Με διαδικασίες εξπρές την 1η μέρα του Αυγούστου έφερε η κυβέρνηση το σχέδιο για τη λειτουργία εργοστασίων καύσης σκουπιδιών σε όλη την Ελλάδα, με τη διαβούλευση να παρατείνεται ως τις 17 Οκτωβρίου. Πρόκειται για τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) που αφορά το «Σχέδιο για τη δημιουργία Δικτύου Μονάδων Ενεργειακής Αξιοποίησης ΑΕΠΥ» στην Ελλάδα, όπου «ενεργειακή αξιοποίηση» σημαίνει καύση. Οι ΑΕΠΥ ή αλλιώς οι Απορριμματογενείς Ενεργειακές Πρώτες Ύλες, από Αστικά Στερεά Απόβλητα είναι επεξεργασμένα σκουπίδια και υπολείμματα που προορίζονται για καύση (RDF, SRF και μίγματα υλικών).
Τα 6 εργοστάσια σχεδιάζεται να εγκατασταθούν στις παρακάτω θέσεις:
1. Ροδόπη ή Ξάνθη: Θα υποδέχεται 62.000 τόνους/έτος από τις Μονάδες Ανακύκλωσης – Ανάκτησης (ΜΑΑ) Βόρειου Έβρου, Σαμοθράκης, Αλεξανδρούπολης, Ξάνθης και Καβάλας.
2. Κοζάνη: Θα υποδέχεται 288.000 τόνους/έτος από τις Περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας και μέρους της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων.
3. Αρκαδία, Αχαΐα ή Ηλεία: Θα υποδέχεται 154.000 τόνους/έτος από τις Περιφέρειες Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου και μέρους της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων (Κεφαλλονιάς, Ζακύνθου και Λευκάδας).
4. Βοιωτία: Θα υποδέχεται 186.000 τόνους/έτος από τις Περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας και μέρους της Περιφέρειας Αττικής (Δυτικού Πάρκου και Βόρειου Πάρκου Αττικής).
5. Αττική: Θα υποδέχεται 356.000 τόνους/έτος μέρους της Περιφέρειας Αττικής (Βορειοανατολικής Αττικής, Κεντρικού Τομέα, Πειραιά και Νοτιοανατολικού Πάρκου), Βορείου Αιγαίου και μέρους της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου.
6. Ηράκλειο: Θα υποδέχεται 140.000 τόνους/έτος από τις Περιφέρειες Κρήτης και μέρους της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου (Θήρας, Ρόδου και Καρπάθου).
Τα 6 εργοστάσια καύσης θα τροφοδοτούνται με «καύσιμα» από ένα δίκτυο 56 Μονάδων Ανακύκλωσης - Ανάκτησης (ΜΑΑ), που δρομολογούνται εδώ και χρόνια και στην πλειοψηφία τους δεν έχουν λειτουργήσει ακόμα, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις. Στόχος της κυβέρνησης είναι όλο αυτό το δίκτυο συλλογής-καύσης να τεθεί σε λειτουργία το 2029. Πέραν των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που θα αναλυθούν παρακάτω, η συσσώρευση ομοειδών έργων επαυξάνει σημαντικά τους κινδύνους για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.
Καταστροφικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία του λαού
Η καύση απορριμμάτων (ακόμα και σε σύγχρονες μονάδες) εκπέμπει διοξίνες, φουράνια, βαρέα μέταλλα και άλλους τοξικούς ρύπους στην ατμόσφαιρα. Η τεχνολογία της καύσης δεν εξαϋλώνει τα καιόμενα απόβλητα, αλλά τα μετατρέπει σε αέρια, στάχτη (τέφρα) και σε άλλα στερεά και υγρά υπολείμματα, ορισμένα από τα οποία είναι πολύ πιο επικίνδυνα στη διαχείριση από τα αρχικά απόβλητα. Η υπάρχουσα τεχνολογία φίλτρων δεν εξαφανίζει τους ρύπους, αλλά τους μεταφέρει από τα καυσαέρια στην τέφρα των φίλτρων η οποία είναι πολλές φορές πιο τοξική ακόμη και από την «τέφρα του πυθμένα» (του κλιβάνου). Επιπλέον, κανένα φίλτρο δεν συγκρατεί τα σωματίδια με διάμετρο κάτω των 2.5μm, που είναι τα πιο διεισδυτικά και επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία και τα οποία δεν είναι δυνατόν να καταγραφούν και να ταξινομηθούν από καμία υπαρκτή εγκατάσταση αντιρρύπανσης.
Το κυριότερο πρόβλημα σε σύγκριση με την βιομηχανική καύση παραδοσιακών καυσίμων, είναι η μεγάλη «σούπα» των χημικών ενώσεων που περιέχονται στα απόβλητα τα οποία εισάγονται στον κλίβανο παράγοντας ενώσεις «φρανκενστάιν» όπως οι διοξίνες. Αυτές δρουν ως ισχυρές περιβαλλοντικές ορμόνες και δεν σχηματίζονται με κανέναν αυθόρμητο μηχανισμό στη φύση. Είναι βιοσυσσωρευτικές, εμβρυοτοξικές, καρκινογόνες και τερατογόνες. Είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, ακόμα και σε πολύ μικρές ποσότητες. Σχηματίζονται αποδεδειγμένα και από την καύση των επεξεργασμένων προϊόντων όπως τα RDF/SRF τα οποία περιέχουν 40-60% πλαστικό, συμπεριλαμβανομένων τεχνητών υφασμάτων και συνθετικού καουτσούκ, σε συνδυασμό με ξύλο και λευκασμένο χαρτί που περιέχουν ίχνη χλωρίου (υπεύθυνο για τον σχηματισμό των διοξινών).
Σε αποδρομή η καύση σκουπιδιών στην Ευρώπη
Σήμερα, η καύση απορριμμάτων εγκαταλείπεται σταδιακά από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο για δύο βασικούς λόγους -που ουδεμία σχέση έχουν με την προστασία του περιβάλλοντος: Πρώτον, τα εργοστάσια καύσης απαιτούν σταθερή παροχή απορριμμάτων για μακρά χρονικά διαστήματα προκειμένου να είναι κερδοφόρα και συχνά η επένδυση στην καύση κρίνεται μη αποδοτική για το κεφάλαιο. Δεύτερον, η καύση καταστρέφει υλικά – ΔΕΝ τα επαναχρησιμοποιεί. Αλλάζει δια παντός τη χημική τους σύσταση με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί ξανά το πλαστικό, το χαρτί ή το οργανικό υλικό που κάηκε. Αυτό αποτελεί πρόβλημα για μια Ευρώπη που πάσχει από έλλειψη πόρων, επιδιώκει την απεξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες και χρειάζεται όσο οργανικό υλικό μπορεί να «σώσει». Το αποτέλεσμα είναι να πληθαίνουν οι συστημικές φωνές υπέρ της «κυκλικής οικονομίας» που προωθούν την ανακύκλωση και την επανάχρηση κατακρίνοντας την καύση ως μία γραμμική πρακτική (παράγω – καταναλώνω – καίω) που δεν επιστρέφει τίποτα πίσω στο σύστημα. Έτσι, πέρα από το σχέδιο μείωσης του ποσοστού των αποβλήτων που θάβονται στους ΧΥΤΑ, πλέον στα ευρωπαϊκά σαλόνια συζητείται και η μείωση της καύσης. Το αποτέλεσμα είναι η κατασκευή μονάδων καύσης να μην χρηματοδοτείται πλέον από την ΕΕ.
Προς τι λοιπόν το σχέδιο του ΥΠΕΝ;
Για τα κράτη μέλη της ΕΕ το 2010, 2013 και 2020 είχαν τεθεί στόχοι μείωσης των απορριμμάτων που κατευθύνονται σε ΧΥΤΑ στο 75%, 50% και 35%, αντίστοιχα (σε σύγκριση με το 1995), ενώ για το 2035 ο πήχης μπήκε στο 10% (μάλιστα η Ελλάδα τον έθεσε μόνη της στο 2030!). Σήμερα, το πραγματικό ποσοστό των απορριμμάτων που οδηγούνται σε ΧΥΤΑ στην Ελλάδα κυμαίνεται μεταξύ 80-90%, περίπου όσο και πριν από δύο δεκαετίες. Το φαγοπότι με τα «σπιτάκια της ανακύκλωσης» που ξεπέρασαν τα 300.000 ευρώ το καθένα (!) υπενθύμισε το γιατί. Και εδώ έρχεται το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα που λέγεται ευρωπαϊκά πρόστιμα τα οποία στο εξής αυξάνονται κλιμακωτά κάθε χρόνο. Το «τέλος υγειονομικής ταφής» που άρχισε να εφαρμόζεται από το 2022 και κατέληξε στα δημοτικά τέλη κι από εκεί στους λογαριασμούς ρεύματος, έγινε πολιτικός πονοκέφαλος για το ΥΠΕΝ.
Στην πραγματικότητα κανένας «στρατηγικός εθνικός σχεδιασμός» δεν υπάρχει. Μόνο φαστ τρακ αποφάσεις μπροστά στη μεγάλη κρίση που επίκειται στη διαχείριση αποβλήτων στην Ελλάδα. Η πολιτική της αρπαχτής και του μπαλώματος στη χώρα του ΟΠΕΚΕΠΕ, θέλει τώρα μια εύκολη και γρήγορη λύση για να δείξει ότι πετυχαίνει τη μείωση της υγειονομικής ταφής στο 10%. Είναι διατεθειμένη να χρηματοδοτήσει με ιδίους πόρους τη δημιουργία των εργοστασίων καύσης (πάνω από 1 δισ. ευρώ) και να δεσμευτεί με μακροχρόνιες συμβάσεις 25-30 ετών με τους ιδιώτες (ΣΔΙΤ) και με εγγυημένη κερδοφορία από το δημόσιο προκειμένου να το πετύχει. Ο μεγάλος ένοχος, η ΕΕ είναι διατεθειμένη να δείξει τώρα… κατανόηση που προωθείται εκτάκτως η καύση στην περίπτωση της «καθυστερημένης» Ελλάδας. Την ίδια ώρα οι δήμοι (οι δημότες δηλαδή) θα κληθούν να πληρώσουν το μάρμαρο της καύσης μέσω των δημοτικών τελών (gate fee), παράλληλα με τα πρόστιμα που τρέχουν.
Η αποφασιστική σύγκρουση με το βιομηχανικό κεφάλαιο και την κυβέρνηση για την ακύρωση της καύσης απαιτεί ένα συνειδητό λαϊκό κίνημα, απαλλαγμένο από το βάρος να εφεύρει «ρεαλιστικές λύσεις» για λογαριασμό ενός σάπιου συστήματος που βάζει την αρπαχτή και το κέρδος πάνω από την ασφάλεια και τη ζωή των ανθρώπων. Το σύνθημα «Όχι στα εργοστάσια καύσης – Να μην περάσει το σχέδιο του ΥΠΕΝ» είναι το μόνο που μπορεί να εκφράσει τον δίκαιο αγώνα του λαού για το δικαίωμα στον καθαρό αέρα, την υγεία και τη ζωή.
Φ.Σ.
Αναδημοσίευση από την Προλεταριακή Σημαία 991 που κυκλοφορεί από το Σαββάτο 6/9

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου