15 Απριλίου 2021

Αγωνιστικές Κινήσεις ΑΕΙ ΤΕΙ: Για το απατηλό όνειρο της «ακαδημαϊκής κοινότητας»

Το κείμενο αυτό αντλεί στοιχεία απ’ την φοιτητική κίνηση, την διαπάλη των γραμμών και τη ζωντανή πραγματικότητα της Θεσσαλονίκης. Δεν θεωρούμε όμως ότι απευθύνεται μόνο στο τοπικό δυναμικό που παρακολουθεί τις εξελίξεις, αλλά προσπαθεί μέσω ακριβώς της τοπικής εμπειρίας, να τοποθετηθεί και να απαντήσει σε ζητήματα που τίθενται (και) πανελλαδικά. Το γεγονός του «βγαλσίματος μπροστά» της Θεσσαλονίκης, σε επίπεδο μαζικών φοιτητικών διαδηλώσεων (με τις αυξομειώσεις τους) και μετά την ψήφιση του νόμου Κεραμέως, έχει φανερώσει μια αλήθεια των πραγμάτων, που πάντα ενυπάρχει σ΄ αυτά, αλλά η κίνηση και οι εξελίξεις την κάνουν να φανερωθεί πιο εύκολα και πιο εξόφθαλμα (για όποιον θέλει να τη δει). Ότι η πραγματικότητα είναι αντικειμενική, δεν προσαρμόζεται σε υποκειμενικές ερμηνείες και ότι θα βάζει την Αριστερά «στη θέση της» όσο και αν αυτή επιμένει να την αγνοεί, να τη διαστρεβλώνει και να προσπαθεί να βρίσκει τρόπους να ξεγλιστράει.



Σε αναντιστοιχία με τις υπόλοιπες πόλεις, στη Θεσσαλονίκη έχει διαμορφωθεί μια μάζα ανθρώπων που δεν «ψήνεται» να φύγει απ΄ το δρόμο, που επιμένει στο «ραντεβού» κάθε Πέμπτη, με διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές αφετηρίες (και πολιτικά «κενά») και με διαφορετική εξήγηση στο «γιατί κατεβαίνει», αλλά πάντως επιμένει. Φυσικά, δε θεωρούμε ότι η φοιτητική νεολαία της Θεσσαλονίκης, έχει κάποιου είδους (πολιτική) «θεία φώτιση» που δεν υπάρχει στα αντίστοιχα τμήματα νεολαίας στις άλλες πόλεις και ούτε χρεώνουμε κάποια ευθύνη σ’ αυτόν τον κόσμο, για τον οποίον είμαστε σίγουροι ότι κουβαλάει τα ίδια χαρακτηριστικά οργής, αγανάκτησης και αντίστασης όπως και εμείς. Πρώτα και κύρια οι ευθύνες βαραίνουν τα κομμάτια εκείνα της Αριστεράς «μας» που δεν παίρνουν την πολιτική πρωτοβουλία να δώσουν χώρο να εκφραστούν οι διαθέσεις που αναφέραμε πλατιά και μαζικά. Επειδή, ούτε θέλουν, μα ούτε και μπορούν είναι η άποψη μας, διότι το πολιτικό τους DNA είναι αναντίστοιχο τόσο με τις διαθέσεις αυτές, όσο και με τις απαιτήσεις του καιρού μας. Μία απ΄ τις εξηγήσεις της ιδιομορφίας της Θεσσαλονίκης, είναι ότι δεν έχει επικρατήσει πολιτικά η γραμμή των ΚΝΕ-ΑΡΑΣ-ΑΡΙΣ ή διαφορετικά, οι άλλες (μεγάλες κατά βάση) πόλεις όπου επικράτησε αυτή, είναι ακριβώς η επιβεβαίωση γιατί η γραμμή αυτή είναι εκείνη του «κλεισίματος του αγώνα».

Δεν επιδιώκουμε να τοποθετηθούμε εκτενώς για τη γραμμή αυτή, προτρέποντας σε ανάγνωση των σχετικών κειμένων των Αγωνιστικών Κινήσεων. Θέλουμε να εστιάσουμε σε ένα ζήτημα, που αποτελεί κομβικό σημείο αυτής. Στο ζήτημα του «μετώπου της ακαδημαϊκής κοινότητας». Και επειδή πιστεύουμε ότι ο χώρος μας, έχει αναλύσει επαρκώς θεωρητικά τη θέση και τον ρόλο του καθηγητικού στρώματος εντός του πανεπιστημίου, επιλέγουμε να μιλήσουμε με παραδείγματα, όπως τα βιώνουμε στη Θεσσαλονίκη και δείχνουν συγκεκριμένα πως αυτή η κατεύθυνση του εν λόγω «μετώπου» πάει την πάλη των φοιτητών στα βράχια.

Εδώ και αρκετό καιρό πλέον, το κτήριο της ΣΘΕ (Σχολή Θετικών Επιστημών), τελεί υπό κατάληψη, με βασικότερες καταλήψεις (με κριτήριο τη συμμετοχή στις Γ.Σ.) πρωτίστως του Φυσικού και δευτερευόντως του Μαθηματικού. Σχετικά με την κατάληψη της ΣΘΕ και με ιδιαίτερη βαρύτητα στην κατάληψη του Φυσικού, έχουν μέχρι στιγμής τοποθετηθεί (μάλλον) όλοι οι δυνατοί θεσμοί. Ολομέλεια Καθηγητών του Τμήματος Φυσικής -βλ. σχετική ανακοίνωση των Αγωνιστικών Κινήσεων-, Συνέλευση (καθηγητών) ΣΘΕ, Κοσμητεία ΣΘΕ και η ίδια η Σύγκλητος του ΑΠΘ, διακηρύττουν σε όλους τους τόνους ότι η κατάληψη δε μπορεί να γίνει ανεκτή, απειλώντας με συνεχή επανεξέταση της περάτωσης του εξαμήνου, φέρνοντας σαν μέσο πίεσης την ακύρωση της εξεταστικής. Η εκκένωση της ΣΘΕ, σε μια επανάληψη του σκηνικού της Πρυτανείας έχει πέσει στο τραπέζι και πλανάται στη συζήτηση, είτε ομολογείται είτε όχι. Στην ανακοίνωση τους μάλιστα οι καθηγητές του Φυσικού προσπάθησαν να δώσουν «γραμμή» διαδικτυακής αντί-Συνέλευσης, με σκοπό τη δημιουργία «από τα πάνω» πόλου αντικατάληψης. Τώρα που «θίγονται οι ερευνητικές τους δραστηριότητες», θυμήθηκαν να μας παροτρύνουν στην ενασχόληση με «τα κοινά», σε ένα κείμενο που λέξη δε λέει για το νόμο. Τόσο σύμμαχοι!

Σε αυτή τη δεδομένη πολιτική στιγμή λοιπόν, κάποιες δυνάμεις επιμένουν να θέτουν στις Γ.Σ. των Σ.Φ. σαν ύψιστο καθήκον των φοιτητών, τη συμμαχία με τους καθηγητές. Είναι πολιτικά εγκληματικό απαντάμε εμείς! Διαφεύγουν στις ερωτήσεις μας και στην πιεστική πραγματικότητα που τους θέτει «η ΣΘΕ», με διατυπώσεις του στυλ «οι καθηγητές του Φυσικού δεν ξέρουμε αν τοποθετήθηκαν ομόφωνα», «να ψάξουμε να βρούμε εκείνους τους λίγους που διαφωνούν» και άλλα τέτοια. Από πότε είναι «δουλειά» του φοιτητικού κινήματος να παρακαλάει τους καθηγητές; Επειδή, η λογική του «μετώπου» απ’ την πλευρά τους με τέτοιους όρους τίθεται, παρακαλητού και βαθιάς ανεμπιστοσύνης στη δυνατότητα των πλατιών φοιτητικών μαζών για την οικοδόμηση του δικού τους αυτόνομου κινήματος.

 Στο ίδιο μήκος κύματος, ειπώνεται ως «μεγάλη νίκη» οι συνελεύσεις τμημάτων των καθηγητών να είναι ανοιχτές προς τους φοιτητές ή σε ακόμη πιο βαθύ συνδιοικητικό στάδιο διεξάγονται με πρωτοβουλία των δυνάμεων αυτών, ηλεκτρονικές συζητήσεις (!!!) με τους προέδρους τμημάτων (με αποκλειστικά δε περιεχόμενα της... κουβέντας το άνοιγμα των σχολών και την αναπλήρωση των χαμένων εργαστηρίων, εξυπηρετώντας μία εντελώς μικροαστική, ατομική και συστημική λογική που λέει πως δε πα ο κόσμος να καίγεται, το μάθημα μου και το διάβασμα μου είναι πάνω απ'όλα). Πάνω σε αυτό, δε μας προκαλεί καμία έκπληξη ότι ο Πρόεδρος του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών προλόγισε συζήτηση της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ. Μας προκαλεί όμως προβληματισμό το ότι  κάποιες δυνάμεις καλούν, ακόμα και με αυτά τα δεδομένα, να “συζητήσουν” οι φοιτητές με τους προέδρους και τους καθηγητές, να κάτσουν με λίγα λόγια τα πρόβατα μαζί με το λύκο.

Βέβαια, στον “αντίποδα” υπάρχει το παράδειγμα του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών το οποίο «δεν έχει θέσει ελάχιστη βάση εισαγωγής» και άρα να «παραδειγματιστούμε από την ουσιαστική συμμαχία που ξεδιπλώνεται στη σχολή αυτή». Έχουμε αρχικά τις αμφιβολίες μας, πως σε μία “θάλασσα” ελαχίστων βάσεων εισαγωγής (που στέλνουν όλα τα τμήματα) το τμήμα Πολιτικών Μηχανικών θα αποτελέσει το “γαλατικό χωριό” που “θα σωθεί απ'τον πνιγμό”. Πέραν αυτού, το ίδιο τμήμα στις 10/2/2021 σε ψήφισμα του αναφέρει: Η Συνέλευση του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών αφού συζήτησε διεξοδικά το θέμα της ίδρυσης Πανεπιστημιακής Αστυνομίας αποφάσισε ότι είναι αντίθετη στη δημιουργία Αστυνομικού Σώματος, το οποίο να υπάγεται στην ΕΛ.ΑΣ. Αντιθέτως προκρίνει τη δημιουργία Σώματος Πανεπιστημιακής Φύλαξης το οποίο να αναφέρεται στις Πανεπιστημιακές Αρχές. Μία πρόταση που εδώ και πολύ καιρό έχει διατυπώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, που επί της ουσίας αναγνωρίζει το αφήγημα περί «βίας και ανομίας μέσα στα πανεπιστήμια» και άρα καθίσταται αναγκαία η φύλαξη τους. Στο σημείο αυτό, να υπενθυμίσουμε στους πάσης φύσεως θιασώτες της φύλαξης μέσα στα ΑΕΙ, την πρόσφατη αποκάλυψη φακελώματος πολιτικών δραστηριοτήτων και αγωνιστών από φύλακες του ΑΠΘ. Και αυτό για να αναρωτηθούμε με ποιους εν τέλει αναζητάμε συμμαχίες.

Απ’ την πλευρά μας, να ξεκαθαρίσουμε τα εξής. Είναι ένα ζητήμα, το «μέτωπο της ακαδημαϊκής κοινότητας», όπως τίθεται εμμονικά απ’ τους ΚΝΕ-ΑΡΑΣ-ΑΡΙΣ σαν πρώτο και κύριο, αφήνοντας στα «δεύτερα» και στο «παρεμπιπτόντως» τη συζήτηση για τη συγκρότηση των φοιτητών. Άλλο ζήτημα, τελείως διαφορετικό, αποτελεί η δυνατότητα του φοιτητικού κινήματος να συμπαρασύρει μαζί του κομμάτια και τμήματα της προοδευτικής διανόησης, πάντα κάτω απ’ τη δική του πολιτική ηγεμονία και μπορώντας να «ζήσει» και χωρίς αυτά. Αλλά δεν είμαστε εκεί. Είναι αντιστροφή της πραγματικότητας, να τίθεται το ζήτημα των συμμαχιών και των «μετώπων» εκ των ων ουκ άνευ (ακόμα και αν τίθεται με τα σωστά πολιτικά χαρακτηριστικά) πρώτου απαντηθεί το ζήτημα της συγκρότησης του βασικού υποκειμένου πάλης, μέσα στα δικά του όργανα και τις διαδικασίες του, για την ανατροπή του νόμου, που δεν είναι άλλο απ’ το φοιτητικό κίνημα

Όλα τα παραπάνω, τα θέτουμε όχι από μια ιδιοτροπία μας και από ένα “a priori” συμπέρασμα πως οι καθηγητές είναι ενάντια μας, αλλά γιατί η ίδια η πραγματικότητα αποδεικνύει πως τα συμφέροντα των φοιτητών και του στρώματος των καθηγητών δε μπορεί να είναι κοινά. Σε αυτή τη βάση, επειδή και ο νόμος Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη αλλά και η γενικότερη επίθεση στην εκπαίδευση που διαδραματίζεται και μέλλεται να συνεχιστεί και να οξυνθεί, δεν έχει στο στόχαστρο τους καθηγητές, αλλά τη νεολαία και το δικαίωμα της να σπουδάζει και να σπουδάζει αξιοπρεπώς, θεωρούμε πως η απόκρουση της επίθεσης δε μπορεί παρά να είναι δικιά της υπόθεση. Και για να καταθέσουμε και εμείς την άποψή μας, έστω και σαν στοιχείο κατεύθυνσης σε αυτή τη φάση, για το που πρέπει  να αναζητήσει τις συμμαχίες του ο φοιτητόκοσμος, δεν είναι παρά στους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς με στόχο τη δημιουργία ενός πανεκπαιδευτικού μετώπου αντίστασης.

Υγ. Απ’ την κριτική των υπογραφόντων δεν μένουν στο απυρόβλητο και όσα εκ των «ανοιχτών πλαισίων» (στα οποία παρεμβαίνει ο α/α χώρος) θέτουν παρόμοια ζητήματα συμμαχίας με το καθηγητικό στρώμα, μιλάνε για συμπορεύσεις και εν τέλει καλλιεργούν τις ίδιες αυταπάτες. Τους αποδίδουμε στο ακέραιο ότι χρεώνουμε και για τις ΚΝΕ-ΑΡΑΣ-ΑΡΙΣ. 

13/4/2021

Αγωνιστικές Κινήσεις ΑΕΙ - ΤΕΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια: