13 Δεκεμβρίου 2024

Το Βραβείο Νόμπελ της Han Kang είναι μια Κραυγή για την Παλαιστίνη*



του KJ Noh | 14 Οκτωβρίου 2024

Η Νοτιοκορεάτισσα μυθιστοριογράφος Χαν Κανγκ (Han Kang) κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, κερδίζοντας συγγραφείς υποψήφιους όπως ο Τόμας Πίντσον (Thomas Pynchon), ο Χαρούκι Μουρακάμι (Haruki Murakami), ο Σάλμαν Ράσντι (Salman Rushdie), ο Τζέραλντ Μορνέιν (GeraldMurnane) και το φαβορί όλων των προγνωστικών ο Κινέζος συγγραφέας Καν Ξουέ (CanXue). Η Χαν Κανγκ σοκαρίστηκε όσο κανείς άλλος όταν έλαβε το τηλεφώνημα που την ενημέρωνε ότι είχε κερδίσει. Όταν ρωτήθηκε τι θα έκανε μετά, είπε[1] ότι θα έπινε ήσυχα «ένα τσάι με τον γιο της».

 
Η Νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας Χαν Κανγκ



Αρνήθηκε να παραχωρήσει συνέντευξη Τύπου, λέγοντας ότι «με τους πολέμους που μαίνονται μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, Ισραήλ και Παλαιστίνης, και με τους θανάτους που αναφέρονται καθημερινά, δεν θα μπορούσε να παραχωρήσει μια πανηγυρική συνέντευξη Τύπου. Ζήτησε κατανόηση στο συγκεκριμένο ζήτημα».

Μία λαμπρή συγγραφέας με δυνατή γραφή, αλλά ξεκάθαρα μια λογοτέχνιδα που κανείς δεν περίμενε να νικήσει[2] στην κούρσα, η απροσδόκητη βράβευση της Χαν Κανγκ είναι όσο πιο κοντά θα μπορούσε να φτάσει η επιτροπή απονομής των βραβείων Νόμπελ στην αναγνώριση της γενοκτονίας των Παλαιστινίων. Η ίδια η Χαν Κανγκ δεν είχε αναφερθεί στην Παλαιστίνη μέχρι την πρόσφατη βράβευσή της με το Νόμπελ. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι η βράβευσή της αποτελεί αντανάκλαση της τρέχουσας ιστορικής στιγμής.

Φυσικά, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ποια είναι η θέση της Επιτροπής Νόμπελ για τη γενοκτονία των Παλαιστινίων. Ασφαλώς, η Επιτροπή θα είχε σταυρωθεί από τις θεσμικές δυνάμεις αν είχε απονείμει το βραβείο σε έναν/μία άξιο-α συγγραφέα ή ποιητή-τρια από την Παλαιστίνη· ούτε θα μπορούσε να διακινδυνεύσει μια αναβίωση της δημόσιας καταγγελίας[3] της δυτικής βαρβαρότητας και υποκρισίας από τον Χάρολντ Πίντερ.

Τα βραβεία Νόμπελ όμωςείναι πάντα πολιτικές δηλώσεις, τοποθετημένες στην πολιτική στιγμή, και είναι αδιανόητο ότισε ένα σκηνικό ζωντανής μετάδοσης της γενοκτονίας και της καθημερινής θηριωδίας αυτή η γενοκτονία των Παλαιστινίων θα ήταν δυνατό να μην υπάρχει στο νου ή να αγνοηθεί στις διαβουλεύσεις της Επιτροπής.

Η απονομή του βραβείου Νόμπελ στην Χαν Κανγκ είναι αυτή η έμμεση αναγνώριση. Η ουσία είναι ότι είναι η μόνη σύγχρονη συγγραφέας που είναι αφιερωμένη στο να παρακολουθεί και να καταγράφει τη φρίκη της ιστορικής θηριωδίας και της μαζικής σφαγής που έχουν διαπράξει οι ιμπεριαλιστικές (Imperial) δυνάμεις και οι κουίσλινγκς τους.

Η επιτροπή Νόμπελ[4] το υπονοεί αυτό επαινώντας την «γιατην έντονη ποιητική της πρόζα που αντιμετωπίζει τα ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής» και χαρακτηρίζει το έργο της ως «λογοτεχνία μαρτύρων», «μια προσευχή που απευθύνεται στους νεκρούς» και ως έργα τέχνης του πένθους που επιδιώκουν να αποτρέψουν τη διαγραφή (erasure).

Ο απόηχος της Παλαιστίνης υπάρχει στην περιγραφή των σημαντικότερων έργων της:

Στο Human Acts ("The BoyisComing"), έγραψε για τις επιπτώσεις των σφαγών αμάχων στην πόλη Γκουάνγκτζου (Gwangju)[5] που έγιναν με το πράσινο φως των ΗΠΑ από μια στρατιωτική δικτατορία των συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων των ΗΠΑ.

Εκείνη την εποχή, οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να επαναληφθεί[6] η πτώση του Σάχη του Ιράν, όπου η λαϊκή διαμαρτυρία ανέτρεψε έναν δικτάτορα συνεργάτη των κατοχικών δυνάμεων των ΗΠΑ. Αντίθετα, η κυβέρνηση Κάρτερ ενέκρινε[7] την ανάπτυξη νοτιοκορεατικών στρατευμάτων (τότε υπό τον πλήρη επιχειρησιακό έλεγχο των ΗΠΑ) για να πυροβολήσουν και να σφάξουν φοιτητές και πολίτες που διαμαρτύρονταν για το πρόσφατο στρατιωτικό πραξικόπημα που υποστηριζόταν από τις ΗΠΑ.

Και ακριβώς όπως τώρα, οι ΗΠΑ παρουσίασαν τον εαυτό τους ως ένα δύσμοιρο θεατή στη μαζική δολοφονία, εμπλεκόμενο αλλά ανίκανο να την αποτρέψει, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο υπογράφων και ο αυτουργός των σφαγών.

Ο Τιμ Σόροκ (TimShorrock) κατέγραψε με σαφήνεια τη διγλωσσία:

«Το Γκουάνγκτζου ήταν μια ανείπωτη τραγωδία που κανείς δεν περίμενε να συμβεί», είπε. «Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ συνεχίζει να πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ηθική ευθύνη για ό,τι συνέβη στο Γκουάνγκτζου», πρόσθεσε.

Το βιβλίο της Χαν Κανγκ δεν μπαίνει στον κόπο να κατηγορήσει τις ΗΠΑ: το βιβλίο της δεν είναι πολιτικό φυλλάδιο, και οι περισσότεροι άνθρωποι στη Νότια Κορέα γνωρίζουν αυτά τα γεγονότα από την καλή και από την ανάποδη. Αντίθετα, επαναφέρει στη ζωή τον ανθρώπινο πόνο αυτής της σφαγής από τη σκοπιά πολλών χαρακτήρων: των πενθούντων, των νεκρών, των βασανισμένων, των αντιστεκόμενων, των ζώντων ενόχων —συμπεριλαμβανομένου του εαυτού της.

Ξεκινώντας με ένα σωρό από εκατοντάδες πτώματα σε αποσύνθεση σε ένα πρόχειρο νεκροτομείο, το οποίο φροντίζει με εξαιρετική φροντίδα ένα νεαρό αγόρι, ο Ντουν Χο (Dong Ho), η Χαν Κανγκ μας δείχνει τι μυρίζει και τι αισθάνεται κανείς όταν έρχεται σε επαφή με μια αφιλτράριστη σφαγή. Ο Ντουν Χο στην πραγματικότητα παίρνει τη θέση ενός πραγματικού προσώπου, του Μουν Τζε-Χάκε (Moon Jae-Hak), ενός μαθητή λυκείου που σκοτώθηκε από πυροβολισμό στο Γκουάνγκτζου. Η Χαν Κανγκ αποκαλύπτει ότι ο Ντουν Χο/Τζε-Χάκε είχε μετακομίσει στο δωμάτιο του σπιτιού που η ίδια η Χαν Κανγκ είχε εκκενώσει 4 μήνες νωρίτερα, καθώς η οικογένειά της απρόσμενα μετακόμισε από την πόλη Γκουάνγκτζου. Είναι ξεκάθαρο ότι αν δεν ήταν η μοίρα, η ίδια η Χαν Κανγκ θα μπορούσε πολύ εύκολα να ήταν εκείνο το νεκρό παιδί: Ο Ντουν Χο παίρνει τη θέση τόσο του Τζε-Χάκε όσο και της Χαν Καν. Αυτή η αλληγορία γίνεται προφανής καθώς ο Ντουν Χο επιζεί από μια πρώτη συμπλοκή, το σκάει από έναν πυροβολισμό, ενώ ο σύντροφός του σκοτώνεται. Η Χαν Κανγκ γράφει:

Θα το είχα σκάσει... θα είχες φύγει. Ακόμα κι αν ήταν ένας από τους αδερφούς σου, ο πατέρας σου, η μητέρα σου, πάλι θα είχες φύγει... Δεν θα υπάρξει συγχώρεση. Κοιτάς μέσα στα μάτια του, που αποφεύγουν το θέαμα που απλώνεται μπροστά τους σαν να είναι το πιο φρικτό πράγμα σε ολάκερο τον κόσμο. Δεν θα υπάρξει συγχώρεση. Τουλάχιστον για μένα.

Ίσως να μην είναι εφικτό να συγχωρέσει στον εαυτό της για την επιβίωσή της, και η Χαν Κανγκ δεν το επιχειρεί.

Δεν είσαι σαν εμένα… Πιστεύεις σε ένα θεϊκό ον, και σε αυτό που ονομάζουμε ανθρωπότητα. Ποτέ δεν κατάφερες να με κερδίσεις… Δεν θα μπορούσα καν να τελειώσω την προσευχή χωρίς να στεγνώσουν τα λόγια στο λαιμό μου. Συγχώρεσέ μας τα παραπτώματα μας, όπως κι εμείς συγχωρούμε εκείνους που αμαρτάνουν εναντίον μας. Δεν συγχωρώ κανέναν, και κανείς δεν συγχωρεί εμένα.

Απλώς αναφέρει:

Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή που το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο ακρωτηριασμένο πρόσωπο μιας νεαρής γυναίκας, τα χαρακτηριστικά της οποίας είχαν κοπεί με ξιφολόγχη. Αθόρυβα, και χωρίς φασαρία, κάτι τρυφερό βαθιά μέσα μου έσπασε. Κάτι που, μέχρι τότε, δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι υπήρχε.

Και θρηνεί αυτό που δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο θρήνου (the unmournable):

Αφότου πέθανες, δεν μπόρεσα να κάνω κηδεία, Έτσι αυτά τα μάτια που κάποτε σε αντίκριζαν έγιναν ιερός χώρος. Αυτά τα αυτιά που κάποτε άκουγαν τη φωνή σου έγιναν ιερός χώρος. Αυτοί οι πνεύμονες που κάποτε εισέπνεαν την ανάσα σου έγιναν ιερός χώρος... Αφότου πέθανες δεν μπόρεσα να κάνω κηδεία. Και έτσι η ζωή μου έγινε κηδεία.

Και καταγγέλλει, αυτό που εύκολα θα μπορούσε να είναι απόηχος του σημερινού ισραηλινού δόγματος «Αμαλέκ»:

Εκείνη τη στιγμή, συνειδητοποίησα για ποιον σκοπό γινόταν όλο αυτό. Τα λόγια που αυτά τα βασανιστήρια και η λιμοκτονία είχαν σκοπό να προκαλέσουν. Θα σας κάνουμε να συνειδητοποιήσετε πόσο γελοίοι ήσασταν όλοι σας...Θα σας αποδείξουμε ότι δεν είστε τίποτα άλλο παρά σιχαμένα βρομερά κορμιά. Ότι δεν είστε κάτι καλύτερο από τα κουφάρια των πεινασμένων ζώων.

Σε ένα άλλο μυθιστόρημα, στο I do not part("I won't say farewell"· "ImpossiblePartings"), η Χαν Κανγκ αφηγείται την ιστορία εκείνων που χάθηκαν, εξαφανίστηκαν, θάφτηκαν, χωρίς αποχαιρετισμό. Ο τίτλος είναι ένα μήνυμα σε εκείνους που εξαφανίστηκαν, πέθαναν κάτω από τα συντρίμμια ή αφανίστηκαν σε ομαδικούς τάφους χωρίς ούτε ένα αντίο, μια πεισματική διαβεβαίωση ότι δεν θα χαθούν, δεν θα εγκαταλειφθούν, δεν θα ξεχαστούν.

Αντλώντας από μια εικόνα από ένα επίμονο όνειρο, και από μια ατάκα από ένα ποπ τραγούδι[8] που ακούγεται από ένα ταξί, αφηγείται την ιστορία της υποκινούμενης από τις ΗΠΑ γενοκτονίας στο νησί Τζετζού (Jeju)[9] το 1948, όπου το 20% του πληθυσμού εξοντώθηκε, βομβαρδίστηκε, σφαγιάστηκε, πέθανε από την πείνα υπό τις διαταγές της αμερικανικής στρατιωτικής κυβέρνησης στην Κορέα. Είναι η Γάζα —με χιόνι:

Ακόμα και τα νήπια;

Ναι, γιατί ο στόχος ήταν ο ολοκληρωτικός αφανισμός.

Μετά την παράδοση/συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ πήραν τη θέση του θεματοφύλακα στη μετα-αποικιακή Κορέα. Στις 15 Αυγούστου 1945, ο λαός της Κορέας κήρυξε την απελευθέρωση και την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας, ενός απελευθερωμένου σοσιαλιστικού κράτους που αποτελείτο από χιλιάδες αυτοοργανωμένες εργατικές και αγροτικές συλλογικότητες. Η ΕΣΣΔ ήταν υποστηρικτική, αλλά οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο σε αυτές τις συλλογικότητες, απαγόρευσαν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας, επέβαλαν μια ψηφοφορία στον Νότο ενάντια στη θέληση των Κορεατών που δεν ήθελαν μια διαιρεμένη χώρα, και εξαπέλυσαν μια εκστρατεία πολιτικής δολοφονίας εναντίον όσων αντιτάχθηκαν ή αντιστάθηκαν σε αυτό. Το νησί Τζετζού ήταν ένα από τα μέρη όπου η σφαγή πήρε γενοκτονικές διαστάσεις, πριν κορυφωθεί στην πλήρους κλίμακας πανκτονία[10] του πολέμου της Κορέας. Αυτή η γενοκτονία συγκαλύφθηκε και διαγράφηκε για μισό αιώνα, τότε που δεν επιτρεπόταν ούτε ένας ψίθυρος αλήθειας. Για αυτό το λόγο, η Χαν Κανγκ χρησιμοποιεί ξανά και ξανά τη μεταφορική έκφραση του χιονιού:

«Ένα σύνολο από σαράντα σπίτια, πάνω-κάτω, βρισκόταν στην άλλη πλευρά, και όταν βγήκαν οι εντολές εκκένωσης το 1948, πυρπολήθηκαν όλα, οι άνθρωποι μέσα σ' αυτά σφαγιάστηκαν, το χωριό κάηκε.

Μου μίλησε για το πώς, όταν ήταν μικρή, στρατιώτες και αστυνομικοί είχαν δολοφονήσει τους πάντες στο χωριό της...

Την επόμενη μέρα, έχοντας ακούσει τα νέα, οι αδελφές επέστρεψαν στο χωριό και περιπλανήθηκαν στο χώρο του δημοτικού σχολείου, όλο το απόγευμα, αναζητώντας τα πτώματα του πατέρα και της μητέρας τους, του μεγαλύτερου αδελφού τους και της οκτάχρονης αδελφής τους. Κοίταξαν τα σώματα που είχαν πέσει με κάθε τρόπο το ένα πάνω στο άλλο και διαπίστωσαν ότι, κατά τη διάρκεια της νύχτας, ένα λεπτό στρώμα χιονιού είχε καλύψει και είχε παγώσει πάνω σε κάθε πρόσωπο. Δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν κανέναν λόγω του χιονιού, και επειδή η θεία μου δεν μπορούσε να το απομακρύνει με γυμνά χέρια, χρησιμοποίησε ένα μαντήλι για να σκουπίσει το κάθε πρόσωπο...».

Το χιόνι, για την Χαν Κανγκ «είναι σιωπή». Η βροχή, λέει, «μια τιμωρία»[11].

Γίνονται θέμα στα βιβλία της: ο καθαρισμός των σωμάτων, το σκούπισμα του αίματος και του χιονιού με ακρίβεια, για να δει τα πράγματα καθαρά, η προσπάθεια ανάκτησης κάποιας αξιοπρέπειας και αλήθειας, όσο τραγικά επώδυνη κι αν είναι. Το ίδιο το βιβλίο είναι μια ανασκαφή —μια σκυταλοδρομία, όπως το έθεσε η ίδια— που περνάει μέσα από τρεις γυναικείους χαρακτήρες, που ο καθένας σκάβει πιο βαθιά μέσα στην οδυνηρή/ψυχοφθόρα αλήθεια —«στον πάτο του ωκεανού» της φρίκης.

Το χιόνι που έπεσε πάνω σε αυτό το νησί, αλλά και σε άλλα αρχαία, μακρινά μέρη, θα μπορούσε όλο μαζί να έχει συμπυκνωθεί μέσα σε αυτά τα σύννεφα. Όταν, σε ηλικία πέντε ετών, άπλωσα το χέρι μου για να αγγίξω το πρώτο μου χιόνι στο G[Gwangju]—, και όταν, στα τριάντα, βρέθηκα σε μια ξαφνική βροχή που με άφησε μούσκεμα καθώς έκανα ποδήλατο κατά μήκος της όχθης του ποταμού στη Σεούλ, όταν το χιόνι κάλυψε τα πρόσωπα των εκατοντάδων παιδιών, γυναικών και ηλικιωμένων στην αυλή του σχολείου εδώ στο Τζετζού πριν από εβδομήντα χρόνια. ... ποιος μπορεί να πει ότι αυτές οι σταγόνες βροχής και οι θρυμματισμένοι κρύσταλλοι χιονιού και τα λεπτά στρώματα αιματοβαμμένου πάγου δεν είναι ένα και το αυτό, ότι το χιόνι που πέφτει τώρα πάνω μου δεν είναι το ίδιο αυτό το νερό;

Καθώς αποκαλύπτει —όπως «μια δύσκολη εργασία για το σπίτι»— τη σφαγή των ατόμων που είχαν σχέση με την Οργάνωση Bodo[12], τις σφαγές στο Τζετζού, στο Βιετνάμ, στην Γκουάνγκτζου, προσπαθεί να τις συνδέσει όλες με ένα αδιάσπαστο νήμα χρησιμοποιώντας «ένα εξαιρετικά δύσκολο εργαλείο» ("animpossible tool”) —το σθένος της γραφής της[13]— που διακατέχεται από την «πολύ έντονη, ανεξάντλητη αγάπη» και την επίμονη άρνηση να στρέψει αλλού το βλέμμα της:

Η Χαν Κανγκ θυμάται τον πολύ νεαρό εαυτό της όταν για πρώτη φορά πληροφορήθηκε τις φρικαλεότητες από ένα εμπιστευτικό φυλλάδιο/βιβλιαράκι, και διαμόρφωσε έτσι το ερώτημα στο οποίο επικεντρώνεται το γράψιμό της:

Αφού διακινήθηκε/κυκλοφόρησε στους ενήλικες, κρατήθηκε κρυμμένο σε μια βιβλιοθήκη, με τη ράχη στραμμένη προς τα πίσω. Το άνοιξα άθελά μου, χωρίς να έχω ιδέα τι περιείχε.

Ήμουν πολύ νέα για να ξέρω πώς να λάβω την απόδειξη της πολύ μεγάλης βίας που περιέχονταν σε αυτές τις σελίδες.

Πώς μπορούν οι άνθρωποι να κάνουν τέτοια πράγματα ο ένας στον άλλον;

Αμέσως μετά από αυτό το πρώτο ερώτημα, ακολούθησε γρήγορα ένα άλλο: τι μπορούμε να κάνουμε μπροστά σε μια τέτοια βία;».

Το ερώτημα της Χαν Κανγκ είναι το ερώτημα που πρέπει να μας κινητοποιεί όλους, καθώς συνειδητοποιούμε και εμείς τι έχει συμβεί και τι συμβαίνει κάτω από τα αυτοκρατορικά (imperial) αποικιοκρατικά καθεστώτα.

Κανείς μας δεν μπορεί να παραβλέπει/ να αδιαφορεί (unsee) για αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Οι Γάλλοι έχουν την κατάλληλη διατύπωση:

Noussommesentraind'assister à ungenocide: γινόμαστε μάρτυρες —δηλαδή, βοηθάμε, κατά κάποιο τρόπο— γενοκτονίας. Όπως το θέτει ο Τζέισον Χίκελ (JasonHickel):

Οι εικόνες που βλέπω καθημερινά από τη Γάζα —κομματιασμένα παιδιά, σωροί από μπλεγμένα πτώματα, απανθρωποποίηση σε στρατόπεδα βασανιστηρίων, άνθρωποι να καίγονται ζωντανοί— είναι ίδιες και απαράλλακτες, από πλευράς ηθικής, με τις εικόνες που έχω δει στα μουσεία του Ολοκαυτώματος. Το απόλυτο κακό σε τρομακτική κλίμακα.

Τι μπορούμε να κάνουμε; Ο καθένας μας πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα ατομικά και συλλογικά και όλοι μας, από κοινού, πρέπει να αναλάβουμε δράση. Κανείς μας δεν θα συγχωρεθεί αν στρέψει αλλού το βλέμμα του.



Σημειώσεις

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 14/10/2024 στον ιστότοπο τουKorea Policy Institute (KPI)με τίτλο «Han Kang's Nobel Prize Award is a Cry for Palestine». Βρίσκεται στη διεύθυνση … https://www.kpolicy.org/post/han-kang-s-nobel-prize-award-is-a-cry-for-palestine.

Συγγραφέας του άρθρου είναι ο K. J. Noh. Ο Noh είναι ερευνητής και ακτιβιστής για την ειρήνη και επικεντρώνεται σε θέματα γεωπολιτικής της ασιατικής ηπείρου. Γράφει στο Counterpunch και το Dissident Voice και δημοσιεύει ρεπορτάζ σε τοπικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης.

Τη μετάφραση από τα αγγλικά, για λογαριασμό των Αντιγειτονιών, έκανε ο Κ.Καψ.

Η δημοσίευση δεν συνιστά απαραίτητα και συμφωνία με όλες τις απόψεις που διατυπώνονται.




Παραπομπές


[1]https://www.youtube.com/watch?v=cxrWN0enQwY&t=157s


[2]ΣτΜ. darkhorse :»ένας συνήθως ελάχιστα γνωστός διεκδικητής (όπως ένα άλογο κούρσας) που κάνει μια απροσδόκητα καλή εμφάνιση. Ένας υποψήφιος ή ένας ανταγωνιστής για τον οποίο ελάχιστα είναι γνωστά, αλλά ο οποίος απροσδόκητα κερδίζει ή πετυχαίνει. Ένα προηγουμένως λιγότερο γνωστό πρόσωπο που αναδεικνύεται σε μια κατάσταση, ιδίως σε έναν διαγωνισμό που περιλαμβάνει πολλούς αντιπάλους, που είναι απίθανο να πετύχει αλλά έχει μια ευκαιρία μάχης, σε αντίθεση με το αουτσάιντερ που αναμένεται να χάσει. Υπερίσχυση (νίκη) από κάποιον παίκτη που δεν περίμενε κανείς


[3]https://www.nobelprize.org/prizes/literature/2005/pinter/lecture/


[4]https://www.nobelprize.org/prizes/literature/2024/press-release/


[5]ΣτΜ. Η εξέγερση της Γκουανγκτζού, γνωστή στα κορεατικά ως 18 Μαΐου, ήταν μια σειρά διαδηλώσεων υπό την ηγεσία φοιτητών που έλαβαν χώρα στην πόλη Γκουανγκτζού της Νότιας Κορέας τον Μάιο του 1980, ενάντια στη δικτατορία του Τσουν Ντου-Χουάν (ChunDoo-hwan). Ο Τσουν ως στρατιωτικός δικτάτορας, μετά την άνοδό του στην εξουσία με πραξικόπημα στα τέλη του 1979, συνέλαβε ηγέτες της αντιπολίτευσης, έκλεισε όλα τα πανεπιστήμια, απαγόρευσε τις πολιτικές δραστηριότητες, κατέστειλε τον Τύπο και επέβαλε στρατιωτικό νόμο. Η εξέγερση καταπνίγηκε βίαια από τον στρατό της Νότιας Κορέας με την έγκριση και την υλικοτεχνική υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών υπό την κυβέρνηση Κάρτερ, που φοβήθηκαν ότι η εξέγερση θα μπορούσε να εξαπλωθεί σε άλλες πόλεις και να βάλει σε πειρασμό τη Βόρεια Κορέα να παρέμβει. Η εξέγερση ξεκίνησε όταν φοιτητές του Εθνικού Πανεπιστημίου Τσονάμ (Chonnam National University) που διαδήλωναν κατά του στρατιωτικού νόμου δέχθηκαν πυρά, σκοτώθηκαν, βιάστηκαν, ξυλοκοπήθηκαν και βασανίστηκαν από τον στρατό της Νότιας Κορέας. Ορισμένοι πολίτες της Γκουανγκτζού πήραν τα όπλα, σχημάτισαν πολιτοφυλακές και κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους μεγάλα τμήματα της πόλης πριν οι στρατιώτες εισέλθουν εκ νέου στην πόλη και καταστείλουν την εξέγερση. Οι μελετητές της σφαγής σήμερα υπολογίζουν τα θύματα από 600 έως 2.300. Υπό τη στρατιωτική δικτατορία του Τσουν, η κυβέρνηση της Νότιας Κορέας χαρακτήρισε την εξέγερση ως «ταραχές» και ισχυρίστηκε ότι υποκινήθηκε από «κομμουνιστές συμπαθούντες και ταραξίες» που δρούσαν υπό την εντολή της κυβέρνησης της Βόρειας Κορέας.https://en.wikipedia.org/wiki/Gwangju_Uprising


[6]https://timshorrock.com/documents/


[7]https://www.thenation.com/article/world/two-days-in-may-that-shattered-korean-democracy/


[8]https://www.youtube.com/watch?v=ajgodM_hHN8


[9]ΣτΜ. Jeju – Νότια Κορέα: Ο καταραμένος παράδεισος. Άρθρο στην στήλη "Αθέατος Κόσμος" στις 25/06/2011.https://atheatoskosmosps.blogspot.com/2011/06/jeju.html


[10]ΣτΜ. omnicide := πανκτονία :» Η καταστροφή όλης της ζωής ή όλης της ανθρώπινης ζωής. Η εξαφάνιση του ανθρώπου ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δράσης.


[11]ΣτΜ. "asentence" := πρόταση, απόφαση/γνώμη/άποψη/γνωμοδότηση, καταδίκη, ποινή, τιμωρία, ακολουθία (π.χ. νεκρώσιμη ακολουθία).


[12]ΣτΜ. Στις 27 Ιουνίου 1950 (μόλις δύο ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου στην Κορέα) ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας Σήγκμαν Ρη (Syngman Rhee)διέταξε την εκτέλεση κομμουνιστών και πιθανών συμπαθούντων που είχαν σχέση είτε με τη Λέγκα Bodo είτε με το Εργατικό Κόμμα της Νότιας Κορέας. Υπολογίζεται ότι 100.000 έως 200.000 άνθρωποι σφαγιάστηκαν σε αυτό που έγινε γνωστό ως η σφαγή της BodoLeague. Η κυβέρνηση της Νότιας Κορέας κατέβαλε προσπάθειες να αποκρύψει τη σφαγή για τέσσερις δεκαετίες. Απαγόρευσε στους επιζώντες να την αποκαλύψουν, υπό την απειλή ότι θα αντιμετωπίζονταν ως συμπαθούντες τους κομμουνιστές —η δημόσια αποκάλυψη συνεπαγόταν την απειλή βασανιστηρίων και θανάτου. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και έπειτα, αρκετά πτώματα ανασύρθηκαν από ομαδικούς τάφους, με αποτέλεσμα να ευαισθητοποιηθεί το κοινό σχετικά με τη σφαγή. Μισό αιώνα μετά τη σφαγή, η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης διερεύνησε αυτό το γεγονός μεταξύ άλλων περιστατικών που παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό κρυμμένα από την ιστορία, σε αντίθεση με τις πολυδιαφημισμένες εκτελέσεις δεξιών της Νότιας Κορέας από του Βορειοκορεάτες.

https://www.dailymotion.com/video/x6n5goz


[13]ΣτΜ. Αδόκιμηαπόδοσηστηνελληνική γλώσσατουόρου … theflickeringheartofherlanguage.

Δεν υπάρχουν σχόλια: