ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ 18/12, 9:00 π.μ., ΣΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (Λ. Αλεξάνδρας και Λουκάρεως)

05 Δεκεμβρίου 2024

Το ζήτημα της Χαμάς και η Αριστερά*

Η επιστροφή της Παλαιστινιακής υπόθεσης στο διεθνές προσκήνιο ύστερα από την επιχείρηση "Πλημμύρα του Αλ Ακσά" στις 7 Οκτωβρίου 2024 από τις οργανώσεις αντίστασης στην Γάζα με επικεφαλής την Χαμάς, η συνεχιζόμενη αντίσταση στην αιματηρή εισβολή του Ισραήλ και όσα εφιαλτικά διαδραματίζονται εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο στην Λωρίδα και στην Δυτική Όχθη εκτός των άλλων πυροδότησαν μέσα στην Παλαιστίνη αλλά και στο διεθνές κίνημα αλληλεγγύης μια ζωηρή συζήτηση για τις εξελίξεις και τις διαμορφώσεις στο Παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα. Τέθηκαν ερωτήματα, παρουσιάστηκαν διλλήματα και προβληματισμοί ιδιαίτερα στα πλαίσια της Αριστεράς στην Δύση και υπήρξαν διαφορετικές στάσεις και εκτιμήσεις. Η αναδημοσίευση ενός παλαιότερου άρθρου του Abdaljawad Omar, χωρίς να σημαίνει απαραίτητα συμφωνία με όλα όσα διατυπώνονται σε αυτό, βοηθά στην συμμετοχή σε αυτήν την συζήτηση που συνεχίζει να διεξάγεται παράλληλα με την αδήριτη ανάγκη ανάπτυξης του κινήματος αλληλεγγύης στους Παλαιστίνιους που αντιμετωπίζουν το φάσμα μιας νέας Καταστροφής.

Το ζήτημα της Χαμάς και η Αριστερά

Η Αριστερά πρέπει να αντιμετωπίσει το εξής βασικό γεγονός. Δεν μπορεί κάποιος να διεκδικεί αλληλεγγύη με την Παλαιστίνη και την ίδια στιγμή να απορρίπτει, να αγνοεί ή να αποκλείει τη Χαμάς.

του Abdaljawad Omar, 31 Μαΐου 2024 

 

Υποστηρικτές του κινήματος της Χαμάς παρευρίσκονται στο 35ο επετειακό Φεστιβάλ της ίδρυσης της οργάνωσης, Πόλη της Γάζας, 14 Δεκεμβρίου 2022. (Φωτογραφία: Omar Ashtawy/APA Images)


Πρόσφατα, εμφανίστηκε μια σειρά άρθρων που επικρίνουν την αριστερά στη Δύση ότι «πανηγυρίζει» για τη Χαμάς. Οι περισσότερες από αυτές τις κριτικές λένε ότι ο περιορισμός της υποστήριξης στην παλαιστινιακή αντίσταση σε υποστήριξη της Χαμάς προσφέρει κακή υπηρεσία στους Παλαιστίνιους, επειδή οι Παλαιστίνιοι αποτελούνται από ένα πλήθος φωνών με διαφορετικές πολιτικές θέσεις. Σύμφωνα με αυτά τα επιχειρήματα, η αριστερά στη Δύση καλείται να λάβει υπόψη της την πολυπλοκότητα και την ποικιλομορφία της παλαιστινιακής πολιτικής.

Στο άρθρο του «The Palestinian Resistance Isn’t a Monolith»[1] στο Jacobin —το οποίο μπορεί να εκληφθεί περισσότερο ως συγκεκαλυμμένη κριτική της ένοπλης αντίστασης παρά ως κριτική της Χαμάς— ο Μπασίρ Αμπού Μάνε (Bashir Abu-Manneh) επιπλήττει την αριστερά που πανηγυρίζει για ένα «κοινωνικά οπισθοδρομικό» κίνημα όπως η Χαμάς. Ο Ματάν Κάμινερ (Matan Kaminer) έγραψε μια απάντηση[2] σε ένα άρθρο του Αντρέας Μαλμ (Andreas Malm)[3], και τα δύο δημοσιευμένα στο ιστολόγιο Verso, δηλώνοντας ότι το παγκόσμιο «κίνημα αλληλεγγύης πρέπει να ασχοληθεί με την ποικιλομορφία της παλαιστινιακής πολιτικής», αναφέροντας τη Χαμάς ως παράδειγμα «αντισυστημικών» δυνάμεων που δεν έχουν αριστερή ατζέντα. Στο Boston Review, η Άιτσα Τσουμπουκτσού (Ayça Çubukçu) απάντησε[4] στο άρθρο της Τζόουντι Ντιν (Jodi Dean), «Palestine speaks for everyone»[5], λόγω της πρότασης της Ντιν ότι το παγκόσμιο κίνημα αλληλεγγύης πρέπει να σταθεί στο πλευρό της οργανωμένης αριστεράς στην Παλαιστίνη παρέχοντας τη συνδρομή του στη σημερινή ηγεσία της Χαμάς στον αγώνα για την απελευθέρωση.

Βέβαια, επιβάλλεται να δοθεί προσοχή στην παλαιστινιακή πολιτική, την ιστορία της, τις τρέχουσες συνθήκες και την ποικιλομορφία της. Πράγματι, παρά τον σχετικά μικρό αριθμό των Παλαιστινίων και παρά το γεγονός ότι η Παλαιστίνη ανάμεσα στον ποταμό και τη θάλασσα είναι μια μικρή γεωγραφική περιοχή γεμάτη με έντονα αμφισβητούμενα εδάφη, μπορεί κανείς να βρει πολύ μεγάλο πλήθος Παλαιστινίων που εκφράζουν/απηχούν διαφορετικές φαντασιώσεις ή ιδεολογικές προσεγγίσεις σχετικά με τη σύγκρουση —συμπεριλαμβανομένων των Παλαιστινίων που πρόθυμα στηρίζουν τη σιωνιστική ιδεολογία.

Όμως, περιέργως, εδώ είναι που κάνουν λάθος οι δυτικοί αριστεροί επικριτές της Χαμάς. Αποτυγχάνουν να κατανοήσουν ότι η ποικιλομορφία στην παλαιστινιακή κοινωνία και πολιτική μεταφράζεται επίσης σε αποκλίνουσες στάσεις όσον αφορά την αντίσταση στην αποικιοκρατία. Ενώ ζητούν την κατανόηση της παλαιστινιακής πολιτικής παρουσιάζοντας και δίνοντας έμφαση στις λεπτές διαφορές, αυτό δεν επεκτείνεται στην κατανόηση της δυναμικής και των δυνάμεων που παρακινούν ή αποφεύγουν (ή αντιτίθενται ενεργά) στην αντιαποικιακή αντίσταση.

Αυτή η άγνοια της παλαιστινιακής πολιτικής είναι σχεδόν εσκεμμένη. Υποκρύπτει μια κρυφή εχθρότητα προς την αντίσταση —ειδικά την ένοπλη αντίσταση— ενώ ισχυρίζεται ότι αντιτίθεται στη Χαμάς για εντελώς διαφορετικούς, ίσως ιδεολογικούς, λόγους. Ωστόσο, για να κατανοήσουμε πραγματικά τις ενδοπαλαιστινιακές δυναμικές και να ξετυλίξουμε τα στοιχεία που συγκροτούν «το ομοιογενές και αδιάσπαστο σύνολο» (“monolith”), πρέπει πρώτα και κύρια να κατανοήσουμε πραγματικά πώς έχουν εξελιχθεί, σε σχέση με την ίδια την ιδέα της αντίστασης, οι πολιτικές δυνάμεις στην Παλαιστίνη.

Κατακερματισμένη γεωγραφία, κατακερματισμένη πολιτική

Οι Παλαιστίνιοι υπόκεινται σε διάφορες μορφές διαίρεσης που έχουν σχολαστικά επινοηθεί από το Ισραήλ. Στην πραγματικότητα, θα αποτελούσε μεγάλη έκπληξη αν οι Παλαιστίνιοι ήταν ενωμένοι, δεδομένου ότι η καθημερινή ζωή τους είναι τόσο ριζικά διαφορετική —διασκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο και υποκείμενοι σε ποικίλες μορφές οργανωμένων πρακτικών διακυβέρνησης και τρόπων ισραηλινού ελέγχου. Αυτές οι διαιρέσεις δεν είναι μόνο γεωγραφικές, αλλά εμπεριέχουν επίσης διαφορετικά επίπεδα προνομίων και αποκλεισμών που επιβάλλονται από το αποικιακό κράτος. Μιλάω για τις διαιρέσεις που διαμορφώνονται από τις διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης στη Γάζα, στη Δυτική Όχθη, στην Ιερουσαλήμ, στα εδάφη του 1948 και στη διασπορά.

Επιπλέον, αυτός ο ριζικός κατακερματισμός έχει οδηγήσει πολλούς Παλαιστίνιους να αρχίσουν να αμφισβητήσουν την ίδια την ιδέα της ενότητάς μας ως λαού, αναλογιζόμενοι αν η διαφορά στην ικανότητα των Παλαιστινίων να αντιστέκονται είναι συνέπεια ή έκφραση της σοβαρότητας των γεωγραφικών διαιρέσεων και των διαφόρων αποικιοκρατικών πρακτικών διακυβέρνησης μετά από 75 χρόνια.

Ο γενοκτονικός πόλεμος στη Γάζα αποκάλυψε το απλό γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι στις διαφορετικές κοινότητές τους —πέρα από τη Γάζα— ήταν ανίκανοι να συγκεντρώσουν ή να αποκτήσουν δύναμη σταδιακά με την πάροδο του χρόνου, να επινοήσουν νέες τακτικές, να σφυρηλατήσουν νέες οργανώσεις ή να οικοδομήσουν μια νέα πνευματική και υλική οργανωτική δομή για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση που θέτει η αποικιοκρατία των εποίκων στον Παλαιστινιακό λαό παντού όπου κι αν ζει. Η σαφέστερη έκφραση αυτής της αποτυχίας είναι ο παραλυτικός φόβος που έχει κυριεύσει την παλαιστινιακή κοινωνία, αν αγνοήσει κανείς τη Γάζα και τους θύλακες των πιο εξελιγμένων και νέων εκφράσεων αντίστασης και αγώνα που εμφανίστηκαν την τελευταία δεκαετία, κυρίως τις ατομικές πράξεις αντίστασης[6] στη Δυτική Όχθη και την Παλαιστίνη του 1948, και τον πολλαπλασιασμό των ζωνών ένοπλης αυτοάμυνας[7] στη βόρεια Δυτική Όχθη.

Ο ανίκητος εθνικός χαρακτήρας της παλαιστινιακής αντίστασης (εικονογράφηση: Batoul Chamas· Al Mayadeen English)

Αυτή η ποικιλομορφία δεν είναι απλώς συνάρτηση των ετερόκλητων πολιτικών ιδεολογιών μεταξύ των Παλαιστινίων που υπάγονται σε διαφορετικούς τρόπους πολιτικού ελέγχου. Το αντίθετο, θα πρέπει να κατανοηθεί ως απόρροια της ίδιας της δομής του ατομικού παλαιστινιακού ψυχισμού. Εκτυλίσσεται ένας έντονος εσωτερικός διάλογος όπου οι Παλαιστίνιοι διχάζονται μεταξύ της ριζοσπαστικής δυνατότητας της αντίστασης και του ενστικτώδους φόβου τους για τον αδυσώπητο ισραηλινό στρατιωτικό οδοστρωτήρα. Σκεφτείτε το παράδοξο μεταξύ της επιθυμίας για απελευθέρωση και του βασανιστικού φόβου ότι οποιαδήποτε αναστάτωση της καθημερινής ζωής —ακόμη και αυτή που προκαλείται από την αντίσταση— θα μπορούσε να διαλύσει την εύθραυστη επίφαση της κανονικότητας. Εδώ πραγματικά, η ιδεολογική μάχη διεξάγεται όχι μόνο στη δημόσια σφαίρα αλλά και στο ατομικό επίπεδο, όπου η εντυπωσιακή δυνατότητα της ελευθερίας έρχεται αντιμέτωπη με την τραυματική πραγματικότητα του πιθανού αφανισμού από μια ανώτερη στρατιωτική μηχανή.

Κάθε δύναμη, με τα δικά της αιτήματα θέτει τους Παλαιστίνιους ενώπιον μιας σειράς υπαρξιακών επιλογών —επανάσταση ή παραίτηση, μετανάστευση ή σταθερότητα, συμβολική εξάλειψη/διαγραφή της ταυτότητας ή πλήρης επιβεβαίωσή της μέσω πράξεων θυσίας. Αυτός ο σιωπηλός εσωτερικός διάλογος εκδηλώνεται με ποικίλες πολιτικές θέσεις —ταλάντωση μεταξύ της στάσης του διανοούμενου και μάρτυρα Μπάσελ Αλ-Αράτζ (Bassel Al-Araj), ο οποίος δήλωνε ότι «η αντίσταση έχει πάντα τον χρόνο με το μέρος της», και της πιο κυνικής παραίτησης που υπονοούν οι θέσεις που εκφράζει ο Μαχμούντ Αμπάς[8], ο οποίος διακηρύσσει «ζήτω η αντίσταση, αλλά είναι ήδη νεκρή και πρέπει να σκοτωθεί οπουδήποτε επανεμφανιστεί!».

Αλλά ας μην γελιόμαστε. Η ιδεολογική μηχανή που συνδέεται με την Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ) και η οποία ισχυρίζεται ότι έχει αδιαμεσολάβητη πρόσβαση στη «γυμνή αλήθεια»/«σκληρή πραγματικότητα» (“bare reality”), λειτουργεί ακριβώς αρνούμενη τη δική της ιδεολογία. Καυχιούνται ότι βλέπουν τον κόσμο χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες και διατείνονται ότι αυτή η διαύγεια πνεύματος καθιστά αναγκαία τη σφυρηλάτηση/διαμόρφωση ενός αυταρχικού πολιτικού συστήματος που βλέπει την αντίσταση στην αποικιοκρατία ως «φάρσα» και τη συνεργασία με τον αποικιοκράτη ως «ιερή» επιταγή. Αυτή η ρεαλιστική-πραγματιστική θέση/άποψη οδηγεί όπως φαίνεται τους Παλαιστίνιους σε ένα είδος άρνησης —μια συμβολική, πολιτική και υλική αυτοκαταστροφή, που συγκαλύπτεται, ωστόσο, επιδέξια/ύπουλα με τα προσχήματα της ΠΑ περί πολιτικής εκπροσώπησης και εγκαθίδρυσης κράτους.

Εν τω μεταξύ, η άρχουσα τάξη, στην δίψα της για συνέχεια και έλεγχο, διατηρεί έναν «πολιτικό ρεαλισμό» που πρακτικά παραβλέπει τα δικά της ταξικά συμφέροντα και κοινωνικές προκαταλήψεις. Είναι μια μικρή ελίτ των αποικιοκρατούμενων που κερδίζει από όλα αυτά. Ο απώτερος στόχος αυτού του πραγματισμού είναι η δημιουργία μιας πραγματικότητας στην οποία η ίδια η έννοια της αντίστασης χάνεται μέσα σε όλα όσα συμβαίνουν σε μια συμβιβασμένη πραγματικότητα. Όλα αυτά όμως δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εκλεπτυσμένη ρητορική που δικαιολογεί ή δικαιώνει την συνεργασία σε οικονομικό επίπεδο και σε θέματα ασφάλειας με ένα αποικιοκρατικό καθεστώς εποίκων που αντικαθιστά τους αποικιοκρατούμενους με τους αποικιοκράτες.

Το αποτέλεσμα είναι ένα φάσμα διαφορετικών προσεγγίσεων, μέσα στην παλαιστινιακή πολιτική, για το ζήτημα της αντίστασης. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί προσωπικότητες όπως ο Μαχμούντ Αμπάς και ο Μανσούρ Αμπάς[9] στο ένα άκρο του φάσματος, και πολιτικούς σχηματισμούς όπως η Ισλαμική Τζιχάντ και η Χαμάς στο άλλο, χωρίς να υπάρχει κάποια σημαντική πολιτική δύναμη στη μέση.

Αυτό που μας λένε όλα αυτά είναι ότι η κύρια διαχωριστική γραμμή μεταξύ των παλαιστινιακών πολιτικών παρατάξεων δεν είναι το σχίσμα μεταξύ κοσμικότητας και ισλαμισμού, η πάλη για τις διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές ατζέντες ή τα πλεονεκτήματα μιας συγκεκριμένης τακτικής στον αγώνα για απελευθέρωση. Όλα αυτά είναι σημαντικά ζητήματα από μόνα τους, αλλά αυτό που στην πραγματικότητα προκαλεί ρήγμα στην παλαιστινιακή πολιτική σκηνή είναι το χάσμα μεταξύ μιας πολιτικής μη εκλεπτυσμένης ανυπακοής[10] και μιας πολιτικής που χαρακτηρίζεται από προσαρμογή, σύμπραξη και συνεργασία.

Στην δονκιχωτική αναζήτησή της για μια κοσμική προοδευτική εναλλακτική λύση στη Χαμάς, η Δυτική αριστερά παραβλέπει τελικά ένα απλό γεγονός: Σε αυτή τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, οι πολιτικές δυνάμεις που εξακολουθούν να εμμένουν και να ηγούνται της αντίστασης δεν προέρχονται από την κοσμική αριστερά.

Τίποτα από αυτά δεν είναι τυχαίο. Το Ισραήλ και οι σύμμαχοί του καλλιεργούν και διαμορφώνουν σχολαστικά μια παλαιστινιακή ηγεσία που ευθυγραμμίζεται με τις αποικιοκρατικές τους φιλοδοξίες, ενώ ταυτόχρονα συλλαμβάνουν, εκφοβίζουν και δολοφονούν εναλλακτικές επιλογές.

Επίσης, αυτή η ευθυγράμμιση με τους αποικιοκράτες δεν είναι ασυνήθιστη στα αντιαποικιακά κινήματα. Το να ανήκεις στους αποικιοκρατούμενους δεν σε κάνει αυτόματα πιστό στον αντιαποικιακό αγώνα. Στην Παλαιστίνη, ένας αιώνας αποικιοκρατίας έχει δημιουργήσει πολλές στρεβλώσεις στο παλαιστινιακό πολιτικό σώμα, μετατρέποντας, για παράδειγμα, την άλλοτε επαναστατική PLO σε ένα καθεστώς που μοιάζει με το καθεστώς του Βισύ (Vichy) που σκοτώνει το έθνος στο όνομα του έθνους. Άλλοι Παλαιστίνιοι έχουν ασπαστεί νέες συμπάθειες και ταυτότητες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ταυτίζονται με το Ισραήλ (στο βαθμό που είναι δυνατόν να ταυτιστεί κανείς με μια οντότητα της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι η εβραϊκή υπεροχή/ανωτερότητα[11]). Η ιστορία μάς έχει διδάξει ότι υπάρχουν στιγμές που οι άνθρωποι θα παλέψουν και για την υποτέλειά τους, και αρκεί να κοιτάξει κανείς μορφές όπως ο Γιόσεφ Χαντάντ[12] και ο Μόσαμπ Χασάν Γιόσεφ[13] για να καταλάβει τι σημαίνει αυτό.

Ωστόσο, υπάρχει ένας βαθύτερος αγώνας σε εξέλιξη: Οι Παλαιστίνιοι αγωνίζονται εδώ και πολύ καιρό όχι μόνο για την αναγνώριση της δεινής τους θέσης, αλλά βασικά για να αναγνωρίσει ο κόσμος την επιτακτική ανάγκη του να αντιστέκεσαι. Αυτή η αναγκαιότητα της αντίστασης και το δικαίωμα σε αυτή την αντίσταση γίνεται ακόμη πιο κρίσιμη σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο όπου το αφήγημα της παλαιστινιακής αντίστασης χειραγωγείται —χρησιμοποιείται κυνικά για να δικαιολογήσει και να νομιμοποιήσει την επί έναν αιώνα επίθεση του Ισραήλ κατά της παλαιστινιακής ύπαρξης και δυνατότητας για δράση (agency). Πρόκειται για ένα διεστραμμένο σενάριο όπου η πράξη της αντίστασης, η οποία είναι απολύτως απαραίτητη για την επιβίωση και για την πιθανότητα απονομής δικαιοσύνης, διαστρεβλώνεται σε δικαιολόγηση της καταπίεσης που η αντίσταση επιδιώκει να υπερνικήσει.

Εδώ, η Χαμάς είναι εύκολο να γίνει σκιάχτρο. Πρόκειται για μια ισλαμιστική πολιτική ομάδα που θέτει την πολιτική της ανυπακοής σε προτεραιότητα και προωθεί μια κοινωνική ατζέντα που επιδιώκει την ανασύσταση του παλαιστινιακού υποκειμένου. Οι επικριτές της αντίστασης μπορούν εύκολα να επισημάνουν ελαττώματα, μειονεκτήματα και ελλείψεις στην κοινωνικοοικονομική προοπτική της Χαμάς ή να λοιδορήσουν την «κοινωνικά οπισθοδρομική» ατζέντα της. Όμως δεν είναι η κοινωνική ατζέντα της Χαμάς που πραγματικά ενδιαφέρονται να υπονομεύσουν. Η αλήθεια είναι ότι αυτό που θέλουν να υπονομεύσουν ή αυτό από το οποίο θέλουν να αποστασιοποιηθούν είναι η μορφή αντίστασης που επέλεξε να ακολουθήσει η Χαμάς. Πολλοί όμως από τους επικριτές της Χαμάς δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτα —ούτε όσον αφορά τη δημιουργία συμμαχιών, ούτε τις μορφές αγώνα, ούτε καν το πνευματικό έργο— που θα μπορούσε να συγκριθεί με το έργο της Χαμάς για τη συγκέντρωση ή απόκτηση δύναμης σταδιακά με την πάροδο του χρόνου στη Λωρίδα της Γάζας και το άνοιγμα από τη Χαμάς του κουτιού της Πανδώρας προκαλώντας πολλά απρόβλεπτα προβλήματα στο αποικιοκρατικό καθεστώς, παρέχοντας μια ιστορική στιγμή που περιλαμβάνει ανάμεσα στις πολλές δυνατότητές της και τη δυνατότητα απελευθέρωσης των Παλαιστινίων.

Η πολιτική της ‘Muzawada’

Ο όρος "Muzawada" στο αραβικό πολιτικό λεξικό θα μπορούσε χονδρικά να μεταφραστεί ως "πρακτική για την απόκτηση πλεονεκτήματος στο πολιτικό επίπεδο"[14]. Έχει μακρόχρονη παράδοση χρήσης ως εργαλείο κατασυκοφάντησης των πολιτικών αντιπάλων, και στην πράξη η πρωταρχική του λειτουργία ήταν να δυσφημεί και να αποθαρρύνει τον πολιτικό αντίπαλο εκθέτοντας την υποκρισία του, τον μη ρεαλιστικό του λόγο ή την αδυναμία του να μετατρέψει τη ρητορική σε πράξη. Ο Σύριος μαρξιστής διανοούμενος Ελίας Μούρκους (Elias Murkus) έδωσε το παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι Σύριοι Μπααθιστές χρησιμοποίησαν τη muzawada για να υπονομεύσουν τον Τζαμάλ Αμπντούλ Νάσερ (Jamal Abdul Nasser) τη δεκαετία του 1960, επισημαίνοντας το χάσμα μεταξύ της ρητορικής του και των πράξεών του όσον αφορά την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Ο Μούρκους σημειώνει όμως ότι αυτή η δυσφήμιση δεν προερχόταν τόσο από ένα γνήσιο ενδιαφέρον για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης όσο από την επιθυμία να διαβρωθούν οι επικοινωνιακές δεξιότητες, η πειθώ και η γοητεία του Νάσερ να επηρεάζει τον κόσμο στη Συρία και τον Λίβανο.

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Παλαιστίνη αναδεικνύεται ιστορικά ως η πρωταρχική σκηνή για τέτοιου είδους «πλειοδοσία/υπερθεματισμό» (“outbidding”) ή «πρακτική για την απόκτηση πλεονεκτήματος» σε πολιτικό επίπεδο στο αραβικό πολιτικό τοπίο. Πράγματι, η muzawada δεν περιορίζεται σε ρητορικές κονταρομαχίες, ακόμη και αν αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε ιστορικά. Στην Παλαιστίνη, η muzawada εξελίχθηκε από ρητορικό υπερθεματισμό σε «υπερθεματισμό που έγινε πράξη» τη δεκαετία του 1990, όταν οι πολιτικές παρατάξεις ανταγωνίζονταν μεταξύ τους όσον αφορά την ικανότητά τους να δημιουργούν και να κάνουν πράξη την αντίσταση.

Αυτές οι διπλές εκφάνσεις —ρητορική και πραγματοποιημένη muzawada— είναι καίριας σημασίας για την κατανόηση των εσωτερικών παλαιστινιακών πολιτικών ανταγωνισμών. Κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ιντιφάντα, η ανάδυση της φιγούρας του «ιστισχάντι» («istishhadi») ήταν μια τέτοια μορφή πραγματοποιημένης απόκτησης πλεονεκτήματος (one-upping), καθώς υπερέβη την παραδοσιακή ιδέα του «φινταγίν» («fida'i»). Ο φινταγίν ήταν μια φιγούρα αυτοθυσίας που θα αντιμετώπιζε τον εχθρό αλλά θα μπορούσε να επιστρέψει στη βάση του, ενώ ο ιστισχάντι ενσάρκωνε την αυτοθυσία του μαχητή που δεν σχεδιάζει να επιστρέψει στη βάση, αλλά σκοτώνει και σκοτώνεται, με αποτέλεσμα να γίνεται μάρτυρας.

Η ανάδυση αυτής της νέας αντι-ηγεμονικής δύναμης στο γύρισμα του αιώνα, σε μεγάλο βαθμό με πρωτοβουλία της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ, επαναδιατύπωσε την αντίσταση δημιουργώντας νέες αντιπολιτευτικές μεθόδους και μια νέα αντίληψη για το τι σημαίνει η θυσία για την αντίσταση.

Κατά τη Δεύτερη Ιντιφάντα, η «απόκτηση πλεονεκτήματος» σήμαινε να ξεπεράσει κανείς τον πολιτικό του αντίπαλο μέσω της πραγματοποίησης επιχειρήσεων αντίστασης. Αυτή η μορφή εσωτερικού ανταγωνισμού έβλεπε τον αγώνα της αντίστασης ως το μέσο κατεύθυνσης της εσωτερικής πολιτικής δυσαρέσκειας προς τα έξω, προς τον αποικιοκράτη. Οι παλαιστινιακές παρατάξεις ήταν ενωμένες ως προς την κατεύθυνση των πολιτικών τους δράσεων, αλλά επίσης ανταγωνίζονταν να ξεπεράσουν η μία την άλλη τους μέσω της πραγματοποίησης διαφορετικών πράξεων αντίστασης.

Ωστόσο, ο σημερινός χαρακτήρας της διαφωνίας/διχασμού (disunity) στην Παλαιστίνη δεν είναι μια μορφή υπερθεματισμού παρόμοια με τη Δεύτερη Ιντιφάντα ούτε βασίζεται στην ιδέα να ξεπεράσει κανείς τον εσωτερικό του αντίπαλο. Αντίθετα, πρόκειται για μια διαφωνία/διχασμό που προέκυψε όταν η Παλαιστινιακή Αρχή ανήγαγε τη συνεργασία με το Ισραήλ σε κάτι «ιερό» και είδε τη συνέχιση της αντίστασης ως φάρσα. Στο άλλο άκρο αυτής της διαφωνίας/διχασμού, η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ αναδείχθηκαν ως οι πιο δραστήριες δυνάμεις που ηγούνται οργανωμένων μορφών αντίστασης. Ο διαχωρισμός/διαίρεση πήρε γεωγραφικές, ιδεολογικές και πολιτικές μορφές.

Σε αυτή τη μορφή υπερθεματισμού, η μία πλευρά της πολιτικής εξίσωσης χρησιμοποίησε τη μιλιταριστική απάντηση του Ισραήλ για να ισχυριστεί: «Βλέπετε; Αυτό συμβαίνει όταν αντιστέκεστε!». Αυτός ο ισχυρισμός αναστέλλει την αναζήτηση για μια πολιτική ανυπακοής και στην πραγματικότητα επιχειρηματολογεί υπέρ της πολιτικής παράλυσης, της στασιμότητας και του συμβιβασμού με το Ισραήλ σε βάρος της μακροπρόθεσμης ικανότητας των Παλαιστινίων να αντιστέκονται.

Στο πλαίσιο αυτής της επιδίωξης/σκοπού (telos), έχουν προκύψει τρεις αριστερές παλαιστινιακές αντιδράσεις. Η πρώτη είναι μια αριστερά που ευθυγραμμίζεται με την Παλαιστινιακή Αρχή και την τάξη των μεταπρατών στη βάση της «κοσμικότητας» και ως αποτέλεσμα της οργανωτικής της αδυναμίας —για παράδειγμα, το Παλαιστινιακό Λαϊκό Κόμμα (Palestinian People’s Party, PPP) (πρώην Κομμουνιστικό Κόμμα). Μια άλλη αριστερά τοποθετείται στο πλευρό των ισλαμιστικών δυνάμεων στο επίπεδο της κοινής αντίστασης στον αποικιοκρατισμό, αλλά αποστασιοποιείται στο επίπεδο της κοινωνικής ατζέντας —για παράδειγμα, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (Popular Front for the Liberation of Palestine, PFLP). Μια τρίτη αριστερά εξισώνει τη Χαμάς και την Παλαιστινιακή Αρχή με την ελπίδα να θεωρηθεί ως εναλλακτική λύση και για τις δύο, υποστηρίζοντας φαινομενικά ότι «και οι δύο είναι εξίσου κακές», παραμένοντας ωστόσο ανίκανη να οργανώσει μια κοινωνική ή πολιτική εναλλακτική λύση —για παράδειγμα, το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (Democratic Front for the Liberation of Palestine, DFLP).

Η έννοια του τι είναι «κοινωνικά οπισθοδρομικό» ή «κοινωνικά προοδευτικό» στο σημερινό πολιτικό τοπίο της Παλαιστίνης είναι, το λιγότερο, εξαιρετικά περίπλοκη. Για παράδειγμα, πώς μπορούμε να συμφιλιωθούμε με αριστερά κόμματα που υποστηρίζουν μορφές κοινωνικής οπισθοδρόμησης και πολιτικού αυταρχισμού στη Δυτική Όχθη, όπως για παράδειγμα η σημερινή κατάσταση με τα απομεινάρια του Κομμουνιστικού Κόμματος; Πώς ακόμη ορίζουμε την «κοινωνική οπισθοδρόμηση» στο πλαίσιο μιας προχωρημένης αποικιοκρατίας των εποίκων που επιδιώκει να ξεκάνει μια ολόκληρη κοινωνία; Δεν είναι η αντίσταση σε αυτή την αποικιοκρατία από μόνη της μια προοδευτική πράξη που θα εμψυχώσει τους εκτοπισμένους; Και η συνεργασία η ίδια δεν είναι μια κοινωνικά οπισθοδρομική δύναμη επειδή συνεπάγεται την υποταγή/συμμόρφωση των αποικιοκρατούμενων; Ή μήπως η διακηρυγμένη ιδεολογία εκείνων που αντιστέκονται είναι πιο σημαντική;

Το ερώτημα είναι πώς θα αρθρώσουμε μια κοινωνικά προοδευτική ατζέντα στις συγκεκριμένες καταστάσεις τις Δυτικής Όχθης, όπου η Παλαιστινιακή Αρχή χρησιμοποιεί ένα μείγμα αυταρχικών πρακτικών, επιμένει σε μορφές εναποθετικής εκπαίδευσης[15], εκμεταλλεύεται τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές όπως οι οικογένειες και οι φυλές, και βλέπει τον εσωτερικό αντίπαλο ως τον απόλυτο εχθρό καλλιεργώντας έτσι τις συνθήκες που οδηγούν στον παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο και στη διαίρεση μεταξύ των Παλαιστινίων —ενώ αυτοί προσπαθούν να αντισταθούν στην αποικιοκρατική καταπάτηση και στον αφανισμό. Από αυστηρά «δυτικής» απόψεως, δεν υπάρχει καμία πλήρως ή απολύτως προοδευτική δύναμη στην Παλαιστίνη, παρά μόνο προοδευτικά στοιχεία ή διαθέσεις —ακόμη και μέσα σε πολιτικούς σχηματισμούς που απορρίπτονται ως οπισθοδρομικοί.

Κρυφή κριτική της ένοπλης αντίστασης

Σε αυτά τα διαδοχικά άρθρα, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με μια διαστρέβλωση που προκαλεί σύγχυση και αποσκοπεί στην υπονόμευση της υποστήριξης της αντίστασης, ιδιαίτερα της ένοπλης αντίστασης. Υπάρχει μια αυξανόμενη αναγνώριση από πολλούς στη «Δύση» της αναγκαιότητας και της αποτελεσματικότητας της αντίστασης, ή τουλάχιστον —μετά από δεκαετίες αμέλειας στην εξήγηση της προέλευσης και της αναγκαιότητάς της— αισθάνονται έτοιμοι να αρχίσουν να ασχολούνται με την πραγματικότητα της αντίστασης. Αυτό περιλαμβάνει την ενασχόληση με το ζήτημα της αντίστασης χωρίς τον εκχυδαϊσμό της (rendering it profane)[16]. Αυτή η μετατόπιση της δυτικής αριστεράς δεν σημαίνει ότι ξαφνικά ασπάστηκε τον ισλαμισμό, αλλά ότι αναγνωρίζει τη φύση της κατάστασης στην οποία έχουν παγιδευτεί οι Παλαιστίνιοι —μια άγρια αποικιοκρατία εποίκων που αρνείται να μιλήσει μια πολιτική γλώσσα με αυτούς που καθιστά υποτελείς. Μια αποικιοκρατία που βασίζεται στην υπερβολική βία και τη διπλωματική και νομική ατιμωρησία και που χρησιμοποιεί ένα προηγμένο σύστημα αρχιτεκτονικών, τεχνολογικών και έμμεσων μορφών ελέγχου.

Αλλά το πιο ανησυχητικό, για την Αριστερά αυτή, είναι ότι η επιμονή και η εξέλιξη της ένοπλης αντίστασης αψηφά ορισμένες από τις πιο ενεργές θεωρίες, τα συμφέροντα και τις πολιτικές τάσεις της παλαιστινιακής διανόησης, συμπεριλαμβανομένης της ανησυχίας για μια πραγματική ρήξη με το αποικιακό καθεστώς, μιας ρήξης που θα επέτρεπε να ξεκινήσει σοβαρά η διαδικασία αποαποικιοποίησης.

Πρόκειται για θεωρίες που κρατούν για δεκαετίες, χρησιμοποιώντας το ευρέως αποδεκτό επιχείρημα ότι οι Παλαιστίνιοι πρέπει να απέχουν από την ένοπλη αντίσταση προκειμένου να καλλιεργήσουν μια ευνοϊκή εικόνα στη Δύση, και στην παγκόσμια σκηνή ευρύτερα.


Η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι η ένοπλη αντίσταση είναι ουσιαστικά ασυμβίβαστη με την επιθυμία να κερδηθεί συμπάθεια για την παλαιστινιακή υπόθεση. Αυτή η αριστερά φετιχοποιεί μια συγκεκριμένη ανάγνωση της Πρώτης Ιντιφάντα ως ένα υποδειγματικό μοντέλο μιας σε μεγάλο βαθμό μη βίαιης και ευρέως διαδεδομένης λαϊκής εξέγερσης, ικανής να προσελκύσει την υποστήριξη των μαζών, της κοινωνίας των πολιτών και των διεθνών νομικών οργάνων, απευθυνόμενη έτσι στις φιλελεύθερες ευαισθησίες των συμβατικών δυτικών κοινωνιών.

Φυσικά, μια τέτοια ανάγνωση αποκρύπτει επίσης την ψυχολογική και ιδεολογική επίθεση που δέχθηκαν οι Παλαιστίνιοι μετά τη Δεύτερη Ιντιφάντα. Μια επίθεση που προσπάθησε να χαράξει στην παλαιστινιακή συνείδηση[17] την ιδέα ότι η αντίσταση είναι μάταιη, ότι η ένοπλη αντίσταση θα επιφέρει μόνο καταστροφές και ότι οι Παλαιστίνιοι, λόγω της ασυμμετρίας ισχύος, δεν μπορούν και δεν πρέπει να αντιμετωπίσουν στρατιωτικά το Ισραήλ. Αλλά, ακριβώς όπως και η Παλαιστινιακή Αρχή, η εναλλακτική μορφή διαμαρτυρίας, με επίκεντρο τη «λαϊκή αντίσταση» ή την «ειρηνική λαϊκή αντίσταση», χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά ως ιδεολογικό και ψυχολογικό εργαλείο για τη διατήρηση/στήριξη αυτού που ο Μαχμούντ Αμπάς και η Παλαιστινιακή Αρχή αποκαλούσαν «ιερή συνεργασία ασφαλείας». Υπήρξαν ελάχιστες προσπάθειες οργάνωσης της λαϊκής αντίστασης, και σε πολλές περιπτώσεις οι προσπάθειες αυτές καταπολεμήθηκαν από την Παλαιστινιακή Αρχή και το σύστημα ασφάλειάς της και αντιμετωπίστηκαν με έντονη βία, τόσο στη Γάζα[18] όσο και στη Δυτική Όχθη.

Η άποψη ότι η δυτική αριστερά έγινε ξαφνικά ένθερμη υποστηρίκτρια της Χαμάς είναι βαθιά ανειλικρινής. Η Τζόουντι Ντιν δεν πανηγύρισε για τη Χαμάς, ίσως όμως να βρήκε στην πράξη της ανυπακοής κάτι που εξυψώνει, εμπνέει —το βήμα για να σπάσει το αποικιοκρατικό καθεστώς που περιβάλλει τη Γάζα. Η Ντιν συμφώνησε με κομμάτι της παλαιστινιακής αριστεράς που συμμετέχει στην αντίσταση. Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι συμμερίστηκαν τη γνώμη της Ντιν εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα, συμπεριλαμβανομένων πολλών που αργότερα απογοητεύτηκαν ή αναθεώρησαν τις απόψεις τους, είτε για λόγους ηθικής είτε επειδή η επιχείρηση βομβαρδισμού κορεσμού[19] και ο γενοκτονικός πόλεμος του Ισραήλ οδήγησε ορισμένους στο συμπέρασμα ότι «δεν άξιζε ο κόπος».

Ναι, υπάρχουν πολλές φωνές που απεχθάνονται τη Χαμάς στη Γάζα, στη Δυτική Όχθη και σε ολόκληρη την παλαιστινιακή πολιτική κοινότητα —για πάρα πολλούς λόγους. Μεταξύ αυτών όμως υπάρχουν πολλοί στην παλαιστινιακή «αριστερά» που χρησιμοποιούν τις ιδεολογικές τους διαφορές και το χάσμα ισλαμιστών-κοσμικών ως κάλυμμα για την απόρριψη της «αντίστασης» συνολικά. Όπως είπε ο Μπάσελ Αλ-Αράτζ, αν η αριστερά στην Παλαιστίνη θέλει να ανταγωνιστεί τους ισλαμιστές, θα πρέπει να τους ανταγωνιστεί στην αντίσταση. Muzawada μέσω της δράσης.

Η Χαμάς, τελικά, είναι η σύγχρονη έκφραση μιας μακράς ιστορίας αντίστασης που περιλαμβάνει τους Παλαιστίνιους αγρότες πριν από τη Νάκμπα, τους εξόριστους Παλαιστίνιους επαναστάτες κατά τα πρώτα χρόνια της PLO και τους ισλαμιστές που ανέλαβαν την ευρείας κλίμακας πρωτοβουλία από τη δεκαετία του '80 και μετά.

Πολλοί μέσα στην κοσμική αριστερά ωχριούν μπροστά στην αντίσταση της Χαμάς και την απορρίπτουν, όχι λόγω της βεβαιότητας της αναπόφευκτης αποτυχίας της, αλλά μάλλον λόγω μιας βαθιά ριζωμένης ανησυχίας για την πιθανή επιτυχία της.

Αυτό δεν είναι απλώς μια δεοντολογικού χαρακτήρα αντίθεση στη χρήση βίας· μάλλον, είναι ένας φόβος ότι οι ισλαμιστές μπορεί να αποδειχθούν πιο αποτελεσματικοί από την πολιτική της ίδιας της Αριστεράς, που τώρα είναι σε μεγάλο βαθμό μελαγχολική και αποστρατευμένη. Εν τω μεταξύ, ορισμένες παρατάξεις της παλαιστινιακής ελίτ βλέπουν το Ισραήλ ως φάρο της νεωτερικότητας και καθοδηγούνται από έναν βαθύ φόβο για τη δική τους, όπως την αντιλαμβάνονται, «οπισθοδρομική» κοινωνία —αποκαλυπτικό σημάδι/ένδειξη των ιδεολογικών τους θέσεων, παγιδευμένες από τα θέλγητρα του Άλλου και τρομοκρατημένες από τις χειραφετητικές δυνατότητες των παλαιστινιακών μαζών.

Το να έχεις ιδεολογικοπολιτικές διαφορές και διαφωνίες σε επίπεδο τακτικής με τη Χαμάς, συμπεριλαμβανομένων δεοντολογικού χαρακτήρα προβλημάτων σχετικά με τους στόχους της ή τις πολεμικές της ικανότητες, είναι ένα πράγμα. Το να υπονομεύεις όμως το ελάχιστο επίπεδο κατανόησης του γιατί οι Παλαιστίνιοι, σε όλα τους τα ιδεολογικά σχήματα και τις ιστορικές τους εκφράσεις, βλέπουν την αντίσταση σε όλες τις μορφές της —ένοπλη και άοπλη— ως αναγκαιότητα, είναι κάτι άλλο. Στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτα λιγότερο από αναίδεια/θρασύτητα, ειδικά σε ένα περιβάλλον όπου καθηγητές απολύονται απλώς και μόνο επειδή εκφράζουν συναισθηματική ή συμβολική υποστήριξη στην παλαιστινιακή αντίσταση.

Ο κόσμος μπορεί πράγματι να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα της αντίστασης και τις προσπάθειες των ατόμων να αγωνιστούν και να πάρουν πίσω ό,τι έχουν χάσει. Κάτι τέτοιο υπερβαίνει την έννοια της θυματοποίησης στην οποία πολλοί φιλελεύθεροι στην Παλαιστίνη και ορισμένοι μέσα στην Αριστερά θέλουν να περιορίσουμε τον αγώνα μας —μια μορφή αντίληψης και κρίσης για τους Παλαιστίνιους που μόνο οίκτο προκαλεί.

Η αντίσταση είναι προ-πολιτική (προηγείται της πολιτικής)

Ακόμη και αν απουσιάζουν αληθινά ένοπλα κινήματα ή αυστηροί ιδεολογικοί σχηματισμοί, έχουν εμφανιστεί στη Δυτική Όχθη μικρές, άτυπες ομάδες —κύκλοι έμπιστων ανθρώπων, συσπειρώσεις φίλων και μικρής κλίμακας ένοπλες μονάδες[20] που υπερβαίνουν τα ιδεολογικά όρια[21]. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ανάλυση πρέπει να ξεκινά από την απτή πραγματικότητα. Η προβολή εξιδανικευμένων, άκαμπτων πλαισίων σε πολιτικές ομάδες δεν είναι μόνο άχρηστη αλλά και διανοητικά επιπόλαιη και αγνοεί βαθύτατα το γεγονός ότι αυτή η γενιά θα συνεχίσει να αντιστέκεται[22].

Η αντίσταση προηγείται της πολιτικής. Αποτελεί βασικό και αναπόσπαστο στοιχείο σε αυτή τη γενιά Παλαιστινίων που συνεχίζουν να ξεριζώνονται από τη γη τους και συνεχίζουν να χάνουν τους φίλους και τους αγαπημένους τους. Είναι αυτές οι δυνάμεις που τα πάν καλά στην οργάνωση αυτής της λανθάνουσας αντίστασης και καταλήγουν να είναι μια υπολογίσιμη δύναμη στην παλαιστινιακή κοινωνία. Η αντίσταση είναι μια αναγκαιότητα που ακόμη και όταν αποκτά στρατιωτικό χαρακτήρα και οργανώνεται βάσει στρατιωτικών προτύπων γίνεται με βάση συγκεκριμένες υλικές πραγματικότητες και όχι μόνο ιδεολογικές επιλογές.

Ο κυρίαρχος φόβος, όπως πάντα, είναι ότι η κριτική μας στην αντίσταση, κάτω από το πρόσχημα των σημαντικών ιδεολογικών διαφορών (τις οποίες και εγώ συμμερίζομαι), μετατρέπεται σε απόπειρα εξάλειψης της ίδιας της δυνατότητας αντίστασης.

Η Χαμάς αντιπροσωπεύει μόνο ένα από τα πολλά πολιτικά σχέδια και τις ιστορικές προσπάθειες να σπάσει το Σιδερένιο Τείχος που έχει επιβάλει το Ισραήλ. Μπορεί να αποτύχει ή να πετύχει, αλλά δεν έχει κάνει κάτι που δεν έχουν δοκιμάσει άλλες κοινωνικά προοδευτικές δυνάμεις στην Παλαιστίνη. Το πιο σημαντικό είναι ότι η Χαμάς στη Γάζα δεν είναι απλώς μια εξωτερική επιρροή ή κάτι εισαγόμενο· είναι εγγενώς συνυφασμένη με τον ευρύτερο κοινωνικό ιστό και, αν μη τι άλλο, αξίζει περισσότερα από το να απορρίπτεται με συνοπτικές διαδικασίες με την απλοϊκή αιτιολογία ότι είναι «οπισθοδρομική» ή «προοδευτική».

Η Χαμάς δεν θα εξαφανιστεί από την παλαιστινιακή πολιτική. Είναι μια πολιτική οντότητα, γεμάτη ενέργεια, που έχει διδαχτεί έξυπνα από τα λάθη της προκατόχου της, της PLO, τόσο στον πόλεμο όσο και στις διαπραγματεύσεις. Έχει επενδύσει σχολαστικά στους πνευματικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς πόρους της για να κατανοήσει το Ισραήλ και τα ψυχολογικά κέντρα βάρους του[23]. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Χαμάς είναι πλέον η πρωταρχική δύναμη που ηγείται του παλαιστινιακού αγώνα.

Η Αριστερά πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό το βασικό γεγονός. Η αλληλεγγύη με την Παλαιστίνη δεν μπορεί να θεμελιωθεί πάνω σε μια πολιτική που απορρίπτει, αγνοεί ή αποκλείει τη Χαμάς. Μια τέτοια προσέγγιση αποτυγχάνει να κατανοήσει τις πολυπλοκότητες και τις αντιφάσεις που είναι εγγενείς στον παλαιστινιακό αγώνα. Με αυτόν τον τρόπο, η Αριστερά παραβλέπει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ συνεργασίας και αντίστασης —εις βάρος της.

Σημειώσεις

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 31/05/2024 στον ιστότοπο Mondoweiss με τίτλο «The question of Hamas and the Left». Βρίσκεται στη διεύθυνση … https://mondoweiss.net/2024/05/the-question-of-hamas-and-the-left/.

Συγγραφέας του άρθρου είναι ο Αμπνταλτζουάντ Ομάρ (Abdaljawad Omar) ο οποίος είναι διδακτορικός φοιτητής και λέκτορας μερικής απασχόλησης στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Birzeit στην Δυτική Όχθη στην Παλαιστίνη. Περισσότερες πληροφορίες για τη δουλειά του στο … https://www.analulopez.com/spotlight-abdaljawad-omar/

Τη μετάφραση από τα αγγλικά, για λογαριασμό των Αντιγειτονιών, έκανε ο Κ.Καψ.

Οι εικόνες είναι πρόσθετες και δεν ήταν μέρος του άρθρου.

Η δημοσίευση δεν συνιστά απαραίτητα και συμφωνία με όλες τις απόψεις που διατυπώνονται.

Παραπομπές

[1] https://jacobin.com/2024/04/gaza-left-hamas-occupation-war-solidarity


[2] https://www.versobooks.com/en-gb/blogs/news/on-palestinian-resistance-and-global-solidarity


[3] https://www.versobooks.com/en-gb/blogs/news/the-destruction-of-palestine-is-the-destruction-of-the-earth


[4] https://www.bostonreview.net/articles/many-speak-for-palestine/


[5] https://www.versobooks.com/en-gb/blogs/news/palestine-speaks-for-everyone?fbclid=IwAR1qunUBtYUZ5HfyEsc97No-IQv1vqLOuklGEspedYUI7FVglERGle0Dh10


[6] https://mondoweiss.net/2022/11/west-bank-dispatch-martyrs-lone-wolves-and-underground-lions/


[7] https://mondoweiss.net/2023/07/jenin-the-fight-over-the-capacity-to-resist/


[8] ΣτΜ. Mahmoud Abbas :» Ο Μαχμούντ Αμπάς (γεννημένος στις 15 Νοεμβρίου 1935), γνωστός και με το ψευδώνυμο Αμπού Μαζέν, είναι Παλαιστίνιος πολιτικός και πρόεδρος του κράτους της Παλαιστίνης και της Παλαιστινιακής Εθνικής Αρχής (ΠΕΑ). Είναι πρόεδρος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) από το 2004, πρόεδρος της ΠΕΑ από τον Ιανουάριο του 2005 και πρόεδρος του Κράτους της Παλαιστίνης από τον Μάιο του 2005. Ο Αμπάς είναι επίσης μέλος του κόμματος Φατάχ και εξελέγη πρόεδρος το 2009. https://en.wikipedia.org/wiki/Mahmoud_Abbas


[9] ΣτΜ. Mansour Abbas :» Ο Μανσούρ Αμπάς (γεννημένος στις 22 Απριλίου 1974) είναι αραβοϊσραηλινός πολιτικός. Σήμερα είναι ο ηγέτης της Ενωμένης Αραβικής Λίστας (United Arab List) και εκπροσωπεί το κόμμα στην Κνεσέτ. Διορίστηκε πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής για τις Υποθέσεις της Αραβικής Κοινότητας στην Κνέσετ στις 27 Απριλίου 2021. Το 2021 ο Αμπάς έγραψε ιστορία, καθώς έγινε ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πολιτικός ηγέτης που εντάχθηκε σε ισραηλινό κυβερνητικό συνασπισμό. https://en.wikipedia.org/wiki/Mansour_Abbas


[10] ΣτΜ. raw defiance := μη εκλεπτυσμένη ανυπακοή/απείθεια :» Συμπεριφορά ή στάση που δείχνει ότι δεν είσαι πρόθυμος να υπακούσεις κάποιον. Περήφανη και αποφασιστική εναντίωση στην εξουσία ή σε κάποιον πιο ισχυρό.


[11] ΣτΜ. supremacism := υπεροχή, ανωτερότητα :» Η πεποίθηση ότι μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων (π.χ. συγκεκριμένη ως προς τη φυλή, τη θρησκεία, το φύλο ή τις πεποιθήσεις κλπ.) είναι ανώτερη από τις άλλες ομάδες ή πρέπει να έχει ανώτατη εξουσία έναντι όλων των άλλων ομάδων.


[12] ΣτΜ. Ο Joseph Haddad (γεννημένος στις 3 Σεπτεμβρίου 1985) είναι αραβοϊσραηλινός δημοσιογράφος και ακτιβιστής υπέρ του Ισραήλ. Το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο και τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης έχουν χαιρετίσει τον Haddad ως σταθερό «υπερασπιστή του Ισραήλ» από «την εποχή που υπερασπιζόταν το Ισραήλ ως μέλος των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων». https://en.wikipedia.org/wiki/Yoseph_Haddad


[13] ΣτΜ. Ο Mosab Hassan Yousef (γεννημένος στις 5 Μαΐου 1978) είναι πρώην Παλαιστίνιος μαχητής που αυτομόλησε στο Ισραήλ το 1997, και στη συνέχεια εργάστηκε ως ισραηλινός κατάσκοπος για τη Shin Bet μέχρι που μετακόμισε στις ΗΠΑ το 2007. Ο πατέρας του είναι ο σεΐχης Χασάν Γιούσεφ, συνιδρυτής της Χαμάς. Συγγραφέας μπεστ σέλερ των New York Times, είναι γνωστός για τις ανοιχτές επικρίσεις του στη Χαμάς και το Ισλάμ.

https://en.wikipedia.org/wiki/Mosab_Hassan_Yousef


[14] ΣτΜ. “political one-upmanship” := πρακτική για την απόκτηση πλεονεκτήματος στο πολιτικό επίπεδο, το να πάρω πολιτικά το πάνω χέρι :» Η τεχνική ή η πρακτική απόκτησης πλεονεκτήματος ή αισθήματος υπεροχής έναντι ενός άλλου ατόμου στο πολιτικό επίπεδο. Η τέχνη ή η πρακτική του να ξεπερνάς τον έναν μετά τον άλλο τους ανταγωνιστές σου στο πολιτικό επίπεδο. Μια προσπάθεια να δείξεις ότι είσαι καλύτερος από κάποιον με τον οποίο ανταγωνίζεσαι στο πολιτικό επίπεδο.


[15] ΣτΜ. banking-education := εναποθετική εκπαίδευση, τραπεζική εκπαίδευση, αποταμίευση πληροφοριών ή τραπεζική παιδαγωγική :» Μοντέλο εκπαίδευσης στο οποίο οι εκπαιδευτικοί «καταθέτουν» πληροφορίες, γνώσεις και δεξιότητες στους μαθητές, ενώ οι μαθητές απομνημονεύουν και επαναλαμβάνουν όσα διδάσκονται. Η έμφαση δίνεται στην απομνημόνευση βασικών γεγονότων και όχι στην κατανόηση και την κριτική σκέψη. Οι μαθητές είναι «τράπεζες» για τους εκπαιδευτικούς. Ο δάσκαλος παίζει ενεργό ρόλο ενώ ο μαθητής παίζει τον παθητικό ρόλο της απορρόφησης των πληροφοριών. Ο/η εκπαιδευτικός θεωρεί τους/τις μαθητές/τριες ως «άδεια δοχεία» που πρέπει να γεμίσει με τις γνώσεις, αντιλήψεις του/της εκπαιδευτικού. Παθητικούς δέκτες των καταστάσεων της πραγματικότητας, χωρίς καμία συνείδηση. Αυτή η αντίληψη της εκπαίδευσης ελαχιστοποιεί τη δημιουργική δύναμη των μαθητών/τριών και για αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντα των καταπιεστών.


[16] https://mondoweiss.net/2023/11/hopeful-pathologies-in-the-war-for-palestine-a-reply-to-adam-shatz/


[17] https://mondoweiss.net/2024/04/the-palestine-walid-saw-from-the-little-prison-to-the-big-prison/


[18] https://mondoweiss.net/2023/08/palestinians-rebut-israeli-hysteria-over-princeton-course-teaching-book-on-israels-policy-to-maim/


[19] ΣτΜ. carpet-bombing γνωστός και ως βομβαρδισμός κορεσμού (saturation bombing) :» Βομβαρδισμός μεγάλης έκτασης που γίνεται με προοδευτικό τρόπο για να προκληθεί ζημιά σε κάθε σημείο μιας επιλεγμένης περιοχής γης. Η φράση φέρνει στο νου την εικόνα εκρήξεων που καλύπτουν πλήρως μια περιοχή, με τον ίδιο τρόπο που ένα χαλί καλύπτει ένα δάπεδο.


[20] https://mondoweiss.net/2022/11/the-story-of-the-lions-den/


[21] https://mondoweiss.net/2022/11/inside-the-wasps-nest-the-rise-of-the-jenin-brigade/


[22] https://mondoweiss.net/2024/02/from-the-cities-to-the-countryside-armed-resistance-is-spreading-in-the-west-bank/


[23] ΣτΜ. center of gravity :» Η έννοια του Κέντρου Βαρύτητας (Centre of Gravity, COG), όπως διατυπώθηκε από τον Πρώσο στρατιωτικό θεωρητικό Κλαούζεβιτς στο θεμελιώδες έργο του «Περί Πολέμου», αποτελεί εδώ και πολύ καιρό ακρογωνιαίο λίθο της στρατηγικής στρατιωτικής σκέψης. Ο Κλαούζεβιτς όρισε το COG ως την πηγή δύναμης που παρέχει ηθική ή φυσική δύναμη, ελευθερία δράσης ή θέληση για δράση. Ουσιαστικά, είναι το κομβικό σημείο που, εάν δεχθεί επίθεση, υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατότητα να αποσταθεροποιηθεί και να νικηθεί ένας αντίπαλος.

https://theforge.defence.gov.au/article/clausewitzs-centre-gravity-modern-battlespace

https://en.wikipedia.org/wiki/Center_of_gravity_(military)


Δεν υπάρχουν σχόλια: