαν κάνει οι ξένοι, οι αμόρφωτοι, οι απαίδευτοι, που τάχα δεν μπορούν να εκτιμήσουν την αξία της ανθρώπινης ζωής, εκείνοι που από την χώρα και τη θρησκεία τους διδάσκονται το μίσος. Αυτό το αφήγημα το κάνουν να ταιριάζει πολύ σε αυτή τη φρίκη.
Πόσες φορές να σκοτώσουν έναν άνθρωπο νεκρό;
Με τρόπο άρρωστο, χωρίς έλεος, χωρίς ντροπή. Μέχρι την τελευταία στιγμή εκεί, να κόβουν και να ράβουν τη ζωή που πέρασε για να φτάσουν στον “δίκαιο” λόγο που τους έφτασε στο τέλος. Εκεί, να πείσουν θεούς και δαίμονες ότι “έφταιγε” για ό,τι έπαθε. Εκεί, να μην ησυχάζουνε λεπτό, ότι το δίκιο είναι πιο μεγάλο από εκείνους. Εκεί να αφήσουν και την τελευταία στάλα από το δηλητήριο λίγο πριν φύγει το κεντρί τους.
Χτες αυτές οι φωνές ήχησαν, πέρασαν από το παράθυρο του σπιτιού μου και έφτασαν στο μυαλό μου κάνοντάς με να σκεφτώ τόσο σαν να ζω τις στιγμές. Τις στιγμές που τα κλειδιά του σπιτιού μου ήταν το πιο ισχυρό όπλο, τις στιγμές που τα ρούχα μου ήταν αόρατα στο δρόμο, τις στιγμές που τα σκοτεινά σοκάκια έπαιρναν ζωή με μια κλήση στο κινητό για παρέα. Τις στιγμές που ένιωσα εκτεθειμένη σε αυτό το τέρας που θέλει να με κάνει να φωνάζω και να μην ακούγομαι. Αυτό το τέρας είναι παντού και προσπαθεί να με ελέγξει με νόμους και διατάγματα, με μισθοφόρους και πραιτοριανούς. Με θέλει σκυφτή μπροστά του, αδύναμη. Αλλά δεν είμαι!
Αυτές οι φωνές, οι φωνές μας ήταν! Γεμάτες απόγνωση και οργή, γεμάτες με την ανάγκη για αλλαγή. Θέλουμε να ζούμε και όχι να φωνάζουμε, θέλουμε να γελάμε και όχι να κλαίμε. Θέλουμε λευτεριά και να είμαστε μαζί!
Ε.Γ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου