Του Γρηγόρη Νιόλη
«...μέσα στον ήχο της βροχής που έσταζε στον τενεκέ, άρχισα να ορκίζομαι να φύγω απ’ αυτή τη χαμογειτονιά, να γίνω τρανός, να βοηθήσω όλους αυτούς γύρω μου, να εξοντώσω αυτά τα καθίκια που μας διώξανε απ’ τους τόπους μας και μας σκοτώνουν καθημερινώς, με την πείνα, με τις εξορίες και τις φυλακές, όταν τολμούσαν οι πατεράδες και οι μανάδες μας να ζητήσουν ένα ψίχουλο δίκιο».
Έτσι μιλά ο
νεαρός πρωταγωνιστής της Μαρίας
Αντωνιάδου-Μαριόλη, ο Στρατής, στο συγκλονιστικό έργο της «Λασπωμένοι ονειρόκηποι, αλήθειες που
θάφτηκαν». Μέσα από το τη σφιχτοδεμένη, σαν ριπές πολυβόλου, πρωτοπρόσωπη
αφήγηση, ξετυλίγεται όλο το δράμα του μικρασιατικού ξεριζωμού· εκεί, στα τρία
στενοσόκακα στην άκρη της Παλιάς Πόλης των Χανίων, δυο βήματα από τα μπορντέλα.
Αλλά και όλο αυτό το δράμα των φτωχών αυτών ανθρώπων που προσανατολισμένοι επί
το πλείστον προς την Αριστερά αντιμετωπίζουν όλο το μένος της μετεμφυλιακής
κρατικής εξουσίας.
Όταν κατηγορούν τον εξόριστο πατέρα του οι χωροφύλακες πως τάχα εκείνος τον καθοδήγησε και γράφτηκε στους Λαμπράκηδες, ξεσπάει ο Στρατής: «Ούτε γράμμα δεν τους αφήνετε να μας στείλουν. Δεν ξέρουμε αν ζουν, ή αν τους έχετε πετάξει σε κανένα γκρεμό και μας λέτε ότι μας καθοδηγούν; Η ζωή μας καθοδηγεί, το άδικο που εξασκείται γύρω μας για τα συμφέροντα σας, που είναι κοινά με τους ξένους φασίστες που μας έκοβαν τα χέρια (…) όταν μας σφαγιάζανε στη Σμύρνη».
Με δεδομένο ωστόσο ότι τέτοια περίπου υπήρξε και η αντίδραση της συγγραφέως όταν δέκα χρονών παιδούλα τη συνέλαβαν να γράφει συνθήματα στους τοίχους -που κι αυτή δεν είχε καν γνωρίσει τον εξόριστο πατέρα της-, καταλαβαίνει κανείς πόσο βιωματικές είναι αυτές οι καταγραφές. Γι’ αυτό και τόσο ζωντανές. Δεν χρειάστηκε δηλαδή να καταφύγει στον Γκόρκι ή στον Ντίκενς η Μαρία Αντωνιάδου –Μαριόλη προκειμένου να «δέσει» την ιστορία της. Τα είχε όλα εδώ, σ’ αυτές τις χαμοκέλες.
«Οι τρεις μεγάλοι σοσιαλισταί της ζωής είναι ο έρωτας, η πείνα και ο θάνατος», έγραψε κάποτε στην «Καθημερινή» η Ελένη Βλάχου. Και καλά, όσον αφορά τον έρωτα τώρα, τι να πω. Αλλά πόσες φορές, αλήθεια, θα βρεθεί αντιμέτωπος με την πείνα ένας αστός, ένας παραλής; Και πόσες φορές με το θάνατο, όταν ο φτωχός, ο πεινασμένος, ο κυνηγημένος τον αντιμετωπίζει καθημερινά;
Ο θάνατος! Ο θάνατος εδώ ενεδρεύει παντού σε κάθε γωνιά, σε κάθε σελίδα.
Μα απέναντι στο θάνατο - κι αυτό έχει τη μεγαλύτερη σημασία - ορθώνεται με όλες τις απαιτήσεις της η Ζωή: «Να συνεχίσουμε», «να επιζήσουμε», «θα τα καταφέρουμε», κραυγάζει χορεύοντας ζεϊμπέκικο ο Πάνος, ο κομμουνιστής.
•Και ο γιατρός! Ο Γιατρός μας, που τον έχουν αποφυλακίσει προσωρινά, τρέχει πάνω-κάτω στις σελίδες με το ποδήλατό του για να γιατροπορέψει τη φτωχολογιά, εκεί στη λασπογειτονιά που επί τουρκοκρατίας σταυλίζανε τα άλογα!
•Και ο πανέμορφος λουλουδόκηπος της Αννιώς, καθώς «στις λάσπες φυτρώνουν τα νούφαρα».
•Και η γυναίκα; Η Γυναίκα του φτωχόσπιτου γίνεται μάνα και πατέρας μαζί καθώς ο πατέρας λείπει στα Μακρονήσια και τις φυλακές, είτε μπεκροπίνει για να βαστάξει τα αβάσταχτα. Υποφέρει μάλιστα συχνά τη βία του άντρα που κάποτε της είχε ορκιστεί να την κάνει «βασίλισσα». Σε κάθε περίπτωση ωστόσο η Γυναίκα είναι που κυριαρχεί σε τούτη την παλαίστρα. Η γυναίκα είναι που σηκώνει όλο το βάρος της εξαθλίωσης.
Σαν σε κινηματογραφική ταινία απλώνεται η ιστορία της οικογένειας, από τη Σμύρνη ίσαμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ως προβολή των αδυσώπητων νόμων της ταξικής κοινωνίας, στο σήμερα όπου γης, με τους πολέμους, την προσφυγιά και τη φτώχεια.
Όμως δεν πρόκειται για μια απλή καταγραφή από «αλήθειες που θάφτηκαν». Πρόκειται για σπουδαίο λογοτεχνικό κείμενο «που καταφέρνει να μεταδώσει στον αναγνώστη τη συγκίνηση της δημιουργού» (Λ. Τολστόι, «Τι είναι Τέχνη»).
Το μόνο αρνητικό στοιχείο που οφείλουμε να επισημάνουμε είναι κάποια σχόλια του εκδότη, όπως π.χ. ότι η διαπάλη στα πλαίσια του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, η αντίσταση στον χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό και τη γραμμή που οδήγησε στην παλινόρθωση στη Σοβιετική Ένωση προβάλλεται σαν σύγκρουση της ΕΣΣΔ με την Κίνα για εδαφικές διαφορές, συκοφαντώντας έτσι τους αγώνες εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως όχι μόνο ενάντια στον καπιταλισμό αλλά και στην παλινόρθωσή του. Όπως επίσης το αναμάσημα των αστικών αφηγημάτων για τα «εγκλήματα» του Στάλιν, αλλοιώνοντας έτσι το αντιρεβιζιονιστικό, επαναστατικό πνεύμα της συγγραφέως.
Ένα πνεύμα ανθρωπιάς και αισιοδοξίας διαπερνά όλο το βιβλίο. «Ίσως χρειαστεί να ξαναδιαβούμε τους ίδιους δρόμους. Ίσως σκορπιστούμε πάλι με φίλους, με συντρόφους. Μα “ίσως” δεν υπάρχει στα όνειρα και στα ιδανικά…»
Το βιβλίο αυτό αξίζει να διαβαστεί: «Όσο στον κόσμο υπάρχει φτώχεια, αναλφαβητισμός και εξαθλίωση, βιβλία σαν κι αυτό δεν θα είναι περιττά» Βίκτορ Ουγκό, «Οι Άθ
- Η Μαρία Αντωνιάδου–Μαριόλη γεννήθηκε το 1948 στην Αθήνα όπου είχε καταφύγει η οικογένειά της μετά την εξορία του πατέρα της. Ο πατέρας της ήταν πρόσφυγας από τη Σμύρνη και η μητέρα της από τα Σφακιά. Γνώρισε τον πατέρα της όταν έγινε 10 χρονών και έζησε τα παιδικά της χρόνια στις φτωχογειτονιές, σε μια εποχή που ακόμη και τα παιδιά των κομμουνιστών και των εξόριστων αντιμετωπίζονταν σαν «μιάσματα» από το καθεστώς. Σε μια πρόσφατη αφήγησή της στην εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα» αναφέρει: «Ο πατέρας μου ήλθε οργανωμένος αριστερός από τη Σμύρνη, ήταν από πολύ νωρίς μέλος στο ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας, τον πρόδρομο του ΚΚΕ) και συνειδητός κομμουνιστής. Με τη μητέρα μου, Σοφία Αβαράκη, παντρεύτηκε το 1939 και αγόρασαν ένα σπίτι πίσω από τη “Σταφιδική” στο παλιό λιμάνι. Γίνεται ο πόλεμος, φεύγει ο πατέρας μου στην Αλβανία, στους πρώτους βομβαρδισμούς των Γερμανών καταστρέφεται το σπίτι, μένει η μητέρα μου μόνο με το κλειδί! Αυτό μόνο βρήκε ο πατέρας μου γυρίζοντας πίσω. Και βέβαια δεν έμεινε… ήσυχος, μπήκε στην αντίσταση. Μετά την απελευθέρωση, τον έπιασαν, γιατί έκανε πολιτική δουλειά καθώς ήταν άνθρωπος μορφωμένος. Τον κράτησαν 4 μήνες εδώ στις φυλακές των Χανίων, τον βασάνιζαν να υπογράψει δήλωση αλλά αυτός δεν ενέδωσε! Τον έστειλαν στη Μακρόνησο, στην Ικαρία, εγώ τον γνώρισα πρώτη φορά το 1957 όταν ήμουν 10 ετών! Δεν τον είχα ξαναδεί και φαντάσου πως δεν τον ήθελα! Πολύ δύσκολα χρόνια, μεγάλη φτώχεια, το σπίτι να στάζει νερά, εμάς μας είχαν στην μπούκα και γιατί ήμασταν πρόσφυγες – τουρκόσπορους μας έλεγαν ακόμα τόσα χρόνια μετά οι και… καλά ντόπιοι – και γιατί ήταν κομμουνιστής». Παρά τις αντίξοες συνθήκες και τις δυσκολίες σπούδασε δασκάλα. Εντάχθηκε στο αριστερό κίνημα και, όπως λέει και η ίδια, ακολουθήσαμε το δρόμο του πατέρα γιατί «μεγαλώνεις και κρίνεις ότι ο πατέρας σου μαχόταν για κάτι που άξιζε». Έχει δύο κόρες παντρεμένες και τέσσερα εγγόνια. Μένει στα Χανιά, όπου είναι γνωστή από τη συμμετοχή της στους αντιβασικούς και λαϊκούς αγώνες.
- Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς, Χανιά, 2021, σελ..91
- Ο Γρηγόρης
Νιόλης είναι Ζωγράφος-Χαράκτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου