06 Ιουλίου 2016

Το δάκρυ του Ελασίτη


Η Αθήνα κοιμόταν. Κι η κάθε μια ελεύτερή της γειτονιά είχε γύρει αποσταμένη το κεφάλι. Η Γκύζη είχε ακουμπήσει το κεφάλι στα φαλακρά Τουρκοβούνια, τα Εξάρχεια και η Νεάπολη έκλειναν τα μάτια τρομαγμένα κάτω απ’ το βαρύ ίσκιο του Λυκαβηττού. Το Μεταξουργείο είχε στηρίξει το κεφάλι στο οδόφραγμα της Λευτεριάς.
Οι γειτονιές της Αθήνας πέσανε αποβραδίς μεθυσμένες από δόξα και καπνό και το πρωί τις βρήκε άψυχες, νεκρές, σκλάβες…
Τη στερνή αυτή βραδιά που πέταξε η ψυχή της Αθήνας, η βασανισμένη πόλη κοιμόταν και δεν ένοιωσε πως της έφευγε η μεγάλη της ηρώισσα ψυχή.
Κι έφευγε η ψυχή της γυρεύοντας το γλιτωμό στο χιόνι, στην παγωνιά, στο βοριά, στην ερημιά των βουνών. Έφευγε ο πολεμιστής μας και πίσω τον ακολούθαγε ένας λαός.
Προχώραγαν προς τον Βορρά, σκαρφάλωναν στις κορφές, διάβαιναν τις χαράδρες μα η ψυχή τους φτερούγιζε πάντα πίσω, στην αγαπημένη πρωτεύουσα της πάλης για τη Λευτεριά. Στο στόμα του παλικαριού ερχόταν και ξαναρχόταν – σβησμένο μοιρολόι – ο στίχος του τραγουδιού:

«Την Αθήνα δεν αφήνω,
προτιμώ να σκοτωθώ…».

Τόχε τραγουδήσει με βραχνιασμένη φωνή προχωρώντας φλογισμένος πολεμιστής προς το κέντρο της Αθήνας. Τόχε τραγουδήσει ξεψυχώντας και ταπεινώνοντας μεσ’ απ’ τα συντρίμμια τη δύναμη μιας Αυτοκρατορίας.
Μα τώρα που η Αθήνα έγειρε σκλάβα πως και που να το τραγουδήσει;
Το στόμα το χαρούμενο που κανένας φόβος δε μπόρεσε να το κλειδώσει βουβάθηκε. Τα χέρια που καμιά αλυσίδα δε μπόρεσε να τα σκλαβώσει έγειραν αδύναμα. Και τα μάτια που καμιά πύρινη μπόρα και κανένα μεσαιωνικό βασανιστήριο δε μπόρεσε να τα κάνει για μια στιγμή να χάσουν τη λάμψη τους θόλωσαν από ένα δάκρυ.
Και το δάκρυ απ’ το υγραμένο μάτι κύλησε στο αδύνατο μπαρουτοκαπνισμένο πρόσωπο του πολεμιστή κι από κει έσταξε στο παρθένο χιόνι της απότομης πλαγιάς.
Κ’ είχε τη φλόγα της ματιάς του πολεμιστή, τη λαμπράδα της ψυχής και την ορμή του. Και χαράζοντας μια μακριά γραμμή στα χιόνια βυθίστηκε βαθιά στην παγωμένη γη, πολύτιμος σπόρος μιας καλύτερης μέρας, ενός πιο φωτεινού κόσμου.
Ξύπνησε η ναρκωμένη χελώνα κι απορημένη ρώτησε τα παγωμένα ζούδια:

«Τι είναι αυτό;».
«Δεν είναι δάκρυ. Δεν είναι, μονολόγησε σοβαρά ένα σκουλήκι. Είναι πιο ακριβό, πολύ ακριβό».
«Διαμάντι τότε;» αναρωτήθηκε δειλά μια σαύρα.
«Ούτε, ούτε, απάντησε ένας σπόρος. Είναι το πιο πολύτιμο της γης».
«Είναι αίμα», συμπέρανε η χελώνα.
«Όχι, συμφώνησαν τα ζούδια. Είναι δάκρυ ήρωα».
«Κλαίνε οι ήρωες; Κλαίνε κάποτε», στέναξε η σαύρα.

Σε μια πλαγιά της Αττικής, κάτω από ένα θεόρατο πεύκο, σε μια κουφάλα της γης λάμπει το δάκρυ ενός ήρωα. Γύρω του μια χελώνα, μια σαύρα, ένα πλήθος ζούδια της γης ξέχασαν να προϋπαντήσουν την άνοιξη, να γλεντήσουν το καλοκαίρι. Ένας σπόρος ξέχασε να φυτρώσει. Κάθονται κει προσμένοντας να βλαστήσει το δάκρυ. Να ξεπεταχτεί από το φως του το θεόρατο δέντρο της λευτεριάς που οι ρίζες του θα ρουφήξουν τη ζωή απ’ τα ματωμένα ποτάμια της θυσίας μας.
Ένας σκαντζόχερος κλεισμένος στην αγκαθωτή αρματωσιά του είδε ένα δάκρυ. Μα το πέρασε για ξεχασμένο διαμάντι κι έφυγε. Όμως η χελώνα, ο σπόρος της βελανιδιάς ξέρουν τι είναι το φωτεινό αυτό διαμάντι. Γι’ αυτό τα ζούδια ξέχασαν να ξυπνήσουν κι οι σπόροι να φυτρώσουν.
Σε μια κουφάλα ενός βουνού μια χελώνα κι ένας σπόρος βελανιδιάς περιμένουνε να φυτρώσει και να βλαστήσει ο σπόρος της λευτεριάς, το φωτεινό δάκρυ του Ελασίτη.

ΙΑΣΟΝΑΣ ΧΑΤΖΗΛΙΝΑΣ, ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ, Ιούλης 1945
Για την αντιγραφή: Οικοδόμος

http://atexnos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: