04 Φεβρουαρίου 2025

Για τον νόμο για τον κατώτατο μισθό (5163/2024) και τις ΣΣΕ

Ψηφίστηκε στις 5 Δεκέμβρη 2024 ο νόμος 5163/2024 για τον κατώτατο μισθό με τίτλο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση - Αναπροσαρμογή μισθών προσωπικού δημοσίου τομέα - Ρυθμίσεις για τον καθορισμό κατώτατου μισθού για τα έτη 2025, 2026 και 2027 και άλλες διατάξεις». Περιλαμβάνει τον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού, χωρισμένο στην «πρώτη» περίοδο 2025-2026-2027 και στην επόμενη (και μόνιμη) περίοδο απ’ το 2028 και ύστερα. Ταυτόχρονα, ορίζει και τον τρόπο αναπροσαρμογής των βασικών μισθών των μισθολογικών κλιμακίων στο δημόσιο. Επιπλέον, περιλαμβάνει ένα άρθρο περί κατάρτισης «Σχεδίου δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών», σύμφωνα με τη σχετική κατεύθυνση της ευρωπαϊκής οδηγίας που αναφέρεται σε χώρες όπου λιγότερο απ’ το 80% των εργαζομένων καλύπτεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Έχουμε ήδη τοποθετηθεί ότι ο νόμος στην πραγματικότητα παγιώνει το καθεστώς καθορισμού του κατώτατου μισθού απ’ την εκάστοτε κυβέρνηση. Καθεστώς που επιβλήθηκε αρχικά με το 2ο μνημόνιο στις 14/2/2012, μειώνοντας σε μια νύχτα τον κατώτατο μισθό κατά 22% και κατά 32% για τους ως 25 χρονών. Μπορεί ο «υποκατώτατος» να έχει καταργηθεί, ο πυρήνας όμως αυτής της αντεργατικής πολιτικής, ν’ αποφασίζει δηλαδή η κυβέρνηση τον κατώτατο μισθό σύμφωνα με τις ανάγκες του κεφαλαίου και τις κατευθύνσεις των ιμπεριαλιστών, όχι μόνο παραμένει ως σήμερα, αλλά με τον νέο νόμο προβλέπεται να διατηρηθεί «για πάντα». Αφαιρεί μ’ αυτόν τον τρόπο το βασικό περιεχόμενο που είχε η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) μέχρι το 2012 και η οποία υπογραφόταν απ’ τη ΓΣΕΕ και τις μεγαλύτερες εργοδοτικές ενώσεις. Πέρα απ’ τις πρακτικές επιπτώσεις στο ύψος του κατώτατου, αυτό το καθεστώς επιχειρεί κι ένα σημαντικό ιδεολογικό χτύπημα: την εμπέδωση της αντίληψης ότι ο κατώτατος μισθός (και κατ’ επέκταση γενικά οι μισθοί) δεν αποτελούν ζήτημα ταξικής πάλης και του συσχετισμού που αυτή διαμορφώνει μεταξύ εργαζομένων και κεφαλαίου, αλλά «αντικειμενικό» ζήτημα που δήθεν ρυθμίζεται «αυτόματα» και σύμφωνα με τις «αντοχές της οικονομίας». Επομένως, ότι δεν χωράει αμφισβήτηση και διεκδίκηση απ’ τη μεριά των εργαζομένων.

Ας δούμε με λεπτομέρεια πώς προκύπτει αυτή μας η τοποθέτηση απ’ τις διατάξεις του νόμου και παρά την κυβερνητική προπαγάνδα.

Πρώτο διάστημα (2025 ως και 2027)

Για τα πρώτα τρία χρόνια απ’ την ψήφιση του νόμου (2025, 2026 και 2027), τα οποία συμπίπτουν και με το υπόλοιπο της προβλεπόμενης κυβερνητικής θητείας της σημερινής κυβέρνησης, ο νόμος περιγράφει μια διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού παρόμοια μ’ αυτή που ήδη ίσχυε.

Τι ίσχυε μέχρι την ψήφιση του νέου νόμου

Αυτό που ήδη ίσχυε ήταν μια «διαβούλευση» μεταξύ κυβέρνησης, ΓΣΕΕ (και όποιες δευτεροβάθμιες οργανώσεις επιλέξει η ΓΣΕΕ) και των κύριων εργοδοτικών ενώσεων (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ και όποιες άλλες επιλέξουν οι προηγούμενοι). Η «διαβούλευση» συντονιζόταν από 3μελή Επιτροπή Διαβούλευσης, με μέλη τον πρόεδρο του ΟΜΕΔ (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας, η διοίκηση του οποίου αποτελείται από 5 εκπροσώπους εργοδοτικών ενώσεων, 5 εκπροσώπους της ΓΣΕΕ και πρόεδρο που ορίζεται ομόφωνα απ’ τους προηγούμενους και τη σύμφωνη γνώμη του υπουργού Εργασίας), έναν εκπρόσωπο («πρόσωπο κύρους») του υπουργού Οικονομικών κι έναν εκπρόσωπο («πρόσωπο κύρους» κι αυτός) του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Κάθε χρόνο, η Επιτροπή Διαβούλευσης είχε την υποχρέωση να καλεί «εξειδικευμένους επιστημονικούς ερευνητικούς και λοιπούς φορείς» να συντάξουν ο καθένας την έκθεσή του σχετικά με τον κατώτατο και τυχόν πρόταση μεταβολής του. Να στείλει τις εκθέσεις αυτές προς τους «κοινωνικούς εταίρους» (ΓΣΕΕ και εργοδοτικές ενώσεις) και αυτοί να υποβάλουν ο καθένας δικό του τεκμηριωμένο υπόμνημα. Να συγκεντρώσει τα προηγούμενα και όλα μαζί να τα στείλει σε 5μελή επιτροπή η οποία, σε συνεργασία με το ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, που εποπτεύεται απ’ το υπ. Οικονομικών), να συντάξει Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης «σχετικά με τις δυνατότητες προσαρμογής του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου», το οποίο περιέχει αλλά μπορεί να διαφέρει απ’ τις εκθέσεις των πρώτων «φορέων». Αυτή η 5μελής επιτροπή, που είχε τριετή θητεία και αποτελούνταν από «εμπειρογνώμονες» ορισμένους 2 απ’ τον υπουργό Εργασίας, 2 απ’ τον υπουργό Οικονομικών και 1 απ’ τον υπουργό Ανάπτυξης, έστελνε το Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης πίσω στην Επιτροπή Διαβούλευσης καθώς και στους υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας. Ο υπουργός Εργασίας, «λαμβάνοντας υπόψη το Πόρισμα Διαβούλευσης» (παρεμπιπτόντως, χωρίς εξήγηση για τη μεταμόρφωση από «Σχέδιο Πορίσματος» σε «Πόρισμα»), εισηγούταν τον κατώτατο μισθό στο υπουργικό συμβούλιο και, εφόσον είχε τη σύμφωνη γνώμη του, έκδιδε απόφαση με την οποία όριζε τον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο.

Η παραπάνω, προηγούμενη, διαδικασία είχε όλα τα «κομφόρ»: συμμετοχή και διάλογο των «κοινωνικών εταίρων», «επιστημονική τεκμηρίωση», «διαφάνεια» (το πόρισμα και όλες οι εκθέσεις και τα υπομνήματα δημοσιεύονταν στην ιστοσελίδα του υπ. Εργασίας) και, το κυριότερο, είχε «αντικειμενική βάση». Ο κατώτατος «θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών». Ήταν, δε, εντελώς υποκριτική. Η κυβέρνηση αποφάσιζε το ύψος του κατώτατου μισθού, έχοντας προηγούμενα βάλει ανθρώπους που η ίδια όριζε να καταγράψουν «τις προτάσεις τους», τις οποίες χρησιμοποιούσε όσο και όπως ήθελε.

Τι ισχύει μετά την ψήφιση

Με τη νέα διαδικασία, ορίζονται επίσης δύο επιτροπές: μια Επιστημονική Επιτροπή και μια Επιτροπή Διαβούλευσης. Η πρώτη είναι και πάλι 5μελής με τριετή θητεία και αποτελείται από «εμπειρογνώμονες» ορισμένους 2 απ’ τον υπουργό Εργασίας, 1 απ’ τον υπουργό Οικονομικών, 1 που είναι ο πρόεδρος του ΣΟΕ (Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, το οποίο αποτελεί όργανο του υπ. Οικονομικών), και 1 που ορίζεται απ’ την ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή). Η ΕΛΣΤΑΤ είναι «ανεξάρτητη αρχή» και η διοίκησή της ορίζεται απ’ το υπ. Οικονομικών, τη Βουλή, την Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (ESSC), τον Ευρωπαϊκό Συμβουλευτικό Φορέα για τη Διακυβέρνηση στον τομέα της Στατιστικής (ESGAB) και τη Eurostat. Είναι σαφές ότι η εκάστοτε κυβέρνηση έχει τον έλεγχο της Επιστημονικής Επιτροπής, σημείο που επισημαίνεται μόνο ως στοιχείο υποκρισίας της διαδικασίας και όχι γιατί κάποια διαφορετική σύνθεση θα μπορούσε να παράξει διαφορετικό αποτέλεσμα, όπως θα φανεί απ’ την όλη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού. Καθήκον της Επιστημονικής Επιτροπής είναι η διατύπωση ενιαίας γνώμης (ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία με αναφορά και της θέσης της μειοψηφίας) για το ύψος του κατώτατου μισθού, τυχόν πρόταση αναπροσαρμογής του, τα κριτήρια για την «αξιολόγηση της επάρκειάς» του, τυχόν διαφοροποιήσεις για συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων και τη συλλογή δεδομένων και στατιστικών. Κυρίαρχο αντικείμενο η πρόταση αναπροσαρμογής, δηλαδή τυχόν αύξησης (ο νόμος δεν επιτρέπει ονομαστική μείωση του κατώτατου μισθού).

Η δεύτερη επιτροπή, η Επιτροπή Διαβούλευσης, είναι 11μελής με επίσης τριετή θητεία. Σ’ αυτήν, πρόεδρος ορίζεται ο πρόεδρος του ΟΜΕΔ. Απ’ τα υπόλοιπα 10 μέλη της, τα 4 ορίζονται απ’ τη ΓΣΕΕ (και όποιες δευτεροβάθμιες οργανώσεις επιλέξει η ΓΣΕΕ), 1 απ’ την ΑΔΕΔΥ και 5 απ’ τις κύριες εργοδοτικές ενώσεις (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ και ΣΒΕ). Οι διαφορές απ’ την ως τώρα διαδικασία «διαβούλευσης» είναι η συμμετοχή της ΑΔΕΔΥ (καθώς η διαδικασία πλέον καθορίζει και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων-θα αναφερθούμε παρακάτω με λεπτομέρεια) και η συγκρότηση μιας ενιαίας επιτροπής (στα πρότυπα του παλιού «κοινωνικού διαλόγου»), η οποία συνεδριάζει (και αμείβεται γι’ αυτό) και καταλήγει σε διατύπωση ενιαίας γνώμης (επίσης ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία με αναφορά και της θέσης της μειοψηφίας) για τον κατώτατο μισθό και τα υπόλοιπα.

Οι ενιαίες γνώμες των δύο επιτροπών στέλνονται στον πρόεδρο του ΟΜΕΔ και στους υπουργούς Εργασίας και Οικονομικών. Συγκεκριμένα για το «ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου», ο πρόεδρος του ΟΜΕΔ καλεί και πάλι «εξειδικευμένους επιστημονικούς και ερευνητικούς φορείς» (λείπουν οι «λοιποί» σε σχέση με τη διατύπωση στο προηγούμενο καθεστώς) να συντάξουν ο καθένας την έκθεσή του για τον κατώτατο και τυχόν πρόταση αύξησής του. Στους «φορείς», πέρα απ’ την ΤτΕ (Τράπεζα της Ελλάδος), την ΕΛΣΤΑΤ, τη ΔΥΠΑ, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, τα ινστιτούτα των εργοδοτικών ενώσεων, το ΚΕΠΕ και τον ΟΜΕΔ, προστίθεται και το Κοινωνικό Πολύκεντρο της ΑΔΕΔΥ. Ο πρόεδρος του ΟΜΕΔ συγκεντρώνει τις εκθέσεις και τις γνώμες των δύο επιτροπών και, σε συνεργασία με την Επιστημονική Επιτροπή, συντάσσει το Πόρισμα Διαβούλευσης, το οποίο μπορεί να διαφοροποιείται απ’ τις προηγούμενες γνώμες, και το στέλνει επίσης στους υπουργούς Εργασίας και Οικονομικών. Όλα τα παραπάνω δημοσιεύονται και στην ιστοσελίδα του υπ. Εργασίας.

Οι υπουργοί Εργασίας και Οικονομικών (ο Οικονομικών προστέθηκε λόγω της σύνδεσης του κατώτατου με τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων) εισηγούνται τον κατώτατο μισθό στο υπουργικό συμβούλιο και, εφόσον έχουν τη σύμφωνη γνώμη του, εκδίδουν απόφαση καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, μέχρι το τέλος Μαρτίου κάθε έτους. Στο άρθρο του νόμου που αφορά αυτήν την πρώτη περίοδο (άρθρο 15) λείπει ακόμα κι η αναφορά «λαμβάνοντας υπόψη το Πόρισμα Διαβούλευσης», η οποία υπάρχει στο αντίστοιχο άρθρο για την περίοδο απ’ το 2028 και μετά (άρθρο 6). Ίσως πρόκειται για λάθος. Ειλικρινές λάθος, θα λέγαμε, καθώς πράγματι όλη η προηγούμενη διαδικασία με την παραγωγή του Πορίσματος Διαβούλευσης δεν παίζει κανέναν ουσιαστικό ρόλο.

Στα «κομφόρ» της διαδικασίας, προστίθεται κι η «δημοκρατικότητα», καθώς πλέον οι «κοινωνικοί εταίροι» δεν στέλνουν απλώς τη γνώμη τους, αλλά συμμετέχουν άμεσα στην Επιτροπή Διαβούλευσης, της οποίας η γνώμη λαμβάνεται κατά πλειοψηφία και με καταγραφή και των απόψεων της μειοψηφίας. Φυσικά, εξακολουθούν όλα αυτά να μην παίζουν κανέναν ρόλο, αλλά η δημοκρατία ξεχειλίζει. Το βασικό που παραμένει σχεδόν αυτούσιο στον νόμο είναι η «αντικειμενική βάση»: «Το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, των τιμών, των εισοδημάτων και των μισθών, της απασχόλησης και του ποσοστού της ανεργίας, καθώς και την αγοραστική δύναμη του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου και την επάρκειά τους, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης, του γενικού επιπέδου των μισθών, της κατανομής και του ρυθμού αύξησής τους». Προστέθηκε η «αγοραστική δύναμη», στην οποία όμως έτσι κι αλλιώς γινόταν έμμεση αναφορά μέσω των «τιμών», καθώς κι η «κατανομή» των μισθών, καθώς η κυβέρνηση θέλει να υποστηρίζει πως ο νέος νόμος κάνει τον καθορισμό του κατώτατου «πιο δίκαιο».

Δεύτερο διάστημα (2028 και ύστερα)

Απ’ το 2028 και μετά, ο νόμος ορίζει τη μόνιμη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού. Αυτή περιλαμβάνει τις ίδιες δύο επιτροπές, 5μελή Επιστημονική Επιτροπή και 11μελή Επιτροπή Διαβούλευσης, με την ίδια σύνθεση και τις ίδιες αρμοδιότητες όπως περιγράφηκαν παραπάνω. Ο νόμος προβλέπει για την Επιστημονική Επιτροπή δύο επιλογές ως προς τη διαδικασία, αφού ζητήσει (αν θέλει) τη γνώμη των «εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων»: είτε θα εισηγηθεί τη χρήση του «αυτόματου συντελεστή» αναπροσαρμογής του κατώτατου (θα αναφερθούμε παρακάτω με λεπτομέρεια), είτε θα εισηγηθεί την «παρέκκλιση» από αυτόν και θα κάνει δική της πρόταση. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο πρόεδρος της Επιτροπής Διαβούλευσης συγκεντρώνει τη γνώμη της Επιστημονικής Επιτροπής, της Επιτροπής Διαβούλευσης και των «φορέων» (οι τρίτοι εμπλέκονται εκ νέου στην περίπτωση παρέκκλισης απ’ τον «αυτόματο» «συντελεστή») και τις προωθεί στο ΚΕΠΕ. Αυτό, σε συνεργασία με την Επιστημονική Επιτροπή, συντάσσει και πάλι Πόρισμα Διαβούλευσης, που μπορεί να διαφέρει απ’ τις γνώμες των υπολοίπων, και το επιστρέφει στον πρόεδρο του ΟΜΕΔ (που είναι και πρόεδρος της Επιτροπής Διαβούλευσης).

Ο πρόεδρος του ΟΜΕΔ στέλνει στους υπουργούς Εργασίας και Οικονομικών το Πόρισμα Διαβούλευσης, το οποίο αναρτάται στην ιστοσελίδα του υπ. Εργασίας μαζί με κάθε άλλη έκθεση, υπόμνημα κτλ. Οι υπουργοί Εργασίας και Οικονομικών, πλέον «λαμβάνοντας υπόψη το Πόρισμα Διαβούλευσης», εισηγούνται τον κατώτατο στο υπουργικό συμβούλιο και, εφόσον έχουν τη σύμφωνη γνώμη του, εκδίδουν απόφαση καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου κάθε έτους. Η βασική αρχή παραμένει ίδια: η κυβέρνηση αποφασίζει το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου όπως νομίζει.

Τα πράγματα «περιπλέκει» (για όποιον θέλει να μπλεχτεί) η πρόβλεψη για «συντελεστή» αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού. Το ένα ζήτημα είναι πώς υπολογίζεται και το δεύτερο ζήτημα πώς (και αν) εφαρμόζεται.

Ο «συντελεστής» αναπροσαρμογής

Ο υπολογισμός του «συντελεστή» ετήσιας αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού ορίζεται ως το άθροισμα δύο όρων και αποτελεί ποσοστό. Εφόσον είναι θετικό, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του κατώτατου μισθού, ενώ αν είναι αρνητικό μπορεί να οδηγήσει σε πάγωμα, αλλά όχι μείωσή του. Αναφερόμαστε πάντα σε ονομαστικό κατώτατο μισθό, καθώς αυτός είναι που ορίζεται κάθε φορά. Η πραγματική αγοραστική δύναμη στην οποία αντιστοιχεί μεταβάλλεται συνέχεια, με βάση τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών. Επομένως, μπορεί η κυβέρνηση να «επιχαίρει» ότι δεν προβλέπεται νομική δυνατότητα μείωσης του κατώτατου μισθού, η πραγματική του όμως αξία μειώνεται όσο ο πληθωρισμός, το ποσοστό μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, είναι θετικός. Θετικός πληθωρισμός είναι ο κανόνας στον καπιταλισμό και, πράγματι, μόνο σε περιόδους μεγάλης κρίσης έχει καταγραφεί αρνητικός πληθωρισμός. Στην Ελλάδα, απ’ το 1959, αρνητικός πληθωρισμός έχει καταγραφεί μόνο τα έτη 1962 (-0,3%), 2013 (-0,9%), 2014 (-1,3%), 2015 (-1,7%), 2016 (-0,8%) και 2020 (-1,2%). Ακόμα κι αυτές τις περιπτώσεις, ο θετικός πληθωρισμός των επόμενων χρόνων τις κάλυψε και με το παραπάνω, ενώ ο επίσημος στόχος της ΕΕ είναι ετήσιος πληθωρισμός στο +2% σε μόνιμη βάση.

Ο πρώτος όρος του αθροίσματος που αποτελεί τον «συντελεστή» είναι «το ετήσιο ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή μεταξύ της 1ης Ιουλίου του προηγούμενου έτους και της 30ης Ιουνίου του τρέχοντος έτους για το χαμηλότερο ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών». Ο όρος μοιάζει πολύ με τον πληθωρισμό, αλλάζει όμως το «καλάθι» των προϊόντων και υπηρεσιών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της μεταβολής των τιμών τους. Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι, κατά κανόνα, αυτά που είναι πιο αναγκαία για τον λαό ακριβαίνουν περισσότερο απ’ όσα είναι λιγότερο αναγκαία (και προσβάσιμα) στον γενικό πληθυσμό. Καθώς όσο φτωχότερο είναι ένα νοικοκυριό τόσο περιορίζεται η κατανάλωσή του στα απολύτως αναγκαία, η ακρίβεια που αντιμετωπίζει είναι μεγαλύτερη ως ποσοστό σε σχέση με την ακρίβεια που αντιμετωπίζει ένα μέσο νοικοκυριό. Η κυβέρνηση επιλέγει ως πρώτο όρο του «συντελεστή» αυτόν τον «πληθωρισμό των φτωχών» για να επιδείξει «κοινωνική ευαισθησία», υποτίθεται προσαρμόζοντας τα δεδομένα για τον κατώτατο μισθό στις ανάγκες των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων. Θεωρητικά, αυτός ο όρος θα είναι μεγαλύτερος του μέσου πληθωρισμού, επομένως θα τείνει τον «συντελεστή» σε συγκριτικά μεγαλύτερες αυξήσεις του κατώτατου, σε μια γενική κατεύθυνση μείωσης της ψαλίδας μεταξύ κατώτατου και μέσου μισθού.

Ο δεύτερος όρος του αθροίσματος είναι «το ήμισυ του ετήσιου ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών κατά την ίδια χρονική περίοδο». Η μεταβολή του γενικού δείκτη μισθών περιλαμβάνει τη μεταβολή του συνόλου των μισθών, ημερομισθίων, επιμισθίων και έκτακτων αμοιβών που καταβλήθηκαν, επομένως εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό απ’ τη μεταβολή τόσο των συνολικών ωρών εργασίας (που συνδέεται με το ύψος της ανεργίας και της ημιαπασχόλησης) όσο και των αμοιβών για κάθε ώρα εργασίας. Γενικά μιλώντας, όσο η αστική οικονομία βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, ο δείκτης αναμένεται ν’ αυξάνεται, ενώ να μειώνεται σε περιόδους ύφεσης. Η αγοραστική δύναμη του γενικού δείκτη μισθών συνδέεται με τον πληθωρισμό. Αν αυτό το σύνολο των αμοιβών θεωρηθεί σταθερό, θετικός πληθωρισμός σημαίνει μικρότερη αγοραστική δύναμη και αντίστροφα. Στην πολυπλοκότητα αυτού του όρου προστίθεται το γεγονός ότι ο πληθωρισμός επηρεάζει τόσο αυτόν (αρνητικά, δηλαδή μεγαλύτερος πληθωρισμός μικραίνει τον δεύτερο όρο) όσο και τον πρώτο όρο (θετικά, δηλαδή μεγαλύτερος πληθωρισμός αυξάνει τον πρώτο όρο). Αν υποθέσουμε (για λόγους ανάλυσης) μηδενικό πληθωρισμό, ο πρώτος όρος θα είναι μηδενικός. Σε περίπτωση αύξησης των συνολικών αμοιβών, ο δεύτερος όρος θα είναι μισός απ’ την αύξηση αυτή, δηλαδή η ψαλίδα μεταξύ κατώτατου και μέσου μισθού θα τείνει ν’ αυξάνεται. Σε περίπτωση μείωσης των αμοιβών, ο κατώτατος θα μένει σταθερός, επομένως η ψαλίδα θα τείνει να μειώνεται. Αν υποθέσουμε (για λόγους ανάλυσης) σταθερές αμοιβές, αν ο πληθωρισμός είναι θετικός, ο πρώτος όρος θα είναι θετικός ενώ ο δεύτερος αρνητικός-αλλά λιγότερο, επομένως ο «συντελεστής» θα βγαίνει θετικός αλλά μικρότερος του πληθωρισμού, δηλαδή η ψαλίδα θα μειώνεται αλλά λιγότερο. Με τις αμοιβές σταθερές, αν ο πληθωρισμός είναι αρνητικός, ο πρώτος όρος θα είναι αρνητικός ενώ ο δεύτερος θετικός-αλλά λιγότερο, επομένως ο «συντελεστής» θα βγαίνει αρνητικός, δηλαδή ο κατώτατος θα μένει σταθερός και η ψαλίδα θ’ αυξάνεται.

Μπορούμε να πούμε πως η ύπαρξη του δεύτερου όρου οδηγεί σε «διόρθωση» του συντελεστή, ο οποίος, αν είχε μόνο τον πρώτο όρο, θα οδηγούσε σε σταθερή αγοραστική δύναμη του κατώτατου. Με την προσθήκη του δεύτερου όρου, αν η γενική κατάσταση των εργαζομένων βελτιώνεται, θα βελτιώνεται κι η αγοραστική δύναμη του κατώτατου, αλλά σχετικά λιγότερο. Αν η γενική κατάσταση χειροτερεύει, θα χειροτερεύει κι η κατάσταση όσων παίρνουν τον κατώτατο αλλά σχετικά λιγότερο.

Οι 7 λόγοι παρέκκλισης

Όλη αυτή η άσκηση βέβαια είναι εντελώς θεωρητική, άρα και περιορισμένης σημασίας. Άλλωστε, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος όρος δημοσιεύονται ως σήμερα απ’ την ΕΛΣΤΑΤ (και είναι άγνωστο αν τυχόν υπολογίζονται). Ο νόμος προβλέπει 7 λόγους «παρέκκλισης απ’ την εφαρμογή του κανόνα» και μάλιστα χωρίς συγκεκριμένους κανόνες, μόνο με απλή αναφορά στους λόγους. Βλέποντάς τους προσεκτικά, πρακτικά μεταφράζονται σε απόλυτη ελευθερία της Επιστημονικής Επιτροπής (αλλά και της Επιτροπής Διαβούλευσης) να προτείνει παρέκκλιση. Οι 7 λόγοι είναι:

α) η οικονομία βρίσκεται σε σημαντική ύφεση: εδώ δεν ορίζεται τι σημαίνει «σημαντική». Μπορούμε πάντως να καταλάβουμε ότι σε τέτοια περίπτωση, η κυβέρνηση θα μπορεί να κρατάει τον κατώτατο παγωμένο ακόμα κι αν η ακρίβεια τσακίζει, ενώ ο «συντελεστής» θα περιόριζε κάπως τη μείωση της αγοραστικής του δύναμης (αν και ούτε αυτός θα τη διατηρούσε σταθερή).

β) υπάρχει σημαντική απόκλιση του εθνικού πληθωρισμού (Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: εδώ η ασάφεια γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Εκτός απ’ το μέγεθος της «σημαντικής», ερωτηματικό είναι και το πρόσημο της απόκλισης. Υποθέτουμε ότι, καθώς η αστική πολιτική οικονομία υποστηρίζει ότι η αύξηση των μισθών προκαλεί πληθωρισμό, αυτό που υπονοείται είναι πως, όταν ο πληθωρισμός είναι μεγάλος (τουλάχιστον μεγαλύτερος απ’ ό,τι θέλει η ΕΚΤ), ο κατώτατος δεν θα πρέπει ν’ αυξάνεται. Όταν δηλαδή είναι πιο αναγκαίο για τους εργαζόμενους, τότε είναι που δεν θα γίνεται.

γ) υπάρχει σημαντική ανισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών: πάλι η ασάφεια οδηγεί σε πλήρη ευελιξία. Το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών περιλαμβάνει το εμπορικό ισοζύγιο (συνήθως πολύ αρνητικό), το ισοζύγιο υπηρεσιών (συνήθως αρκετά θετικό), το ισοζύγιο εισοδημάτων (συνήθως αρκετά αρνητικό) και το ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων (συνήθως λίγο θετικό). Η Ελλάδα, απ’ το 2000 και ύστερα, έχει μόνιμα σημαντικό έλλειμμα. Στη διάρκεια των μνημονίων, οι «ανισορροπίες στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών» χρησιμοποιήθηκαν ως επιχείρημα για ανάγκη «διαρθρωτικών παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας», με σκοπό την «αντιστοίχηση της εξέλιξης μισθών και παραγωγικότητας» και άλλα παρόμοια. Τακτικά, και πολύ πρόσφατα, η ΕΕ επισημαίνει πόσο πρόβλημα αποτελεί για τη χώρα το έλλειμμα στις εξωτερικές συναλλαγές. Βέβαια, οι εξωτερικές συναλλαγές σχετίζονται με τον ρόλο και τα χαρακτηριστικά της άρχουσας τάξης της χώρας, η οποία έχει και την εξουσία και τον έλεγχο της οικονομίας. Το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν τον παραμικρό λόγο στο ζήτημα, θα πληρώνουν όμως τις αστικές επιλογές, υπενθυμίζει το πώς το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης φροντίζει τα συμφέροντά της να γίνονται νόμος, με τους εργαζόμενους να την πληρώνουν.

δ) υπάρχει σημαντική αύξηση του ποσοστού της ανεργίας: η ανεργία χρησιμοποιείται επίσημα σαν πολιορκητικός κριός για τα εργασιακά δικαιώματα. Όπως χρεώνεται έτσι κι αλλιώς στους ίδιους τους εργαζόμενους, όπως χρησιμεύει ως απειλή για όσους δουλεύουν, όπως έχει συνδεθεί με τις τριετίες κ.ο.κ., συνδέεται πλέον και με το ενδεχόμενο αύξησης του κατώτατου μισθού.

ε) βάσει του συντελεστή της παρ. 1 αναπροσαρμογή δεν δικαιολογείται από τα επίπεδα και τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις στην παραγωγικότητα και τη δυναμική της ή την απόκλιση του κατώτατου μισθού από το εξήντα τοις εκατό (60%) του ακαθάριστου διάμεσου μισθού: εδώ συνδυάζονται δύο λόγοι σε έναν, παρότι δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Στον πρώτο, γίνεται αναφορά στην παραγωγικότητα, τα «επίπεδά» της (άγνωστο τι υπονοεί ο πληθυντικός), τις «μακροπρόθεσμες εξελίξεις» και τη «δυναμική» της (που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ισοδύναμο με την εξέλιξή της). Πρόκειται για μια ακόμα αυθαίρετη σύνδεση δεδομένων που βρίσκονται στον έλεγχο και την ευθύνη της άρχουσας τάξης, με τη ζωή των εργαζομένων όπως σχετίζεται με το ύψος του κατώτατου μισθού. Η παραγωγικότητα της εργασίας δεν ορίζεται απ’ το πόσο «τρέχει» κάθε εργαζόμενος, αλλά απ’ το μέγεθος του κεφαλαίου που τοποθετείται παραγωγικά, συμπεριλαμβανομένης της τεχνολογικής του εξέλιξης. Ζητήματα που ορίζει η άρχουσα τάξη της χώρας - και τα ορίζει όπως τη συμφέρει, ανεξάρτητα αν αυτό μεταφράζεται σε μείωση της παραγωγικότητας εδώ και χρόνια. Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, ούτε εδώ υπάρχει καμιά εξήγηση για το αν η αναφορά σε απόκλιση του κατώτατου μισθού απ’ το 60% του διάμεσου μισθού (που θυμίζει τον ορισμό της σχετικής φτώχειας απ’ τη Eurostat) θα οδηγεί σε αύξηση ή πάγωμά του. Ο δε «διάμεσος μισθός» (ο μισθός κάτω απ’ τον οποίο βρίσκονται οι μισοί εργαζόμενοι) δεν υπολογίζεται απ’ την ΕΛΣΤΑΤ - οι όποιες επίσημες αναφορές υπάρχουν είναι για τον μέσο μισθό, ο οποίος επηρεάζεται πολύ περισσότερο απ’ τις ακραίες τιμές (στην περίπτωση των μισθών, από ελάχιστους εργαζόμενους που καταγράφονται με τεράστιες αμοιβές, συνήθως μεγαλοστελέχη και μέλη ΔΣ μεγάλων εταιρειών).

στ) υπερβαίνει τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας: στο σημείο αυτό, ο νόμος χρησιμοποιεί τη σύνδεση της αύξησης του κατώτατου με τους μισθούς στο δημόσιο που ο ίδιος εισάγει, ώστε να μη γίνεται ούτε η μία ούτε η άλλη. Το ύψος των «δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας» απ’ τη μια ορίζεται βασικά απ’ τους ιμπεριαλιστές-πατρόνες και προστάτες της άρχουσας τάξης, απ’ την άλλη αποτελεί θέμα προτεραιοτήτων. Εξοπλιστικά, πληρωμές τόκων, επιδοτήσεις επιχειρήσεων και διάφορα παρόμοια έξοδα που κατευθύνονται στο ξένο και ντόπιο κεφάλαιο πάντα μετράνε «μέσα» στις «δημοσιονομικές δυνατότητες». Όταν όμως γίνεται λόγος για μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές λεγόμενες παροχές για την ικανοποίηση λαϊκών αναγκών, τότε οι «δημοσιονομικές δυνατότητες» ξαφνικά «δεν φτάνουν».

ζ) δεν δικαιολογείται από έκτακτες περιστάσεις: η ορολογία είναι τόσο γενική που θα μπορούσε να υποστηριχτεί και ότι αυτός ο λόγος εξαίρεσης θ’ αρκούσε για να καλύψει όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις.

Είναι καθαρό ότι η πρόβλεψη του «συντελεστή» αναπροσαρμογής του κατώτατου υπηρετεί μονάχα τις ανάγκες της κυβέρνησης και του κεφαλαίου. Σε περίπτωση που το εργατικό κίνημα φτάσει ν’ απαιτήσει πραγματικές αυξήσεις σύμφωνα με τις ανάγκες των εργαζομένων, η κυβέρνηση θα μπορεί να επικαλείται τον «συντελεστή» σαν το «ανώτατο νομικό όριο», με τη σύμφωνη «επιστημονικά τεκμηριωμένη» γνώμη της Επιστημονικής Επιτροπής (που η ίδια ορίζει). Σε μόνιμη βάση, η Επιστημονική Επιτροπή θα μπορεί να επιλέξει οποιονδήποτε απ’ τους 7 (8 στην πραγματικότητα) ασαφείς κι αυθαίρετους λόγους παρέκκλισης, ώστε να προτείνει όποια αύξηση στον κατώτατο μισθό επιθυμεί η κυβέρνηση. Ακόμα και στην ακραία περίπτωση που η κυβέρνηση δεν συμφωνεί με την εισήγηση της Επιτροπής, δεν δεσμεύεται παρά να «λαμβάνει υπόψη» το πόρισμά της. Νομικά, η κυβέρνηση θα παραμείνει απόλυτα ελεύθερη να καθορίζει τον κατώτατο μισθό όπως νομίζει. Και θα παρουσιάζει αυτήν την ταξική της πολιτική σαν «αντικειμενική», «επιστημονικά τεκμηριωμένη», σύμφωνη με τις «αντοχές της οικονομίας» και, άρα, δίχως περιθώριο αμφισβήτησης και διεκδίκησης απ’ τη μεριά των εργαζομένων.

Η σύνδεση της όποιας αύξησης του κατώτατου με το ενιαίο μισθολόγιο στο δημόσιο

Μια σημαντική πλευρά του νόμου για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού είναι η σύνδεση της όποιας αύξησής του με τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Η μεγάλη πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων αμείβεται σύμφωνα με το ενιαίο μισθολόγιο. Η βάση του είναι 4 πίνακες μισθολογικών κλιμακίων: ένας για τους απόφοιτους υποχρεωτικής εκπαίδευσης (ΥΕ), ένας για τους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ), ένας για τους τεχνολογικής εκπαίδευσης (ΤΕ) και ένας για τους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (ΠΕ). Τυχόν επιδόματα (όχι θέσης προϊσταμένου, διευθυντή κτλ.) κατά κανόνα ορίζονται ως ποσοστά επί του μισθολογικού κλιμακίου όπου βρίσκεται κάθε εργαζόμενος, γι’ αυτό κι ο μισθός του κλιμακίου ονομάζεται βασικός μισθός. Οι πίνακες των ΥΕ και ΔΕ περιλαμβάνουν 13 κλιμάκια, με κάθε εργαζόμενο ν’ αλλάζει κλιμάκιο κάθε 3 χρόνια υπηρεσίας. Οι πίνακες των ΤΕ και ΠΕ περιλαμβάνουν 19 κλιμάκια, με κάθε εργαζόμενο ν’ αλλάζει κλιμάκιο κάθε 2 χρόνια υπηρεσίας. Οι υπάλληλοι ΥΕ ξεκινούν σήμερα με το πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο στα 850€ (μικτά/μήνα) και κάθε επόμενο κλιμάκιο είναι 43€ περισσότερα απ’ το προηγούμενο. Οι ΔΕ ξεκινούν με 928€ με κάθε κλιμάκιο ν’ αυξάνεται κατά 60€. Οι ΤΕ ξεκινούν με 1107€ και κάθε κλιμάκιο είναι 55€ περισσότερα. Οι ΠΕ ξεκινούν με 1162€ και κάθε κλιμάκιο είναι 59€ περισσότερα.

Αυτό που προβλέπει ο νέος νόμος (άρθρο 14) είναι ότι όποια αύξηση αποφασίζεται για τον κατώτατο μισθό, προσαυξάνει «ισόποσα» (δηλαδή ως ποσό, όχι ως ποσοστό) τους βασικούς μισθούς των μισθολογικών κλιμακίων. Ειδικά για το 2025, η όποια αύξηση του κατώτατου θα προσαυξήσει τους βασικούς μισθούς μόνο κατά το ποσό που θα διαφέρει ο νέος κατώτατος απ’ το χαμηλότερο μισθολογικό κλιμάκιο, δηλαδή το πρώτο κλιμάκιο των ΥΕ, που είναι 850€. Αν λοιπόν το 2025 ο κατώτατος μισθός καθοριστεί στα 870€, όλοι οι βασικοί μισθοί των μισθολογικών κλιμακίων θα αυξηθούν κατά 20€. Από κει κι ύστερα, αν μια επόμενη χρονιά ο κατώτατος καθοριστεί στα 900€, όλα τα κλιμάκια θα αυξηθούν κατά 30€. Επομένως, σ’ όλο το προηγούμενο κείμενο, όπου μιλάμε για καθορισμό του κατώτατου μισθού, θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι μιλάμε ταυτόχρονα και για καθορισμό των μισθών στο δημόσιο.

Αυτό που προβλέπει ο νόμος σημαίνει ότι οι όποιες αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων θα είναι πάντα μικρότερες ως ποσοστά απ’ την αύξηση του κατώτατου. Στο παράδειγμα που υποθέσαμε για μια μεταβολή του κατώτατου απ’ τα 870 στα 900€ (αύξηση 3,45% στον κατώτατο), ο βασικός μισθός ενός υπαλλήλου πχ. ΔΕ με 20 χρόνια υπηρεσίας (7ο κλιμάκιο) θα αυξηθεί απ’ τα 1308€ στα 1338€ (αύξηση 2,29%), ενώ ενός υπαλλήλου πχ. ΠΕ με 15 χρόνια υπηρεσίας (8ο κλιμάκιο) θα αυξηθεί απ’ τα 1595€ στα 1625€ (αύξηση 1,88%). Είναι φανερό πως ο μηχανισμός οδηγεί σε μια μόνιμη συμπίεση των μισθών στο δημόσιο, ώστε η ωρίμανση να σημαίνει όλο και μικρότερη βελτίωση του μισθού.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως με την αύξηση των μισθολογικών κλιμακίων διασφαλίζει πως οι μισθοί στο δημόσιο δεν θα υπολείπονται του κατώτατου στον ιδιωτικό τομέα, όταν αυτός ξεπεράσει τα 850€. Κάνει πως ξεχνάει ότι μιλάει για μηνιαίους μισθούς, αλλά οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν παίρνουν (απ’ το 2012) τον 13ο και 14ο μισθό, όπως παίρνουν οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα. Τα 850€/μήνα στο δημόσιο σημαίνουν 10.200€/έτος, ενώ στον ιδιωτικό 11.900€/έτος, μια διαφορά 1.700€/έτος ή 16,67%. Τέτοιου είδους είναι το «δικαιοσύνη» του τρόπου καθορισμού των μισθών που προπαγανδίζει η κυβέρνηση σαν «πιο δίκαιο». Αυτή η σύνδεση του κατώτατου με τους μισθούς στο δημόσιο προσδιορίζει ένα δήθεν «αντικειμενικό» ταβάνι στις διεκδικήσεις των εργαζομένων στο δημόσιο για πραγματικές αυξήσεις. Επιπλέον, όπως ήδη αναφέραμε, αξιοποιείται ως λόγος περιορισμού της αύξησης του κατώτατου σύμφωνα με τις «δημοσιονομικές δυνατότητες» του κράτους, παρότι είναι οι ιδιώτες εργοδότες που θα πληρώσουν τυχόν αύξηση στον κατώτατο.

Η σχέση με τις Συλλογικές Συμβάσεις

Ο νόμος για τον κατώτατο τυπικά, σε νομικό επίπεδο, δεν αλλάζει κάτι σχετικά με τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Μπορεί ουσιαστικά να «ενταφιάζει» την ΕΓΣΣΕ, αφαιρώντας μόνιμα τη βασική της πλευρά, τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, αλλά δεν περιλαμβάνει κάποια αλλαγή στο καθεστώς που διέπει όλες τις υπόλοιπες ΣΣΕ: τις Επιχειρησιακές, τις Κλαδικές και τις Ομοιοεπαγγελματικές. Η μόνη αναφορά που σ’ έναν βαθμό υπονοεί πως σχετίζεται μ’ αυτές (ακολουθώντας το μέρος της ευρωπαϊκής οδηγίας 2022/2041 που αναφέρεται σε χώρες όπου οι εργαζόμενοι που καλύπτονται από συλλογική σύμβαση είναι λιγότεροι του 80% του συνόλου) είναι στο άρθρο 5, στο οποίο προβλέπεται κατάρτιση «Σχεδίου Δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών». Σ’ αυτό γίνεται λόγος για «μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις», για τα οποία θα κληθούν να καταθέσουν προτάσεις η ΓΣΕΕ και όσες δευτεροβάθμιες οργανώσεις προτείνει η ΓΣΕΕ, καθώς και οι κύριες εργοδοτικές ενώσεις.

Είναι καθαρό ότι πέρα απ’ αυτό το «σχέδιο δράσης», καμία πρακτική συνέπεια δεν προκύπτει σχετικά με τις ΣΣΕ. Όπως και για τον κατώτατο, διαμορφώνεται ένα πεδίο «κοινωνικού διαλόγου» εικονικής πραγματικότητας, χωρίς κανένα πραγματικό αντικείμενο. Οι εργατοπατέρες σίγουρα θα προστρέξουν να δηλώσουν τη διάθεσή τους να καταθέσουν προτάσεις, όπως θα κάνουν σε μόνιμη βάση και στην Επιτροπή Διαβούλευσης για τον κατώτατο. Στην ουσία, θα προστρέξουν να δηλώσουν την υποταγή τους στην επιχείρηση του συστήματος να εμφανιστεί πως λαμβάνει υπ’ όψη και την πλευρά των εργαζομένων. Η συμμετοχή των συνδικαλιστικών ηγεσιών στην όλη διαδικασία-κοροϊδία συμπληρώνει την απάτη ενάντια στους εργαζόμενους και νομιμοποιεί την κυβερνητική απόφαση για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού (και των μισθών στο δημόσιο).

Το μόνο που φέρνει λοιπόν ο νόμος σχετικά με τις ΣΣΕ, και παρά τις φλυαρίες που ακούγονταν από διάφορες πλευρές ενόψει της εφαρμογής της ευρωπαϊκής οδηγίας (οι οποίες επίσης δεν έκαναν τον κόπο να τη διαβάσουν -ή κυνικά εξαπατούσαν- καθώς ούτε η οδηγία προέβλεπε κάτι περισσότερο από «σχέδια δράσης»), είναι η διατήρηση του ίδιου αντισυνδικαλιστικού νομικού οπλοστασίου που έχει στη διάθεσή της η εργοδοσία ενάντια στις συλλογικές συμβάσεις. Με τα σωματεία υπό ασφυκτικό έλεγχο, με την απεργία ποινικοποιημένη, με τη συνδικαλιστική δράση να τιμωρείται ελεύθερα με απολύσεις και διώξεις, ακόμα και στο δημόσιο, το έδαφος είναι ναρκοθετημένο για οποιαδήποτε ουσιαστική «συλλογική διαπραγμάτευση», ό,τι και να γραφτεί στο «σχέδιο δράσης». Σ’ αυτό το έδαφος, οι ΣΣΕ που υπογράφονται βασικά εξυπηρετούν την εργοδοσία: στην καλύτερη περίπτωση προβλέπουν ονομαστικές αυξήσεις μικρότερες κι απ’ τον επίσημο πληθωρισμό, με αντάλλαγμα «εργασιακή ειρήνη» (δηλαδή όχι διεκδικήσεις απ’ τη μεριά των εργαζομένων, γιατί η εργοδοσία ποτέ δεν σταματάει την επίθεση), συνήθως δεν προβλέπουν καθόλου αυξήσεις, ενώ δεν λείπουν κι οι περιπτώσεις ΣΣΕ που δεν κάνουν καν αναφορά σε μισθολογικά ζητήματα, αλλά νομιμοποιούν, με την υπογραφή των εκπροσώπων των εργαζομένων, οτιδήποτε εξυπηρετεί τις ανάγκες της εργοδοσίας (χαρακτηριστικά παραδείγματα το σπάσιμο της 2ήμερης ανάπαυσης που προβλέπει η κλαδική ΣΣΕ των ξενοδοχοϋπαλλήλων και τα 2 σερί 12ωρα σαββατοκύριακο που προβλέπει η επιχειρησιακή ΣΣΕ της φαρμακευτικής DEMO, στην οποία δεν ορίζονται μισθοί).

Ακόμα χειρότερα, η λογική που διέπει τον νόμο θα λειτουργήσει υπονομευτικά και για τις ΣΣΕ. Η λογική που θέλει την κυβέρνηση να ορίζει, για λογαριασμό του κεφαλαίου, τους μισθούς των εργαζομένων. Να ορίζει δηλαδή το πώς «χωράνε» να ζουν οι εργαζόμενοι μέσα στις «αντοχές της οικονομίας», σ’ ένα πλαίσιο διαρκούς κρίσης που απαιτεί ολοένα και μεγαλύτερες θυσίες απ’ τους εργαζόμενους. Αν λοιπόν κάτι ενισχύει ο νέος νόμος είναι, όπως κι οι προηγούμενοι αντεργατικοί νόμοι, την υπαγωγή και προσαρμογή της ζωής των εργαζομένων στις ανάγκες του κεφαλαίου. Η όποια αύξηση αποφασίζει η κυβέρνηση για τον κατώτατο θ’ αξιοποιείται και σαν ανώτατο σημείο αναφοράς για όλους τους κλάδους και όλες τις επιχειρήσεις. Αν μπορεί να «δώσει κάτι» το κεφάλαιο συνολικά και κάθε εργοδότης μεμονωμένα, θα το κρίνει όπως νομίζει και θα το κάνει όσο θέλει. Σε καμία όμως περίπτωση δεν επιτρέπεται οι εργαζόμενοι να διεκδικήσουν συλλογικά και να καθορίσουν οι ίδιοι τους όρους πώλησης της εργατικής τους δύναμης.

Σκοπός αυτής της ανάλυσης

Η αναλυτική παρουσίαση του νέου νόμου γίνεται για να ξεκαθαριστεί πως τα συμπεράσματά μας για το τι φέρνει ο νόμος αυτός βασίζονται στις πραγματικές του ρυθμίσεις. Δεν υπάρχει κάτι που παραβλέπουμε ή που αγνοούμε. Όποια συνδικαλιστική ή πολιτική δύναμη υποστηρίζει πως διαβλέπει ν’ ανοίγονται διαφορετικές δυνατότητες για τους εργαζόμενους απ’ αυτόν τον νόμο, θα πρέπει να εξηγήσει ποιο μέρος του, ποια διάταξή του, έστω υπονοεί κάτι τέτοιο. Αν δεν το κάνει, πρόκειται για αναμάσημα είτε της κυβερνητικής προπαγάνδας-απάτης είτε των συνηθισμένων αυταπατών. Εμείς δεν έχουμε τον παραμικρό λόγο να διαστρεβλώσουμε την πραγματικότητα για τους εργαζόμενους. Γιατί μ’ αυτήν την πραγματικότητα έχουν (κι έχουμε όλοι) ν’ αναμετρηθούν.

Για την Πρωτοβουλία ενάντια στον νόμο για τον κατώτατο μισθό

Σε επίπεδο κινητοποιήσεων για την ψήφιση του νόμου για τον κατώτατο μισθό, που έγινε την ίδια περίοδο με την ψήφιση του νέου προϋπολογισμού, ο απολογισμός είναι φτωχός. Οι πρωινές συγκεντρώσεις τη μέρα της έναρξης της συζήτησης του προϋπολογισμού στη Βουλή ήταν άμαζες και άνευρες, με κάλυψη μόνο από την ΑΔΕΔΥ, που κήρυξε στάση εργασίας, και την ΓΣΕΕ εξαφανισμένη. Την ίδια μέρα το απόγευμα μερικές δεκάδες διαδηλωτές εργατικών σχημάτων και σωματείων, με δική μας πρωτοβουλία, πορεύτηκαν στο κέντρο της Αθήνας και επισκιάστηκαν από κάποιους λίγους εκατοντάδες του ΠΑΜΕ το οποίο –ακολουθώντας τη συνηθισμένη ταχτική του– έκανε μια πορεία-συγκέντρωση με αποφάσεις ΔΣ, χωρίς να ανοίξει το ζήτημα στους εργαζομένους, κινητοποιώντας επί της ουσίας ένα δυναμικό γύρω από το ΚΚΕ. Για την πλειοψηφία των υπόλοιπων δυνάμεων με αναφορά στο εργατικό κίνημα η μάχη ενάντια στον νόμο για τον κατώτατο (5163/2024) «δόθηκε» και... πάμε για άλλα! Καταρχήν, θα λέγαμε ότι αυτή η αντίληψη είναι μια βασική διαφορά μας από όλους τους άλλους και τη λογική που θέλουμε να βάλουμε στο κίνημα. Η αντίληψη, δηλαδή, που θεωρητικοποιεί και υπαγορεύει στους εργαζόμενους και ένα αγωνιστικό δυναμικό ότι οι νόμοι δεν ανατρέπονται, δεν μπορούν να υπάρξουν νίκες σήμερα, αλλά ούτε και αντιστάσεις. Με βάση αυτήν την αντίληψη κυριάρχησε η επιζήμια για τους εργαζόμενους λογική “ο νόμος θα μείνει στα χαρτιά”. Έχουμε δει από πρώτο χέρι σήμερα τι έφερε η «μη εφαρμογή» του Νόμου Χατζηδάκη και του ΓΕΜΗΣΟΕ, αλλά και το υποτιθέμενο μπλοκάρισμά του στην πράξη. Στα σωματεία που κυριαρχούν οι δυνάμεις γύρω από ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ έχει εφαρμοστεί μέχρι και το τελευταίο γράμμα του νόμου και οι εργαζόμενοι δεν χρειάστηκε να μάθουν ποτέ τίποτα (είπαμε, οι νόμοι ψηφίζονται για να εφαρμόζονται). Στα υπόλοιπα “ταξικά” και “αγωνιστικά” σωματεία οι “ταξικοί συνδικαλιστές” του ΠΑΜΕ και από δίπλα οι “ριζοσπάστες” του εξωκοινοβουλίου που στήριζαν το “να μείνει ο νόμος στα χαρτιά”, προχώρησαν σε αρκετές περιπτώσεις στην εφαρμογή των ηλεκτρονικών ψηφοφοριών και εκκρεμεί το ζήτημα του συνολικότερου φακελώματος των μελών των σωματείων και των οικονομικών τους. Αυτό έγινε σε μια σειρά σωματεία που ελέγχει το ΠΑΜΕ και με αποδοχή της εφαρμογής από όλους τους υπολοίπους. Ενδεικτική είναι η στάση της Ταξικής Ενότητας (ΠΑΜΕ) στο ΣΕΤΗΠ, αλλά και η αποδοχή αυτής της κατάστασης και η συμμετοχή από όλες τις άλλες δυνάμεις – Radical IT (Αναμέτρηση, ΝΑΡ, ΛΑΕ), Tech Workers (Ροσινάντε) κ.λπ. Η προσπάθεια, δηλαδή, της εφαρμογής του νόμου με στήσιμο ηλεκτρονικών καλπών κρυφά από τους εργαζόμενους και με τη λογική του τρικ (να στήσουμε ηλεκτρονικές κάλπες, αλλά να μην τις ανακοινώσουμε δημόσια). Και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ, δηλαδή! Μόνο που αυτή η λογική μόνο οργάνωση και πάλη δεν συγκροτεί στα σωματεία. Αντίθετα, καλλιεργεί παραπέρα το κλίμα ηττοπάθειας και αποδοχής της αστικής νομιμότητας. Με άλλα λόγια, όλοι αυτοί οι πολύ...”ταξικοί” δεν διανοούνται καν ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να κινητοποιηθούν στην κατεύθυνση της ανατροπής του νόμου αλλά και να τα καταφέρουν.

Αυτό το πολιτικό κενό, της γραμμής της αντίστασης και της ανατροπής της επίθεσης και των νόμων που φέρνει, αλλά και της διεκδίκησης αυξήσεων στους μισθούς και Συλλογικών Συμβάσεων, πρέπει σήμερα να καλύψουμε. Για αυτό και προχωρήσαμε σε σύσκεψη στις 18/1, με σκοπό να φτιαχτεί πρωτοβουλία εργατικών σχημάτων, σωματείων και συλλογικοτήτων. Πρωτοβουλία η όποια θα βάλει μπροστά το ζήτημα της ανατροπής του νόμου για τον κατώτατο μισθό. Μέσω αυτής της πρωτοβουλίας και μαζί με τους υπόλοιπους συναγωνιστές που συμφωνήσαν να την προχωρήσουμε από κοινού, θέλουμε να ανοίξουμε το ζήτημα της ανατροπής του νόμου σε εργαζόμενους, σωματεία και ένα ευρύτερο αγωνιστικό δυναμικό. Να ανοιχτεί το ζήτημα μέσα στους εργασιακούς χώρους και τον λαό με προκήρυξη και αφίσα, να γίνει συντονισμένη προσπάθεια των δυνάμεων που θα συμμετάσχουν στην πρωτοβουλία για μία διαδήλωση στις αρχές Φλεβάρη για το ζήτημα του 5163/2024. Και επειδή τον επόμενο Μάρτη ή Απρίλη η κυβέρνηση θα ανακοινώσει τα νέα όρια του κατώτατου μισθού, η πρωτοβουλία θα πρέπει να στοχεύει στη δημιουργία μαζικών όρων ανάπτυξης κινήματος διεκδίκησης πραγματικών αυξήσεων.

Αυτό το αντεργατικό μέτρο είναι ένας νόμος ο οποίος καταδικάζει τους εργαζόμενους σε μόνιμη φτώχεια. Ανεξάρτητα από την κυβερνητική προπαγάνδα και τις φανφάρες για “κοινωνική δικαιοσύνη, αυξήσεις και προστασία των κοινωνικά ευάλωτων”, οι διατάξεις του νόμου επικυρώνουν ότι για τους μισθούς θα ισχύει ακριβώς ό,τι ισχύει από το καθεστώς των μνημονίων και μετά. Ο πολυσυζητημένος αλγόριθμος, ο οποίος θα κάνει την προσαρμογή του κατώτατου μισθού με βάση τα στοιχεία του πληθωρισμού και της αγοραστικής δύναμης, δεν θα καθορίζει τίποτα. Αυτό γιατί, όπως είπαμε και έχουμε, γράψει οι 7 εξαιρέσεις που καθορίζει ο νόμος για να μην εφαρμοστεί ο τρόπος υπολογισμού του κατώτατου μισθού δίνουν επί της ουσίας το ελεύθερο στην κυβέρνηση να μην κάνει ποτέ ουσιαστική αύξηση στον κατώτατο μισθό.

Ο νόμος για τον κατώτατο μισθό αφορά άμεσα εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους που ήδη δουλεύουν και όλους όσους θα μπουν τα επόμενα χρόνια στην δουλειά (οποιαδήποτε δουλειά). Ταυτόχρονα, αφορά τους εργαζόμενους σε όλο τον δημόσιο τομέα, καθώς οι "αυξήσεις" στον κατώτατο θα καθορίζουν και τις δικές τους. Από την άποψη αυτή, μιλάμε για ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού και των μισθωτών –και ιδιαίτερα το πιο νεαρό σε ηλικία– το οποίο καταδικάζεται σε μία ζωή φτώχειας και στερήσεων. Οπότε ο κόσμος στον οποίο μπορούμε να απευθυνθούμε για το συγκεκριμένο είναι πάρα πολύς.

Επιπλέον, ο νόμος προκύπτει από κατεύθυνση της ΕΕ η οποία εντείνει το καθεστώς εξάρτησης και αφαίμαξης του εργαζόμενου λαού προς όφελος του κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου. Χαρακτηριστικά, η ντιρεκτίβα 2022/2041 μπορεί, από τη μία, να αναφέρει συνέχεια ότι θέλει να ενισχύσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις συλλογικές συμβάσεις, ή –όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο άρθρο 1– “Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του απόλυτου σεβασμού της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων, καθώς και του δικαιώματός τους να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις”. Αλλά όλα αυτά είναι μια επίφαση δημοκρατίας και επίκλησης στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αυτό γιατί πλέον οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στα κράτη μέλη της ΕΕ είναι οριοθετημένες ταξικά σε εθνικό αλλά και ενωσιακό επίπεδο. Ποιοι είναι, λοιπόν, οι κοινωνικοί εταίροι που αναγνωρίζει η ΕΕ; Είναι: 

η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (CES)
η Ένωση Συνομοσπονδιών της Βιομηχανίας και των Εργοδοτών της Ευρώπης (BUSINESSEUROPE)
η Ευρωπαϊκή Ένωση Βιοτεχνικών και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (UEAPME)
το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίων Επιχειρήσεων (ΕΚΔΕ)
άλλες κοινωνικοεπαγγελματικές ομάδες εκπροσωπούν ειδικά ή κλαδικά συμφέροντα

Όργανα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, με πιο “φιλεργατικό” την ξεπουλημένη CES που στηρίζει την πολιτική της επίθεσης στους εργαζόμενους, κάθε ευρωπαϊκή οδηγία και έχει φιλοεργοδοτικό χαρακτήρα (σε αυτήν συμμετέχουν και εκπρόσωποι των εργατοπατέρων της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ). Επιπλέον, όλη αυτή η οδηγία στηρίζεται και αναφέρεται στον γνωστό “Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων”, o οποίος αποτελεί έναν μηχανισμό εδραίωσης και εμβάθυνσης της αντεργατικής λαίλαπας σε όλη την ΕΕ (ελαστική εργασία, χτύπημα στους μισθούς και γενίκευση του μοντέλου των εργολαβιών κόντρα στη μόνιμη και σταθερή εργασία).

Τέλος, αλλά εξίσου βασικό στοιχείο του νόμου είναι ότι χτυπάει τη διεκδίκηση αυξήσεων στους μισθούς (όλους τους μισθούς όχι μόνο στον κατώτατο) σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και διατηρεί και επικυρώνει το καθεστώς διάλυσης των Συλλογικών Συμβάσεων. Χαρακτηριστικά, στον δημόσιο τομέα οι αυξήσεις στους βασικούς μισθούς κάθε κατηγορίας θα καθορίζονται πλέον από την αύξηση στον κατώτατο.

Με βάση αυτά, γίνεται κατανοητό ότι το ζήτημα της ανατροπής του νόμου για τον κατώτατο συνδέεται άμεσα με την πάλη για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και ιδιαίτερα της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), αλλά και τη διεκδίκηση αυξήσεων στους μισθούς που να καλύπτουν το κόστος ζωής.

Η συζήτηση για το ζήτημα του μισθού πρέπει να μπαίνει από εμάς στην ταξική της διάσταση. Αυτό θα πει ότι, είτε πρόκειται για το ζήτημα του μισθού, είτε για τον κατώτατο, είτε για τις συλλογικές συμβάσεις, είτε παίρνει οποιαδήποτε μορφή, σε αυτήν την κοινωνία θα αποτελεί προϊόν πάλης και διεκδίκησης. Αυτό είναι η βασική πλευρά του ζητήματος και από αυτό πρέπει να ξετυλίγεται η αντιπαράθεση προς τις υπόλοιπες δυνάμεις.

Τι δεν είναι πάλη, λοιπόν. Πάλη και διεκδίκηση δεν είναι η πρόταση νόμου των 637 σωματείων που κατέθεσε για λογαριασμό τους το ΚΚΕ στη Βουλή. Αυτό είναι αποπροσανατολισμός της πάλης, κοινοβουλευτική αυταπάτη, ρεφορμιστική αντίληψη. Το χειρότερο είναι η ζημιά που κάνει σε ένα δυναμικό και σε πλατιά κομμάτια εργαζομένων, κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι, αναθέτοντας στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ και τους βουλευτές του ΚΚΕ την πάλη τους, αυτοί και θα την προωθήσουν και το σύστημα μπορεί και να την δεχτεί αν οι συσχετισμοί “αλλάξουν”. Μάλιστα, οι αυταπάτες που σπέρνει το ΠΑΜΕ είναι χειρότερες από αυτές που σπέρνουν οι εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ. Ο Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Πειραιά και του σωματείου της ΕΝΕΔΕΠ (COSCO), M. Μπεκρής, στην τοποθέτησή του στη συγκέντρωση του ΠΑΜΕ για την πρόταση νόμου στο Σύνταγμα, διαβεβαίωνε ότι αυτή η πρόταση είναι συνολική και σκοπό έχει να καταργήσει όλο το αντεργατικό πλαίσιο των τελευταίων 15 ετών. Με έναν νόμο, λοιπόν, όπως έλεγε και ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 με το ίδιο πολιτικό σκεπτικό.

Όσον αφορά την “αλλαγή ” συσχετισμών, εδώ τα πράγματα είναι πιο οφθαλμοφανή. Για όσους δεν το ξέρουν, η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων “άλλαξε σελίδα”, όπως ενημερώνει ο νέος της γραμματέας, Αχμέτ Μουσταφά, “και από εργαλείο της εργοδοσίας και της κυβέρνησης, πέρασε στα χέρια των εργαζομένων…”. Αυτό έγινε στο 40ό συνέδριο της Ομοσπονδίας, όπου το ΠΑΜΕ απέκλεισε 48 Σωματεία τα οποία πρόσκεινται σε ΣΥΝ-ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ και έκανε εκλογές μόνο του και πήρε 233 από τις 239 ψήφους. Έτσι απλά, χωρίς ούτε μια απεργιακή μάχη, χωρίς να το μάθει και κανείς, και κυρίως με την πλειοψηφία των εργαζόμενων έξω από τα σωματεία και τις αρχαιρεσίες τους.

Με μπόλικη αριστερή φρασεολογία, αλλά με πολύ δεξιά πρακτική, το ΠΑΜΕ, με βάση τον οργανωτικό συσχετισμό που έχει στο κίνημα, κατάφερε να παραγκωνίσει τους αγώνες των εργαζομένων. Με βερμπαλισμούς για “ταξικές”... αντεπιθέσεις καταφέρνει να σαλπίζει την υποταγή και την υποχώρηση, υπονομεύοντας κάθε αυθόρμητο ξέσπασμα των εργαζομένων. Χαρακτηριστική η στάση του στο ζήτημα του μισθού. Από τα 1.200 ευρώ κατώτατο μισθό που έλεγε παλαιότερα, σήμερα έχει πέσει στα 950 ευρώ (η κρίση, βλέπετε!) στην πρόταση νόμου που κατέθεσαν τα σωματεία που ελέγχει. Αυτή η πρόταση έχει προκύψει με βάση τις “σύγχρονες ανάγκες” που μέτρησαν το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ και έκαναν... σκόντο από τα 1200 στα 950 ευρώ (ενώ παράλληλα η εργοδοτική ΓΣΕΕ ζητάει 908 κατώτατο μισθό). Από κοντά και τα αιτήματα για τον εργάσιμο χρόνο: 35ωρο - 5ήμερο - 7ωρο. Ένα αίτημα ίδιας λογικής με τα 1.200 ευρώ (ή τα 1.400 που έλεγαν διάφοροι εξωκοινοβουλευτικοί) και έχει κατά κύριο λόγο δημαγωγικό χαρακτήρα. Είναι αιτήματα πέρα και έξω από τον σημερινό ταξικό συσχετισμό και την πάλη που χρειάζεται να κάνουν οι εργαζόμενοι. Έναν συσχετισμό που αυτά τα αιτήματα δεν προσπαθούν καθόλου να τον ανατρέψουν ή έστω να τον διαφοροποιήσουν υπέρ των εργαζομένων. Γι’ αυτό και κανένας από αυτούς που προβάλλει αυτά τα αιτήματα δεν μπαίνει στη διαδικασία να υπερασπιστεί το 8ωρο που έχει σχεδόν καταργηθεί. Γι’ αυτό και δεν απαντιέται το ζήτημα του εργάσιμου χρόνου με ουσιαστικό τρόπο, αλλά υπεκφεύγετε με αιτήματα που απαιτούν λιγότερη δουλειά και 35ωρα (το οποίο το λέει και η ΓΣΕΕ). Εμείς θεωρούμε ότι το 8ωρο αποτελούσε και αποτελεί βάση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Βάση πάνω στην οποία υπολογίζεται ο εργάσιμος χρόνος και η αμοιβή. Βάση πάνω στην οποία καθορίζεται η υπερεργασία και η υπερωρία, αλλά και βάση στην οποία οι εργαζόμενοι καθορίζουν και τον υπόλοιπο χρόνο ζωής τους. Αυτή η βάση χρειάζεται να καθιερωθεί ξανά και συνολικά από τους εργαζόμενους. Και οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής η υπονόμευσής της πρέπει να απαντιέται, και όχι να πετιέται η μπάλα στην εξέδρα με βερμπαλισμού και διάφορα “προωθημένα” αιτήματα.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλα αυτά τα αιτήματα συνήθως συνοδεύονται από διάφορες “φαεινές” που κινούνται στην ίδια, συμβιβασμένη λογική και αντίληψη. Αιτήματα, δηλαδή, που μόνο στους εργαζόμενους και στην πάλη τους δεν απευθύνονται. Αιτήματα που ζητούν φορολόγηση του κεφαλαίου, να κοπούν λεφτά από την πολεμική βιομηχανία για να δοθούν στα ταμεία, την περίθαλψη, την παιδεία κ.ο.κ.

Επιστρατεύονται μέχρι και αιτήματα που χρησιμοποιούν οι ιμπεριαλιστές για την προπαγάνδα τους. Ενδεικτικά, το αίτημα για ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή) το οποίο υπάρχει ατόφιο στην ντιρεκτίβα 2022/2041 της ΕΕ η οποία έφερε τον νόμο για τον κατώτατο, χρησιμοποιείται από διάφορους του εξωκοινοβουλίου (ΝΑΡ, πρώην ΛΑΕ κλπ). Είναι ένα αίτημα-αντιγραφή του νόμου της κυβέρνησης για τον κατώτατο, το οποίο ζητάει υπολογισμό του κατώτατου μισθού με βάση την αυτόματη προσαρμογή που θα προκύπτει από την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Λίγο πολύ δηλαδή μια ορθολογική εφαρμογή του Νόμου Κεραμέως χωρίς τις 7 εξαιρέσεις!

Για το ζήτημα των ΣΣΕ να σημειώσουμε τα εξής. Η κυβέρνηση έχει καταφέρει μεγάλο πλήγμα στις Συλλογικές Συμβάσεις. Καταρχήν έχει καταργήσει την ΕΓΣΣΕ και καθορίζει εκείνη το ζήτημα του κατώτατο μισθού και των σχέσεων εργασίας. Παρ’ όλ’ αυτά, σήμερα υπάρχουν, όπως προαναφέραμε, 17 κλαδικές συμβάσεις εργασίας και επιχειρησιακές συμβάσεις κυρίως σε μεγάλες επιχειρήσεις. Τον επόμενο χρόνο θα ανοίξει ξανά το ζήτημα των ΣΣΕ. Πρώτον γιατί το επιβάλλει η υπεροδηγία της ΕΕ και, δεύτερον, γιατί ακόμα και αυτές οι συμβάσεις που υπάρχουν δεν μπορούν να υπάρχουν με τους ίδιους όρους. Η κυβερνητική προπαγάνδα ήδη μιλάει για κάλυψη μεγαλύτερου ποσοστού εργαζομένων από Συλλογικές Συμβάσεις. Εκτιμούμε ότι οι όποιες κινήσεις θα είναι σαφώς σε κατεύθυνση έντασης της επίθεσης και της εκμετάλλευσης. Να σημειώσουμε εδώ ότι στις πιο αναπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης το κεφάλαιο επιδιώκει το μεγαλύτερο κομμάτι των εργαζομένων να βρίσκεται σε καθεστώς Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας γιατί με βάση τον ταξικό συσχετισμό μπορεί να καθορίζει καλύτερα το χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων, την αύξηση της παραγωγής κ.λπ. ιδίως στη βαριά βιομηχανία. Στη χώρα μας, που η οικονομία έχει άλλα χαρακτηριστικά, είναι λογικό κάτι τέτοιο να μην μπορεί να εναρμονιστεί εύκολα με το μοντέλο αυτό, γι’ αυτό και κυριαρχούν οι ελαστικές σχέσεις, εκτινάζονται οι εργολαβίες και δεν υπάρχουν στις περισσότερες περιπτώσεις ΣΣΕ. Η συζήτηση που έχει ανοίξει για ΣΣΕ στο Δημόσιο είναι ενδεικτική. ΟΛΜΕ, ΔΟΕ και ΑΔΕΔΥ πετάνε την μπάλα στην κερκίδα και από εκεί που έχουν υιοθετήσει αμάσητη την κυβερνητική πολιτική -επίθεση δεν έχουν πάρει ούτε την ελάχιστη πρωτοβουλία για το ζήτημα των μισθών, των απολύσεων εκπαιδευτικών, το χτύπημα του δικαιώματος στην ασφάλιση και την περίθαλψη, την αξιολόγηση και πολλά άλλα. Προτείνουν τώρα να υπογραφτεί για πρώτη φορά ΣΣΕ. Επί της ουσίας, αυτές οι υποταγμένες και βαθιά συστημικές ηγεσίες δεν παλεύουν για δικαιώματα για τους εργαζόμενους. Είχαν, άλλωστε, τόσες ευκαιρίες για να το κάνουν τόσα χρόνια που η επίθεση εξελίσσεται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Διεκδικούν ρόλο συνομιλητή με το σύστημα, παραπάνω ρόλο για να αναπαράγουν την ύπαρξή τους, διαλύοντας και χτυπώντας κάθε προσπάθεια οργάνωσης και διεκδίκησης των εργαζομένων.

Η υπόθεση της πάλης για τον κατώτατο μισθό είναι κατά βάση πολιτική, καθώς η κυβέρνηση έχει αναλάβει για λογαριασμό του κεφαλαίου τον καθορισμό των ορίων του για τρία χρόνια και μέσω του αλγορίθμου για "πάντα". Δεν είναι μία υπόθεση σε έναν χώρο δουλειάς ή σε έναν κλάδο, αλλά αφορά μία σύγκρουση ανάμεσα στην κυβέρνηση, το κεφάλαιο, την ΕΕ, από τη μία μεριά, και όλο τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία, από την άλλη.

Να θυμηθούμε ότι στη Γαλλία, πριν από κάποια χρόνια, ένας αντίστοιχος νόμος για τον κατώτατο μισθό είχε προκαλέσει έκρηξη και κινητοποιήσεις στην νεολαία και ιδιαίτερα στους μαθητές.

Όσο μας αφορά, το βασικά αιτήματα διεκδίκησης ενάντια στην πολιτική κεφαλαίου-κυβέρνησης-εργοδοτών πρέπει να είναι:

  • Να ανατραπεί ο αντεργατικός νόμος για τον κατώτατο μισθό
  • Αυξήσεις στους μισθούς που να καλύπτουν το κόστος ζωής
  • Συλλογικές Συμβάσεις εργασίας με δικαιώματα για όλους τους εργαζόμενους

Αυτά τα βασικά αιτήματα μπορούν να είναι άξονες κοινής δράσης για όποια δύναμη, σωματείο, ανένταχτο αγωνιστή θέλει να κινηθεί για να δημιουργήσει μαζικούς όρους εναντίωσης στην πολιτική κυβέρνησης κεφαλαίου εργοδοτών.

https://taxikiporeia.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: