Στην Ινδία το κυνηγητό κάθε αντιπολιτευόμενης κριτικής φωνής κλιμακώνεται ημέρα με την ημέρα . Ο Ashok Kumbamu, κοινωνιολόγος, συγγραφέας βιβλίων και άρθρων για τα κοινωνικά κινήματα , την παγκοσμιοποίηση και την βιώσιμη ανάπτυξη, πρώην συνεργάτης στην Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Αλμπέρτα του Καναδά, έγραψε ένα άρθρο στην ηλεκτρονική σελίδα του περιοδικού Jacobin. Παρουσιάζει την περιπέτεια με τις κρατικές διώξεις εναντίον του καθηγητή Σαιμπάμπα καθώς και την υπόθεση Bhima Koregaon με τις συλλήψεις διανοούμενων και κοινωνικών αγωνιστών. Μιλά με σαφήνεια για την αντιδραστική αντιδημοκρατική πολιτική της κυβέρνησης Μόντι και την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των πολιτικών κρατούμενων . Την μετάφραση και τον σχολιασμό του άρθρου έκανε ο συνεργάτης των Αντιγειτονιών Κ.Κα
Η κυβέρνηση του Ναρέντρα Μόντι (Narendra Modi) παίρνει αυστηρά μέτρα κατά αυτών που την ασκούν πολιτική κριτική στα πλαίσια του ινδουιστικού εθνικιστικού της σχεδίου. Οι ινδικές αρχές χρησιμοποιούν ψευδείς κατηγορίες για «τρομοκρατία» και «συνωμοσία» για να κρατούν τους επικριτές διανοούμενους φυλακισμένους για χρόνια κάθε φορά.
Η Ινδία αναφέρεται συνήθως ως η μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο. Στη θεωρία, το ινδικό σύνταγμα υποστηρίζει τις μεγάλες ιδέες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της εκκοσμίκευσης (secularism) και του σοσιαλισμού. Ωστόσο, η κυβέρνηση του Ινδικού Λαϊκού Κόμματος (BJP: Bharatiya Janata Party, Μπαρατίγια Τζανάτα) με επικεφαλής τον Ναρέντρα Μόντι καταργεί συστηματικά τα φιλελεύθερα-δημοκρατικά χαρακτηριστικά του συντάγματος και τα αντικαθιστά με το ινδουιστικό εθνικιστικό (Hindutva) δόγμα προκειμένου να μετατρέψει την Ινδία σε ινδουιστικό έθνος (Hindu Rashtra, Ινδουιστική Πολιτεία).
Στη διαδικασία αυτή, το Ινδουιστικό Εθνικιστικό Κίνημα (Sangh Parivar), ένα συλλογικό όνομα για τις ινδουιστικές εθνικιστικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένου του BJP, είναι διατεθειμένο να ισοπεδώσει κάθε είδους εμπόδιο στο δρόμο του, από τους Γκαντιστές ως τους Μαοϊκούς. Εφαρμόζει μια πολύπλευρη στρατηγική κυριαρχίας: νεοφιλελεύθερο εξορυκτισμό[1], ινδουιστικό υπερ-εθνικισμό, και αυταρχισμό.
Η διοίκηση του Μόντι έχει συστηματικά προξενήσει ανεπανόρθωτη ζημιά τους δημοκρατικούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένου του δικαστικού και εκπαιδευτικού συστήματος και των μέσων ενημέρωσης. Για να ποινικοποιήσει την πολιτική διαφωνία, η κυβέρνηση Μόντι έχει κατηγορήσει τους διανοούμενους που ενδιαφέρονται για τα κοινά[2], τους προοδευτικούς ακτιβιστές και τους ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για πολλαπλές συνωμοσίες. Πολλοί από αυτούς φυλακίζονται με δρακόντειες (πάρα πολύ αυστηρές και σκληρές) κατηγορίες για στασιασμό/ανταρσία ή ανατρεπτικές ενέργειες.
Αυτή δεν είναι μια νέα τακτική που εγκαινίασε η κυβέρνηση Μόντι. Η προηγούμενη κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Κογκρέσου χρησιμοποίησε επίσης τον Νόμο περί Αποτροπής Παράνομων Δραστηριοτήτων (UAPA: Unlawful Activities Prevention Act) για να φυλακίσει πολλούς ακτιβιστές και διανοούμενους. Μια ιδιαίτερα κραυγαλέα υπόθεση είναι η φυλάκιση του καθηγητή Σαϊμπάμπα (G.N. Saibaba).
Η ενοχοποίηση/παγίδευση του Σαϊμπάμπα
Η εμπειρία του από τη ζωή και η αντίληψή του για την κοινωνία ενέπνευσαν τον Σαϊμπάμπα να συμμετάσχει σε κινήματα κοινωνικής δικαιοσύνης κατά τη δεκαετία του 1990 και μετά ως διακεκριμένος ακτιβιστής ακαδημαϊκός. Έχει επίσης εκφράσει ευθέως την αντίθεσή του στον πόλεμο της Ινδίας εναντίον των αντιβάσι (adivasis), των αυτοχθόνων πληθυσμών, που αντιστέκονται στις προσπάθειες του κράτους να τους εκτοπίσει προκειμένου να εξαγάγει πόρους από τα εδάφη τους. Το ινδικό κράτος αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να καταπνίξει τη φωνή του.
Οι προσπάθειες να βάλουν τον Σαϊμπάμπα πίσω από τα κάγκελα ξεκίνησαν το 2013, όταν η αστυνομία της Μαχαράστρα (Maharashtra) ζήτησε ένταλμα για αναζήτηση «κλεμμένης περιουσίας» στο σπίτι του στο Νέο Δελχί. Η υποτιθέμενη κλοπή είχε πραγματοποιηθεί εκατοντάδες μίλια από το σπίτι του Σαϊμπάμπα. Ωστόσο, ο δικαστής χορήγησε ένταλμα έρευνας και πενήντα αστυνομικοί και υπάλληλοι της υπηρεσίας πληροφοριών έκαναν επιδρομή στο σπίτι στην πανεπιστημιούπολη του Δελχί τον Σεπτέμβριο του 2013.
Με το πρόσχημα της αναζήτησης «κλεμμένης περιουσίας», κατασχέσαν το φορητό υπολογιστή, το σκληρό δίσκο και τα κινητά τηλέφωνα του Σαϊμπάμπα. Ο Σαϊμπάμπα συνεργάστηκε με τις νομικές υπηρεσίες και τους παρείχε οποιεσδήποτε πληροφορίες ζήτησαν, ακόμη και τους κωδικούς πρόσβασης για τις ηλεκτρονικές του συσκευές. Ό,τι υλικό βρήκαν από την ακαδημαϊκή του έρευνα, πολιτικά κείμενα και έγγραφα σχετικά με τα κοινωνικά κινήματα χρησιμοποιήθηκε τότε ως «απόδειξη» των φερόμενων δεσμών του με τους Μαοϊκούς επαναστάτες.
Στις 9 Μαΐου 2014, αστυνομικοί με πολιτικά άρπαξαν τον Σαϊμπάμπα από το δρόμο καθώς πήγαινε σπίτι. Τον έστειλαν στην κεντρική φυλακή του Ναγκπούρ (Nagpur), όπου οι αρχές τον κατηγόρησαν ως «αστική επαφή» ή συνειδητά και σταθερά προσηλωμένο στην ιδέα ή την ιδεολογία των Μαοϊκών. Το κράτος μετέτρεψε το φερόμενο έγκλημά του από εμπλοκή σε μικρο-κλοπές σε απόπειρα ανατροπής του κράτους με βία, κάνοντας χρήση του UAPA για να τον κατηγορήσει.
Σύμφωνα με το νόμο, που τροποποιήθηκε βιαστικά μετά τις επιθέσεις της Βομβάης (Mumbai) του 2008, το βάρος της απόδειξης της αθωότητας του εναπόκειται στον ίδιο τον κατηγορούμενο. Μια περαιτέρω τροποποίηση το 2019 έδωσε στις αρχές την εξουσία να ταυτίζουν οποιοδήποτε άτομο με τρομοκράτη, χωρίς να έχουν αποδείξει οργανωτικές σχέσεις.
Σκληρή και ασυνήθιστη τιμωρία
Τα δικαστήρια άφησαν ελεύθερο με εγγύηση τον Σαϊμπάμπα τον Ιούνιο του 2015 αφού πέρασε περισσότερο από ένα χρόνο πίσω από τα κάγκελα, λαμβάνοντας υπόψη την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του. Λίγο μετά την απελευθέρωσή του, έγινε δεκτός σε θάλαμο εντατικής θεραπείας: εκτός από τις επιπτώσεις της πολιομυελίτιδας, υπέφερε από δεκαεννέα άλλες παθήσεις. Ενώ υποβάλλονταν σε θεραπεία, ο δικαστής της δίκης εξέδωσε την ετυμηγορία του, καταδικάζοντας τον Σαϊμπάμπα σε ισόβια τον Μάρτιο του 2017. Για άλλη μια φορά στάλθηκε στη φυλακή του Ναγκπούρ.
Οι αρχές της φυλακής τον αντιμετώπισαν με σκληρότητα, αρνούμενοι την πρόσβαση σε φάρμακα ρουτίνας, πόσο μάλλον στην κατάλληλη θεραπεία. Λόγω της σωματικής του αναπηρίας, δεν μπορεί να κάνει τίποτα μόνος του. Αρχικά, η φυλακή δεν του επέτρεπε να χρησιμοποιήσει ούτε την αναπηρική καρέκλα του, υποχωρώντας μόνο όταν απείλησε να προχωρήσει σε απεργία πείνας.
Ο δικαστής καταδίκασε τον Σαϊμπάμπα σε ισόβια κάθειρξη. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αντιμετωπίζει την ποινή του θανάτου. Έχει περιγράψει την επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του και τον συνεχή πόνο του σε επιστολές που στάλθηκαν από τη φυλακή. Ομάδες της κοινωνίας των πολιτών και διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί στην Ινδία και στο εξωτερικό κάλεσαν την ινδική κυβέρνηση να του παράσχει την απαραίτητη ιατρική περίθαλψη για να σώσει τη ζωή του. Μέχρι στιγμής, τις εκκλήσεις τους τις αντιμετώπισαν με αδιαφορία.
Ακόμα και τώρα, με την COVID-19 να εξαπλώνεται σαν πυρκαγιά στο σύστημα φυλακών της Ινδίας, οι αρχές έχουν απορρίψει το αίτημα του Σαϊμπάμπα να αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση για ιατρικούς λόγους. Στη μητέρα του Σαϊμπάμπα αρνήθηκαν την άδεια να δει τον γιο της πριν αυτή πεθάνει από καρκίνο. Η μητέρα του πέθανε στις αρχές Αυγούστου, ωστόσο, στον ίδιο δεν επετράπη να συμμετάσχει στα τελετουργικά της κηδείας.
Ο Μπρέχτ στο Bhima Koregaon
Η σύλληψη και η καταδίκη του Σαϊμπάμπα ήρθε σε μια στιγμή που η υπό την ηγεσία του Κογκρέσου κυβέρνηση ήταν στην εξουσία. Ωστόσο, η διακυβέρνηση του BJP έχει εντείνει την εκστρατεία εναντίον των πολιτικών αντιφρονούντων. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι η φυλάκιση δώδεκα διανοούμενων στη αποκαλούμενη υπόθεση συνωμοσίας Μπίμα Κορεγκάον (Bhima Koregaon).
Μετά από ένα ξέσπασμα βίας στο Μπίμα Κορεγκάον, ένα χωριό στην πολιτεία της Μαχαράστρα στις αρχές του 2018, η αστυνομία της Μαχαράστρα συνέλαβε, αργότερα εκείνο το έτος, αρκετούς ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικηγόρους, συγγραφείς και ακαδημαϊκούς σε διάφορες πολιτείες. Ο εισαγγελέας τους κατηγόρησε ότι ανήκαν σε ένα «αντιφασιστικό μέτωπο», που υποτίθεται ότι αποσκοπούσε στην ανατροπή του ινδικού κράτους.
Προς στήριξη αυτού του επιχειρήματος, ο εισαγγελέας παρέθεσε μια σειρά - «ένα κάλεσμα για την καταστροφή/διάλυση του κράτους» από την μετάφραση στη γλώσσα Μαράθι (Marathi) του έργου του Μπέρτολτ Μπρεχτ “Ο καλός άνθρωπος του Setzuan” – στην οποία ένας ακτιβιστής Νταλίτ (Dalit) είχε δήθεν αναφερθεί σε μια συνεδρίαση του Elgar Parishad, ενός συνασπισμού λαϊκών οργανώσεων.
Το Elgar Parishad δημιουργήθηκε ως απάντηση στην αυξανόμενη βία και καταπίεση κατά των Νταλίτ και των θρησκευτικών μειονοτήτων από την διακυβέρνηση του BJP, με την υποστήριξη δύο διακεκριμένων συνταξιούχων δικαστών, του Μπ. Τζ. Κολσέ Πατίλ (B.G. Kolse-Patil) και του Π. Μπ. Σαουάντ (P.B. Sawant). Ο συνασπισμός σηματοδότησε τη δισεκατονταετηρίδα ( επέτειος 200 χρόνων ) μιας διάσημης νίκης των Νταλίτ ενάντια σε μια καταπιεστική κυρίαρχη κάστα την 1η Ιανουαρίου 1818 στη μάχη του Μπίμα Κορεγκάον.
Πραγματοποίησε μια τεράστια συγκέντρωση που δέχθηκε επίθεση από αυτόκλητους τιμωρούς ινδουιστές εθνικιστές Hindutva με σημαίες στο χρώμα του κρόκου - το έμβλημα του ινδουιστικού εθνικισμού - που έριξαν πέτρες και έβαλαν φωτιά σε οχήματα. Ένας άνδρας σκοτώθηκε στη βιαιότητες που ακολούθησαν και αρκετοί άλλοι τραυματίστηκαν σοβαρά.
Αντί να ερευνήσει για τους πραγματικούς υπαίτιους, η αστυνομία της Μαχαράστρα ενοχοποίησε ορισμένους επώνυμους Νταλίτ και ακτιβιστές για τα πολιτικά δικαιώματα, εισβάλλοντας στα σπίτια τους σε διάφορα μέρη της χώρας. Η αστυνομία ισχυρίστηκε ότι κατά τη διάρκεια των ερευνών της βρήκε αποδεικτικά στοιχεία για μια σκευωρία η οποία απέβλεπε στη δολοφονία του Ναρέντρα Μόντι. Αναβάθμισαν τις κατηγορίες σε «τρομοκρατία».
Βαλβίδα ασφαλείας
Η πρώτη φάση συλλήψεων περιλάμβανε προσωπικότητες όπως η Σόμα Σεν (Shoma Sen), επικεφαλής του Τμήματος Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Ναγκπούρ, ο Σουρέντρα Γκάντλινγκ (Surendra Gadling), δικηγόρος που είχε χειριστεί την υπόθεση του Σαϊμπάμπα μέχρι τη σύλληψή του, ο Σουντίρ Νταουάλε (Sudhir Dhawale), συγγραφέας και ακτιβιστής Νταλίτ εγκατεστημένος στη Βομβάη, και ο Μαχές Ράουτ (Mahesh Raut), ένας υπότροφος και ακτιβιστής για τα δικαιώματα των αντιβάσι. Αργότερα συνελήφθησαν άτομα όπως ο Βαραβάρα Ράο (Varavara Rao), ένας καταξιωμένος ποιητής από τη Χαϊντεραμπάντ (Hyderabad), η δικηγόρος Σούντα Μπαράνταϊ (Sudha Bharadwaj) και ο Ανάντ Τελτούμπντε (Anand Teltumbde), ένας διακεκριμένος Νταλίτ συγγραφέας και ακαδημαϊκός.
Το κράτος επινόησε/έπλασε μια ιστορία, σύμφωνα με την οποία όλοι αυτοί οι ακτιβιστές συνεργάζονταν με Μαοϊκούς επαναστάτες για να αποσταθεροποιήσουν το ινδικό κατεστημένο. Τους χαρακτήρισε ως «Ναξαλίτες των πόλεων» («Urban Naxalites»), και τους κατηγόρησε με βάση τους δρακόντειους νόμους περί εξέγερσης/ανταρσίας.
Τον Αύγουστο του 2018, πέντε καταξιωμένοι ακαδημαϊκοί και ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – Ρομίλα Ταπάρ (Romila Thapar), Ντεβακί Τζαίν (Devaki Jain), Σατίς Ντεσπάντε (Satish Deshpande), Πραμπάτ Πατναίκ (Prabhat Patnaik) και Μάγια Νταρουάλα (Maja Daruwala) - υπέβαλαν αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας, προτρέποντάς το να απελευθερώσει όλους τους πολιτικούς ακτιβιστές και ακαδημαϊκούς, επειδή οι συλλήψεις τους παραβιάζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που διασφαλίζονται σε κάθε πολίτη σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 21 του Συντάγματος. Το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την αίτησή τους, αν και ένας από τους τρεις δικαστές υπέβαλε σημείωμα διαφωνίας:
«Η διαφωνία είναι η βαλβίδα ασφαλείας της δημοκρατίας. Εάν δεν επιτρέπεται, η βαλβίδα ασφαλείας θα σπάσει.»Ωστόσο, το κυνήγι μαγισσών δεν σταμάτησε. Τον Ιούλιο του 2020, η Εθνική Υπηρεσία Ερευνών (NIA: National Investigation Agency) συνέλαβε επίσης τον Χάνι Μπαμπού (Hany Babu), καθηγητή Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Δελχί, και μέλος της επιτροπής που διεξάγει εκστρατεία για την απελευθέρωση του Σαϊμπάμπα. Ο καθηγητής Μπαμπού έχει γράψει σχετικά με τις διακρίσεις και τις φρικαλεότητες λόγω κάστας στην ινδική κοινωνία. Τον Ιούλιο, ανάρτησε στο Twitter τα εξής:
«Κάθε μέρα, μας υπενθυμίζουν ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη σε αυτήν τη χώρα. Και δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη.»Η Εθνική Υπηρεσία Ερευνών συνέχισε την προσπάθειά της να διευρύνει την υπόθεση «συνωμοσίας» τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2020. Κάλεσε δύο καθηγητές του Πανεπιστημίου του Δελχί, τον Π.Κ. Βιτζάιαν (P.K. Vijayan) και τον Ρακές Ραντζάν (Rakesh Ranjan), για ανάκριση, και συνέλαβε τους σχετικούς με τον πολιτισμό ακτιβιστές Σαγκάρ Γκόρκε (Sagar Gorkhe) και Ραμές Γκέιχορ (Ramesh Gaichor), κατηγορώντας τους για διασυνδέσεις με τους Μαοϊκούς. Οι Γκόρκε και Γκέιχορ δήλωσαν ότι η Εθνική Υπηρεσία Ερευνών τους απείλησε με σύλληψη εάν αρνηθούν να συνεργαστούν ως μάρτυρες στην υπόθεση που προσπαθούσε να κατασκευάσει.
«Η ελευθερία μου είναι η ελευθερία σου»
Δύο χρόνια μετά τον πρώτο γύρο συλλήψεων, δεν έχει σημειωθεί πρόοδος στην υπόθεση. Η αστυνομική δύναμη της Μαχαράστρα υπέβαλε αρχικά ένα κατηγορητήριο άνω των πέντε χιλιάδων σελίδων στο δικαστήριο. Ωστόσο, όταν το BJP έχασε τον έλεγχο της κρατικής διοίκησης στη Μαχαράστρα, η κυβέρνηση του Μόντι μετέφερε γρήγορα την ευθύνη για την υπόθεση από κρατικό σε ομοσπονδιακό επίπεδο, με την Εθνική Υπηρεσία Ερευνών να παίρνει τον έλεγχο.
Ενώ αυτό οδήγησε σε αύξηση της παρενόχλησης και της σύλληψης πολιτικών ακτιβιστών, η υπόθεση αυτή καθ’ αυτή δεν προχώρησε περαιτέρω. Οι ακτιβιστές στην υπόθεση Μπίμα Κορεγκάον αφέθηκαν να υποφέρουν σε διάφορες φυλακές χωρίς τις κατάλληλες υγειονομικές εγκαταστάσεις.
Όταν υπήρξε έξαρση της COVID-19 στις φυλακές της Μαχαράστρα, φίλοι και μέλη της οικογένειας του ογδόντα ενός ετών ηλικιωμένου επαναστάτη ποιητή, Βαραβάρα Ράο, εξέφρασαν την ανησυχία τους για την υγεία του. Προέτρεψαν τα δικαστήρια να τον απελευθερώσουν με ιατρική εγγύηση, αλλά αντιμετωπίστηκαν με άλλη μια απόρριψη. Έκτοτε, η υγεία του Βαραβάρα Ράο έχει επιδεινωθεί απότομα.
Σ’ αυτούς που ομιλούν την γλώσσα Τελούγκου (Telugu), ο Βαραβάρα Ράο είναι γνωστός για τις εύγλωττες, ενθουσιώδεις ομιλίες του και για το δημιουργικό του γράψιμο για διάστημα πέντε δεκαετιών. Όταν συνελήφθη τον Νοέμβριο του 2018, διατήρησε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του καθώς περπατούσε με την αστυνομία και σήκωσε με δύναμη τη γροθιά του στον αέρα ως σύμβολο θάρρους, αλληλεγγύης και αντίστασης. Τώρα ο ποιητής δεν μπορεί καν να περπατήσει μόνος του, και αγωνίζεται να αρθρώσει τα λόγια του.
Όταν οι υποστηρικτές του Βαραβάρα Ράο δημοσιοποίησαν τη σκληρή μεταχείριση του στα χέρια του κράτους, οι αρχές της φυλακής τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου βρέθηκε θετικός στην COVID-19. Αφού ο Ράο νοσηλεύτηκε για μερικές εβδομάδες, οι αρχές τον έστειλαν πίσω στη φυλακή, παρόλο που δεν είχε αναρρώσει πλήρως από τα νευρολογικά του προβλήματα.
Ο Ράο εξακολουθεί να είναι κατηγορούμενος στην υπόθεση, η οποία δεν έχει ακόμη εκδικασθεί. Τον τελευταίο μισό αιώνα, το ινδικό κράτος τον έχει μπλέξει σε είκοσι πέντε στημένες υποθέσεις (bogus cases), κρατώντας τον στη φυλακή για οκτώ συνολικά χρόνια, αν και τελικά αθωώθηκε όλες τις φορές. Δύο από τους γαμπρούς του Ράο - ο ακαδημαϊκός K. Satyanarayana και ο KV Kurmanath, δημοσιογράφος που εργάζεται για τους Ινδουιστές, - κλήθηκαν επίσης για ανάκριση από την Εθνική Υπηρεσία Ερευνών στις αρχές του Σεπτέμβρη στο πλαίσιο της συνεχώς διευρυνόμενης υπόθεσής του.
Το καλοκαίρι του 2020, εκατοντάδες διακεκριμένοι διανοούμενοι κάλεσαν για άλλη μια φορά τον πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ινδίας να απελευθερώσει όλους τους πολιτικούς κρατούμενους (συμπεριλαμβανομένων των Σαϊμπάμπα και Βαραβάρα Ράο) που κινδυνεύουν να μολυνθούν από COVID-19. Μέχρι στιγμής, δεν έχει υπάρξει απάντηση από το ινδικό κατεστημένο. Η κυβέρνηση BJP ήθελε να χρησιμοποιήσει για παραδειγματισμό αυτούς τους ακτιβιστές και τους διανοούμενους, δείχνοντας σε όλους τι συμβαίνει σε εκείνους που υψώνουν τις φωνές τους ενάντια στις αυταρχικές συνήθειές της.
Σε αυτήν την εποχή της συρρίκνωσης του δημοκρατικού χώρου, είναι σημαντικό να θυμόμαστε το μήνυμα που ο Σαϊμπάμπα απεύθυνε στους υποστηρικτές του από την απομόνωση:
«Ελπίζω ότι κανένας από εσάς δεν νοιώθει συμπάθεια[4] λόγω της [φυσικής] κατάστασής μου. Δεν πιστεύω στη συμπάθεια. Πιστεύω μόνο στην αλληλεγγύη. Σκόπευα να σας πω την ιστορία μου μόνο επειδή πιστεύω ότι είναι και η ιστορία σας. Επειδή επίσης πιστεύω ότι η ελευθερία μου είναι η ελευθερία σας.»Σημειώσεις
* Το άρθρο με τίτλο “Modi Is Making Dissent in India a Crime” αναρτήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2020 στην ιστοσελίδα https://www.jacobinmag.com και συγκεκριμένα στη διεύθυνση https://www.jacobinmag.com/2020/09/nerandra-modi-dissent-india-bjp. Συγγραφέας του άρθρου είναι ο Ashok Kumbamu ο οποίος είναι κοινωνιολόγος και μέλος του Free Saibaba Coalition. Η μετάφραση του άρθρου είναι του Κ.Κα., συνεργάτη των Αντιγειτονιών, και έγινε από τα αγγλικά. Η δημοσίευση δεν συνιστά απαραίτητα και συμφωνία με όλες τις απόψεις που διατυπώνονται.
Παραπομπές
[1] ΣτΜ: Neoliberal extractivism. Νεοφιλελεύθερος εξορυκτισμός/εξαγωγισμός.
Ο όρος εξορυκτισμός (extractivism) άρχισε να χρησιμοποιείται μόλις πρόσφατα και προέρχεται κυρίως από ερευνητές της Γεωγραφίας, των Περιβαλλοντικών Οικονομικών και της Πολιτικής Οικολογίας. Ο όρος αναφέρεται σε εκείνο το οικονομικό και αναπτυξιακό μοντέλο που προσανατολίζει την οικονομία μιας χώρας ή μιας περιοχής προς την εξόρυξη και την εξαγωγή πρώτων υλών ως το σχεδόν αποκλειστικό πεδίο οικονομικής δραστηριότητας. Στην πράξη ο εξορυκτισμός συνεχίζει να λειτουργεί ως ένας «νεοαποικιακός μηχανισμός εξόρυξης πόρων από τον παγκόσμιο Νότο και παροχής πιστώσεων στον παγκόσμιο Βορρά» (Acosta, 2013: 63) καθώς ανεξαρτήτως του τρόπου ανάπτυξης και εφαρμογής του -ακόμα και υπό αριστερό ή φιλοπροοδευτικό πρόσημο- η ουσία του μοντέλου παραμένει αναλλοίωτη.
Από το …
Βελεγράκης, Γ. (2018). Εξορυκτικές δραστηριότητες και κοινωνικό-οικολογικά κινήματα σε περίοδο κρίσης: Το παράδειγμα της εξόρυξης χρυσού στη ΒΑ Χαλκιδική. (Διδακτορική Διατριβή σ. 56-59). Αθήνα: Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Διαθέσιμο στο http://estia.hua.gr/file/lib/default/data/20589/theFile .
Επίσης ενδεικτικές πληροφορίες στο …
Alberto Acosta : Νεοεξορυκτισμός: μια σύγχρονη εκδοχή του εξορυκτισμού.
https://oikotrives.wordpress.com/2014/01/26/acosta-neoextractivism/
και στο … https://www.resilience.org/stories/2020-08-05/extractivism/
[2] ΣτΜ: Public intellectuals. Διανοούμενοι που ασχολούνται με τη ζωτική πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου· δηλαδή, συμμετέχουν στις δημόσιες υποθέσεις της κοινωνίας.
[3] ΣτΜ: Caste :Κάστα. Κλειστό σύστημα κοινωνικής διαστρωμάτωσης, στο οποίο η θέση του ατόμου καθορίζεται από τη γέννηση του. Οι κάστες υπήρξαν κυρίαρχο σύστημα διαστρωμάτωσης στην Ινδική κοινωνία για λόγους θρησκευτικούς και θεωρητικά καταργήθηκαν με νόμο το 1949.
Από το βιβλίο «Κοινωνική & Πολιτική Αγωγή» σ.25 της Γ’ Γυμνασίου.
Επίσης το «Σύστημα καστών της Ινδίας» από τη Βικιπαίδεια
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%B1_%CE%BA%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%8E%CE%BD_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%99%CE%BD%CE%B4%CE%AF%CE%B1%CF%82 .
[4] ΣτΜ: Ο όρος «sympathy» ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα και προέρχεται από την ελληνική λέξη συμπάθεια (συν και πάθος). Περιλαμβάνει την ικανότητα να “αισθάνεται κανείς” τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά συναισθήματα του άλλου. Την ικανότητα να αναγνωρίζουμε την κατάσταση που βιώνουν οι άλλοι και να συμπάσχουμε μαζί τους.
Τον εικοστό αιώνα η έννοια της συμπάθειας από την πλευρά της Κοινωνικής και αναπτυξιακής Ψυχολογίας έλαβε μια πιο απλή ερμηνεία. Δηλώνει το αίσθημα της θλίψης ή της ανησυχίας για κάποιον, βασισμένο στη συναισθηματική κατάσταση που βιώνει ο άλλος.
Η συμπάθεια αναφέρεται σε μία συναισθηματική αντίδραση η οποία πηγάζει από την συναισθηματική κατάσταση του άλλου υποκειμένου ή μια κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από συναισθήματα θλίψης ή ανησυχίας για την ευημερία κάποιου άλλου. (Eisenberg & Miller, 1987).
Η συμπάθεια υποδηλώνει απλά το αίσθημα για το άλλο πρόσωπο … περιέχει μέσα της την έννοια του οίκτου και της λύπησης.
Από το …
Κοτσάνη, Α. (2018). «Η ενσυναίσθηση των εκπαιδευτικών και η επίδρασή της στη διαμόρφωση φιλοκοινωνικής συμπεριφοράς», Διπλωματική Εργασία σ.11-13. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Διαθέσιμο στο … https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/21644/4/kotsaniAnnaMsc2018.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου