ΑΠΕΡΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ 16 ΔΕΚΕΜΒΡΗ - ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ: ΑΘΗΝΑ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΣΑΜΟΣ

18 Απριλίου 2025

Σπέρνοντας δασμούς κι ανέμους

Του Βασίλη Σαμαρά

(Προδημοσίευση από την «Προλεταριακή Σημαία»)

Μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος υπήρξε η απόφαση των ΗΠΑ να επιβάλλουν δασμούς στο σύνολο σχεδόν των χωρών με τις οποίες συναλλάσσονται. Απ’ ό,τι μάλιστα γράφεται πρόκειται γιατους υψηλότερους των τελευταίων 100 χρόνων.Εύλογη, συνεπώς, η αναστάτωση που προκλήθηκε και άλλο τόσο οι αντιδράσεις των χωρών που πλήττονται, με πολλές από αυτές να ανακοινώνουν αντίμετρα. Αντίστοιχα, οι αναλύσεις, εκτιμήσεις για τις συνέπειες αυτής της εξέλιξης στις διεθνείς συναλλαγές, στην οικονομία, αλλά και γενικότερα στην πορεία των πραγμάτων στον κόσμο.


Το μέρος και το όλον

Όσο με αφορά, θεωρώ ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την «λογική» αυτής της κίνησης των ΗΠΑ, παρά μόνο με τη σύνδεσή της με το σύνολο των εξελίξεων στον κόσμο. Θεωρώ ότι αυτή η κίνηση της προεδρίας Τραμπ αποτελεί το άλλο σκέλος που «συμπληρώνει» τις κινήσεις της στο πολιτικό, στρατηγικό πεδίο. Βασικά τις κινήσεις της στο κρισιμότερο των μετώπων, της σύγκρουσης στο πεδίο της Ουκρανίας. Της σύγκρουσης που η έκβασή της θα έχει την πιο καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση των παγκόσμιων συσχετισμών.

Για το πώς φτάσαμε μέχρις εδώ έχω αναφερθεί επανειλημμένα και αναλυτικά και δεν κρίνω σκόπιμο να τα επαναλάβω. Θα υπενθυμίσω μόνο ορισμένα βασικά στοιχεία του όλου ζητήματος.

Πρώτον, το ότι αυτή η σύγκρουση έχει αναδείξει στην ημερήσια διάταξη και σε πρώτο πλάνο το μεγάλο διακύβευμα. Το αν δηλαδή ΗΠΑ-Δύση θα συνεχίσουν να έχουν τη δεσπόζουσα θέση και ρόλο στα διεθνή δρώμενα ή θα περάσουμε σε μια νέα διάταξη και «ιεραρχία» των δυνάμεων στον κόσμο. Μια εξέλιξη που εξηγεί τόσο την εμπλοκή και άλλων δυνάμεων (και βασικά των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών) όσο και τη συνεχή κλιμάκωση αυτής της σύγκρουσης. Δεύτερο, ότι αυτή η σύγκρουση οδηγείται σε αδιέξοδο. Παρά τη σχετική υπεροχή που εμφανίζεται να έχει «επί του πεδίου» η ρωσική πλευρά, δεν διαφαίνεται η προοπτική μιας ολοκληρωτικής νίκης για καμιά από τις δύο πλευρές.

Δύσβατες ατραποί

Αυτή την κατάσταση βρήκε ο Τραμπ και αυτήν καλείται να αντιμετωπίσει. Σε σχέση με αυτό, επίσης να υπενθυμίσω τα εξής. Πρώτον, πως ό,τι κι αν λέει, ό,τι κι αν σκέφτεται, ό,τι και αν επιχειρεί ο Τραμπ, ένα δεν μπορεί να κάνει. Να παρακάμψει το ζήτημα που έχει τεθεί, να «προσπεράσει» τη σημασία του διακυβεύματος που έχει αναδειχθεί και το οποίο θα «απαιτεί» την αντιμετώπισή του όποιες κι αν είναι οι εξελίξεις. Δεύτερο, πως η προώθηση της όποιας ιδιαίτερης δικής του ατζέντας έχει κατά νου, προϋποθέτει την απαγκίστρωσή του από την ουκρανική εμπλοκή, και με όρους που δεν θα σηματοδοτούν μια υποχώρηση των ΗΠΑ αλλά το αντίθετο. Προφανείς εδώ οι δυσκολίες και οι αντιφάσεις όσον αφορά τη δυνατότητα υλοποίησης ενός τέτοιου εγχειρήματος.

Οι αντιθέσεις που επιμένουν

Όπως και να ‘χει, ο Τραμπ επεχείρησε τις δικές του κινήσεις. Σε πρώτο πλάνο προχώρησε στο άνοιγμα ενός ιδιότυπου «διαλόγου» με την ρωσική πλευρά. Σε σχέση μ’ αυτό, χρήσιμο είναι καταρχάς να αφήσουμε στην άκρη τις ανοησίες που γράφονται για απόπειρα προσεταιρισμού της Ρωσίας ενάντια στην Κίνα. Ούτε το επιτελείο Τραμπ τρέφει τέτοιες αυταπάτες, ούτε η Ρωσία και η Κίνα διατίθενται να του προσφέρουν τέτοια δώρα. Το περισσότερο στο οποίο μπορεί να ελπίζει, είναι αυτός ο «διάλογος» με την Ρωσία να μην βαρύνεται από μια ενεργό παρουσία της Κίνας.

Απ’ εκεί και πέρα, αυτή η προσέγγιση με την ρωσική πλευρά έχει σαν στόχο μια διευθέτηση που να δίνει τη δυνατότητα στον Τραμπ να απαγκιστρωθεί -προσωρινά έστω- από το ουκρανικό πρόβλημα. Μια διευθέτηση που να ήταν δυνατόν να εμφανιστεί σαν επιτυχία ενός «ειρηνοποιού» Τραμπ, προσφέροντας ταυτόχρονα κάποια από τα αναγκαία προσχήματα και στη ρωσική πλευρά.

Μόνο που κάτι τέτοιο ούτε εύκολο είναι ούτε απλό . Στο ουκρανικό ζήτημα εμφανίζονται συμπυκνωμένα μια σειρά δεδομένων και σε σύμπλεξη μεταξύ τους, που είναι ουσιαστικά αδύνατη η ρύθμιση μιας επιμέρους πλευράς χωρίς αυτή να «σύρει» και να φέρει σε πρώτο πλάνο το συνολικό ζήτημα. Εκείνο δηλαδή που βρίσκεται τόσο στην αφετηρία αυτής της κρίσης όσο στην παρόξυνσή της και αφορά τις διαμετρικά αντίθετες επιδιώξεις της κάθε πλευράς.

Στην πραγματικότητα, ΗΠΑ-Δύση δεν διατίθενται να παραιτηθούν από τις στρατηγικές τους επιδιώξεις, περίσφιξης και εξουθένωσης του ρωσικού παράγοντα. Ένα στοιχείο, μάλιστα, που σε σημαντικό βαθμό χαρακτήριζε και τις προτάσεις που επίσημα ή ανεπίσημα είδαν το φως της δημοσιότητας.

Από την άλλη μεριά, ούτε ο ρωσικός ιμπεριαλισμός είναι διατεθειμένος να παραιτηθεί από τις στρατηγικές του επιδιώξεις και πολύ περισσότερο να αποδεχτεί ρυθμίσεις που δεν θα τον διασφαλίζουν και με τον πιο χειροπιαστό τρόπο απέναντι σε μια τέτοια απειλή. Γι’ αυτό άλλωστε, και απέρριψε στην ουσία αυτές τις προτάσεις τόσο σε επίπεδο δηλώσεων όσο και κυρίως συνεχίζοντας τις πολεμικές του επιχειρήσεις.

Ποιος εκμεταλλεύεται ποιον

Το αδιέξοδο, συνεπώς, παραμένει ως έχει και δεν αποτελούν απάντηση οι απειλές Τραμπ πως θα επιβάλλει νέες και «τρομερές» κυρώσεις στη Ρωσία αν δεν «συμμορφωθεί». Απέναντι σ’ αυτό, το επιτελείο Τραμπ χωρίς να εγκαταλείπει το ουκρανικό μέτωπο (πράγμα που ούτε το θέλει ούτε και το μπορεί) επιχειρεί να μετατοπίσει το κέντρο βάρους των εξελίξεων στον άλλον άξονα των επιδιώξεών του. Τον οικονομικό, που στην ουσία του είναι πολιτικοοικονομικός, καθώς συνδέεται άμεσα με τις συνολικές πολιτικές γεωστρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ.

Έτσι, περνώντας στην επίθεση σ’ αυτό το πεδίο ο Τραμπ ανακοίνωσε με τελετουργικό τρόπο την επιβολή δασμών στα εισαγόμενα στις ΗΠΑ προϊόντα από όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου. Μια κίνηση, μάλιστα, που όπως την χαρακτήρισε, σηματοδότησε την μέρα «απελευθέρωσης» των ΗΠΑ από τα δεσμά που τους είχαν επιβληθεί και απαλλαγής τους από την εκμετάλλευση που υφίστατο από όλες αυτές τις χώρες.

Θα ήθελα νασταθώ λίγο σ’ αυτό το τελευταίο. Θα ήταν απλώς κακόγουστο αστείο αν στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο γιαμια ακόμη έκφραση της θρασύτητας που χαρακτηρίζει τους δυνάστες των λαών. Η πραγματικότητα βρίσκεται στο ότι αιώνες κυριαρχίας των αποικιοκρατικών, ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Δύσης έχουν δημιουργήσει ένα πλέγμα σχέσεων σε όλα τα πεδία που διασφαλίζει τη διαρκή ροή πραγματικών αξιών από την «περιφέρεια» του πλανήτη στις καπιταλιστικές, ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και κατά κύριο λόγο στην Μητρόπολη των Μητροπόλεων, τις ΗΠΑ. Αυτή η σχέση πραγμάτων συνεχίζει να είναι παρούσα και ενεργή ακόμη και σήμερα. Μόνο που εδώ και μερικά χρόνια διαμορφώνονται τάσεις και δυναμικές στην κατεύθυνση διαφοροποίησης των συνολικότερων συσχετισμών στον κόσμο. Έκφρασή τους η διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων που εξελίσσεται σε πλήρη σύμπλεξη με καθοριστικού χαρακτήρα μεταβολές στο οικονομικό πεδίο. Τέτοιες που να θέτουν υπό αμφισβήτηση την θέση και τον ρόλο των ΗΠΑ (και συνολικά της Δύσης) σαν την δύναμη που υπό τους δικούς της όρους και για τα δικά της συμφέροντα κινείται οικονομικά (και όχι μόνο) ο κόσμος.


Αναζητώντας διεξόδους

Απέναντι σε μια τέτοια προοπτική και μπροστά στο αδιέξοδο που έχουν οδηγηθεί οι επιλογές των ΗΠΑ στο άλλο πεδίο, εκστρατεύει με τη σειρά του και ο Τραμπ με βάση τις δικές του επιλογές και ιεραρχήσεις. Αυτές που αφορούν τις επιδιώξεις των ΗΠΑ στο οικονομικό πεδίο.

Με τα κίνητρα για «επαναπατρισμό» των αμερικανικών επιχειρήσεων που δρουν στο εξωτερικό.

Με τις πιέσεις για εγκατάσταση στις ΗΠΑ επιχειρήσεων άλλων χωρών (κυρίως ανταγωνιστικών).

Με κινήσεις που στοχεύουν στην προσέλκυση κεφαλαίων στις ΗΠΑ.

Με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων των ΗΠΑ στον ενεργειακό τομέα.

Με τον προγραμματισμό μεγάλων επενδύσεων στο πεδίο των πιο προωθημένων τεχνολογιών και με στόχο την ανάκτηση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ σ’ αυτόν τον τομέα.

Με πιέσεις και απειλές σε χώρες που εκδήλωσαν προθέσεις συμμετοχής στους BRICS και σε μια προσπάθεια διατήρησης του δολαρίου σαν παγκόσμιου αποθεματικού και κύριου μέσου των διεθνών συναλλαγών.

Με τις πιέσεις για αύξηση στο 5% των στρατιωτικών δαπανών των χωρών μελών του ΝΑΤΟ που πέρα από τη στρατιωτική, στρατηγική πλευρά του έχει και μια οικονομική. Την προσδοκία ότι αυτά τα κεφάλαια θα διατεθούν κατά κύριο λόγο για την αγορά οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ.

Με εκβιασμούς πολιτικού στρατιωτικού χαρακτήρα, όπως λ.χ. στην περίπτωση της διώρυγας του Παναμά όπου πέτυχε την εκτόπιση των κινεζικών επιχειρήσεων.

Και εν τέλει με την επιβολή δασμών γιγαντιαίας κλίμακας που ήδη προκάλεσαν μια μεγάλη αναστάτωση στην παγκόσμια οικονομία και όχι μόνο.

Οι άμεσες συνέπειες

Σε σχέση με όλα αυτά αναδείχνονται σειρά ερωτημάτων.Πρώτον, ποιες οι συνέπειες αυτών των μέτρων στην οικονομία της κάθε χώρας και συνολικά στον κόσμο; Δεύτερο, τι επιδιώκουν μέσω αυτών οι ΗΠΑ; Τρίτο, τελικά ποια η προοπτική όλων αυτών των κινήσεων;

Όσον αφορά τις συνέπειες, η πλειοψηφία των απόψεων και εκτιμήσεων που δημοσιοποιούνται συγκλίνουν στην άποψη ότι θα είναι αρνητικές. Επισημαίνουν την πτώση των δεικτών στα χρηματιστήρια και με δραματικούς τόνους αναφέρονται στην «εξαέρωση» κεφαλαίων σε επίπεδα τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Άλλωστε, και ο ίδιος οΤραμπ παραδέχτηκε ότι θα υπάρξουν και κάποιες άμεσα αρνητικές συνέπειες. Έσπευσε, ωστόσο, να διακηρύξει ότι προοπτικά το μέλλον είναι λαμπρό. Τώρα κατά πόσο αυτό μπορεί να παρηγορήσει τους έως χθες υποστηρικτές και «φίλους» του δισεκατομμυριούχους που ήδη διαμαρτύρονται για τις απώλειές τους, μένει να το δούμε.

Το κύριο βρίσκεται στις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία. Το βέβαιο είναι ότι τα μέτρα αυτά (και τα αναπόφευκτα αντίμετρα) θα οδηγήσουν σε περιορισμούς στο πεδίο των διεθνών συναλλαγών. Θα πλήξουν τις ροές των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων. Θα βαρύνουν συνολικά το κλίμα στα της οικονομίας. Θα επιδράσουν στην αποθάρρυνση των επενδύσεων. Με τη σειρά τους, όλα αυτά θα επιδράσουν στην κατεύθυνση καθυστερήσεων στα παραγωγικά πεδία και επιβράδυνση της ανάπτυξης, ακόμη και σε μειώσεις του ΑΕΠ.

Πολύ περισσότερο, καθώς όλες οι χώρες και στα πλαίσια ενός προστατευτισμού που δείχνει να επανακάμπτει, θα προχωρήσουν σε αναπροσαρμογές των παραγωγικών, οικονομικών τους δομών. Μια εξέλιξη που και κόστη θα έχει και τον αναγκαίο χρόνο χρειάζεται μέχρι να αρχίσει να αποδίδει.

Από κοντά και οι τάσεις ανόδου της ανεργίας, οι κίνδυνοι πληθωριστικών πιέσεων, οι αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων, η άνοδος του κόστους διαβίωσης των λαϊκών μαζών. Συνέπειες που θα γίνονται τόσο μεγαλύτερες όσο περισσότερο διαρκέσει αυτή η αναστάτωση και μέχρις ότου διαμορφωθούν οι συνθήκες μιας νέας ισορροπίας.

Σ’ αυτήν άλλωστε προσβλέπει ο Τραμπ ευελπιστώντας μάλιστα ότι αυτή θα διαμορφωθεί κάτω από τις υπαγορεύσεις των ΗΠΑ και στη βάση των δικών τους όρων και συμφερόντων. Μόνο που έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μέχρις εκεί και το κύριο βρίσκεται στο ότι το ζήτημα δεν θα κριθεί με βάση και μόνο τις οικονομικές του παραμέτρους, ούτε μόνο από τις επιθυμίες και σχεδιασμούς των ΗΠΑ. Πέρα που επικρέμεται το μεγάλο ερώτημα για το αν θα πρόκειται για μια νέα ισορροπία ή για μια ακόμη αναστάτωση ευρύτερων και πιο επικίνδυνων διαστάσεων.

Στόχοι και επιδιώξεις

Τις συνέπειες αυτών των μέτρων είναι μάλλον βέβαιο ότι τις αντιλαμβάνεται το επιτελείο Τραμπ. Έχει, ωστόσο, τις επιδιώξεις και τα σχέδιά του. Σε πρώτο πλάνο ο εξαναγκασμός σειράς χωρών να επαναδιαπραγματευτούν το δασμολογικό τους καθεστώς με τις ΗΠΑ. Άμεσος στόχος, η εξοικονόμηση πόρων που θα δώσουν ανάσες στην αμερικανική οικονομία και θα διευκολύνουν την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ. Το αν και κατά πόσο θα αποδώσουν παραμένει ερώτημα.

Όσον αφορά την αντιμετώπιση των συμμάχων τους (ΕΕ, Ιαπωνία κ.ά.). Τα μέτρα αυτά έρχονται να πλαισιώσουν, ενισχύσουν τις πιέσεις των ΗΠΑ στο πολιτικό στρατιωτικό πεδίο. Συνολικός στόχος, η αναπροσαρμογή της θέσης και του ρόλου τους (οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, στρατηγικά) στα πλαίσια της συμμαχίας και στη βάση των γενικών στρατηγικών επιδιώξεων των ΗΠΑ. Και, βεβαίως, συνδέονται με μια γενικότερη πολιτική φρεναρίσματος της Κίνας, που απειλεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ καταρχάς στο οικονομικό πεδίο και αντιμετωπίζεται σαν ο κύριος προοπτικά στρατηγικός αντίπαλος των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, συνδέονται με μια γενικότερη προσπάθεια των ΗΠΑ να αξιοποιήσουν τη συνολική τους υπεροχή (που ακόμη διαθέτουν) στο οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό, στρατηγικό πεδίο για να αναπροσαρμόσουν συνολικά το πλέγμα των διεθνών οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών στη βάση των αμερικανικών όρων συμφερόντων και επιδιώξεων.


«Μεγάλες προσδοκίες»

Και όλα αυτά στην υπηρεσία μιας ευρύτερης και ακόμη πιο φιλόδοξης επιδίωξης. Τη διαμόρφωση εκείνων των όρων που θα συμβάλουν, θα ωθήσουν σε μια οικονομική εκτίναξη των ΗΠΑ και σε κλίμακα που να διασφαλίζει τη συνολικότερη ηγετική τους θέση για την επόμενη ιστορική περίοδο.

Σε μια τέτοια προοπτική εντάσσονται και τα κίνητρα για επαναπατρισμό των αμερικανικών επιχειρήσεων. Για την προσέλκυση ξένων επιχειρήσεων να εγκατασταθούν στο έδαφος των ΗΠΑ, προσέλκυση επενδύσεων κεφαλαίων κ.ά. Με αυτόν τον στόχο (αλλά όχι μόνο) συνδέονται και οι βλέψεις για Καναδά, Γροιλανδία κ.λπ. Έτσι ώστε όλες οι χώρες να προμηθεύονται τα αναγκαία γι’ αυτές προϊόντα και βασικά εκείνα με υψηλή προστιθέμενη αξία κατά κύριο λόγο από τις ΗΠΑ. Ένα όραμα που κατά το μάλλον εμπνέεται από την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου στις ΗΠΑ πραγματοποιούνταν το 60% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής και χωρίς να υπολείπονται οι άλλοι τομείς της οικονομίας της. Κάπως έτσι θα «ξανακάνει την Αμερική μεγάλη», όπως επανειλημμένα διακηρύσσει ο Τραμπ.

Μόνο που εκείνη η κατάσταση δεν διαμορφώθηκε μόνο με βάση τις δυνατότητες των ΗΠΑ αλλά και στη βάση των συνθηκών που είχε κληροδοτήσει ο πόλεμος σε σειρά χωρών. Συνθηκών που σήμερα είναι εντελώς διαφορετικές. Και εδώ αναδείχνονται ορισμένα ερωτήματα.

Όταν λ.χ. παροτρύνει ο Τραμπ τις αμερικανικές επιχειρήσεις να επαναπατρισθούν, πώς ακριβώς το αντιλαμβάνεται; Ότι αυτές οι επιχειρήσεις πήγαν σε άλλες χώρες για τουρισμό; Αντίθετα. Πήγανε επειδή στα πλαίσια του συνολικού ιμπεριαλιστικού πλέγματος και της ισχυρής θέσης των ΗΠΑ μπορούσαν έτσι να αποκομίζουν τεράστια κέρδη και τα οποία για δεκαετίες συνέρεαν στις ΗΠΑ.

Όταν πιέζει για εγκατάσταση στις ΗΠΑ επιχειρήσεις άλλων χωρών -και δεν εννοεί βέβαια την ελληνική φέτα αλλά επιχειρήσεις ανταγωνιστικών ιμπεριαλιστικών χωρών- τι ακριβώς πιστεύει; Ότι θα συμμορφωθούν πειθήνια στις εντολές του; Ότι δεν θα αντιδράσουν, ότι δεν θα υπερασπίσουν τη δική τους παραγωγή, τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα, την ίδια τη δική τους υπόσταση;

Με όλα αυτά δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να δω το ζήτημα και από μια άλλη, πιο ανάλαφρη σκοπιά. Ας κάνουμε, λοιπόν, την υπόθεση εργασίας ότι όλα βαίνουν σύμφωνα με τις επιθυμίες του Τραμπ και ότι ο μεγάλος όγκος των επιχειρήσεων και μάλιστα των πιο προωθημένων εγκαθίσταται στις ΗΠΑ. Αλήθεια, πώςθα λειτουργήσουν; Με ποιο προσωπικό; Θα γκρεμίσει το τείχος που ο ίδιος έχτισε στα σύνορα με το Μεξικό; Θα καλέσει να ξαναγυρίσουν οι μετανάστες και μάλιστα πολλαπλάσιοι σε σχέση με αυτούς που τόσο βάρβαρα απέλασε;

Οι αναπόφευκτες αντιδράσεις

Αλλά ας επιστρέψουμε στα σοβαρά του πράγματος. Στις αντιδράσεις που εκδηλώνονται και ποιες προοπτικές συνεπάγονται αυτές.

Το ότι κάποιες χώρες και βασικά από τις πιο αδύναμες έσπευσαν να διαπραγματευτούν και στη βάση των όρων των ΗΠΑ, δεν λέει και πολλά πράγματα. Ούτε βέβαια πως αυτό δίνει καμιά απάντηση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ. Εκείνο που κύρια έχει σημασία είναι οι αντιδράσεις χωρών που έχουν ένα κάποιο ειδικό βάρος. Όπως λ.χ. οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές χώρες. Ήδη εκδήλωσαν τις αντιδράσεις τους εξαγγέλλοντας τα δικά τους αντίμετρα. Η πιο χαρακτηριστική ίσως, η απόφαση που αποκλείει τις ΗΠΑ από το εξοπλιστικό πρόγραμμα των 800 δις ευρώ που εξήγγειλαν.

Η αντίδρασή τους συνδέεται τόσο με τα οικονομικά όσο και τα πολιτικά τους συμφέροντα. Οικονομικά ο όγκος συναλλαγών τους με τις ΗΠΑ είναι σε τέτοια ύψη που η τέτοια ή αλλιώτικη ρύθμιση των σχέσεών τους αφορά ζωτικά οικονομικά τους συμφέροντα. Πολιτικά, αντιλαμβάνονται ότι οι ρυθμίσεις στο οικονομικό πεδίο θα έχουν καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση της θέσης και του ρόλου τους στα πλαίσια της δυτικής συμμαχίας αλλά και γενικότερα στα διεθνή τεκταινόμενα. Όλα αυτά δεν σημαίνουν, βέβαια,ότι οι σχέσεις τους οδηγούνται απαραίτητα σε μια συνολική ρήξη. Παίρνοντας υπόψη τις συνολικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και οι οποίες έχουν διαμορφωθεί από μια κοινή πορεία δεκαετιών αποτελεί μια εξέλιξη που καμιά πλευρά δεν θα την ήθελε. Σ’ αυτή τη βάση το πιο πιθανό είναι να προχωρήσουν και σε κάποιες διαπραγματεύσεις. Μόνο που σ’ αυτές οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές δεν προτίθενται να προσέλθουν «αφοπλισμένοι» αλλά σαν παράγοντες που, αναγνωρίζοντας πάντα τον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ, διεκδικούν τη δική τους θέση και ρόλο.

Όσον αφορά την Κίνα. Χωρίς περιστροφές η Κίνα άμεσα «σήκωσε το γάντι». Καθόλου, βέβαια, τυχαία. Αντιλαμβάνεται πολύ καλά ότι αυτή αποτελεί τον κύριο στόχο στο οικονομικό πεδίο και πως αυτή η αντιπαράθεση δεν περιορίζεται σε αυτό. Ταυτόχρονα, δηλώνει ανοιχτή στον διάλογο αλλά δεν έχει αυταπάτες. Γι’ αυτό άλλωστε και κραδαίνει τα δικά της όπλα. Γι’ αυτό, άλλωστε, και ανακοινώνειαντίμετρα και σε πλήρη αντιστοιχία με τα μέτρα που προωθούν οι ΗΠΑ.

Σε πρώτο πλάνο αυτό που ξανοίγεται είναι ένας «πόλεμος δασμών». Ένας «πόλεμος» ευρύτερων οικονομικών διαστάσεων που εκ των πραγμάτων δεν θα περιοριστεί στα πλαίσια μιας αναμέτρησης ΗΠΑ-Κίνας. Με βάση την ολόπλευρη διασύνδεση αυτών των οικονομιών με το παγκόσμιο πλέγμα οικονομικών σχέσεων είναι βέβαιο ότι θα συμπαρασύρει στη δίνη του και τις οικονομίες πολλών άλλων χωρών και με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο.

Σε σχέση με όλα αυτά, θα ήθελα να προσθέσω δυο ακόμη παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι το πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται και οι συνέπειές της, το υπογραμμίζουν οι τελευταίες (πριν τις επόμενες… τελευταίες) ανακοινώσεις Τραμπ για το προσωρινό πάγωμα των δασμών εκτός από εκείνους που αφορούν την Κίνα. Μια κίνηση στην οποία πρέπει να μέτρησαν -και ίσως καθοριστικά- οι συνέπειες στην διαχείριση των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ.

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την περίπτωση της Ρωσίας. Στην Ρωσία έχουν επιβληθεί τόσες κυρώσεις οικονομικού χαρακτήρα που οι όποιοι επιπλέον δασμοί δεν θα ‘χαν πλέον και τόσο νόημα. Μόνο που η περίπτωσή της κατέδειξε ένα πράγμα. Το ότι είναι πολύ δύσκολο να εξουθενωθεί μια ιμπεριαλιστική δύναμη με μέτρα οικονομικού και μόνο χαρακτήρα.

Συνοψίζοντας. Όπως και να ‘χει, το εγχείρημα του Τραμπ και πέρα από τα ζητήματα που θέτει ως αυτό καθ’ αυτό, δεν μπορούμε να το δούμε παρά μόνο σε σύμπλεξη με το σύνολο των ζητημάτων που έχουν τεθεί. Οικονομικών, πολιτικών, στρατιωτικών, στρατηγικών. Όπως ήδη ανέφερα στην αρχή αυτού του κειμένου, δεν αποτελεί παρά το άλλο σκέλος της συνολικής πολιτικής στρατηγικής των ΗΠΑ.

Ότι αποτελεί και αυτό βασικό συστατικό της μεγάλης αναμέτρησης που εξελίσσεται στους καιρούς μας. Μιας αναμέτρησης που ήδη έχει περάσει στο στάδιο των πολεμικών συγκρούσεων και με ανοιχτές τις πιο επικίνδυνες των προοπτικών.

Ένα ζήτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί και δεν θα απαντηθεί στο οικονομικό και μόνο πεδίο, αλλά στη βάση του συνόλου των δεδομένων και συσχετισμών. Ως προς αυτό δεν έχω να προσθέσω κάτι ιδιαίτερο σε σχέση με όσα επανειλημμένα και αναλυτικά έχω εκθέσει στις ως τα τώρα παρεμβάσεις μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: