26 Μαρτίου 2016

Η ΘΕΙΑ ΑΧΤΙΤΣΑ

Κρατάτε βήμα σταθερό!
Κι έχουμε ακοίμητον εχθρό!

Η θειά Αχτίτσα κούνησε ξαφνιασμένη το κεφάλι, που έφερε την επιμελώς δεμένη, ολοκαίνουργια, μαντήλα της. Ένιωσε πως βρισκόταν καθισμένη έξω από την πόρτα του σπιτιού της, σε ένα χαμηλό σκαμνάκι. Ένας λαμπρός ανοιξιάτικος ήλιος ζέσταινε τα γέρικα κόκαλά της. Θυμήθηκε το έμβασμα που μόλις είχε λάβει από τον μετανάστη γιο της στον Παναμά. Εννέα στιλπνότατες αγγλικές λίρες. Χαμογέλασε και μια γλυκύτητα απλώθηκε στο χαρακωμένο από τις ρυτίδες πρόσωπό της. Η ματιά της έφτασε πέρα, μακριά, στη γαληνεμένη θάλασσα του χωριού. Η τραγικά στερημένη μέχρι τώρα ζωή της, λες κι είχε σβήσει.
Ένα κρύο αεράκι άρχισε να στροβιλίζει λίγα πεσμένα φύλλα, μια δυο αφάνες. Μάρτης – γδάρτης σκέφτηκε. Ο αέρας δυνάμωσε, αλλά η θειά Αχτίτσα, ένοιωθε αδύναμη να σηκωθεί. Ένα φύλλο εφημερίδας πέρασε χορεύοντας από μπροστά της ...Μαρτίου 1876 έγραφε. 1876 ή 2016. Ήταν τόσο μουτζουρωμένο, που ούτε ο παπάς του χωριού, ο μόνος που ήξερε γράμματα, δε θα μπορούσε να το ξεδιαλύνει. Ο αέρας δυνάμωνε, δυνάμωνε, δυνάμωνε...

Η μπόρα του Μάρτη ούρλιαζε και βογκούσε φυσώντας μανιασμένη πάνω από το λασπότοπο, χτύπαγε τα νάιλον πάνω στις σκηνές, κάνοντας ένα φρικτό θόρυβο. Λες κι ο Χάρος χτύπαγε προσκλητήριο. Οι στοιβαγμένοι άνθρωποι μέσα στις σκηνές, ήταν ο μόνος λόγος που δεν τις άρπαζε ο αέρας στο διάβα του. Έρμα οι ανθρώπινες ζωές. Έρμα. Νερό μέσα κι έξω. Στην αρχή κοίταξε παραξενεμένη τις σκηνές. Τώρα μπορούσε να δει, πολύ καθαρά μέσα στις σκηνές. Από το σκαμνάκι της. Τι πράγμα κι αυτό! Λες και ήταν δεμένη. Μανάδες, πατεράδες γιαγιάδες και παιδιά, ίσα που χωρούσαν. Και τα παιδιά, πόσο έμοιαζαν με τα δικά της τα αγγόνια, το Μιχαλιό και την Αργυρώ... Παναγιά μου! Ξεφώνισε. Ένα θρόισμα δίπλα της την έκανε να γυρίσει. Τότε είδε μια ατέλειωτη ουρά από χλωμούς, σαν φαντάσματα, ανθρώπους, που βάδιζαν προς το λασπότοπο. Ατέλειωτη. Τότε ήταν που είδε τον Αρτέμη. Ένα 20χρονο νεολαίο από το χωριό. Τί κάνει αυτός εκεί; Σιγοτραγουδούσε ένα παλιό ρούσικο τραγούδι: «Φεύγω και πάω, που δεν ξέρω/ όπου κι αν είναι, κάπου./ Τι με νοιάζει ποιος θάναι ο τόπος./ Πάω όπου με σπρώχνει η ζωή». Τι κάνει αυτός εκεί; Από πού έρχονται όλοι αυτοί; Έσυρε τη ματιά της μέχρι το τέλος της ουράς. Σπίτια ερειπωμένα, σαν ανθρώπινοι σκελετοί, όρθιοι, δίπλα ο ένας στο άλλο, δίπλα στη ζωή - δίπλα και στο θάνατο, έβγαιναν μέσα από το φλογισμένο, γιγάντιο, ανοιχτό στόμα του Πολέμου.

Θέ μου φύλαγε! Σταυροκοπήθηκε.

Ο αέρας δεν έλεγε να κοπάσει. Μόνο που τώρα ο ήλιος έκαιγε αφόρητα. Όσο μπορούσε να δει μόνο άμμος. Κανένα δέντρο. Δεν μπορούσε να ανασάνει από τη ζέστη. Οι μύγες και η μπόχα του θανάτου ήταν ανυπόφορα. Τώρα οι άνθρωποι ήτανε μαύροι. Η ίδια μακριά ουρά ανθρώπων, να βαδίζουν μέσα στην έρημο για να στοιβαχτούν, έρμα, σε σαπιοκάραβα, να περάσουν τη μεγάλη θάλασσα. Να κι ο Αρτέμης πάλι. Μουρμουρίζει το ίδιο τραγούδι... Το ποτάμι δίπλα στην άμμο, σέρνει ξύλα, καμμένα λάστιχα και πτώματα. Έσυρε τη ματιά της μέχρι το τέλος της ουράς. Εδώ δεν υπάρχουν σπίτια. Αχυροκαλύβες, η μια δίπλα στην άλλη, σκεπάζουν άρρωστα πεινασμένα παιδιά, μανάδες που σπρώχνουν τα λιπόσαρκα στήθια τους στο στόμα τους για να μην κλαίνε και η φωτιά από το στόμα του Πολέμου, να κατατρώει τις αχυροκαλύβες.
Άνομα πράγματα, μουρμούρησε τρομαγμένη. Ποιος κάνει τόσους πολέμους; Ποιος θα τους σταματήσει;

Αποφασιστικά, με ένα πήδο, η θειά Αχτίτσα πήρε πάλι τη θέση της στη θαλπωρή της τελευταίας σελίδας της «Σταχομαζώχτρας», του κυρ Αλέξανδρου, που της είχε εξασφαλίσει την αιωνιότητα. Δίπλα της, τα δυο ορφανά, τα εγγόνια της, «είχον καθαρά υποκαμισάκια δια τα ισχνά μέλη των και θερμήν υπόδεσιν δια τους παγωμένους πόδας των».

Η θειά Αχτίτσα είναι ιδέα βλέπετε, χαρακτήρας διηγήματος. Μπορεί να ...διαφύγει με πάσα ευκολία. Εμείς πάλι, όχι. Και πρέπει να τους σταματήσουμε.

http://www.m-lkke.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: