Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τρόπος που πεθαίνει ένας κομμουνιστής. Εξαρτάται την εποχή. Παλιότερα πέθαινε συνήθως με το όπλο στο χέρι ή από οπλισμένο χέρι. Σήμερα φεύγει όπως όλοι οι λαϊκοί άνθρωποι, εκτός ΜΕΘ από κορονοϊό, από καρκίνο χωρίς χημειοθεραπείες, σεμνός, αξιοπρεπής.
Κανένας κομμουνιστής δεν σκέφτεται πώς θα πεθάνει αλλά πώς θα ζήσει. Δεν σχεδιάζει τον τάφο του, δεν τον ενδιαφέρει η υστεροφημία του. Σίγουρα θα διάλεγε πολιτική κηδεία και δεν θα υπήρχε ούτε μία περίπτωση στο δισεκατομμύριο να κηρύξει τριήμερο πένθος γι’ αυτόν καμιά αστική κυβέρνηση. Οι αστοί ξέρουν πως οι κομμουνιστές γίνονται φαντάσματα και δεν τους αφήνουν να χαρούν την κυριαρχία τους.
Δύσκολη κουβέντα να λέει κάποιος πως είναι κομμουνιστής. Αυτή η λέξη κουβαλά μεγάλο ιστορικό βάρος και ευθύνες για το παρόν και το μέλλον. Δεν υπάρχει φορέας, οργάνωση, κόμμα ή πρόσωπο που να απονέμει τον τίτλο. Μόνο τσαρλατάνοι που πουλούν μαντζούνια και βοτάνια ιστορίας και διαφημίζουν πως με το ελιξίριό τους μπορείς και κομμουνιστής να γίνεις και να βγάλεις μαλλιά!
Οι κομμουνιστές δεν παλεύουν για ενότητα σε επίπεδο έθνους αλλά σε επίπεδο τάξης. Δεν βλέπουν παντού εχθρούς λαούς. Βλέπουν τον μετανάστη εργάτη ως κομμάτι της εργατικής τάξης της χώρας που ζει κι εργάζεται. Ζητούν ελευθερίες και δικαίωμα στη δουλειά για τους πρόσφυγες, όχι κυρίως για ανθρωπιστικούς λόγους αλλά γιατί έτσι δυναμώνει ο λαός.
Ένας κομμουνιστής γνωρίζει πως η ζωή είναι πιο αυστηρή και πιο απαιτητική γι’ αυτόν και πρέπει να δέχεται την κριτική. Οφείλει να κάνει αυτοκριτική και όχι να καταφεύγει σε κουτοπονηριές για να συγχωρεθούν τα λάθη του. Δεν ζητά ιδιαίτερη μεταχείριση επειδή κάποτε έπραξε, όπως και χιλιάδες άλλοι, μεγάλα και σπουδαία πράγματα ή επειδή είναι ξεχωριστή προσωπικότητα. Όπως έγραφε ο Μαρξ, «την ουσία της “ξεχωριστής προσωπικότητας” δεν τη συνθέτουν ούτε η γενειάδα της ούτε το αίμα της ούτε η αφηρημένη φυσική ιδιοσυγκρασία της, αλλά η κοινωνική της ποιότητα» η οποία πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με τον ταξικό της ρόλο.
Καλλιτέχνες γεννιούνται κάθε μέρα. Η αστική τέχνη είναι μια μεγάλη κερδοφόρα βιομηχανία που πρέπει να ανανεώνεται συνεχώς για να έχει ανταγωνιστικό προϊόν. Στηρίζεται και στηρίζει το σύστημα, διασκεδάζει τους καλοταϊσμένους αστούς και, όπως γράφει ο Βάρναλης, μαζί με τη θρησκεία και την πατρίδα «κερνάνε τον λαό χασίσι, όνειρα, ψέματα και μίση».
Ο λαός παράγει τη δική του τέχνη, ιδιαίτερα σε εποχές που αγωνίζεται, η οποία είναι στήριγμα στις δυσκολίες που πάντα περνά. Όταν ένα γεγονός τον συγκινήσει, συγκλονίσει, διαποτίσει το σώμα του, όταν μια λαχτάρα, ένας πόθος, ένας καημός ξεχειλίσει, τον συνεπάρει, τότε αναβλύζει, ξεπηδά ένα τραγούδι. Η τέχνη δεν εκφράζει μόνο την ψυχή του αλλά με τη σειρά της τη διαμορφώνει, διδάσκει και διαπαιδαγωγεί. Κουβαλάει τα δικά του ιδανικά.
Ο λαός γεννά, τροφοδοτεί και αγκαλιάζει τους καλλιτέχνες του. Εκείνοι γράφουν ποιήματα, τραγουδούν, πλάθουν το χώμα και του δίνουν μορφή. Ακολουθούν το βήμα του και τη μοίρα του.
Σε καιρούς δύσκολους, οι λαϊκές μάζες χάνουν την ατομικότητά τους και βυθίζονται στον ποταμό της λήθης. Κάποιοι καλλιτέχνες διαχωρίζονται από αυτές. Στέκονται λίγο πιο ψηλά, στον «ουρανό της τέχνης» και αποσπώνται από τη «γη». Μα το ατομικό τους έργο δεν τους ακολουθεί, γι’ αυτό σώζεται και συνεχίζει να υπηρετεί τον λαό.
Όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος, όλη η ζωή του ξετυλίγεται. Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, στα «πρώτα» διακρίνουμε τον σπόρο για τα «στερνά».
Β.Δ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου