09 Φεβρουαρίου 2019

Το εργατικό τραγούδι παραμένει διαχρονικό, όπως και τα προβλήματα των εργαζομένων και του λαού, του Στράτου Τσίχλα

Το εργατικό τραγούδι αποτελεί μοναδικό είδος καλλιτεχνικής δημιουργίας καθώς εμφανίζει το χαρακτηριστικό του αμεσότερου λαϊκού προϊόντος. Η αντανάκλαση όλων των προβληματισμών, των ανθρώπινων σχέσεων του λαού (συντροφικών, ερωτικών ή οικογενειακών) καθώς και των μεγάλων ιστορικών και κοινωνικών γεγονότων παρουσιάζονται μέσα από το λαϊκό- εργατικό τραγούδι.

Είναι γνωστές άλλωστε οι ιδιόμορφες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που είχε να αντιμετωπίσει ο ελληνικός λαός μετά την απελευθέρωσή του από τον τουρκικό ζυγό. Γεγονότα όπως ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η Μικρασιατική Καταστροφή, η γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος και η δικτατορία, οδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σε μια διαρκή μάχη για επιβίωση. Επιπρόσθετα ο κατεξοχήν αγροτικός πληθυσμός σταδιακά διαχέεται στα μεγάλα αστικά κέντρα, αφενός μεν αναζητώντας εργασία στις νέες βιομηχανίες και αφετέρου για να γλυτώσει από τον πολιτικό στιγματισμό και την έντονη καταπίεση. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν στην ακμή του εργατικού τραγουδιού που αποτέλεσε ύμνο των εκάστοτε διεκδικήσεων.


Επίσης ένα μεγάλο κεφάλαιο για το εργατικό τραγούδι αποτέλεσε και το μεταναστευτικό εργατικό τραγούδι. Ο ελληνικός λαός διακρίθηκε από έντονη κινητικότητα καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Το χαρακτηριστικό αυτό δεν θα μπορούσε να μην αποτυπωθεί στα τραγούδια των μεταναστών που διακρίνονται από τη διήγηση των δύσκολων συνθηκών που αντιμετώπιζαν αλλά και από την έντονη νοσταλγία για την πατρίδα και των αγαπημένων τους προσώπων.

Τα είδη του εργατικού τραγουδιού που προέκυψαν από τις συνθήκες που αναφέρθηκαν παραπάνω, θα αναλυθούν εν συντομία ακολουθώντας ως επί το πλείστον έναν χρονολογικό άξονα.

Το εργατικό τραγούδι

Αμέσως μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η πολιτικοκοινωνική κατάσταση χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των τριών μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), την επιβολή του βασιλιά Όθωνα, τον "μεγαλοϊδεατισμό", τη μεγάλη φτώχια εξαιτίας των ακαλλιέργητων χωραφιών κατά τη διάρκεια του αγώνα και του τεράστιου εξωτερικού χρέους προς τους Άγγλους, χρήματα βέβαια που ποτέ δεν εξυπηρέτησαν τους σκοπούς του αγώνα.

Από τις πρώτες ημέρες ζωής του νέου ελληνικού κράτους, η αντίδραση του λαού ήταν άμεση στα μεγάλα προβλήματα με τη μορφή εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Κορυφαίο γεγονός αποτελεί η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, με σκοπό την παραχώρηση συντάγματος και η ακόλουθη του 1848 για την τήρηση αυτού.

Την περίοδο αυτή το λαϊκό τραγούδι ξεκινά δειλά τα πρώτα του βήματα καθώς η επίσημη πολιτική της βασιλείας ήταν η εισαγωγή ευρωπαϊκών μουσικών ειδών, με ιδιαίτερη έμφαση στο ιταλικό μελόδραμα. Πρόκειται κυρίως για λαϊκές δημιουργίες, με θεματική αναφορική στην πατρίδα και την απελευθέρωση. Ως επί το πλείστον οι νέες λαϊκές δημιουργίες αφορούσαν δίστιχα 15σύλλαβα, όπου ανάβλυζε η απόγνωση για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης:

Το στήθος μου κατήντησεν βασάνων κατοικία
που κατοικούνε λέοντες και άγρια θηρία.


Στα καφενεία -τόπους συνάθροισης των αγωνιστών και κέντρα ζύμωσης των νέων επαναστάσεων για το Σύνταγμα- ακούγονταν δημοτικά ηρωικά τραγούδια.

Κατά την περίοδο της βασιλείας του Γεωργίου του Α' σημειώνεται η ενσωμάτωση των Επτανήσων στο ελληνικό κράτος. Ως αποτέλεσμα στο χώρο των τεχνών, φυσά νέος άνεμος από έναν πολιτισμό περισσότερο δεκτικό στα δυτικά στοιχεία, αφού τα Επτάνησα ουδέποτε είχαν κατακτηθεί από τους Οθωμανούς. Παρόλα αυτά, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου το 1881, ακολουθεί το περίφημο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη, το σταφιδικό πρόβλημα, η ήττα του 1897 και η οικονομική ομηρεία των Άγγλων, μέσα από την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Όλα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα τις δυσχερείς συνθήκες διαβίωσης των αγροτικών πληθυσμών της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και των νήσων.

Την περίοδο αυτή, μία ομάδα συνθετών με επτανησιακή καταγωγή και ωδειακές σπουδές, δίνουν νέα ώθηση στο λαϊκό τραγούδι, στο ύφος της λαϊκής καντάδας. Για πρώτη φορά η θεματική των τραγουδιών στρέφεται στα άμεσα προβλήματα του λαού και των εργαζομένων. Χαρακτηριστικά αξίζει να αναφερθεί απόσπασμα από το μελόδραμα του Σπύρου Ξύνδα με τίτλο "Υποψήφιος Βουλευτής" του 1888:

Το χάραγμα

Είναι το χάραγμα έσκασ' η μέρα

Παιδιά να φύγωμε για τη δουλειά μας.

Πάμε στ' αμπέλια μας, στους λόγγους πέρα

Για να δουλέψουμε με τα τσαπιά μας.

Πάμε κι η μοίρα μας, μας το'χει πει,

Όλοι θα σκάσωμε εις το τσαπί.

Ως πότε μεις οι δυστυχείς, θα 'μαστε τυραννισμένοι,

Ως πότε θα δουλεύουμε, θα 'μαστε πεινασμένοι

Ξυπόλυτοι, ξεσκούφωτοι, δέρνουμε το κουφάρι

Τέτοια ζωή καλύτερα, ο διάολος ας την πάρει.

Πάμε κι η μοίρα μας, μας το 'χει πει,

Όλοι θα σκάσωμε εις το τσαπί.


Την περίοδο αυτή παρατηρείται και το πρώτο κύμα μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ. Αξιοσημείωτο είναι πως την περίοδο από το 1893 έως και το 1924, μισό εκατομμύριο περίπου Έλληνες εγκατέλειψαν την πατρίδα τους. Το φαινόμενο αυτό δεν θα μπορούσε να μην αποτυπωθεί στο λαϊκό τραγούδι όπου αντανακλάται ο φόβος για τον ξένο τόπο και η πίκρα του χωρισμού με τα αγαπημένα πρόσωπα.

Παρηγοριά 'χει ο θάνατος και λησμοσύνη ο χάρος,

Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει

Π' ανάθεμά σε Αμερική, με τα πολλά λεφτά σου,

Που πήρες τ'αδελφούλια μου και τα 'κανες δικά σου.

Όποιος θα πάει στην Αμερική,

Να κάτσει να συλλογιστεί,

Σαράντα μέρες θάλασσα

Φουρτούνα και ξεράσματα.

Μεσ' στο παπόρι μπήκαμε,

Στη Νέα Υόρκη βγήκαμε

Σαν τα πουλιά γυρίζαμε,

Κανέναν δεν γνωρίζαμε.


Μετά τους νικηφόρους για την ελληνική πλευρά, βαλκανικούς πολέμους και τη συνακόλουθη ανόρθωση του εθνικού φρονήματος, ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή, πλήγμα ανεπανόρθωτο για όλο τον ελληνισμό. Η ανταλλαγή των πληθυσμών δημιούργησε τις δυσκολότερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ολόκληρου του 20ου αιώνα. Η καταστροφή της Σμύρνης αποτέλεσε θέμα πολλών λαϊκών τραγουδιών.

Παράλληλα με όλα τα παραπάνω, την περίοδο αυτή σημειώνεται η εκβιομηχάνιση της χώρας. Εμφανίζονται τα πρώτα μηχανουργεία, ατμοκίνητα εργοστάσια και η ατμοπλοΐα. Οι εργαζόμενοι βρίσκουν εργασία στα βυρσοδεψία, στους αλευρόμυλους, στα νηματοκλωστήρια, στα ναυπηγεία, τα σιδηρουργεία, τα σαπωνοποιεία, τα χρωματουργεία και τα τυπογραφεία. Ως αποτέλεσμα παρατηρούνται τα πρώτα δείγματα συσπείρωσης εργατών σε αδελφότητες και σωματεία. Οι απάνθρωπες πολλές φορές συνθήκες εργασίες, σε συνδυασμό με την οργανωτική άνοδο των εργαζομένων, οδήγησαν σε μια σειρά αντιπαραθέσεων, οι οποίες κινήθηκαν από την απεργία έως τις κατά μέτωπο συγκρούσεις με νεκρούς και τραυματίες.

Η ορμή των εργατικών κινητοποιήσεων μετουσιώνεται και στο εργατικό τραγούδι. Ο δικηγόρος Βασίλης Δουδούμας έγραψε στίχους για αρκετά εργατικά τραγούδια όπως το “Σηκωθείτε”.

Σηκωθείτε ειν' η ώρα όπου σκούζουν οι τρουμπέταις,

δεν ακούτε τη φωνή τους;

Ολ' η εργατιά του κόσμου με λοστούς ξεθεμελιώνει

Ό,τι έχτισε ο δόλος, η κλεψιά κι οι μπαγιονέταις.

Κι ένα δίκαιο κόσμο νέο στα ερείπια του ριζώνει,

δεν ακούτε τη βουή του;


Επάνω στη μελωδία του ύμνου της Γαλλικής Επανάστασης, έγραψε τον ύμνο της "Σοσιαλιστικής Αδερφότητας Πατρών":

Εμπρός παιδιά της λευτεριάς,

Η δόξα τώρα μας καλεί,

Κάτω ο τύραννος παράς,

Κλαιν τα παιδιά μας για ψωμί...


Επίσης επάνω στη μελωδία του Ευγένιου Ποττιέ για τον ύμνο της 2ας Διεθνούς γράφτηκαν ελληνικοί στίχοι:

Η Διεθνής

Εμπρός της γης οι κολασμένοι

Της πείνας σκλάβοι εμπρός, εμπρός,

Το δίκιο απ' τον κρατήρα βγαίνει

Σα βροντή, σαν κεραυνός.

Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια

Τώρα εμείς οι ταπεινοί της γης

Που ζούσαμε στην καταφρόνια

Θα γίνουμε το παν εμείς.

Στον αγώνα ενωμένοι

Κι ας μη λείψει κανείς.

Ω, νάτη μας προσμένει

Στον κόσμο η Διεθνής.


Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου η εγκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τη Ρωσία, δημιούργησε νέα δεδομένα στη ζώνη των λαϊκών συνοικισμών ενώ η εκβιομηχάνιση της χώρας ακολούθησε φρενήρεις ρυθμούς, που μικρή όμως οικονομική βελτίωση προσέφερε στα ασθενή οικονομικά στρώματα. Άξια λόγου είναι η ίδρυση δύο σημαντικών φορέων εργαζομένων, της "Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος" και του "Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος".

Η πολιτική κατάσταση της χώρας χαρακτηρίζεται από τις αντιπαραθέσεις διαφόρων ομάδων εξουσίας, τις αλλεπάλληλες αλλαγές κυβερνήσεων και τη δικτατορία του Πάγκαλου. Οι κοινωνικοί αγώνες αποτελούν πλέον γεγονός. Την περίοδο αυτή καταγράφονται εκατοντάδες απεργίες σε όλη τη χώρα. Η έκρυθμη αυτή πολιτική κατάσταση εκκίνησε και την περίοδο των φυλακίσεων και της εξορίας.

Οι αστοί τρομάξανε και κάστρα φτιάξανε

Να κλείσουν τα παιδιά των εργατών,

Μα αυτοί με μια γροθιά, σπάζουνε τα δεσμά

Τα κάστρα καταργούνε των αστών


Το τραγούδι αυτό αναφέρεται στη μυθιστορηματική απόδραση από τις φυλακές Συγγρού του Μιχάλη Μπεζεντάκου, το Μάρτιο του 1932. Το τραγούδι βέβαια γράφτηκε πολύ αργότερα από τους Πάνο Τζαβέλα και Βασίλη Τζανακάκη.

Στις 9 Μαΐου του 1936 η χωροφυλακή διαλύει βίαια απεργιακή συγκέντρωση καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη. Δώδεκα άνθρωποι σκοτώνονται ενώ πολύ μεγάλος είναι ο αριθμός των τραυματιών. Ο Γιάννης Ρίτσος, εμπνευσμένος από τα τραγικά γεγονότα, γράφει το ποίημα “Επιτάφιος” που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη. Ο “Επιτάφιος” θα παρουσιαστεί μελοποιημένος στο Παρίσι, από τον Μίκη Θεοδωράκη, είκοσι τρία χρόνια αργότερα.

Τον Αύγουστο του 1936 επιβάλλεται η δικτατορία Μεταξά που ανέκοψε την ανοδική πορεία των λαϊκών αγώνων και εγκαθίδρυσε ένα κράτος τρόμου.

Τα περισσότερα πολιτικά γεγονότα αποτυπώθηκαν στο λαϊκό εργατικό τραγούδι όπως και η αγανάκτηση για τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας. Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν του Παναγιώτη Τούντα "Εγώ είμαι Μπολσεβίκα", "Εργάτης", "Θάλασσα μπαμπέσα", "Πλανεύτρα ξενιτειά", "Το προσφυγάκι", "Φτώχεια μαζί με την τιμή". Ο Κώστας Σκαρβέλης έγραψε τραγούδια όπως το "Είμαι τεχνίτης ξακουστός", "Μ' έδωκες σε πλούσιο", "Μέσα στα ξένα έρημος". Ο Σπύρος Περιστέρης το "Μανάβισσα και γαϊδουράκι", "Ξενιτειά μαγκούφα". Ο Δημήτρης Σέμσης ή Σαλονικιός "Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική", "Τα βάσανα της πλύστρας". Ο Κώστας Ρούκουνας το "Έρημος στην ξενιτιά" και "Ο ξένος μεσ' στην ξενιτιά". Ο Μάρκος Βαμβακάρης, θεμελιωτής του Πειραιώτικου ρεμπέτικου τα τραγούδια "Η κλωστηρού", "Ο Μάρκος πολυτεχνίτης", Τα καραβοτσακίσματα" και ο Βασίλης Τσιτσάνης την "Η ξενιτιά", "Μαριώ και μανάβης" και "Ο ασυρματιστής".

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως τη μουσική παράδοση του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, προσπάθησε να ανακόψει το Μεταξικό καθεστώς, το οποίο είχε συστήσει επιτροπές λογοκρισίας που εκτός από το θεματικό περιεχόμενο των τραγουδιών, έλεγχαν και τις μουσικές κλίμακες, επιτρέποντας μόνο εκείνες που περιλαμβάνονται στην ευρωπαϊκή μουσική, με σκοπό να μην κυκλοφορήσει κανένα τραγούδι που να προσιδιάζει στην Ανατολή.

Τη δεκαετία του 1940 η κατάσταση της χώρας άλλαξε δραματικά. Η έναρξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου στην Ελλάδα σήμανε την εισβολή και ταυτόχρονη απώθηση των ιταλικών στρατευμάτων και τελικά τη γερμανική κατοχή της χώρας. Την περίοδο αυτή, περίπου το 10% του πληθυσμού, χάθηκε από την πείνα, τις εκτελέσεις και τις μάχες ενώ όλα τα πλουτοπαραγωγικά αποθέματα της χώρας καρπώνονταν από τον εχθρό. Όπως θα ήταν αναμενόμενο, την περίοδο αυτή το εργατικό τραγούδι παρουσιάζει ύφεση καθώς η όποια καλλιτεχνική δημιουργία περιορίζεται σε τραγούδια που εξυπηρετούν τις ανάγκες του απελευθερωτικού στρατού, στο αντάρτικο τραγούδι και σε εκείνα που γράφονται στις πόλεις και περιγράφουν την κατοχή, την πείνα και τους αγώνες του λαού.

Τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, εκείνα του εμφυλίου, παρά τις δυσμενείς συνθήκες, το γεγονός πως αρκετοί δημιουργοί έχασαν τη ζωή τους και την αυστηρή λογοκρισία, έχουν σωθεί τραγούδια - σύμβολα ενότητας του ελληνικού λαού. Το εργατικό τραγούδι ακολουθεί ανοδική πορεία και εμψυχώνει τους ανθρώπους της βιοπάλης.

Ενδεικτικά θα αναφερθούν του Βασίλη Τσιτσάνη, "Οι φάμπρικες", "Το παράπονο του ξενιτεμένου" και τα "Φτωχαδάκια". Του Απόστολου Καλδάρα "Ο εργάτης", "Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις". Του Σπύρου Περιστέρη το "Εργάτισσα", "Της φτώχιας το πικρό ψωμί", "Θάλασσα κακούργα". Του Κώστα Ρούκουνα το "Μια μικρή στο Περιστέρι" για τις εργαζόμενες στο εργοστάσιο του Λαναρά. Του Μάρκου Βαμβακάρη το "Αρρώστησα στα ξένα μακριά σου" και "Τέτοια ζωή με βάσανα". Του Στέλιου Χρυσίνη το "Ειμ' εργάτης στο λιμάνι", "Ο μεροκαματιάρης" και "Παιδί μου πάλι θα πας στα ξένα". Του Γιάννη Παπαϊωάννου η "Μοδιστρούλα" και η "Ψαροπούλα" και του Γιώργου Μητσάκη το "Αχάριστε κόσμε και ντουνιά", "Ο ψαράς" και "Όπου φτωχός κι η μοίρα του".

Το τέλος του Εμφυλίου δεν σήμανε για την Ελλάδα το τέλος των εντάσεων αλλά τουναντίον τη συνέχεια των κοινωνικών αντιπαραθέσεων. Ο λαός εξακολούθησε να είναι διχασμένος, ενώ η παράταξη των νικητών έθεσε στο περιθώριο τους ηττημένους. Οι πολιτικοκοινωνικές διακρίσεις κορυφώνονται με τα "πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων" ενώ το επίσημο εργατικό και φοιτητικό κίνημα ελέγχεται από τους μηχανισμούς καταστολής. Οικονομικοί και πολιτικοί λόγοι οδήγησαν σε νέο κύμα μετανάστευσης, με προορισμό τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αυστραλία, τον Καναδά και αλλού.

Παρόλα αυτά οι κοινωνικές διεκδικήσεις συνεχίζονται, με σκοπό τη διεύρυνση της δημοκρατίας. Εργάτες και φοιτητές προβαίνουν σε δυναμικές κινητοποιήσεις για τη διεκδίκηση συνταγματικών δικαιωμάτων με συνθήματα το 114, τελευταίο δηλαδή άρθρο του Συντάγματος και το 15% που ήταν το αίτημα της εποχής για τις δαπάνες στην παιδεία ενώ οι εργαζόμενοι εναντιώνονται στον επίσημο συνδικαλιστικό τους φορέα που εξουσιαζόταν από κυβερνητικές δυνάμεις, ιδρύοντας την κίνηση των 115 συνεργαζόμενων σωματείων και ενώσεων.

Το εργατικό τραγούδι την περίοδο αυτή παρουσιάζει άνθηση καθώς καλείται να εμψυχώσει εργάτες και φοιτητές στους κοινωνικούς αγώνες αλλά και να καταγράψει όλα τα σημαντικά κοινωνικά γεγονότα της χώρας. Μεγάλη ώθηση έδωσαν δύο νεαροί συνθέτες, συμμαθητές στο ωδείο, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης. Τον "Επιτάφιο" του Ρίτσου μελοποιεί ο Μίκης Θεοδωράκης και επιλέγει τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να τον ερμηνεύσει. Ως αποτέλεσμα έχουμε για πρώτη φορά ένα ποιητικό έργο με θέμα τους εργατικούς αγώνες, στο οποίο δόθηκε λαϊκό ύφος, υψηλή ποιότητα αλλά και τεράστια εμπορικότητα. Με τον τρόπο αυτό το λαϊκό εργατικό τραγούδι αλλάζει ύφος και ανοίγει ο δρόμος για τη μελοποίηση έργων και άλλων ποιητών.

Είναι η περίοδος όπου εμφανίζονται μεγάλα ονόματα όπως: ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Νίκος Γκάτσος και ο Μάνος Ελευθερίου. Τα τραγούδια αυτής της περιόδου έγιναν σύμβολα του αγώνα για εργαζόμενους και φοιτητές στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις τους με την αστυνομία. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι δημιουργοί αυτών των τραγουδιών έπρεπε να ξεπερνούν και τους φραγμούς της λογοκρισίας που φυσικά συνέχιζε να επικρατεί.

Στο σημείο αυτό να αναφερθούν αποσπασματικά σε μελοποίηση Μίκη Θεοδωράκη τα "Αρχιπέλαγος", "Πολιτεία", "Λιποτάκτες", "Επιφάνεια", "Το τραγούδι του νεκρού αδερφού" και "Ένας 'Ομηρος" σε ποίηση Δημήτρη Χριστοδούλου, Τάσου Λειβαδίτη, Μίκη και Γιάννη Θεοδωράκη, Γιώργου Σεφέρη και Γιάννη Ρίτσου αντίστοιχα.

Ο Μάνος Λοΐζος κυκλοφορεί "Το τραγούδι του δρόμου" σε στίχους του Λόρκα και μετάφραση Ν. Γκάτσου. Την ίδια περίοδο τα τραγούδια "Ο Δρόμος", "Ο Γ' Παγκόσμιος Πόλεμος" και "Το ακορντεόν", απαγορεύονται από τη λογοκρισία και κυκλοφόρησαν μετά τη μεταπολίτευση.

Το 1962 ο Στέλιος Καζαντζίδης συνθέτει και ερμηνεύει το τραγούδι ο "Εργάτης" ενώ το 1963 ερμηνεύει την "Καινούργια Κοινωνία" του Χρήστου Κολοκοτρώνη. Ακόμα αξίζει να αναφερθούν "Τα Μουτζουρωμένα Χέρια" του Στέφανου Βαρτάνη, με τον Στέλιο Καζαντζίδη και η "Εργατιά" του Χρήστου Κολοκοτρώνη, σε εκτέλεση Πόλυς Πάνου.

Το 1966 ο Γιάννης Μαρκόπουλος ηχογραφεί τον κύκλο τραγουδιών "Διχασμός" ενώ ο Σταύρος Ξαρχάκος συνθέτει σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου το "Άπονη Ζωή", "Φτωχολογιά", "Καισαριανή" και "Στα χέρια σου μεγάλωσαν". Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ταλαιπωρημένος από τη λογοκρισία, κυκλοφορεί το δίσκο "Φορτηγό" με τραγούδια όπως το "Εγερτήριο". Ο Μίκης Θεοδωράκης κυκλοφορεί τη "Ρωμιοσύνη", σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου ενώ τα "Γράμματα από τη Γερμανία", λογοκρίθηκαν και τελικά κυκλοφόρησαν μετά τη χούντα. Αξίζει να αναφερθεί και το "Αστέρι του Βοριά" του Μάνου Χατζιδάκι που αναφέρεται στην ξενιτιά. Τέλος το μόχθο του λαού περιγράφουν και ρεμπέτικα τραγούδια όπως: "Τα βάσανά μου" του Μάρκου Βαμβακάρη και το "Φεύγω με πίκρα στα ξένα", "Οι Φάμπρικες" και "Στα ξένα χέρια" του Βασίλη Τσιτσάνη..

Το αγωνιστικό κλίμα της περιόδου 1963-1965 ακολούθησε το βασιλικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1965, το οποίο δημιούργησε και τις προϋποθέσεις του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου του 1967.

Την περίοδο της δικτατορίας ανακόπτεται και η πορεία κατοχύρωσης κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων αλλά και η παραγωγή αγωνιστικών τραγουδιών, λόγω της αυστηρής λογοκρισίας. Οι όποιοι μηχανισμοί αντίστασης στο καθεστώς πέρασαν στην παρανομία, με συνέπειες πολύ σκληρές για τους συμμετέχοντες.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, μετά από την απελευθέρωσή του, αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι από όπου συνέχισε την αντίστασή του στο καθεστώς, με έργα όπως η μουσική για την ταινία "Ζ" του Κώστα Γαβρά, η "Κατάσταση Πολιορκίας", το "Πνευματικό Εμβατήριο", σε ποίηση Άγγελου Σικελιανού, "Ο Θεοδωράκης διευθύνει Θεοδωράκη" σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου και "Τα τραγούδια του αγώνα". Τα παραπάνω έργα η χούντα τα απαγορεύει στην Ελλάδα.

Ο Μάνος Χατζιδάκις από τη Νέα Υόρκη κυκλοφόρησε τραγούδια με αγωνιστικό περιεχόμενο όπως το "Άμα λευτερωθεί η Κρήτη", "Επιστροφή" και "Ο σκληρός Απρίλης του 1945".

Την ίδια περίοδο ο Κώστας Χατζής συμπεριλαμβάνει στο δίσκο του “Αναγέννηση- Αλόννησος”, “τον Στρατή” ενώ λίγο αργότερα περιλαμβάνει στο δίσκο “Πέτρα και Φως” τον “Τσαγκάρη τον Μηνά”, σε στίχους Μαίρης Αλυφεροπούλου. Το παραδοσιακό τραγούδι “Ντιρλαντά”, το οποίο τραγουδούσαν στα Καλυμνιώτικα σφουγγαράδικα, μεταφράζεται και τραγουδιέται σε πολλές χώρες του κόσμου.

Η κατάρρευση της δικτατορίας, το 1974, σηματοδοτεί, εκτός από την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και τη νομιμοποίηση των πολιτικών κομμάτων και των συνδικαλιστικών φορέων. Το εργατικό τραγούδι, μετά τη μεταπολίτευση, παρουσιάζει άνθηση, λόγω της κατάργησης της λογοκρισίας και του αυξανόμενου αγωνιστικού κλίματος στο οποίο οδήγησε η πτώση του καθεστώτος της δικτατορίας. Αρκετοί συνθέτες, την περίοδο αυτή, δημιουργούν τραγούδια κοινωνικής διεκδίκησης και πολιτικής αμφισβήτησης. Τα τραγούδια αυτά πολλές φορές μετουσιώνονται σε συνθήματα στις εργατικές διεκδικήσεις και συγκεντρώσεις.

Ενδεικτικά θα αναφερθούν οι “Οι Μετανάστες” των Γιάννη Μαρκόπουλου και Γιώργου Σκούρτη με τραγούδια όπως “Η Φάμπρικα”, “Εδώ στην ξένη χώρα”, με ερμηνευτή τον Λάκη Χαλκιά, το “Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω”, με τη Βίκυ Μοσχολιού, "Ξένες Πόρτες" του Ηλία Ανδριόπουλου, το "Μην κλαις" των Ηλία Ανδριόπουλου- Μιχάλη Μπουρμπούλη, σε εκτέλεση Σωτηρίας Μπέλλου, "Το μπλόκο" του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη, το "Παραπονεμένα Λόγια" των Γιάννη Μαρκόπουλου και Μάνου Ελευθερίου "Το Σύστημα" και "Οι Συμβάσεις" του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Ένα από τα τραγούδια που αποτέλεσε τραγουδιστική περιγραφή των μεγάλων φοιτητικών και εργατικών διαδηλώσεων ήταν "Η Συγκέντρωση" του Διονύση Σαββόπουλου ενώ τις εργατικές απεργίες περιγράφουν τα τραγούδια "Σαν οι εργάτες απεργήσουν" και "Η Συμφωνία" του Δήμου Μούτση, σε στίχους Γιώργου Σκούρτη και εκτέλεση Χαράλαμπου Γαργανουράκη. Αξίζει να αναφερθούν επίσης τα "Χωρίς Υπερωρίες", "Ανεργία" και "Εμείς" του Γιάννη Μαρκόπουλου, σε εκτέλεση του Λάκη Χαλκιά. Σε μουσική Μάνου Λοΐζου, στίχους Φώντα Λάδη και εκτέλεση Γιώργου Νταλάρα είναι τα "Μέγαρα", "Λιώνουν τα Νιάτα μας", "Στη δουλειά και στον αγώνα", "Πάγωσ' η Τσιμινιέρα".

Τέλος ας αναφερθούν το "Σαν τον Τσε Γκεβάρα" του Δήμου Μούτση, σε στίχους Νίκου Γκάτσου και εκτέλεση Μανώλη Μητσιά, το "Πρώτη του Μάη" του Θωμά Μπακαλάκου, με τον Βασίλη Παπακωνταντίνου, τα τραγούδια "Στη Διαδήλωση" και "Άνεργος" του Μάνου Λοΐζου, σε στίχους Φώντα Λάδη και εκτέλεση Μπάμπη Αντωνίου, "Το τραγούδι των συνδικάτων" του Βαγγέλη Κυρίτση, σε στίχους Καλλιόπης Πυθαρούλη, η "Κυρά Τζένη" του Αργύρη Μπακιρτζή και το "Λαύριο" του Βαγγέλη Κορακάκη.

Το 1975 σε σύνθεση Θωμά Μπακαλάκου και στίχους Διονύση Τσεφρώνη κυκλοφορούν τα "Αγροτικά". Ερμηνευτής ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Γνωστότερα τραγούδια η "Απεργία", "Όχι δεν πουλάμε", "Ήρθε ο βουλευτής στο χωριό".

Eπίλογος

Τα χρόνια της αγωνιστικής ανάτασης, της ευφορίας, της οικονομικής άνεσης, της δημιουργίας, της αποτελεσματικότητας των εργατικών διεκδικήσεων, ακολούθησαν η τραγική διάψευση των ελπίδων, οι δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια. Η ανεργία εκτινάχτηκε στα ύψη και η εργασία όπου συνεχίζει να υπάρχει, υποτιμήθηκε. Ένα τρίτο κύμα μετανάστευσης, εξίσου μεγάλο με τα προηγούμενα, ξεκίνησε προς όλες τις κατευθύνσεις και αυτή τη φορά δεν αφορά στο εργατικό και το αγροτικό κομμάτι του πληθυσμού αλλά στο επιστημονικό.

Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά

πέσαν επάνω στην εργατιά.

Άγρια κράζουν για αίμα διψούν…….


Το τραγούδι αυτό θα μπορούσε να έχει γραφτεί στην Ελλάδα του σήμερα και όχι κάπου αλλού εννιά δεκαετίες νωρίτερα, δείχνοντας ότι το εργατικό τραγούδι παραμένει διαχρονικό, όπως και τα προβλήματα των εργαζομένων και του λαού.
Ο Στράτος Τσίχλας είναι πρόεδρος του Πολιτιστικού – Πνευματικού Συλλόγου «ΚΟΡΑΗΣ». Το κείμενο είναι η εισήγηση στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Λαϊκή Αντίσταση –ΑΑΣ στην Θεσσαλονίκη , στις 28 Ιανουαρίου 2019 στο Εργατικό Κέντρο, με θέμα « Εργατικό τραγούδι και λαϊκό κίνημα»

Δεν υπάρχουν σχόλια: