(Απ’ αφορμή το θάνατο της Κικής Δημουλά και ένα κριτικό σημείωμα του Θανάση Τσιριγώτη για την ποίησή της)
Πριν λίγες μόλις μέρες έφυγε από τη ζωή η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά (η Βασιλική Ράδου –Δημουλά, 1931-2020). Σαφώς και θα την αποχαιρετήσουμε κι εμείς με σεβασμό, όπως κάνουμε για κάθε άνθρωπο του Πνεύματος και της Τέχνης, που μας έδωσε με το έργο του αφορμές κριτικής σκέψης και προβληματισμού, και ιδιαιτέρως, όταν φεύγει από τη ζωή μια ευαίσθητη λογοτεχνική μορφή και παρουσία.
Το έργο του κάθε λογοτέχνη είναι πάντοτε αντικείμενο κρίσης του αναγνωστικού κοινού και των ειδικών κριτικών εκτιμητών. Και έτσι αρχίζουν, κάπου εδώ, οι αντίθετες απόψεις, οι έπαινοι και οι επιφυλάξεις ή οι σοβαρές ενστάσεις. Για το έργο της Κικής Δημουλά, για την ποιητική της τέχνη, τις τελευταίες τούτες μέρες, τα αστικά Μ.Μ.Ε., έντυπα και ηλεκτρονικά, δεν φείδονται επαίνων. Μάλιστα η κυβέρνηση της Δεξιάς έδωσε πολύ μεγάλη βαρύτητα στην ανάδειξη των ιδεών της αποθανούσας ποιήτριας, όπως έδειξαν τόσο οι δηλώσεις του πρωθυπουργού, όσο και ο επικήδειος λόγος της υπουργού Παιδείας. Αλλά και ο λεγόμενος "επίσημος" προοδευτικός ή και αριστερός χώρος δεν υστέρησε σε επαινετική διάθεση.
Μόνο στην ιστοσελίδα «ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ» έτυχε να διαβάσω ένα κριτικό σημείωμα του Θανάση Τσιριγώτη, αναδημοσιευμένο από τα ΑΝΤΙΤΕΤΡΑΔΙΑ της Εκπαίδευσης για την ποίηση της Κικής Δημουλά, με τίτλο: «Αθέατες πλευρές της Κικής Δημουλά και του υπερεκτιμημένου, μονότονου, επαναλαμβανόμενου έργου της.». Πρόκειται για δημοσίευμα το οποίο κινείται σε εντελώς διαφορετικό κλίμα από τους διθυραμβικούς επαίνους των αστών και μικροαστών κριτικών της λογοτεχνίας.
Ο Θανάσης Τσιριγώτης, σαφέστατα μέσα από τη δική μας, την επαναστατική- μαρξιστική σκοπιά, παρουσιάζει, πρώτα-πρώτα, χωρίς φιοριτούρες την πολιτική και κοινωνική τοποθέτηση της αποθανούσας ποιήτριας, που ξεκάθαρα ανήκε στο συντηρητικό χώρο και φυσικά στην άρχουσα τάξη.
Ο κριτικός παρατηρεί σχετικά:
α) «Η ποιήτρια σιωπά την περίοδο της χούντας, εκδίδει μόνο «Το λίγο του κόσμου» (1973), αλλά λίγο την απασχολεί η στρατιωτικοφασιστική μπότα. Η ίδια σιωπή «επανέρχεται» και σ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, που πύρωσε τον νου χιλιάδων νέων ανθρώπων.»
β) «Η Κική Δημουλά, με τα γνωστά βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών, όπως είναι γνωστό μίλησε απαξιωτικά για τους μετανάστες στην Κυψέλη που της παίρνουν τα παγκάκια, υπέγραψε δήλωση για το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα το 2015, εξέφρασε με τους «μένουμε Ευρώπη» την αγωνία της (μαζί με τον Δ. Σαββόπουλο και άλλους ευρωλιγούρηδες “διανοούμενους”…)»
Ταυτόχρονα, ο Τσιριγώτης διατυπώνει και μια σύντομη, αλλά ουσιαστική κριτική ανάλυση για την ποιητική τέχνη της Κικής Δημουλά, μια κριτική που επίσης καταλήγει σε εντελώς αρνητική αποτίμηση, αφού ξεκάθαρα θεωρεί «το ποιητικό της έργο (ως) υπερεκτιμημένο, μονότονο, επαναλαμβανόμενο, ανέμπνευστο, αχρονικό.»
Το κριτήριο της αποτίμησης αυτής του Θανάση Τσιριγώτη είναι σαφέστατο. Λείπουν τα ουσιαστικά εκείνα νοήματα που, βγαίνοντας από τις λέξεις ενός ποιητή, δίνουν έναν βαθύ κι αληθινό χαρακτήρα, έναν σημαντικό στόχο και σκοπό στην ποίηση. Θεωρεί ότι στα έργα της Κικής Δημουλά: «Τα λεκτικά ευρήματα, οι ευρεσιτεχνίες στις προτάσεις, δεν συνιστούν ποίηση, που είναι ψυχή ζώσα, αιμάτινος δρόμος, πυρπόληση των λέξεων.»
Ο Θανάσης Τσιριγώτης επισημαίνει ακόμη ότι: «Η ποίηση της Δημουλά πραγματεύεται -κατά βάση- την υπαρξιακή αγωνία και τη φθορά (…) η απαισιοδοξία, η αγωνία για την σκόνη του χρόνου και ο καθαρός πεσιμισμός είναι έκδηλα σ’ όλη τη γραφή της».
Θεωρεί ότι η ποιήτρια Κική Δημουλά: «(…)αναζητάει, όπως ο χρυσωρύχος, τις καθαρές απαστράπτουσες λέξεις, βάζοντάς τες με σχολαστική τεχνική, αποστειρωμένες, σαν τούβλα».
Καυτηριάζει το γεγονός ότι στην ποίησή της «οι άνθρωποι απουσιάζουν, ενώ περισσεύει η νύχτα, η απελπισία, το έρεβος, η εγκατάλειψη, η ματαιότητα. Υπάρχει μία πλήρης απουσία ελπίδας και παντελής έλλειψη νοήματος στη δράση των πραγμάτων. Ακόμα κι όταν γράφει για το αίμα, το εμφανίζει ως… κορνίζα.»
Κρίνει επιπλέον ότι το συγκεκριμένο αυτό έργο της Δημουλά: «Θα μπορούσαμε να το ερμηνεύσουμε με τη θρησκευτική της πίστη και την ενόραση στο άγνωστο επέκεινα.».
Και, τελικά, συμπεραίνει ότι: «Ο χρόνος στην ποίησή της, δεν είναι ιστορικός κι ανθρώπινος, κομμάτι της κοινωνικής δράσης, αλλά άχρονος, αλύπητος, μαστιγωτής… Απουσιάζει ο ανθρώπινος μόχθος, η εργασία, η σύγκρουση και η αντίθεση. Η ποιήτρια παρατηρεί, καταλογογράφει, συμπάσχει -ενίοτε- με καλβινιστικό τρόπο, δηλαδή εγκεφαλικά και εργαστηριακά. Σαν γιατρός που αναγκάζεται να κάνει ψυχρά μια εγχείριση. Τα ποιήματά της έχουν τη μυρωδιά του οξυζενέ…». (Βλ. "ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ", 24 Φεβρουαρίου 2020).
Ομολογώ ότι δεν είμαι ειδικός-βαθύς γνώστης της σύγχρονης λεγόμενης «υπαρξιακής» ποίησης, των δεκαετιών του 1950-1970 και εξής, την οποία γενικά θαυμάζει και επαινεί η αστική λογοτεχνική κριτική, ώστε να μπορώ να αποτιμήσω σφαιρικά και βαθιά την ποιητική τέχνη της Κικής Δημουλά. Ορισμένα δείγματα τέτοιας ποίησης τυχαίνει να έχω διαβάσει και μαζί τους άλλες τόσες κριτικές προσεγγίσεις‧ οι περισσότερες μάλιστα ήταν γενικού γραμματολογικού ενδιαφέροντος. Ούτε και με έχει ποτέ συγκινήσει ή συναρπάσει, ως αναγνώστη, η παρόμοια λογοτεχνική τάση. Δεν μπορώ, λοιπόν, να μπω σε τέτοιες λεπτομέρειες που αφορούν την ποιητική τέχνη της Δημουλά στο σύνολό της, όπως ο Θανάσης Τσιριγώτης που έχει μελετήσει πολύ βαθύτερα αυτό το έργο. Μπορώ όμως να εκφράσω μια γνώμη γενικά για το είδος της ποίησης που καλλιέργησε η αποθανούσα λογοτέχνιδα και να προσεγγίσω τους κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες και σκοπούς οι οποίοι ευνοούν μια τέτοια κατεύθυνση στην ποίηση των καιρών μας.
Η «υπαρξιακή αγωνία» είναι βεβαίως ένα από τα θέματα της ποίησης και της πεζογραφίας, όπως και της φιλοσοφικής συζήτησης, σε όλες τις εποχές και κυρίως στην εποχή μας, στον 20ο-21ο αιώνα. Αυτό είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα και από μόνο του το γεγονός δεν είναι -καλά και σώνει- αρνητικό. Ακόμα και οι μεγάλοι Ποιητές της Εργατικής Τάξης και των Λαών, όπως ο κορυφαίος και ανεπανάληπτος Γιάννης Ρίτσος, έχουν εντάξει στο ευρύτερο έργο τους και ενότητες ποιημάτων με υπαρξιακά προβλήματα και ερωτήματα (π.χ. η «Τέταρτη Διάσταση»)
Έχω, όμως, την αίσθηση ότι η αστικής προέλευσης λεγόμενη "υπαρξιακή" ποίηση, η γεμάτη από την απελπισία, τη φθορά και το σκοτάδι είναι χαρακτηριστική της αστικής τάξης στη φάση της τελικής παρακμής του συστήματος εξουσίας της και της ολοφάνερης προοπτικής εξάλειψής του από τον ιστορικό χάρτη. Η εποχή του 1960-1970 που η αστική λογοτεχνία στρέφεται πλησίστια σε τέτοιες κατευθύνσεις φθοράς κι απελπισίας έμοιαζε, πράγματι, να ανοίγει το δρόμο μιας ταχείας κοινωνικής επαναστατικής αλλαγής σε όλο τον κόσμο, αφού η Ασία, η Λατινική Αμερική και η Αφρική αποτελούσαν ήδη μια τεράστια ζώνη θυελλών, ενώ και στην Ευρώπη ήταν ισχυρό και δυνάμωνε το εργατικό-λαϊκό κίνημα και το κίνημα της νεολαίας.
Αλλά ακόμη και μετά το μαύρο πισωγύρισμα της ιστορίας, στη δεκαετία του 1990, και πάλι η αστική λογοτεχνία δεν είχε κανένα ουσιαστικό λόγο να σταματήσει να τρέφει την απελπισία της, αφού και πάλι είναι ολοφάνερη η γενικευμένη μόνιμη κρίση και σήψη του συστήματος, όσες τονωτικές ενέσεις κι αν του έκανε η αντεπαναστατική συγκυρία, ενώ αφετέρου η ίδια η ζωή της αστικής τάξης έγινε ακόμα πιο παρασιτική, ακόμη πιο κούφια και χωρίς ουσιαστική διέξοδο από την τελματωμένη ανία που κρύβει το λούστρο της χλιδής και της εξουσίας.
Ο Θανάσης Τσιριγώτης στο άρθρο του για την ποίηση της Κικής Δημουλά, παρατηρεί πολύ εύστοχα ότι η ελληνική αστική τάξη έψαχνε εναγωνίως να βρει έναν λογοτεχνικό εκπρόσωπο περιωπής για να εκφράσει τις ιδέες της και γιατί όχι τις αγωνίες, τους φόβους και τα αδιέξοδά της. Παρατηρεί συγκεκριμένα ότι: «η άρχουσα ελίτ της χώρας μας αναζητούσε εναγώνια τον ποιητή της, μετά τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Φρονούμε ότι τον βρήκε στο πρόσωπο της Δημουλά, γι’ αυτό και την γέμισε «μαλάματα», επαίνους και βραβεία.»
Ωστόσο, πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι η «υπαρξιακή» (η- κατά κόρον αφηρημένη, αχρονική και «εγκεφαλική») ποίηση πολλών εκπροσώπων ή οπαδών της αστικής τάξης των 4 τελευταίων δεκαετιών του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα, δεν μπορεί να έχει καμία απολύτως από τις αρετές του συμβολισμού και του υπερρεαλισμού ορισμένων αστών ποιητών του μεσοπολέμου και της εποχής του αντιφασιστικού αγώνα, όπως οι σαφέστατα κορυφαίοι νεοέλληνες ποιητές Οδυσσέας Ελύτης και Γιώργος Σεφέρης.
Αυτό μάλιστα γίνεται ακόμη πιο κατανοητό, όταν θυμηθούμε πως εκείνοι οι ποιητές είχαν σε ένα βαθμό επηρεαστεί από τους αγώνες των λαών και ότι καθρεφτίζουν στην ποίησή τους την ιστορική διαδικασία των καιρών τους, όποια κοινωνική και πολιτική θέση κι αν είχαν πάρει οι ίδιοι.
Επομένως, είναι ολοφάνερο ότι η ποίηση της Κικής Δημουλά δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε στα νοήματα ούτε και στην τέχνη της με την ποίηση του "Άξιον Εστί" και του "Άσματος Ηρωικού και Πένθιμου…" του Οδυσσέα Ελύτη. Ούτε βέβαια μπορεί να συγκριθεί με την τέχνη του Γιώργου Σεφέρη, σε ποιήματα όπου αριστοτεχνικά συνδυάζονται η ιστορία, η υπαρξιακή αγωνία και η φθορά, όπως τα «Επιφάνεια», η «Ελένη», «Ο βασιλιάς της Ασίνης» και ο περίφημος «Τελευταίος Σταθμός». Εκεί υπάρχουν τέτοιες γενικές αλήθειες για την ιστορική μας πορεία και τη σύγχρονη εποχή, που κανείς από μας δεν μπορεί να αγνοήσει, αν θέλει να κατανοήσει την ιστορική εξέλιξη στον τόπο μας. Στην ποίηση της Δημουλά έχουμε μόνο προσωπικά συναισθήματα και σκέψεις ενός ανθρώπου που βλέπει τα πράγματα μέσα από το δικό του ατομικό μικρόκοσμο, μακριά από κάθε ενεργό ανάμιξη στο ζέον ιστορικό γίγνεσθαι των καιρών του. Έχουμε λοιπόν μια τεράστια διαφορά δυναμικού!
Την Κική Δημουλά την προέβαλε ως «την κορυφαία Ελληνίδα ποιήτρια της εποχής μας », κυρίως για ιδεολογικούς λόγους και για ευδιάκριτες σκοπιμότητες, η κυρίαρχη «διανόηση» την εποχή του Σημίτη, θέλοντας να απομακρύνει από το προσκήνιο την πολιτική ποίηση. Η εποχή αυτή τόσο στη λογοτεχνική κριτική όσο και στη διδασκαλία της λογοτεχνίας από τη Μέση και Ανώτατη εκπαίδευση προέβαλε με επιμονή και πείσμα τόσο την ανάδειξη των ποιητών «της φθοράς, του ερέβους και της απελπισίας» όσο και τον φορμαλισμό στην ανάλυση των έργων τους. Έναν φορμαλισμό στην προσέγγιση των έργων, ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο από μια «σχολαστική τεχνική», από λέξεις αποστειρωμένες από κάθε τι το ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό, ακριβώς κάτι σαν «αποστειρωμένο τούβλο», για να μην ξεχνάμε το σημείωμα του Τσιριγώτη.
(Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, ενώ δείγματα της ποίησης της Κικής Δημουλά ήταν ήδη ανθολογημένα στα βιβλία λογοτεχνίας του Λυκείου, η εποχή του Σημίτη προσέθεσε μια ολόκληρη σχετική ενότητα για την ποιήτρια σε ένα ανθολόγιο "θεωρητικής κατεύθυνσης" που έφτιαξε για την Γ΄ Λυκείου. Εκεί υπήρχε και η "Σονάτα του σεληνόφωτος" του Γιάννη Ρίτσου, ένα έργο που, αφού διδάχτηκε και εξετάστηκε κάποια χρόνια, μετά βγήκε από το υπουργείο Παιδείας εκτός διδακτέας ύλης... Η ενότητα, όμως, για την Κική Δημουλά, διδασκόταν υποχρεωτικά στη "θεωρητική κατεύθυνση", τουλάχιστον μέχρι και πέρυσι, παρ' όλο που ως μη εξεταζόμενο πια ούτε ενδοσχολικώς τα τελευταία χρόνια, το μάθημα αυτό της "κατεύθυνσης" γίνηκε πάρεργο, που απλώς συμπλήρωνε το πρόγραμμα, χωρίς κανένα ενδιαφέρον γι΄αυτό από τους μαθητές. Αυτοί παρότι "της θεωρητικής κατεύθυνσης" δεν διάβαζαν πλέον ούτε τον Ρίτσο, ούτε τη Δημουλά, αφού δεν αφορούσε το μάθημα αυτό τις ... εξετάσεις τους!)
Ήταν η εποχή του Σημίτη και των διαδόχων του εκείνη ακριβώς η χρονική καμπή, κατά την οποία η κυρίαρχη, αντιδραστικότατη πια, αστική ιδεολογία δεν περιόριζε πια την επίθεσή της ενάντια στην ποίηση των κορυφαίων μαρξιστών δημιουργών ποίησης του 20ου αιώνα. Γυρεύοντας να χτυπήσουν κάθε τι το προοδευτικό στο χώρο της λογοτεχνίας, οι αστοί κριτικοί άρχισαν να αποσιωπούν ή να υποτιμούν ταυτόχρονα το κάθε βαθύτατα πολιτικό και ανθρώπινο νόημα που φανερώνει η ποίηση δημιουργών με «κεντρώα» ακόμα και με συντηρητική μεν αλλά δημοκρατική-αντιφασιστική- πολιτική κατεύθυνση των περασμένων δεκαετιών. Γύρεψαν να εξοβελίσουν ολότελα από τη ζωή της κοινωνίας και της νέας γενιάς την ποίηση που μας θυμίζει τους μεγάλους αγώνες του ελληνικού Λαού και μαζί τα μεγάλα οράματα των Λαών. Κι όλο αυτό, ανεξάρτητα κι από το γεγονός ότι, ναι, ακόμη και παλαιότεροι αστοί ποιητές μάς έχουν δώσει τέτοια αριστουργηματικά δείγματα προοδευτικής τέχνης (1).
Σκεφτείτε, αλήθεια, πώς η αντιδραστική ιδεολογία της τωρινής αστικής κοινωνίας μπορεί να ανεχθεί στίχους με περιεχόμενο όπως:
«…εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και
στο ξινόχορτο.
-Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων
και Στρατηγών.
-Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των
δικών τους πτωμάτων.
-Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
(…)
Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι
της Αναστάσεως.
-Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία
στην καθαρότητα των ουρανών.
-Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
-Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα.
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.
Ταραχή θα πέσει στον Άδη,
και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από
την πίεση τη μεγάλη του ήλιου…»
(Οδυσσέας Ελύτης: Το Άξιον Εστί ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ)
Είναι δυνατόν οι ιδεολόγοι του ύστερου, του σάπιου ως το μεδούλι και αντιδραστικού μέχρι τα μπούνια, καπιταλισμού, του καπιταλισμού των ευρωλακέδων- μεταπρατών, να νιώθουν καλά με τέτοια νοήματα; Έχω την εντύπωση ότι οι σύγχρονοι μας αστοί «διανοούμενοι» μάλλον θα …μισούν το κορυφαίο έργο του Ελύτη, τόσο όσο οι πάτρωνές τους οι σύγχρονοι Αμερικάνοι, Γερμανοί και Γάλλοι ιμπεριαλιστές μισούν τη Γαλλική Επανάσταση, τον Ροβεσπιέρο, τον Μαρά και τον Δαντόν! Αυτούς που έφεραν την προοδευτική τότε αστική τάξη για πρώτη φορά στην εξουσία!
Και ταυτόχρονα (το πιστεύω αυτό ακράδαντα απ’ όσα βλέπω και διαβάζω τόσα χρόνια), θέλησαν οι ευρωλάγνοι εκφραστές της σύγχρονης αστικής «σκέψης», υποβαθμίζοντας συνολικά την πολιτική διάσταση της κορυφαίας νεοελληνικής ποίησης, της αληθινής αυτής ποίησης που γράφτηκε, από τον Διονύσιο Σολωμό τον Ανδρέα Κάλβο, τον Κωστή Παλαμά και τον Άγγελο Σικελιανό… μέχρι σήμερα, να αποκόψουν ολότελα τη νέα γενιά από την ιστορία του τόπου, από την ιστορική γνώση και συνείδηση… Τα υποχείρια του κεφαλαίου, τα ανδράποδα του ιμπεριαλισμού, που οι κυρίαρχοι θέλουν να φτιάξουν, δεν πρέπει να έχουν ούτε συναίσθηση της ιστορίας ούτε μπούσουλα για νέα μεγάλα και αληθινά κοινωνικά οράματα…
Η πολιτική ιδεολογία της Δημουλά, καθαρά συντηρητική και πεσιμιστική, χωρίς κανένα μεγάλο όραμα και χωρίς καμιά απολύτως αισιοδοξία (αισιοδοξία βασισμένη, εννοείται, στη γνώση της ιστορικής πορείας) ταίριαζε -κατά πως φαίνεται- απολύτως στα ζητούμενα αυτής ακριβώς της κυρίαρχης κατεύθυνσης.
Αυτό, πάντως, δεν αποκλείει καθόλου, εκ προοιμίου όπως λένε, την ύπαρξη ορισμένων ή και πολλών λογοτεχνικών αρετών στους στίχους της ποιήτριας, στο μέτρο πάντα που μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο μια ποίηση η οποία αποτελεί απλώς …μελέτη της «φθοράς» και μια μεταφυσική που ανάγει τα πάντα στις σφαίρες κάποιου ακαθόριστου και «άγνωστου επέκεινα», για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Θανάση Τσιριγώτη.
Απαιτείται, επομένως να μελετηθεί σοβαρά και αντικειμενικά αυτό το ποιητικό έργο που άφησε η Κική Δημουλά και να ερμηνευτεί μέσα από τη σκοπιά κι από το πρίσμα αυτών που πραγματικά θέλουν να καταλάβουν τον κόσμο για να τον αλλάξουν. Η αστική τάξη μάλλον εκμεταλλεύτηκε επιδέξια την ποίηση της Δημουλά για να εγκλωβίσει τους ανθρώπους στα δικά της, δηλαδή στα κυρίαρχα καλούπια σκέψης, στις δικές της επιδιώξεις, στα δικά της δομικά-πραγματικά αδιέξοδα.
Ας την εκμεταλλευτούμε, λοιπόν, αυτή την ποίηση εμείς οι μαρξιστές-λενινιστές από την ανάποδη! Ας μελετήσουμε ακόμη και την ποίηση αυτή από την εντελώς αντίθετη σκοπιά, σε σχέση με τους αστούς. Ας την προσεγγίσουμε κι ας την ερμηνεύσουμε επιστημονικά, ιστορικά διαλεκτικά-υλιστικά με την εξής προοπτική: Να καταλάβουμε καλά τον ιδεολογικό αντίπαλο και τα «όπλα» που χρησιμοποιεί, να καταλάβουμε απόλυτα πού ακριβώς αυτός βασίζεται για να επηρεάζει τους αναγνώστες και για να εμποδίζει τη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης του λαού.
Κι ακόμα, ας μελετήσουμε αυτή την ποίηση για να αναδείξουμε στην εργατική τάξη και στο λαό τα αδιέξοδα και τη φθορά όχι του ανθρώπου γενικά, αλλά τα αδιέξοδα και τη φθορά της καπιταλιστικής κοινωνίας και των αλλοτριωμένων συνειδήσεων που αυτή παράγει και διαιωνίζει!
Ας αναλύσουμε την ποίηση της απελπισίας και του αδιεξόδου της σάπιας αστικής κοινωνίας, έτσι ώστε, δίνοντας την πραγματική αιτία και την ερμηνεία των ιδεών και της μορφής μιας τέτοιας ποίησης, μιας τέτοιας κοινωνίας, να ξυπνήσουμε τις λαϊκές και τις νεανικές συνειδήσεις και να τις στρέψουμε στην κατεύθυνση της επαναστατικής γνώσης, της συνειδητής πράξης, επομένως και της βάσιμης αισιοδοξίας.
Άλλωστε, για μας «τίποτε το ανθρώπινο δεν μπορεί να είναι αλλότριο!»
(1) Υποσημείωση και υστερόγραφο:
Επειδή ακριβώς αυτές τις μέρες συμπληρώθηκαν 77 χρόνια από τη μέρα του θανάτου του κορυφαίου των Νεοελληνικών Γραμμάτων, του ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, ενός ποιητή από τους αληθινούς πρωτοπόρους των καιρών του και ορόσημο στην ιστορία και στη λογοτεχνία μας, κι επειδή πολύ ασχοληθήκαμε με τον πεσιμισμό και τα υπαρξιακά άγχη σύγχρονων ποιητών, θα πρότεινα στη νέα γενιά και στους προοδευτικούς δασκάλους των καιρών μας να ξανασκύψουν με προσοχή στο έργο του. Να ξαναγνωρίσουν βαθιά αυτό το έργο που η σύγχρονη αστική κριτική και το εκπαιδευτικό σύστημα πηγαίνουν σκοπίμως να υποβαθμίσουν ή και παντελώς να το αποσιωπήσουν.
Η ποίηση του Κωστή Παλαμά ήταν βγαλμένη μέσα από το καμίνι των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων της εποχής του και των ιστορικών τους αιτιών. Είναι ποίηση αληθινή, μεγαλόπνοη και απευθύνεται στον ελληνικό λαό, στις πρωτοπόρες κοινωνικές του δυνάμεις, αλλά και σε ολόκληρη την προοδευτική ανθρωπότητα των καιρών του. Ποίηση γεμάτη κοινωνικά και πολιτικά νοήματα, ένα αληθινά συναρπαστικό βιωματικό μάθημα πηγαίας δημοτικής γλώσσας, ιστορίας, φιλοσοφίας, γνήσιου λαϊκού πατριωτισμού, πραγματικά υψηλής στιχουργικής τέχνης.
Οι ρίζες της ποίησης του Παλαμά βρίσκονται βαθιά μέσα στα ιδανικά του προδομένου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 και των μεγάλων δημοκρατικών αγώνων που τον ακολούθησαν. Είναι επίσης ένας ύμνος στην ανθρώπινη πρόοδο, στην αληθινά ανθρωπιστική και ολόπλευρη Παιδεία, όπου το σχολείο θα είναι πηγή έμπνευσης για τα νιάτα, "ο δάσκαλος Ποιητής και τα βιβλία σαν κρίνα".
Ο ποιητής που με τον περίφημο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» σάλπισε ένα όραμα επανάστασης και αναδημιουργίας στηριγμένης στα χέρια και στο μυαλό του εργαζόμενου λαού μας, υπήρξε κορυφαία πηγή έμπνευσης για τη δρακογενιά του αντιφασιστικού αγώνα, αγαπήθηκε και θαυμάστηκε ιδιαίτερα από το κομμουνιστικό μας κίνημα ενώ η ποίησή του, μαζί με την πρωτοπόρο ανάλυσή της από τον Νίκο Ζαχαριάδη, συναποτελούν ένα μνημείο αθάνατο του Λαϊκού Διαφωτισμού και των αγώνων για τη λευτεριά στους αιώνες.
Ακριβώς γι' αυτούς τους λόγους το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα φρόντισε να υποβαθμίσει και να πετάξει στο περιθώριο της διδασκαλίας του την Παλαμική ποίηση.
Τρέμουν, κυριολεκτικά, τα διαχρονικά της μηνύματα οι τωρινοί δυνάστες και τα αφεντικά τους, ντόπια και ξένα… Θέλουν μια νεολαία χωρίς γνώση του Παλαμά, που σημαίνει: χωρίς ουσιαστική μόρφωση, χωρίς γλώσσα και χωρίς κριτική σκέψη…
Στον μεγάλο Κωστή Παλαμά, τον πρώτο που αναγνώρισε κι ανέδειξε την ποιητική αξία του νεαρού Γιάννη Ρίτσου, στον Παλαμά που πάνω στο φέρετρό του ακούμπησε η Ελλάδα για να πάρει νέα δύναμη στον τιτάνιο αγώνα για τη λευτεριά, στον ποιητή που σάλπισε το βροντερό παιάνα της νεοελληνικής αναγέννησης, σεμνά υποκλινόμαστε όλοι οι τίμιοι άνθρωποι αυτού του βασανισμένου τόπου.
Το έργο του θα ’ναι για πάντα οδηγός του έθνους και του λαού μας.
Νίκος Παπακωνσταντίνου, 2-3-2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου