ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ 18/12, 9:00 π.μ., ΣΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (Λ. Αλεξάνδρας και Λουκάρεως)

07 Δεκεμβρίου 2024

Η εξέγερση της Γουανγκτζού της Νότιας Κορέας το 1980

Το 1980 σε άρθρο/σημείωμα του στην τότε Προλεταριακή Σημαία ο Γιάννης Χοντζέας είχε τοποθετηθεί σχετικά με την εξέγερση της Γουανγκτζού, της Νότιας Κορέας. Για την «έφοδο στον ουρανό» των εξεγερμένων σε μία καθόλου επαναστατική περίοδο.

Οι συγκρίσεις με τα όσα συμβαίνουν αυτή την περίοδο στην Νότιο Κορέα είναι βέβαια…αρκετά δυσανάλογη ωστόσο το πνεύμα της εξέγερσης απέναντι στην κρατική καταστολή που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του νοτιοκορεάτικου καθεστώτος δεν είναι κάτι που σπάνια το συναντάς στην μεταπολεμική ιστορία του τόπου.

Το άρθρο που ακολουθεί το αναδημοσιεύουμε από το ELALIPERTA GR και δίνει αρκετές ιστορικές πληροφορίες για μία λαϊκή εξέγερση που ξέσπασε σε άνυδρο ιστορικό χρόνο….

ΔΜ

Την ελευθερία στη Νότια Κορέα την έφερε ο λαός της και όχι οι ΗΠΑ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ισχυρίστηκαν ότι πολεμούσαν για την υπεράσπιση της δημοκρατίας στη Νότια Κορέα. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, στήριξαν μια σειρά από δικτατορίες. Ο λαός της Νότιας Κορέας κέρδισε την ελευθερία του μόνο δεκαετίες μετά τον πόλεμο, μέσω γενναίων αγώνων ενάντια σε ισχυρούς στρατιωτικούς που υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ, όπως η ηρωική εξέγερση της Γκουανγκτζού το 1980.

Για τη Νότια Κορέα, η λαϊκή εξέγερση που συγκλόνισε τη νοτιοδυτική πόλη Γκουανγκτζού για δέκα ημέρες το 1980 ήταν μια καθοριστική ιστορική στιγμή. Η χώρα που έκτοτε χάρισε στον κόσμο το συγκρότημα ανδρόγυνων αγοριών BTS και τα Παράσιτα του Μπονγκ Τζουν-χο[1] ζούσε κάτω από τον διαδοχικό έλεγχο ισχυρών ανδρών. Μέχρι το 1992, η αλλαγή καθεστώτος γινόταν μόνο μέσω μαζικών εξεγέρσεων ή στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Η εξέγερση της Γκουανγκτζού σηματοδότησε την αρχή του τέλους για την αυταρχική διακυβέρνηση στη Νότια Κορέα, η οποία είναι πλέον μια ζωντανή νεαρή δημοκρατία που συχνά αναζωογονείται όχι μόνο στην κάλπη, αλλά και στους δρόμους.

Από τα τρία πραξικοπήματα στη σύγχρονη ιστορία της Νότιας Κορέας, τα δύο πρώτα –και τα δύο σκηνοθετήθηκαν από τον Παρκ Τσουνγκ Χι, πρώτα για να καταλάβει την εξουσία το 1961 και στη συνέχεια για να τη διατηρήσει το 1972– ήταν σχετικά αναίμακτες υποθέσεις. Ο Παρκ πρόλαβε τις διαμαρτυρίες συλλαμβάνοντας χιλιάδες ακτιβιστές και φιμώνοντας τον Τύπο. Ο Τσουν Ντου-Χουάν, ένας νεαρός, εκπαιδευμένος στις ΗΠΑ στρατηγός, πραγματοποίησε το τρίτο και τελευταίο πραξικόπημα τον Μάιο του 1980, χρησιμοποιώντας τις τεχνικές που είχε μάθει από τον αμερικανικό στρατό.

Ενώ η υπόλοιπη χώρα συνθηκολόγησε σιωπηλά, η Γκουανγκτζού αντιστάθηκε στο πραξικόπημα για δέκα ημέρες. Οι πολίτες της πολέμησαν για να αποκρούσουν τις καλύτερα εκπαιδευμένες ειδικές δυνάμεις της χώρας, ακόμη και όταν αυτές ασκούσαν θανατηφόρα βία εναντίον του πληθυσμού προσπαθώντας να επιβάλουν τον στρατιωτικό νόμο. Το κίνημα κατέληξε να ελέγχει την πόλη για πέντε ημέρες, μέχρι που η εξέγερση έληξε με μια σφαγή.

Η εξέγερση ήταν λαϊκή με την πλήρη έννοια του όρου. Παρόλο που οι φοιτητές –πάντα κομβικής σημασίας στις φιλοδημοκρατικές εκστρατείες της χώρας– ξεκίνησαν τον αγώνα, δεν τον καθοδήγησαν, καθώς οι απλοί πολίτες ενώθηκαν μαζί τους στα οδοφράγματα. Ο αριθμός των νεκρών πολιτών παραμένει άγνωστος. Η κυβέρνηση της Νότιας Κορέας ανεβάζει τον επίσημο απολογισμό[2] σε 196, αλλά συμφώνησε να αποζημιώσει 288 θύματα, ενώ τουλάχιστον 81 ακόμη αγνοούνται. Σύμφωνα με κάθε υπολογισμό, οι εργάτες που σκοτώθηκαν ήταν περισσότεροι από τους φοιτητές, γεγονός που αποδεικνύει τον κεντρικό τους ρόλο στην εξέγερση.

Τα χρόνια της αποκατάστασης

Μετά την κατάληψη της εξουσίας στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, ο Παρκ ξεκίνησε μια προσπάθεια εκβιομηχάνισης με γνώμονα τις εξαγωγές. Επρόκειτο για μια ακραία μορφή κατευθυνόμενου καπιταλισμού, με τη συγκέντρωση όλων των διαθέσιμων πόρων του κράτους για τη δημιουργία περισσότερων εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της διακυβέρνησης του Παρκ από το 1962 έως το 1979, η οικονομική ανάπτυξη ήταν θεαματική. Οι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης του Α.Ε.Π. και των εξαγωγών ήταν 9,3% και 33,3%, αντίστοιχα. Το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε από 87 δολάρια το 1962 σε 1.744 δολάρια το 1979, δηλαδή εικοσαπλασιάστηκε.

Το καθεστώς κατήγγειλε τις εκκλήσεις για πολιτική ελευθερία και εργασιακά δικαιώματα ως αντιπατριωτικές και ακόμη και προδοτικές. Υπήρχαν επίσημα, υποστηριζόμενα από το κράτος συνδικάτα, ενώ οι αρχές κατέστειλαν σκληρά όλες τις προσπάθειες για τη δημιουργία ανεξάρτητων συνδικάτων. Η φτηνή και άφθονη εργασία ήταν η μόνη πηγή πλούτου για τον καπιταλισμό του Παρκ που ήταν προσανατολισμένος στις εξαγωγές και δεν διέθετε τεχνολογικό ή οικονομικό πλεονέκτημα.

Ο Παρκ ονόμασε το δεύτερο πραξικόπημά του τον Οκτώβριο του 1972 «Γιουσίν» ή αποκατάσταση – έναν όρο που δανείστηκε από την Ιαπωνική αποκατάσταση Μέιτζι, το πραξικόπημα που πραγματοποίησε η τάξη των σαμουράι το 1868 για να δώσει ώθηση στον εκσυγχρονισμό της χώρας και να αποκρούσει τις αποικιακές απειλές του δυτικού καπιταλισμού. Ο Παρκ, ο οποίος είχε διατελέσει αξιωματικός του στρατού του ιαπωνικού κράτους-μαριονέτας Μαντσουκούο τη δεκαετία του 1930 και του ‘40, μιμήθηκε την ελίτ των σαμουράι. Ξεκίνησε μια προσπάθεια για την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας, ενώ κατέστειλε την αντιπολίτευση στο όνομα των υπέρτατων εθνικών στόχων: της οικονομικής ανάπτυξης και της ανάγκης για ενότητα απέναντι στη στρατιωτική απειλή από τη Βόρεια Κορέα. Ο δικτάτορας Γιουσίν τεμάχισε ό,τι είχε απομείνει από το κράτος δικαίου και κυβέρνησε με διατάγματα.

Κατά τη διάρκεια αυτής της ώθησης, αναδύθηκε μια πλήρως ανεπτυγμένη καπιταλιστική τάξη της Νότιας Κορέας, η οποία καρπώθηκε τη μερίδα του λέοντος του εθνικού πλούτου, όπως περιγράφει λεπτομερώς ο μαρξιστής οικονομολόγος Μάρτιν Χαρτ-Λάντσμπεργκ στο βιβλίο του Η βιασύνη για την ανάπτυξη[3]. Η σχετική φτώχεια –το ποσοστό του πληθυσμού που κερδίζει λιγότερο από το ένα τρίτο του μέσου εθνικού εισοδήματος– αυξήθηκε από 5% το 1970 σε 14% το 1978.

Το 1979, η οικονομική ώθηση σταμάτησε, καθώς η βαριά βιομηχανία της Νότιας Κορέας, προσανατολισμένη στις εξαγωγές και κορεσμένη από επενδύσεις, έπεσε θύμα της αύξησης των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου και του αυξανόμενου βάρους του χρέους. Το επόμενο έτος, για πρώτη φορά από το 1962, το Α.Ε.Π. συρρικνώθηκε κατά σχεδόν 2%. Το καθεστώς του Παρκ δεν μπορούσε πλέον να βασιστεί στην οικονομική ανάπτυξη που χρειαζόταν για να αμβλύνει τις επιπτώσεις της εντεινόμενης ανισότητας και της σκληρής πολιτικής καταστολής.

Η πτώση του Παρκ

Οι νεαρές εργάτριες προκάλεσαν το πρώτο πλήγμα στην παραπαίουσα διακυβέρνηση του Παρκ. Τον Αύγουστο του 1979, γυναίκες που εργάζονταν για τον εξαγωγέα περούκας YH Trade κατέφυγαν σε ένα αρχηγείο του κόμματος της αντιπολίτευσης στη Σεούλ. Η αστυνομία τις είχε προηγουμένως εκδιώξει από το εργοστάσιο όπου έπαιρναν 220 γουόν την ημέρα –το ισοδύναμο των 1,67 δολαρίων σε σημερινά χρήματα[4]– από το κορεατοαμερικανικό αφεντικό τους, το οποίο έφυγε ξαφνικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες αφού πούλησε τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας και τις άφησε απλήρωτες για μήνες. Δύο ημέρες μετά την καθιστική τους διαμαρτυρία στα κεντρικά γραφεία του κόμματος, μια τεράστια δύναμη των ΜΑΤ εισέβαλε στο κτίριο, σκοτώνοντας μια από τις εργάτριες και τραυματίζοντας πολλές άλλες.

Η αποσύνθεση του καθεστώτος Παρκ επιταχύνθηκε από εκείνο το σημείο και μετά. Τον Οκτώβριο, οι φοιτητικές διαδηλώσεις εξελίχθηκαν σε εκτεταμένες αναταραχές στο Μασάν και το Μπουσάν, δύο βιομηχανικά κέντρα στη νοτιοανατολική επαρχία Γκιεονγκσάνγκ, την οικονομικά ευνοημένη έδρα του καθεστώτος. Οι αρχές επιστράτευσαν ειδικές δυνάμεις για να χτυπήσουν βάναυσα τους κατοίκους των δύο πόλεων, σε μια πρόγευση αυτού που επρόκειτο να συμβεί επτά μήνες αργότερα στην Γκουανγκτζού.

Αυτή η εξέγερση στο ίδιο του το προπύργιο συνέβαλε στο γρήγορο τέλος του καθεστώτος της Παρκ. Τον ίδιο μήνα, ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Παρκ, Κιμ Τζε-Γκιου, πυροβόλησε και σκότωσε τον δικτάτορα. Ο Κιμ δήλωσε ότι η δολοφονία ήταν απαραίτητη για να αποτραπεί ένα μεγάλο λουτρό αίματος που ο Παρκ και οι στρατηγοί του σχεδίαζαν να προκαλέσουν τόσο εναντίον των αντιφρονούντων όσο και εναντίον των απλών πολιτών.

Ο θάνατος του Παρκ δημιούργησε μια νέα ευκαιρία για τον Τσουν Ντου-Χουάν, ο οποίος ήταν τότε επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών του στρατού. Ανέβηκε γρήγορα στην κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας τον Δεκέμβριο του 1979, συλλαμβάνοντας και εκκαθαρίζοντας δεκάδες ανώτερους αξιωματικούς.

Αλλά ήταν επίσης μια ευκαιρία για τους πολιτικούς αντιφρονούντες να προωθήσουν τα αιτήματά τους για ένα νέο σύνταγμα και άλλα φιλελεύθερα μέτρα, και για τους εργαζόμενους να διαμαρτυρηθούν για τους χαμηλούς μισθούς και τις κακές συνθήκες εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας της κυβέρνησης, κατά τους πρώτους τέσσερις μήνες του 1980 σημειώθηκαν 720 εργατικές διαμάχες, κυρίως για καθυστερήσεις μισθών, έναντι μόλις 105 το 1979. Τον Απρίλιο, η βορειοανατολική κοινότητα εξόρυξης άνθρακα Sabuk εξεγέρθηκε για τρεις ημέρες αφού ένα τζιπ της αστυνομίας πέρασε μέσα από μια πικετοφορία. Η εξέγερση κατέληξε στη μαζική σύλληψη ανθρακωρύχων. Ακούγοντας φήμες για καταστολή από τις ειδικές δυνάμεις, οι ηγέτες των συνδικάτων κρύφτηκαν.

Σε μια εμπιστευτική έκθεση που δημοσιεύθηκε τέσσερις μήνες πριν από τη δολοφονία του Παρκ[5], η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ (CIA) σημείωνε ότι ο πυρήνας των ακτιβιστών της αντιπολίτευσης στη Νότια Κορέα δεν ξεπερνούσε κατά πολύ τους διανοούμενους της μεσαίας τάξης και τους φοιτητές στη Σεούλ. Κατά την περίοδο μετά τον Παρκ που οδήγησε στην εξέγερση της Γκουανγκτζού, η εκτίμηση αυτή αποδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό ακριβής. Το κύμα των εργατικών αγώνων δεν είχε καμία εθνική εστίαση. Στις αρχές Μαΐου, όταν οι φοιτητές –που συχνά αναφέρονται ως «η συνείδηση του έθνους» για την επίμονη αντίστασή τους στον αυταρχισμό– άρχισαν να ξεχύνονται στους δρόμους της Σεούλ, απαιτώντας ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, οι περισσότεροι πολίτες παρέμειναν στο περιθώριο.

Όταν οι διαδηλώσεις τους στους δρόμους κορυφώθηκαν στις 15 Μαΐου, οι φοιτητές αποφάσισαν να αναστείλουν τις διαμαρτυρίες, εν μέρει επειδή ανησυχούσαν για την αδυναμία τους να κερδίσουν τη λαϊκή υποστήριξη και εν μέρει επειδή φοβόντουσαν μια στρατιωτική καταστολή. Δύο ημέρες αργότερα, τη νύχτα της 17ης Μαΐου, εισέβαλαν τα στρατεύματα του Τσουν. Συνέλαβαν περισσότερους από δύο χιλιάδες φοιτητές και αντιφρονούντες, μεταξύ των οποίων και τον Κιμ Ντε Τζουνγκ, τον ηγέτη των αντιφρονούντων και μετέπειτα κάτοχο του Νόμπελ Ειρήνης του 2001. Οι αρχές έκλεισαν τα κολέγια μέχρι νεωτέρας. Στις 18 Μαΐου, οι Νοτιοκορεάτες ξύπνησαν με την πιο αυστηρή μορφή στρατιωτικού νόμου: πρακτικά, επρόκειτο για ένα ακόμη πραξικόπημα.

Γκουανγκτζού

Η Γκουανγκτζού, πρωτεύουσα της νοτιοδυτικής επαρχίας Τζεόλα, ήταν η μόνη μεγάλη πόλη όπου οι ακτιβιστές φοιτητές κέρδισαν πραγματική λαϊκή υποστήριξη, με τις διαμαρτυρίες να συνεχίζονται μέχρι τις 16 Μαΐου. Εκείνη τη νύχτα, 30.000 ντόπιοι πολίτες συμμετείχαν στην τελευταία και μεγαλύτερη από αυτές τις διαδηλώσεις, από έναν αστικό πληθυσμό 730.000 κατοίκων. Γέμισαν την πλατεία του Επαρχιακού Μεγάρου, αψηφώντας την κυβερνητική απαγόρευση κυκλοφορίας. Στις 17 Μαΐου, όταν οι ειδικές δυνάμεις κατέλαβαν όλα τα μεγάλα κολέγια, η Γκουανγκτζού ήταν επίσης το μόνο μέρος όπου οι φοιτητές συγκρούστηκαν με τους στρατιώτες για την αναστολή λειτουργίας.

Η Γκουανγκτζού και η Τζεόλα αντιπροσώπευαν τον νοτιοκορεατικό καπιταλισμό στη χειρότερη εκδοχή του. Η άλλοτε εύπορη αγροτική επαρχία είχε δει την τύχη της να παρακμάζει απότομα επί Παρκ. Η κυβέρνηση πίεσε προς τα κάτω τις τιμές των σιτηρών προκειμένου να μειώσει το αστικό κόστος ζωής, ενώ παράλληλα προκάλεσε τη ροή φτηνού εργατικού δυναμικού προς τις βιομηχανικές περιοχές από τις φτωχές αγροτικές περιοχές. Καθώς οι νέοι άνδρες και γυναίκες από την Τζεόλα πουλιόντουσαν στις εκτεταμένες βιομηχανικές συνοικίες και στις συνοικίες με τα κόκκινα φανάρια των μεγάλων πόλεων, η επαρχία Γκιεόνγκσανγκ αναδείχθηκε σε κέντρο μεταποίησης, ευνοημένη και χρηματοδοτούμενη σε εθνικό επίπεδο από την ντόπια ελίτ της.

Οι κάτοικοι της Γκουανγκτζού και της Τζεόλα είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον Κιμ Ντε Τζουνγκ, τον νεαρό φιλελεύθερο που θα είχε νικήσει τον Παρκ το 1971, αν οι εκλογές δεν είχαν παραποιηθεί από την κορεατική CIA. Κατά τη διάρκεια της περιόδου Γιουσίν, ο Κιμ παρέμεινε σε κατ’ οίκον περιορισμό, αφού επέζησε από αρκετές απόπειρες δολοφονίας του από τα πρωτοπαλίκαρα του Παρκ. Για να περιορίσει την επιρροή του Κιμ, το καθεστώς θεσμοθέτησε μια περιφερειακή προκατάληψη κατά της Τζεόλα, αφαιρώντας περαιτέρω τα δικαιώματα της επαρχίας. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο όμιλος Samsung απέκλειε ρητά τους αποφοίτους κολεγίων της Τζεόλα από την απασχόληση.

Οι εργαζόμενοι στην Γκουανγκτζού κέρδιζαν μόλις τα μισά χρήματα από τους συναδέλφους τους σε άλλα μέρη της χώρας. Παρόλο που φιλοξενούσε τη μεγαλύτερη γραμμή συναρμολόγησης φορτηγών και στρατιωτικών οχημάτων της χώρας, υπήρχαν μόνο έξι εργοστάσια που απασχολούσαν περισσότερους από δέκα χιλιάδες εργάτες. Σχεδόν τα δύο τρίτα του ενεργού πληθυσμού της απασχολούνταν στον επισφαλή τομέα των υπηρεσιών. Ωστόσο, η Γκουανγκτζού εξακολουθούσε να είναι το επαρχιακό κέντρο εκπαίδευσης, με μεγάλο αριθμό κολεγίων και πανεπιστημίων. Σχεδόν το ένα πέμπτο του πληθυσμού ήταν φοιτητές.

Η επιστροφή του πολέμου στο εσωτερικό

Οι συνθήκες στην Γκουανγκτζού έφτασαν τελικά σε σημείο βρασμού το πρωί της 18ης Μαΐου, όταν κομάντος διέλυσαν μια μικρή, αυθόρμητη διαμαρτυρία κατά της αναστολής λειτουργίας στην πύλη του Εθνικού Πανεπιστημίου Τσονάμ, της περιφερειακής εστίας φοιτητικού ακτιβισμού. Λιγότεροι από εκατό φοιτητές που είχαν γλιτώσει από τους ξυλοδαρμούς πήγαν στο κέντρο της πόλης, όπου οι ταραγμένοι πολίτες της πόλης δεν ήξεραν πώς να εκτονώσουν την οργή τους για το νέο πραξικόπημα και τη σύλληψη του αγαπημένου τους παιδιού, του Κιμ Ντε Τζουνγκ.

Μέχρι το απόγευμα, η αρχικά ειρηνική πορεία στους δρόμους είχε μετατραπεί σε μια σειρά από ολοένα και μεγαλύτερες οδομαχίες. Οι κομάντος κατέφευγαν όλο και περισσότερο στη βία. Τις πρώτες πέντε ημέρες της εξέγερσης, πριν από την κατάληψη της πόλης από τους πολίτες, ο στρατός ξυλοκόπησε, μαχαίρωσε και πυροβόλησε μέχρι θανάτου τα θύματά του. Οι στρατιώτες έγδυσαν τους αιχμαλώτους τους στους δρόμους –άνδρες και γυναίκες– για να τους εξευτελίσουν και να τρομοκρατήσουν τους παρευρισκόμενους.

Λίγες εβδομάδες μετά την καταστολή της εξέγερσης, η Υπηρεσία Πληροφοριών Άμυνας των ΗΠΑ υπέδειξε ότι η αγριότητα των ειδικών δυνάμεων θα μπορούσε εν μέρει να αποδοθεί στην «εμπειρία τους από το Βιετνάμ»[6], επικαλούμενη έναν ανώνυμο Αμερικανό αυτόπτη μάρτυρα που είχε παρομοιάσει τη Γκουανγκτζού με τη σφαγή στο Μι Λάι. Αν και δεν είναι ευρέως γνωστό εκτός της Νότιας Κορέας, η χώρα έστειλε πολεμικά στρατεύματα στο Βιετνάμ με χρηματοδότηση των ΗΠΑ μεταξύ 1966 και 1973. Στο αποκορύφωμά του, αυτό αφορούσε περίπου πενήντα χιλιάδες Νοτιοκορεάτες πεζοναύτες και στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων, που ήταν περισσότεροι από τον τακτικό στρατό του Βορείου Βιετνάμ στο πεδίο της μάχης. Η βιαιότητά τους ήταν διαβόητη.

Οι μονάδες των ειδικών δυνάμεων ψέκασαν τους διαδηλωτές με το ίδιο αέριο CS που είχαν χρησιμοποιήσει για να βγάλουν τους Βιετκόνγκ από τις υπόγειες κρυψώνες τους. Οι σφαίρες τους με πλήρες μεταλλικό περίβλημα[7], που χρησιμοποιήθηκαν επίσης στο Βιετνάμ, προκάλεσαν μόνιμους και συχνά θανατηφόρους τραυματισμούς καθώς έσπαγαν σε θραύσματα και διαπερνούσαν την ανθρώπινη σάρκα και τα οστά. Ένας λοχίας των κομάντος κρατούσε μια ξιφολόγχη μπροστά στους αιχμαλώτους του, φωνάζοντας: «Αυτή είναι η ξιφολόγχη που χρησιμοποίησα για να κόψω τα στήθη σαράντα γυναικών των Βιετκόνγκ».

Κλιμάκωση

Η αδίστακτη συμπεριφορά του στρατού έπεισε τους πολίτες της Γκουανγκτζού ότι η μη βίαιη αντίσταση θα ήταν μάταιη. Αντεπιτέθηκαν, χρησιμοποιώντας αρχικά ό,τι μπορούσαν να πάρουν στα χέρια τους: σπασμένα καλντερίμια, χαλύβδινους σωλήνες και κουζινομάχαιρα. Σύντομα, άρχισαν να κατασκευάζουν βόμβες μολότοφ και να υψώνουν οδοφράγματα. Ως απάντηση στις αδιάκοπες επιθέσεις του στρατού, οι πολίτες-υπερασπιστές έφτασαν να μοιάζουν με ένα μεγάλο, αδιάτρητο μπαλόνι που φουσκώνει, ξεφουσκώνει και ξαναφουσκώνει – το πλήθος διασκορπιζόταν, μόνο και μόνο για να ανασυνταχθεί και να αποκτήσει ξανά όγκο.

Μέχρι το βράδυ της 20ής Μαΐου, διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονταν στους δρόμους. Μεγάλο μέρος του κέντρου της Γκουανγκτζού ήταν υπό τον έλεγχο των πολιτών, εκτός από μερικά στρατηγικά και υλικοτεχνικά σημεία, όπως οι αυτοκινητόδρομοι, ο σιδηροδρομικός σταθμός και το Επαρχιακό Μέγαρο, το οποίο ο στρατός είχε μετατρέψει σε προσωρινό κέντρο διοίκησης. Οι συγκρούσεις συνέχισαν να κλιμακώνονται, αλλά η μάχη δεν ήταν πλέον μονόπλευρη, αφήνοντας τους στρατιώτες να αγωνιούν για την ασφάλειά τους.

Εκείνη τη νύχτα, οι οδηγοί ταξί της πόλης μετέβαλαν την αντιπαράθεση υπέρ των διαδηλωτών. Ήταν εργαζόμενοι πρώτης γραμμής, που συχνά ξυλοκοπούνταν από τους στρατιώτες επειδή μετέφεραν τραυματισμένους πολίτες σε ασφαλές μέρος. Νωρίτερα εκείνη την ημέρα, σε μια μικρή πλατεία στο στάδιο της πόλης, το στέκι αλλαγής βάρδιας των οδηγών μετατράπηκε σε αυτοσχέδιο φόρουμ συζητήσεων, όπου αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τα οχήματά τους για να εμβολίσουν τα στρατιωτικά οδοφράγματα στο Επαρχιακό Μέγαρο. Οι διαδηλωτές χωρίστηκαν για να αφήσουν μια δύναμη ταξί και λεωφορείων, πολύ μεγαλύτερη από 200 άτομα, να κατέβει τη λεωφόρο Κουμνάμ προς την αίθουσα.

Οι στρατιώτες κατάφεραν να σταματήσουν τη φάλαγγα των οχημάτων, σχεδόν πνίγοντας ολόκληρη τη λεωφόρο με αέριο CS. Έσπασαν τα παρμπρίζ και συνέλαβαν τους οδηγούς αφού τους χτύπησαν ανελέητα. Οι εξαγριωμένοι διαδηλωτές έβαλαν φωτιά στην εφορία και στα κτίρια δύο ραδιοτηλεοπτικών δικτύων, επιμένοντας ότι οι φόροι έπρεπε να δαπανηθούν για τις ανάγκες τους και όχι για τα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι οργανωτές του πραξικοπήματος για να σκοτώνουν αθώους πολίτες. Τα ελεγχόμενα από το κράτος μέσα μαζικής ενημέρωσης προκάλεσαν την οργή τους επειδή δεν αναφέρθηκαν στη συνεχιζόμενη σφαγή.

Η πορεία των ταξί ενθάρρυνε τους διαδηλωτές, οι οποίοι άρχισαν να κάνουν επιδρομές σε κυβερνητικές αποθήκες αυτοκινήτων, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν τα οχήματα για να διαπερνούν τους στρατιωτικούς κλοιούς. Στον σιδηροδρομικό σταθμό, ο οποίος ήταν σημαντικός από υλικοτεχνική άποψη για τον στρατό, οι διαδηλωτές έδιωξαν τους στρατιώτες μετά από συμπλοκή. Ένας ενισχυμένος λόχος στρατευμάτων μπόρεσε να ανακαταλάβει το σταθμό μόνο πυροβολώντας τα πλήθη. Ήταν η πρώτη χρήση αληθινών πυρών από τον στρατό, με αποτέλεσμα τουλάχιστον πέντε διαδηλωτές να σκοτωθούν και πολλοί άλλοι να τραυματιστούν.

Η εξέγερση

Η αντιπαράθεση συνεχίστηκε και την επόμενη ημέρα, στις 21 Μαΐου, όταν οι διαμαρτυρίες εξελίχθηκαν σε ένοπλη εξέγερση πλήρους κλίμακας. Το πρωί, στα διόδια του αυτοκινητόδρομου ταχείας κυκλοφορίας της πόλης, διαδηλωτές από μια κοντινή βιομηχανική περιοχή συγκρούστηκαν με μια μεραρχία πεζικού που είχε μεταφερθεί στην πόλη. Μέχρι τις 10 π.μ., οι στρατιώτες είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν πραγματικά πυρομαχικά για να εξουδετερώσουν τα οχήματα που προσπαθούσαν να σπάσουν το οδόφραγμα στο Επαρχιακό Μέγαρο. Οι διαδηλωτές κατέλαβαν εκατοντάδες τζιπ και τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού από την Asia Motors –τώρα Kia– τον στρατιωτικό εργολάβο της πόλης.

Γύρω στη 1 μ.μ., χωρίς προειδοποίηση, οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ εναντίον των διαδηλωτών. Το 1995, η κυβέρνηση της Νότιας Κορέας προσδιόρισε τον άμεσο απολογισμό των νεκρών από τους πυροβολισμούς αυτούς σε πενήντα τέσσερις, με περισσότερους από 500 τραυματίες. Παρά τη θηριωδία αυτή, το πλήθος είχε γίνει πολύ μεγάλο και πολύ θυμωμένο για να διαλυθεί.

Το καθεστώς του Παρκ είχε στρατιωτικοποιήσει την κοινωνία της Νότιας Κορέας, δίνοντας άθελά του στο λαό του τα μέσα για να αντισταθεί στην κρατική καταστολή. Αφού είχαν συμπληρώσει τρία χρόνια υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, το κράτος οργάνωσε τους αρτιμελείς άνδρες σε μονάδες του εφεδρικού στρατού ανά χώρο εργασίας ή περιοχή. Τα οπλοστάσια ήταν κοινά. Τις επόμενες ώρες, οι διαδηλωτές κατέλαβαν χιλιάδες τουφέκια και εκατοντάδες χειροβομβίδες, μαζί με αρκετά πολυβόλα. Οι ανθρακωρύχοι σε ένα κοντινό ανθρακωρυχείο έφεραν προμήθειες δυναμίτη καθώς προσχώρησαν στην εξέγερση.

Έφεραν τα πυροβόλα όπλα σε ένα πάρκο δίπλα στο Επαρχιακό Μέγαρο. Ο καθένας μπορούσε να πάρει ένα τουφέκι, ακόμη και έφηβοι. Ένας από αυτούς τους εφήβους ήταν ο Χαν Σανγκ Γκιουν[8], ο οποίος θα εκλεγόταν πρόεδρος της Κορεατικής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων τρεις δεκαετίες αργότερα. Ορισμένοι έφεδροι διοικητές, συνήθως συνταξιούχοι υπαξιωματικοί, οργάνωσαν τους εξεγερμένους σε μονάδες – αυτοαποκαλούνταν Σιμινγκούν («Στρατός των Πολιτών»).

Ακόμη και με μια ένοπλη πολιτοφυλακή στο πλευρό τους, οι πολίτες της Γκουανγκτζού δεν μπόρεσαν να εξουδετερώσουν μια ταξιαρχία ειδικών δυνάμεων, η οποία θα μπορούσε να υπερνικήσει μια ολόκληρη μεραρχία πεζικού. Άνθρωποι εξακολουθούσαν να σκοτώνονται και να τραυματίζονται, και τα υπερπλήρη νοσοκομεία βρήκαν τις τράπεζες αίματός τους εξαντλημένες. Ωστόσο, η ρακένδυτη πολιτοφυλακή επέδειξε μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση από την καλύτερα εκπαιδευμένη επίλεκτη δύναμη της χώρας.

Κάποιοι εξεγερμένοι εγκατέστησαν δύο πολυβόλα στην οροφή ενός νοσοκομείου με θέα το Επαρχιακό Μέγαρο. Θα μπορούσαν να είχαν γεμίσει με σφαίρες το αρχηγείο του εχθρού τους, αλλά συγκρατήθηκαν, σκοπεύοντας τα πολυβόλα να χρησιμεύσουν ως επίδειξη της δυνητικής δύναμης πυρός. Από τους συνολικά είκοσι τρεις στρατιώτες που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, μόλις οκτώ έχασαν τη ζωή τους σε συγκρούσεις με τους εξεγερμένους – οι υπόλοιποι έπεσαν θύματα «φίλιων πυρών».

Η Κομμούνα της Γκουανγκτζού    

Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Μαΐου, ο στρατός είχε υποχωρήσει, αφήνοντας τη Γκουανγκτζού υπό λαϊκό έλεγχο. Η δύναμη του λαού δεν προήλθε από τα όπλα που είχαν καταλάβει, αλλά από την αλληλεγγύη, την ανθεκτικότητα και τον απόλυτο αριθμό. Κατά τη διάρκεια πέντε ημερών, οι πολίτες της Γκουανγκτζού είχαν χύσει αίμα και δάκρυα για να διώξουν τους στρατιώτες.

Ο στρατός άρχισε να αποκλείει την Γκουανγκτζού, συλλαμβάνοντας τα οχήματα των εξεγερμένων που προσπαθούσαν να βγουν έξω από τα όρια της πόλης και δεν έπαιρνε αιχμαλώτους. Αυτές οι θανατηφόρες ενέδρες ήρθαν στο φως μόνο χάρη σε λίγους τυχερούς επιζώντες. Στην ίδια την πόλη, ωστόσο, η βία έλαβε τέλος καθώς οι κυβερνητικές δυνάμεις αποσύρθηκαν. Οι πολίτες βρέθηκαν να ζουν σε μια εντελώς νέα κοινότητα, μια κομμούνα που είχαν ήδη αρχίσει να χτίζουν ενώ απωθούσαν τον στρατό. Τις επόμενες πέντε ημέρες, η Γκουανγκτζού παρέμεινε ήρεμη, παρά τον αισθητό φόβο για μια νέα στρατιωτική καταστολή.

Δεν υπήρξαν λεηλασίες ή αγορές πανικού. Ορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι συνεργάστηκαν με τους εξεγερμένους, μοιράζοντας ρύζι από το απόθεμα της πόλης. Μετά τη μαζική σφαγή στο Επαρχιακό Μέγαρο, ο κόσμος είχε αρχίσει να δίνει μαζικά αίμα, ξεπερνώντας σύντομα τη χωρητικότητα των τραπεζών αίματος. Οι εργάτριες του σεξ συγκεντρώθηκαν επίσης στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού για να δώσουν αίμα. Απορριπτόμενες στην αρχή λόγω ανησυχιών για το επάγγελμά τους, οι νεαρές αυτές γυναίκες έκαναν δακρύβρεχτες παρακλήσεις: «Και το δικό μας αίμα είναι καθαρό».

Οι εργάτριες του σεξ, οι οποίες πιθανότατα ήταν στα τέλη της εφηβείας τους ή στις αρχές των είκοσι το πολύ, ήταν από τους πρώτους μη φοιτητές που συμμετείχαν στο κίνημα. Κάποιες από αυτές προσφέρθηκαν εθελοντικά να πλύνουν τα πτώματα, συχνά παραμορφωμένα από σφαίρες και χτυπήματα, σε ένα στούντιο τζούντο όπου είχαν μεταφερθεί τα θύματα του στρατού, ώστε οι οικογένειές τους να μπορέσουν να διεκδικήσουν τα πτώματα. Αλλά ο κοινωνικός στιγματισμός σήμαινε ότι ο ρόλος των εργατριών του σεξ στην εξέγερση εξαφανίστηκε στη συνέχεια στη λήθη.

Τέσσερις τάσεις

Η κομμούνα αποτελούνταν από τέσσερις κύριες κοινωνικές δυνάμεις. Πρώτα απ’ όλα, υπήρχαν πολίτες της Γκουανγκτζού που μετέτρεψαν τα συμβατικά κοινωνικά δίκτυα σε οχήματα για την οργάνωση της αντίστασης. Για παράδειγμα, οι πωλητές λαϊκών αγορών, πολλοί από τους οποίους ήταν μεσήλικες γυναίκες, χρησιμοποίησαν το γκιε, έναν παραδοσιακό τρόπο συγκέντρωσης πόρων, προκειμένου να οργανώσουν κοινοτικές κουζίνες για να ταΐσουν την πολιτοφυλακή και τους διαδηλωτές. Οι φοιτητές έπαιξαν επίσης πολλαπλούς ρόλους στην καθημερινή λειτουργία της κοινότητας, όπως στη διανομή τροφίμων, στον έλεγχο της κυκλοφορίας και στην οργάνωση κηδειών. Αυτοί οι φοιτητές αυτοαποκαλούνταν Φοιτητική Επιτροπή Εποικισμού (ΦΕΕ), αν και πολλοί συνδικαλιστές και απλοί πολίτες συμμετείχαν επίσης στις προσπάθειές τους.

Η δεύτερη δύναμη περιλάμβανε τους πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες της πόλης, οι οποίοι ήθελαν ένα γρήγορο, ειρηνικό τέλος στην εξέγερση. Συγκρότησαν μια Επιτροπή Διακανονισμού (ΕΔ) στο Επαρχιακό Μέγαρο για να διαπραγματευτεί με τον στρατό. Η τρίτη ήταν η πολιτοφυλακή, η οποία βρισκόταν πλέον υπό τον έλεγχο του Παρκ Ναμ-Σουν, ενός ανεξάρτητου φορτηγατζή. Ο Γιούνε Σέοκ-ριού, ένας μροκαματιάρης, οργάνωσε μονάδες ταχείας αντίδρασης από την πολιτοφυλακή για να υποστηρίξει τις μονάδες της στις άκρες της πόλης. Οι πολιτοφυλακές των δύο ανδρών κατέλαβαν τμήματα του Επαρχιακού Μεγάρου.

Τέλος, υπήρχε η ομάδα του Γιουν Σανγκ-γουόν, η οποία συγκεντρώθηκε γύρω από το Wildfire, ένα νυχτερινό σχολείο για εργάτες. Ο Γιουν ήταν ένας πρώην φοιτητής ακτιβιστής που είχε εγκαταλείψει μια τραπεζική καριέρα στη Σεούλ για να οργανώσει εργάτες στην Γκουανγκτζού. Διηύθυνε το νυχτερινό σχολείο στην καρδιά του βιομηχανικού κέντρου της πόλης. Μετά τη μαζική σφαγή της 21ης Μαΐου, όταν οι σύντροφοί του προσπάθησαν να οπλιστούν, ο Γιουν προτίμησε να συγκεντρώσει μια ομάδα μαθητών και καθηγητών του για να εκδώσει μια μονοσέλιδη εφημερίδα με την ονομασία Δελτίο Μαχητών. Προχώρησαν στην έκδοση δέκα τευχών.

Η εφημερίδα του Γιουν κέρδισε την εμπιστοσύνη του πληθυσμού με σαφή πολιτικά επιχειρήματα κατά της παράδοσης των πυροβόλων όπλων και πρακτικές συμβουλές για δράση. Για παράδειγμα, το δεύτερο τεύχος, με ημερομηνία 22 Μαΐου, προέτρεπε τον κόσμο να συγκεντρωθεί στις συνοικίες του και να διαδηλώσει προς το Επαρχιακό Μέγαρο. Το επόμενο καλούσε τους εφήβους να παραδώσουν τα όπλα τους στις πολιτοφυλακές ενηλίκων και ζητούσε την παραίτηση της κυβέρνησης. Η ομάδα του Γιουν διοργάνωνε καθημερινά μαζικές συγκεντρώσεις για να πιέσει την ΕΔ και να διατηρήσει το λαϊκό ηθικό ψηλά.

 

Καταστολή

Η ΕΔ ήθελε αμνηστία μόνο για τους εξεγερμένους και όσους είχαν συλληφθεί κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Για να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις, οι υποστηρικτές του άρχισαν να συγκεντρώνουν πυροβόλα όπλα από τις πολιτοφυλακές. Με τη βοήθειά τους, ένας στρατιωτικός πράκτορας εξουδετέρωσε τον δυναμίτη που φυλασσόταν στο υπόγειο του επαρχιακού μεγάρου. Κανένας εξεγερμένος δεν θα σκεφτόταν να πυροδοτήσει τα εκρηκτικά, αλλά η κίνηση αυτή τους στέρησε ένα σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί έναντι του στρατού.

Η ομάδα του Γιουν ήθελε να συνεχίσει την εξέγερση μέχρι να ξεσηκωθούν και άλλες πόλεις και κωμοπόλεις εναντίον του Τσουν. Εξασφάλισαν υποστήριξη μεταξύ της πολιτοφυλακής και της ΦΕΕ. Στις 26 Μαΐου, οι διαπραγματεύσεις της ΕΔ με τον στρατό ναυάγησαν. Η ομάδα του Γιουν, οι δύο ηγέτες της πολιτοφυλακής Παρκ και Γιουν και κάποιοι από το ΦΕΕ κατέλαβαν το Επαρχιακό Μέγαρο. Γι’ αυτούς δεν υπήρχε λόγος ή δικαιολογία να αφήσουν τα όπλα τους και να εκκενώσουν την αίθουσα, όπως πρότεινε η ΕΔ. Είδαν οποιαδήποτε τέτοια κίνηση ως ταπεινωτική ήττα που θα πρόδιδε εκείνους που είχαν δώσει τη ζωή τους για την εξέγερση.

Μέσω του Χένρι Σκοτ Στόουκς, του ανταποκριτή των New York Times που είχε έρθει στην πόλη δύο ημέρες πριν, ο Γιουν ζήτησε από τον πρεσβευτή των ΗΠΑ, Γουίλιαμ Χ. Γκλίστιν, να μεσολαβήσει για μια «ανακωχή» με τον Τσουν. Ο Γκλίστιν απέρριψε το αίτημα επειδή η κυβέρνηση της Νότιας Κορέας τον είχε ήδη ενημερώσει ότι ο στρατός επρόκειτο να ανακαταλάβει την πόλη μέχρι τις 27 Μαΐου.

Περίπου δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν στην τελική συγκέντρωση. Οι διοργανωτές τους είπαν ότι έπρεπε να φύγουν από την πλατεία αν ήθελαν να ζήσουν. Ο Γιουν και οι σύντροφοί του έπεισαν τις περισσότερες από τις γυναίκες να εγκαταλείψουν το Επαρχιακό Μέγαρο. Μια μικρή ομάδα μελών της πολιτοφυλακής έμεινε πίσω για να υπερασπιστεί το τελευταίο τους προπύργιο, ενώ ένας μεγαλύτερος αριθμός ήταν διασκορπισμένος στο κέντρο της πόλης.

Η επιδρομή πριν από την αυγή ξεκίνησε με μία μεραρχία πεζικού και τρεις ταξιαρχίες ειδικών δυνάμεων. Τα στρατεύματα σκότωσαν άγνωστο αριθμό μελών της πολιτοφυλακής, συμπεριλαμβανομένου του Γιουν, του οποίου το μισοκαψαλισμένο πτώμα βρέθηκε με ένα πιστόλι στο δεξί του χέρι και την επαγγελματική κάρτα των NYT του Στόουκς στην τσέπη του πουκαμίσου του – σαν ο εικοσιεννιάχρονος ηγέτης να βρισκόταν ανάμεσα σε δύο ασυμβίβαστους στόχους: να συνεχίσει τη μάχη μέχρι τέλους ή να διαπραγματευτεί ώστε να μην χυθεί αθώο αίμα.

 

Τα αποτυπώματα της Ουάσινγκτον

Η εξέγερση και η σφαγή έλαβαν χώρα υπό την εποπτεία του προέδρου Τζίμι Κάρτερ, ο οποίος είχε εκλεγεί με μια διπλωματική πλατφόρμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το 1980, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούσαν μια χερσαία δύναμη σαράντα χιλιάδων ανδρών στη Νότια Κορέα και είχαν τον επιχειρησιακό έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους του στρατού της Νότιας Κορέας – εκτός από τις ειδικές δυνάμεις που χρησιμοποιήθηκαν στη Γκουανγκτζού.

Η de facto υποστήριξη των ΗΠΑ προς τον Τσουν ήρθε σε πολύ πρώιμο στάδιο. Στις 14 Δεκεμβρίου 1979, μόλις δύο ημέρες αφότου ο Τσουν είχε αναλάβει τον έλεγχο του στρατού, ο Γκλίστιν συναντήθηκε με τον νέο κυβερνήτη στην κατοικία της πρεσβείας του. Ο σταθμάρχης της CIA Ρόμπερτ Γκ. Μπρούστερ είχε κανονίσει τη συνάντηση κατόπιν αιτήματος του Γκλίστιν.

Η συνάντηση του πρεσβευτή με έναν στρατηγό που μόλις είχε διαπράξει την πιο σοκαριστική παραβίαση της στρατιωτικής πειθαρχίας ήταν εντελώς εκτός διπλωματικών πρωτοκόλλων, τόσο ως προς τον τόπο όσο και ως προς τον χρόνο. Διαφοροποιήθηκε επίσης έντονα από την πρώτη επίσκεψη του Κιμ Ντε Τζουνγκ στον πρεσβευτή των ΗΠΑ. Μόλις τον Ιούλιο του 1987, δεκαέξι χρόνια μετά την πρώτη του υποψηφιότητα για την προεδρία το 1971, ο Κιμ –ένας από τους λίγους πολιτικούς άνδρες της χώρας και δια βίου αντιφρονούντας– μπόρεσε να πατήσει επίσημα το πόδι του στο συγκρότημα της πρεσβείας του στενότερου συμμάχου της χώρας του.

Για τον Τσουν, το γεγονός ότι ο Γκλίστιν συναντήθηκε γρήγορα μαζί του ήταν πιθανώς πιο σημαντικό από το περιεχόμενο των συζητήσεών τους, ως σιωπηρή σφραγίδα έγκρισης των ΗΠΑ για τη βίαιη άνοδό του στην εξουσία. Μετά τη συνάντηση, ο Γκλίστιν τηλεγράφησε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ανακαλώντας την «απρόσεκτη» προηγούμενη απεικόνισή του για την κατάληψη της εξουσίας από τον Τσουν ως «πραξικόπημα μόνο κατ’ όνομα». Συνέστησε στους αξιωματούχους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ[9] να αποφεύγουν να χρησιμοποιούν δημοσίως αυτόν τον όρο: «Όποιο και αν είναι το ακριβές μοτίβο των γεγονότων, δεν ισοδυναμούν με ένα κλασικό πραξικόπημα, επειδή η υπάρχουσα κυβερνητική δομή παρέμεινε τεχνικά στη θέση της». Ο Γκλίστιν πίστευε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να εγκρίνουν το σχέδιο έκτακτης ανάγκης του στρατηγού για χρήση στρατιωτικής βίας προκειμένου να αποτρέψουν τη Νότια Κορέα από το να διολισθήσει σε «απόλυτο χάος».

Σύμφωνα με τον Τζον Α. Γουίκαμ Τζούνιορ, ο οποίος υπηρετούσε τότε ως στρατιωτικός διοικητής των ΗΠΑ στην Κορέα, ο Τσουν είχε πει στους υφισταμένους του ότι θα εκμεταλλευόταν τη σχέση του με τον Μπρούστερ της CIA για να πάρει τον Αμερικανό πρέσβη με το μέρος του. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Τσουν, ο Μπρούστερ είπε στον Γουίκαμ ότι ο Τσουν ήταν «το μοναδικό άλογο στην πόλη», ένας άνθρωπος με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να συνεργαστούν, «έστω και σε απόσταση αναπνοής».

Η υποστήριξη των ΗΠΑ κορυφώθηκε με μια συνάντηση αναθεώρησης της πολιτικής που συγκάλεσε επειγόντως ο Λευκός Οίκος στις 21 Μαΐου μετά τις μαζικές εκτελέσεις στην Γκουανγκτζού. Δώδεκα ανώτεροι αξιωματούχοι και τρεις στρατηγοί του στρατού συμφώνησαν να «δώσουν προτεραιότητα στην αποκατάσταση της τάξης στην Γκουανγκτζού από τις κορεατικές αρχές»[10]. Ο στρατηγός Γουίκαμ διέθεσε δύο μεραρχίες πεζικού από τη διοίκησή του στον στρατό της Νότιας Κορέας προκειμένου να καταστείλει την εξέγερση. Η αμερικανική κυβέρνηση παρέπεμψε επίσης ένα αεροπλανοφόρο, το Coral Sea, από τον Ινδικό Ωκεανό στα ύδατα της Νότιας Κορέας, ώστε να αποτρέψει τυχόν προκλήσεις από τη Βόρεια Κορέα.

Το 1996, ο ερευνητής δημοσιογράφος Τιμ Σόρροκ αποκάλυψε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες γνώριζαν τα σχέδια του Τσουν για τη χρήση ειδικών δυνάμεων εναντίον αμάχων[11]. Το πόσα γνώριζε η Ουάσινγκτον –και πότε– για το μακελειό της Γκουανγκτζού είναι ακόμη θέμα συζήτησης. Οι συμμετέχοντες στη συνάντηση της 21ης Μαΐου είχαν σίγουρα ενημερωθεί για τη μαζική σφαγή την προηγούμενη ημέρα στη Γκουανγκτζού, από την οποία είχαν σκοτωθεί περίπου εξήντα άνθρωποι[12]. Δύο ημέρες αργότερα, στις 23 Μαΐου, ένα εσωτερικό υπόμνημα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας από τον ανώτερο υπάλληλο Μισέλ Όξενμπεργκ παραδέχθηκε ότι η Ουάσινγκτον είχε μείνει πίσω όσον αφορά τις κινήσεις των νοτιοκορεατικών στρατευμάτων και την «περιφερειακή εξέγερση»[13].

Τίποτα από αυτά δεν αλλάζει τα βασικά γεγονότα σχετικά με τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι του Τσουν. Σε όλα τα επίπεδα χάραξης πολιτικής, από τον τοπικό σταθμό της CIA μέχρι τον Λευκό Οίκο, οι Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο προστάτευσαν αλλά και βοήθησαν να στηριχθεί ο φαύλος πραξικοπηματίας εναντίον του ίδιου του λαού του.

 

«Η ζωή έγινε κηδεία»

Τέσσερις μήνες μετά τη σφαγή, τον Σεπτέμβριο του 1980, ο Τσουν αυτοανακηρύχθηκε ουσιαστικά πρόεδρος μετά από την ομόφωνη ψήφο ενός εκλογικού σώματος που έδωσε την τυπική έγκριση. Συνέχισε να κυβερνά τη χώρα μέχρι το 1987, όταν ένας μήνας πανεθνικών διαδηλώσεων ανάγκασε το καθεστώς να επιτρέψει ελεύθερες προεδρικές εκλογές. Ωστόσο, ο διάδοχος τού Τσουν κέρδισε την προεδρία χάρη στη διάσπαση των ψήφων της αντιπολίτευσης. 

Η συλλογική θυσία των εξεγερμένων της Γκουανγκτζού κατέστησε σαφές ότι κάθε μελλοντική προσπάθεια των κυβερνώντων να χρησιμοποιήσουν βία θα εγκυμονούσε τον κίνδυνο μαζικής αιματοχυσίας. Η έκβαση της εξέγερσης έδωσε επίσης το έναυσμα για μια νέα γενιά ακτιβιστών, οι οποίοι προέβαλαν αδιάκοπη αντίσταση στη στρατιωτική δικτατορία. Ένα συναίσθημα που έμοιαζε με ενοχή των επιζώντων τους οδήγησε σε όλο και πιο τολμηρές ενέργειες. Στο Ανθρώπινες Πράξεις,[14] ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την εξέγερση, η Κορεάτισσα συγγραφέας Χαν Κανγκ –η ίδια από την Γκουανγκτζού– περιγράφει συνοπτικά το κλίμα: «Μετά το θάνατό σου δεν μπορούσα να κάνω τελετή κηδείας, και έτσι η ζωή μου έγινε μια κηδεία».

Η Νότια Κορέα παραμένει μια δημοκρατία με πολλές αντιφάσεις. Πριν από τρία χρόνια, το 2017, η χώρα απέδειξε τη ζωντάνια της δημοκρατικής κουλτούρας της, όταν ένας συνδυασμός ειρηνικών διαδηλώσεων και διαδικασιών μομφής εκδίωξε από την προεδρία την Παρκ Γκουν-χιέ, την κόρη του ισχυρού άνδρα Παρκ Τσουνγκ-χι. Η διακυβέρνηση της Παρκ μαστιζόταν από διαφθορά και ανικανότητα και το κίνημα που την ανέτρεψε[15] έγινε γνωστό ως Επανάσταση των Κεριών, σε αναφορά με τις αμέτρητες φωτεινές δέσμες κεριών κατά τη διάρκεια των νυχτερινών διαδηλώσεων.

Πολύ συχνά, ωστόσο, αυτή η ζωντάνια απλώς αντισταθμίζει τις αδυναμίες της δημοκρατίας της Νότιας Κορέας, ενώ δεν φτάνει σε πιο θεμελιώδεις αλλαγές. Μια σκόπιμη συναίνεση μεταξύ του μετριοπαθούς φιλελευθερισμού και του σκληροπυρηνικού συντηρητισμού εξακολουθεί να χρησιμεύει ως σαθρό θεμέλιο για τη θεσμική πολιτική της χώρας.

Μια τέτοια περίπτωση είναι η τύχη του Τσουν στο πλαίσιο του δημοκρατικού συστήματος. Ο πρώην δικτάτορας έγινε αντικείμενο πρωτοσέλιδων σε παγκόσμιο επίπεδο το 1996, όταν δικάστηκε και καταδικάστηκε για προδοσία και διαφθορά. Ωστόσο, η καταδίκη για προδοσία κάλυπτε μόνο τον ρόλο του στην καταστολή της τελευταίας εξέγερσης στο Επαρχιακό Μέγαρο. Δεν υπήρχαν κατηγορίες σχετικά με το ίδιο το πραξικόπημα, ούτε με τις άλλες εννέα ημέρες φρικαλεότητας που προκάλεσε ο Τσουν στην Γκουανγκτζού.

Ένα χρόνο αργότερα, του δόθηκε χάρη κατόπιν αιτήματος του εκλεγμένου τότε προέδρου Κιμ Ντάε Τζουνγκ. Ο Κιμ ήθελε να προσεταιριστεί τους συντηρητικούς που τον θεωρούσαν ακόμη αριστερό. Ο Τσουν, σήμερα ογδόντα εννέα ετών, εξακολουθεί να ζει μέσα στη χλιδή στη Σεούλ.

 

Η κληρονομιά της εξέγερσης

Η συναίνεση εντός του κυβερνητικού μπλοκ καταπνίγει το οργανωμένο εργατικό κίνημα και την αριστερή πολιτική στη Νότια Κορέα. Οι στρεβλοί εκλογικοί νόμοι στερούν τα δικαιώματα των αριστερών μειοψηφικών κομμάτων και συμβάλλουν στη διατήρηση του δικομματικού διπολισμού[16], στον απόηχο του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ. Τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης μπορεί να επαινούν την επιτυχή ανάσχεση της πανδημίας COVID-19 από τη Νότια Κορέα. Ωστόσο, το 2019, η χώρα είχε το τρίτο υψηλότερο ποσοστό θανάτων σε χώρους εργασίας μεταξύ των μελών του ΟΟΣΑ, ξεπερνώντας μόνο το Μεξικό και την Τουρκία.[17]

Τα σκληρά κερδισμένα δημοκρατικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της έκφρασης, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός κλίματος το οποίο η ταινία Παράσιτα μπόρεσε να αποδώσει και να κερδίσει τέσσερα βραβεία Όσκαρ για τη σαρκαστική καταγγελία της νοτιοκορεατικής ανισότητας. Αλλά η επιτυχία της ταινίας, περιττό να πούμε, δεν μπορεί να κάνει πολλά για την αντιμετώπιση της ανισότητας που απεικονίζει. Ο μέσος νοτιοκορεάτης εργαζόμενος εργάζεται περισσότερες από δύο χιλιάδες ώρες το χρόνο – το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στον ΟΟΣΑ.

Η φιλελεύθερη ατζέντα του Μουν Τζε-ιν, του πρώην δικηγόρου για τα ανθρώπινα δικαιώματα και φοιτητή ακτιβιστή που εκτοξεύτηκε στην προεδρία κατά τη διάρκεια της Επανάστασης των Κεριών, έγινε πολύ φτωχή όταν επρόκειτο για την κοινωνική αδικία. Τον Ιούλιο του 2017, η κυβέρνηση αύξησε τον νόμιμο κατώτατο μισθό κατά 16,4% σε 7.530 γουόν την ώρα (6,50 δολάρια), παρά την αντίθεση των επιχειρήσεων. Ωστόσο, επαναπροσδιόρισε επίσης τα εποχιακά επιδόματα και ορισμένες παροχές σε μετρητά ως μέρος των μισθών[18], αμβλύνοντας τον αντίκτυπο της μεταρρύθμισης.

Ενώ ο Μουν κινητοποίησε όλους τους διαθέσιμους πόρους για τον περιορισμό του COVID-19, το πακέτο κινήτρων που θέσπισε μετά την πανδημία –που ονομάστηκε καταφανώς λανθασμένα «Κορεατικό New Deal»– είναι ένα νεοφιλελεύθερο κλισέ[19] που απέρριψε την προηγούμενη δέσμευσή του για μια πράσινη, βιώσιμη οικονομία.

Τέσσερις δεκαετίες μετά την εξέγερση της Γκουανγκτζού, πολλά από τα αιτήματα των εξεγερμένων παραμένουν ανεκπλήρωτα και οι ανισότητες που τους έφεραν στους δρόμους εξακολουθούν να υφίστανται πολύ έντονα. Για πολλούς αριστερούς στη Νότια Κορέα, η ζωή εξακολουθεί να είναι μια κηδεία∙ όπως ο Γιουν Σανγκ-γουόν και οι πεσόντες σύντροφοί του, έχουν ακόμη να υπερασπιστούν το Επαρχιακό Μέγαρο.

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Kap Seol, “The US Didn’t Bring Freedom to South Korea — Its People Did”, Jacobin, 25 Ιουνίου 2022, https://jacobin.com/2020/06/gwangju-uprising-korean-war-seventieth-anniversary.

 

Σημειώσεις

 [1] Eileen Jones, “You Have to See Parasite”, Jacobin, https://jacobin.com/2019/11/parasite-film-review-bong-joon-ho-class-consciousness.

[2] Sheryl Wudunn, “The People of Kwangju Recall 1980 Massacre”, The New York Times, 29 Αυγούστου 1996, https://www.deepl.com/translator.

[3] Martin Hart-Landsberg, The Rush to Development: Economic Change and Political Struggle in South Korea, Monthly Review Press, 1993. Monthly Review, https://monthlyreview.org/product/rush_to_development/.

[4] “Inflation Calculator. The Changing Value of a Dollar”, DollarTimes, https://www.dollartimes.com/inflation/.

[5] “The Nixon Collection”, Freedom of Information Act Electronic Reading Room, https://www.cia.gov/readingroom/.

[6] “[ 비밀문서] ‘그들에게 광주시민은 베트콩이었다’”, 노컷뉴스, 21 Αυγούστου 2017, https://www.nocutnews.co.kr/news/4833477.

[7] “Full metal jacket (ammunition)”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Full_metal_jacket_(ammunition).

[8] Kap Seol, “The Jailing of Han Sang-gyun”, Jacobin, 3 Ιουλίου 2016, https://jacobin.com/2016/07/han-sang-gyun-south-korea-labor-kctu/.

[9] Wikileaks.org, https://wikileaks.org/plusd/cables/1979SEOUL18868_e.html.

[10] “May 22, 1980 - Record of Policy Review Committee Meeting, ‘Korea’”, Wilson Center, https://digitalarchive.wilsoncenter.org/document/record-policy-review-committee-meeting-korea.

[11] Tim Shorrock, “The Gwangju Uprising and American Hypocrisy: One Reporter’s Quest for Truth and Justice in Korea”, The Nation, 5 Ιουνίου 2015, https://www.thenation.com/article/world/kwangju-uprising-and-american-hypocrisy-one-reporters-quest-truth-and-justice-korea/.

[12] “[5.18] 1980 5 22 백악관 정책검토회의 ' 플랫 메모' 전문 공개”, 광주MBC뉴스, 19 Ιουνίου 2017, https://kjmbc.co.kr/article/w1MgohUiA8.

[13] “May 23, 1980 - Memorandum from Donald Gregg for Zbigniew Brzezinski, ‘Mike Oksenberg’s Note on Korea’”, Wilson Center, https://digitalarchive.wilsoncenter.org/document/memorandum-donald-gregg-zbigniew-brzezinski-mike-oksenbergs-note-korea.

[14] Han Kang, Human Acts, https://en.wikipedia.org/wiki/Human_Acts.

[15] Yong-Chan Choi, “A Million in South Korea’s Streets”, Jacobin, 23 Νοεμβρίου 2016, https://jacobin.com/2016/11/south-korea-protests-labor-unions-park-geun-hye-protests-choi-soon-sil.

[16] Jung Da-min, “Foul play takes savage toll on minor parties”, The Korea Times, 16 Απριλίου 2020, https://www.koreatimes.co.kr/www/nation/2020/04/356_288005.html.

[17] Hayoung Choi, Hyunjoo Jin, Ju-min Park, “In South Korea's dangerous shipyards, subcontracted workers are most at risk”, Reuters, 30 Οκτωβρίου 2019, https://www.reuters.com/article/us-southkorea-safety-insight/in-south-koreas-dangerous-shipyards-subcontracted-workers-are-most-at-risk-idUSKBN1X82QS.

[18] Kap Seol, “South Korean Labor Leader Arrested after Clashes over Working Hours”, Labor Notes, 24 Ιουνίου 2019, https://www.labornotes.org/blogs/2019/06/south-korean-labor-leader-arrested-after-clashes-over-working-hours.

[19] “[Editorial] Korean New Deal needs to include Green New Deal that includes vision for environment”, The Hankyoreh, 15 Μαΐου 2020, http://english.hani.co.kr/arti/english_edition/english_editorials/945124.html.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: