27 Αυγούστου 2021

Ποιοι είναι οι Ταλιμπάν;*


M
ια παλαιότερη ανάλυση του Κομμουνιστικού (Μαοϊκού) Κόμματος του Αφγανιστάν

[Το ακόλουθο κείμενο είναι μετάφραση αποσπάσματος από το φυλλάδιο «Ιστορικό υπόβαθρο του Αφγανιστάν» το οποίο παρατέθηκε ως παράρτημα στο πρόγραμμα του Κομμουνιστικού (Μαοϊκού) Κόμματος του Αφγανιστάν [Κ(Μ)ΚΑ] που δημοσιεύθηκε το 2004. Ο ανωτέρω τίτλος [Ποιοι είναι οι Ταλιμπάν;] έχει επιλεχθεί για την τρέχουσα μετάφραση. Το κείμενο δίνει μια περιγραφή της εμφάνισης των Ταλιμπάν το 1994 έως την πτώση του καθεστώτος τους το 2001]

Στις 12 Οκτωβρίου 1994, η παραμεθόρια πόλη Σπιν Μπολντάκ, στην επαρχία Κανταχάρ[1], δέχθηκε επίθεση από ομάδες Ταλιμπάν (Σπουδαστών θρησκευτικών σχολείων), οι οποίοι αποτελούνταν κυρίως από Αφγανούς που φοιτούσαν σε θρησκευτικά σχολεία στο Πακιστάν. Το όνομα Tahreek-e-Taliban έγινε γνωστό για πρώτη φορά όταν κατέλαβαν την Σπιν Μπολντάκ και νίκησαν τις δυνάμεις της οργάνωσης Hezb-e-Islami[2] που στάθμευαν εκεί.

Αυτή η προηγουμένως άγνωστη δύναμη, η οποία δήλωσε τον στόχο της να εγκαθιδρύσει ασφάλεια και να αφοπλίσει τις ένοπλες συμμορίες χωρίς καμιά απ’ ότι φαίνεται αξίωση σχηματισμού κυβέρνησης, κατόρθωσε να προελάσει  γρήγορα και να καταλάβει εύκολα αρκετές νότιες επαρχίες μέσα σε λίγους μήνες και να φτάσει στα περίχωρα της Καμπούλ. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι Ταλιμπάν κατόρθωσαν να απομακρύνουν τις δυνάμεις των μουτζαχεντίν (Hezb-e-Islami, Junbish Milli και Hezb-e-Wahdat) γύρω και μέσα από την Καμπούλ, και σε λιγότερο από έξι μήνες από την εμφάνισή τους ήλθαν αντιμέτωπες με τις δυνάμεις των Ραμπανί-Μασούντ[3] που ηγούντο του Ισλαμικού Κράτους στην Καμπούλ. Τότε ήταν που άρχισε και η εχθρότητα μεταξύ Ταλιμπάν και Ισλαμικού Κράτους των Ραμπανί-Μασούντ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι Ραμπανί-Μασούντ είχαν καλωσορίσει και διευκολύνει την προέλαση των Ταλιμπάν ως μέσο αποδυνάμωσης των αντιπάλων τους της οργάνωσης Hezb-e-Islami.

Η ταχεία εξέλιξη των Ταλιμπάν από μια μικρή σε μια μεγάλη δύναμη που διεκδικούσε πολιτική εξουσία ήταν στην πραγματικότητα προϊόν τριών ιμπεριαλιστικών και αντιδραστικών παραγόντων. 

1. Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές και οι Πακιστανοί και Άραβες αντιδραστικοί σύμμαχοί τους αντιλήφθηκαν την αναποτελεσματικότητα της Hezb-e-Islami και των συμμάχων της να εξασφαλίσουν τα ιμπεριαλιστικά και αντιδραστικά συμφέροντά τους, ειδικότερα τη σταθερότητα στο Αφγανιστάν για την εξασφάλιση της πρόσβασης στους πλούσιους πόρους της Κεντρικής Ασίας, και σταμάτησαν ως εκ τούτου να υποστηρίζουν την οργάνωση Hezb-e-Islami και δημιούργησαν και υποστήριξαν το Κίνημα των Ταλιμπάν.

2. Ο κλήρος και οι σπουδαστές των θρησκευτικών σχολείων είναι η ραχοκοκαλιά και ο κύριος στρατός των ιεροκηρύκων και προπαγανδιστών του Ισλάμ. Αυτοί είχαν τον ηγετικό ρόλο στο Κίνημα των Ταλιμπάν από την αρχή. Οι Ισλαμιστές μαχητές, όχι μόνο στις περιοχές Παστούν του Αφγανιστάν και του Πακιστάν, αλλά σε μεγάλο βαθμό και σ’ άλλα μέρη της χώρας, εκτός από τις περιοχές των Σιιτών, εντάχθηκαν στους Ταλιμπάν για να «εξαγνίσουν» την «ανηθικότητα» των δυνάμεων των Ισλαμιστών Μουτζαχεντίν, που κυριάρχησαν στη χώρα μετά την κατάρρευση του υποστηριζόμενου από τους Σοβιετικούς κράτους. Συνεπώς, οι Ταλιμπάν αντιπροσωπεύουν πιο φεουδαρχικές θέσεις -απόψεις και στάσεις- (feudal position) από αυτές που αντιπροσωπεύει το υπό την ηγεσία των Ραμπανί-Μασούντ Ισλαμικό Κράτος του Αφγανιστάν.

3. Με την κατάρρευση του υποστηριζόμενου από τους Σοβιετικούς κράτους, η κυριαρχία των Παστούν πάνω στο κράτος είχε λάβει τέλος. Ο εκθρονισμένος σοβινισμός των κυρίαρχων τάξεων των Παστούν δεν μπορούσε πλέον να βασίζεται στις διαλυμένες δυνάμεις της Hezb-e-Islami, ούτε και στις λοιπές διασκορπισμένες και μισητές δυνάμεις των Ισλαμικών συμμοριών των Μουτζαχεντίν στις περιοχές των Παστούν, για να αποκαταστήσει την εξουσία του, με αποτέλεσμα την εξάρτηση από το Κίνημα των Ταλιμπάν για να εξασφαλισθεί η ενότητα των αντιδραστικών Παστούν ώστε να αποκατασταθεί η κυριαρχία τους.

Η πολιτικο-στρατιωτική σύνθεση των δυνάμεων των Ταλιμπάν αντανακλούσε τη συγκέντρωση των προαναφερθέντων εξωτερικών και εσωτερικών ιμπεριαλιστικών και αντιδραστικών παραγόντων, με τους μουλάδες και τους σπουδαστές στα θρησκευτικά σχολεία στις περιοχές Παστούν του Αφγανιστάν και του Πακιστάν να παίζουν κεντρικό ρόλο. Ορισμένα πρώην μέλη του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν (ΛΔΚΑ)[4], η οργάνωση «Αφγανικό Έθνος»[5] και μερικοί πρώην γραφειοκράτες υποστηρικτές του βασιλιά είτε συμμετείχαν στην εγκαθίδρυση του Κινήματος των Ταλιμπάν από την αρχή είτε το υποστήριξαν μετά την είσοδό του στη στρατιωτική-πολιτική αρένα της χώρας. Ορισμένοι μουλάδες και θρησκευόμενοι σπουδαστές μέλη της οργάνωσης Jamiat Ulema-e-Islam[6] στο Πακιστάν συμμετείχαν άμεσα στο Κίνημα των Ταλιμπάν. Από την αρχή της εμφάνισης των Ταλιμπάν, Πακιστανοί αξιωματικοί του στρατού συμμετείχαν στην ηγεσία των μάχιμων δυνάμεών τους. Διά μέσου κυρίως των πακιστανικών κυβερνητικών και μη κυβερνητικών πολιτικών και στρατιωτικών διαύλων συνέρρευσαν σταδιακά στο Αφγανιστάν, για να υποστηρίξουν τους Ταλιμπάν, οι Άραβες και οι μη Άραβες Ισλαμιστές από διάφορες χώρες. Η Jamiat Ulema-e-Islami του Πακιστάν, η Πακιστανική κυβέρνηση, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, συμμετείχαν άμεσα στη εγκαθίδρυση και την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη των Ταλιμπάν.

Οι Αμερικανοί και Βρετανοί ιμπεριαλιστές υποστήριξαν επίσης, άμεσα και έμμεσα, την ίδρυση αυτού του αντιδραστικού κινήματος.

Οι Ταλιμπάν απέκτησαν εμπειρία σε πραγματικό πόλεμο μόνο αφού ήλθαν αντιμέτωπες με τις στρατιωτικές δυνάμεις της κυβέρνησης Ραμπανί-Μασούντ. Απέναντι σ’ αυτές τις δυνάμεις, οι Ταλιμπάν και οι ξένοι ιμπεριαλιστές και αντιδραστικοί υποστηρικτές τους συνάντησαν σοβαρά εμπόδια. Η κυβέρνηση Ραμπανί-Μασούντ πάλεψε από τη θέση της υπεράσπισης του αναδυόμενου Τατζικικού (Tajik) σοβινισμού ενάντια στην αναβίωση του εκθρονισμένου σοβινισμού των Παστούν και ήταν εξαρτημένη από τον ρωσικό ιμπεριαλισμό και τους αντιδραστικούς Ιρανούς και Ινδούς περιφερειακούς συμμάχους της. Ωστόσο, με την άμεση και ενεργό συνεργασία των Πακιστανών πρακτόρων, οι Ταλιμπάν κατάφεραν να καταλάβουν την Καμπούλ το 1996, δύο χρόνια μετά την εμφάνισή τους στη Σπιν Μπολντάκ.

Οι Ταλιμπάν και οι ξένοι αντιδραστικοί και ιμπεριαλιστές υποστηρικτές τους υπολόγιζαν ότι μετά την κατάληψη της Καμπούλ, δεν θα αντιμετώπιζαν κάποιο σημαντικό εμπόδιο και θα ήταν σε θέση να κυριαρχήσουν εύκολα σε ολόκληρη τη χώρα. Για το λόγο αυτό, οι δυνάμεις των Ταλιμπάν, αφού κατέλαβαν την πόλη της Καμπούλ, κινήθηκαν γρήγορα προς τα βόρεια και έφτασαν στο Σαλάνγκ[7] και στην είσοδο της Κοιλάδας Παντζσίρ (Panjshir Valley). Οι αντίπαλες όμως δυνάμεις αντέδρασαν έντονα. Για πρώτη φορά, οι Ταλιμπάν υπέστησαν απώλειες αρκετών χιλιάδων μαχητών στις επιδρομές τους στον Βορρά. Μόνο ό,τι απέμεινε απ’ αυτές τις δυνάμεις μπόρεσε να υποχωρήσει στην Καμπούλ.

Ο πόλεμος κράτησε πολύ καιρό με άνευ προηγουμένου ωμότητα και βαρβαρότητα. Κάτι που αποκάλυψε περαιτέρω τον αντιδραστικό, αντιλαϊκό χαρακτήρα των Ταλιμπάν αλλά και των αντίπαλων δυνάμεων.

Καθώς ο πόλεμος αποκτούσε ένταση και επεκτεινόταν, γινόταν ολοένα και πιο εμφανής, μεταξύ των Ταλιμπάν, η παρουσία ξένων αντιδραστικών Ισλαμιστικών δυνάμεων, από τα απλά μέλη μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας τους. Οι Ταλιμπάν πάλεψαν παθιασμένα ​​σε τρία μέτωπα εναντίον των δυνάμεων των οργανώσεων Jamiat, Junbish Milli και Hizb Wahdat (Πολιτοφυλακών που ανήκουν σε μη-Παστούν εθνότητες). Το «Μεγάλο Παιχνίδι» βρισκόταν σε εξέλιξη στο Αφγανιστάν και οι ξένοι υποστηρικτές των Ταλιμπάν βιάζονταν να αποκτήσουν πρόσβαση στα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στην κεντρική Ασία, με τις αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου να παίζουν κεντρικό ρόλο.

Οι πακιστανικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνητικών αξιωματούχων και των στρατιωτών, καθώς και οι εθελοντές από Ισλαμιστικά κόμματα και θρησκευτικά σχολεία, αποτελούσαν ένα σημαντικό τμήμα αυτών των ξένων αντιδραστικών στοιχείων. Η Αλ Κάιντα, με επικεφαλής τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, μετέτρεψε το Αφγανιστάν σε κεντρική βάση για τις δυνάμεις της. Μέλη των Ισλαμιστικών κινημάτων στην κεντρική Ασία και την Τσετσενία συνέρρευσαν σε περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν. Ακόμη και στοιχεία από Δυτικές χώρες προσχώρησαν στις τάξεις των Ταλιμπάν. Αυξήθηκε η άμεση πολιτική, στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη από τις αντιδραστικές κυβερνήσεις του Πακιστάν, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, όπως και από ορισμένους μη κυβερνητικούς Ισλαμιστικούς κύκλους στον αραβικό κόσμο, και η έμμεση υποστήριξη των ΗΠΑ και των Βρετανών ιμπεριαλιστών στους Ταλιμπάν. Το Πακιστάν, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αναγνώρισαν ακόμη και επίσημα την κυβέρνηση των Ταλιμπάν.

Ο τραχύς σοβινισμός των Ταλιμπάν αποκαλύφθηκε πλήρως. Εφαρμόζοντας, στις περιοχές άλλων, μη-Παστούν, εθνοτήτων, σχέδια εθνοκάθαρσης εγκληματικά, άνευ προηγουμένου στην ιστορία του Αφγανιστάν, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σφαγιάστηκαν, λεηλατήθηκαν και εκτοπίστηκαν από τα σπίτια τους.


Ο θρησκευτικός εξτρεμισμός των Ταλιμπάν έφτασε σε παθολογικό επίπεδο. Εξαπέλυσαν με νοσηρό τρόπο τη θρησκευτική αστυνομία τους, που σχετίζεται με την «προώθηση της αρετής και την πρόληψη της διαφθοράς» (“promoting virtue and preventing vice”) στις μάζες, για την σκληρή εφαρμογή θρησκευτικών κανόνων, τελετουργιών και παραδόσεων. Πάνω απ’ όλα, οι Ταλιμπάν, συγκροτώντας μια Τζίργκα[8] φιλικά διακείμενων μουλάδων, έχρισαν τον ηγέτη τους «αρχηγό των πιστών» ("Amir al-Mu'minin")  και ονόμασαν την κυβέρνησή τους Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν. Εφάρμοσαν το Νόμο της Σαρία (Sharia Law) σ’ όλη του την κτηνωδία και επιδίωξαν να επιβάλλουν σκληρές ποινές όπως δημόσιες εκτελέσεις, λιθοβολισμούς, μαστιγώσεις και ακρωτηριασμούς.

Μια σημαντική πτυχή της θρησκευτικής αντίδρασης και του φανατισμού των Ταλιμπάν εκδηλώθηκε με τον τρελό (insane) μισογυνισμό τους. Δεν έδωσαν κανένα κοινωνικό ή ατομικό δικαίωμα στις γυναίκες, τις θεώρησαν απλές σκλάβες και κρατούμενες στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους, και ότι στερούνται κάθε δικαιώματος εκπαίδευσης, εργασίας εκτός σπιτιού, ελευθερίας στο ντύσιμο, ακόμη και για αγορές και ψώνια στα μαγαζιά. Ο λιθοβολισμός των γυναικών είχε γίνει συνήθης πρακτική στο Ισλαμικό Εμιράτο. Η αστυνομία των αδαών ζηλωτών της «πρόληψης της διαφθοράς και της προώθησης της αρετής» καταδίωκε και πρόσβαλε τις γυναίκες καθημερινά και βλέποντας το παραμικρό σημάδι «αμαρτήματος» (“transgression”), μαστίγωνε τις γυναίκες στους δρόμους. Συλλάμβαναν κορίτσια και νεαρές γυναίκες ακόμη και ως λάφυρα πολέμου.

Οι Ταλιμπάν συνέχισαν τη λεηλασία της δημόσιας περιουσίας, όπως και οι προκάτοχοί τους Μουτζαχεντίν, άρχισαν όμως επίσης να λεηλατούν τις μάζες στο όνομα της δεκάτης[9] και της Ζακάτ[10]. Μετέτρεψαν το πρόγραμμα γενικού αφοπλισμού του λαού, το οποίο είχαν θέσει στην κορυφή της ατζέντας τους, σε μέσο βασανισμού και εκμετάλλευσης των μαζών. Η διοίκηση και η δικαιοσύνη των Ταλιμπάν, παρά τον πρωτογονισμό και τη αδυναμία τους, διέπρεψαν στη δωροδοκία και την υπεξαίρεση/κατάχρηση και έγιναν κέντρα λεηλάτησης και απομύζησης των μαζών.

Το Αφγανιστάν εξελίχθηκε, κατά τη διάρκεια του καθεστώτος των Ταλιμπάν, σε σημαντικό παραγωγό ναρκωτικών παγκοσμίως. Ο μουλάς Ομάρ αποκάλεσε το όπιο ατομική βόμβα των Ταλιμπάν. Η είσπραξη δεκάτης ή Ισλαμικών φόρων από το όπιο αποτελούσε μία από τις κύριες πηγές χρηματοδότησης των Ταλιμπάν. Βρίσκονταν σε συνεργασία (in cahoots) με εμπόρους ναρκωτικών, αποκτώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τεράστιους οικονομικούς πόρους[11]. Η απαγόρευση της καλλιέργειας παπαρούνας οπίου τον τελευταίο χρόνο της διακυβέρνησης των Ταλιμπάν ήταν ένα εμπορικό και προσωρινό μέτρο για την αποτροπή της απότομης πτώσης των τιμών του οπίου.

Ερχόμενοι αντιμέτωποι με τους Ταλιμπάν και τους ξένους ιμπεριαλιστές και αντιδραστικούς υποστηρικτές τους, οι Ρώσοι ιμπεριαλιστές και οι Ιρανοί και Ινδοί σύμμαχοί τους, και σε μικρότερο βαθμό οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές, υποστήριζαν ανοιχτά τις αντιδραστικές δυνάμεις που αντετίθεντο στους Ταλιμπάν. Παρ’ όλη όμως αυτή την υποστήριξη, οι οργανώσεις Junbish-e-Milli και Hezb-e-Wahdat δεν ήταν συνεπείς στην αντίθεσή τους με τους Ταλιμπάν και συμμετείχαν συνεχώς σε μυστικές ή δημόσιες προσπάθειες συμβιβασμού με τους Ταλιμπάν και τους ξένους ιμπεριαλιστές και αντιδραστικούς υποστηρικτές τους. Αυτή η ασυνέπεια και η ασυμφωνία μεταξύ τους έγινε ένας από τους σημαντικούς παράγοντες για την προέλαση των Ταλιμπάν στο Βόρειο και Κεντρικό Αφγανιστάν. Παρά το γεγονός ότι υπέστησαν μεγάλες απώλειες, οι Ταλιμπάν νίκησαν τις Junbish-e-Milli[12] και Hezb-e-Wahdat[13] και πήραν τον έλεγχο στο Βόρειο και Κεντρικό Αφγανιστάν το 1998. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, οι υπό την ηγεσία των Ραμπανί και Μασούντ δυνάμεις της Jamiat συνέχισαν τον αγώνα εναντίον τους αλλά αργά-αργά και σταθερά, απώλεσαν τα εδάφη τους και περιορίστηκαν σε ολοένα και μικρότερες περιοχές. Όταν ο Αχμάντ Σάχ Μασούντ (Ahmad Shah Massoud) δολοφονήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2001, οι δυνάμεις της Jamiat, οι οποίες έλεγχαν μόνο το Μπανταχσχάν (Badakhshan) και τμήματα των Καπίσα (Kapisa), Παρβάν (Parwan) και Ταχάρ (Takhar)[14], ήταν στα πρόθυρα της ολικής ήττας. Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ακολουθούμενα από την εισβολή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο Αφγανιστάν στις 7 Οκτωβρίου 2001, έσωσαν τις αντιδραστικές ενάντια στους Ταλιμπάν δυνάμεις από οριστικό θάνατο.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου αντίστασης ενάντια στους Σοβιετικούς σοσιαλ-ιμπεριαλιστές, οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές και οι Πακιστανοί και Άραβες σύμμαχοί τους οργάνωσαν και εξόπλισαν Ισλαμιστές από διάφορες χώρες και τους έστειλαν στο Αφγανιστάν. Η Αλ Κάιντα, με επικεφαλής τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, δημιουργήθηκε από τις τάξεις αυτών των Ισλαμιστών.

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, αντιτιθέμενος στην παρουσία των αμερικανικών δυνάμεων στη Σαουδική Αραβία, μπλέχτηκε σε διαφωνίες με τη βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας, εκδιώχθηκε από τη Σαουδική Αραβία και πήγε στο Σουδάν. Η κυβέρνηση του Σουδάν, υπό την πίεση της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας, αρνήθηκε να χορηγήσει άσυλο στον Οσάμα και αυτός επέστρεψε στο Αφγανιστάν το 1996. Η επανεγκατάσταση, ωστόσο, του Οσάμα στο Αφγανιστάν και η ένωση της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν είναι αδιανόητη χωρίς την υποστήριξη της κυβέρνησης του Πακιστάν και των Αμερικανών ιμπεριαλιστών.

Η Αλ Κάιντα όμως, η οποία είχε εδραιωθεί σε περιοχές που ελέγχονταν από τους Ταλιμπάν μέχρι το 1998 και είχε γίνει ένας από τους σημαντικότερους χρηματοδότες των Ταλιμπάν, παρέμεινε αφοσιωμένη στον αντιαμερικανισμό της. Όταν ο Οσάμα Μπιν Λάντεν κήρυξε τζιχάντ κατά των Ηνωμένων Πολιτειών από τη βάση του στο Αφγανιστάν και λίγο αργότερα οι αμερικανικές πρεσβείες στην ανατολική Αφρική δέχθηκαν επίθεση, οι σχέσεις μεταξύ του υπηρέτη και του πρώην αφέντη έφτασαν σε νέο επίπεδο έντασης. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ κατηγόρησε την Αλ Κάιντα και τον ηγέτη της για τις επιθέσεις και εκτόξευσε πυραύλους στις βάσεις τους στο Αφγανιστάν στις 20 Αυγούστου 1998. Οι επιθέσεις αυτές, ωστόσο, δεν σήμαιναν ότι οι Αμερικανοί έπαψαν να υποστηρίζουν τους Ταλιμπάν.

Με την αυξανόμενη συγκέντρωση Ισλαμιστών από χώρες της Κεντρικής Ασίας στο Αφγανιστάν, το Ισλαμικό Εμιράτο των Ταλιμπάν αποτέλεσε απειλή για τις κυβερνήσεις της κεντρικής Ασίας, της Ρωσίας και της Κίνας. Αυτό ώθησε τις κυβερνήσεις της κεντρικής Ασίας, στις οποίες επενδύουν επίσης οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές, περισσότερο προς τη Ρωσία και την Κίνα, και δημιουργήθηκε η «Ομάδα των Πέντε της Σαγκάης» ("Shanghai Group of Five"), η οποία αργότερα έγινε το περιφερειακό σύμφωνο έξι χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, της Κίνας, του Καζακστάν, του Κιργιστάν, του Τατζικιστάν και του Ουζμπεκιστάν.

Συνεπώς, το Ισλαμικό Εμιράτο των Ταλιμπάν, αντί να ανοίξει το δρόμο για να αποκτήσουν πρόσβαση στην κεντρική Ασία και τους πόρους της οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ, έγινε παράγοντας ενίσχυσης της ρωσικής και κινεζικής επιρροής στην περιοχή. Ήταν σαφές ότι το Ισλαμικό Εμιράτο δεν ήταν πλέον ωφέλιμο μα επιζήμιο για τα συμφέροντα των Αμερικανών ιμπεριαλιστών.

Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 έλαβαν χώρα τι στιγμή που οι Ταλιμπάν ήταν στα πρόθυρα μιας πλήρους νίκης μετά τη δολοφονία του Αχμάντ Σάχ Μασούντ. Αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου κατηγόρησαν την Αλ Κάιντα και τον Οσάμα Μπιν Λάντεν για την επίθεση και εισέβαλαν στο Αφγανιστάν.

Χρησιμοποιώντας τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ως κάλυμμα, οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ κατόρθωσαν να σχηματίσουν έναν ευρύ διεθνή ιμπεριαλιστικό και αντιδραστικό συνασπισμό για να εισβάλουν στο Αφγανιστάν. Οι αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις, χρησιμοποιώντας τα πιο σύγχρονα και καταστρεπτικά όπλα και στρατιωτικό εξοπλισμό, εξαπέλυσαν τις σφοδρές επιθέσεις τους στο Αφγανιστάν το βράδυ της 7ης Οκτωβρίου 2001. Άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προσχώρησαν στην επίθεση και παρείχαν υλικοτεχνική υποστήριξη και υποστήριξη στον τομέα των πληροφοριών. Αρκετές χώρες της κεντρικής Ασίας, το Πακιστάν, η θάλασσα του Ομάν και ο Κόλπος έγιναν βάσεις για τις δυνάμεις που εισέβαλαν στο Αφγανιστάν.

Οι αντι-Ταλιμπάν αντιδραστικοί, συμπεριλαμβανομένων των αντιδραστικών δυνάμεων που συνδέονται με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό και των αντιδραστικών πολέμαρχων, δήλωσαν ανοιχτά την ετοιμότητά τους να χρησιμοποιήσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στην υπηρεσία της αμερικανικής εισβολής τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Οι σφοδρές αεροπορικές επιδρομές και οι επιθέσεις των εισβολέων με πυραύλους διήρκεσαν σχεδόν δύο μήνες, κατά τους οποίους δεκάδες χιλιάδες άμαχοι Αφγανοί σκοτώθηκαν και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι εκτοπίστηκαν, αφήνοντας τη χώρα πιο κατεστραμμένη.

Οι Ταλιμπάν και οι ξένοι Ισλαμιστές σύμμαχοί τους, οι οποίοι μισούνταν από τις μάζες, παρά τον πλούσιο εξοπλισμό τους και τις σκληραγωγημένες στη μάχη ένοπλες δυνάμεις τους δεν μπόρεσαν να προβάλλουν μια παρατεταμένη αντίσταση. Ο εξαιρετικά αντιδραστικός και αντεθνικός χαρακτήρας των Ταλιμπάν και των ξένων συμμάχων τους τους οδήγησε να συνεχίσουν τον αντιδραστικό εμφύλιο πόλεμο, ακόμη και όταν η χώρα αντιμετώπιζε μια ιμπεριαλιστική εισβολή. Αλλά ακόμη και μετά την αντιμετώπιση της εισβολής, κράτησαν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους σε μια τακτική γραμμή μάχης ενάντια στις αντιδραστικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Μια τέτοια στρατιωτική στρατηγική τους έκανε εξαιρετικά εύκολους και προσιτούς στόχους έτσι ώστε οι εισβολείς να καταστρέψουν τις δυνάμεις, τον εξοπλισμό και τα όπλα τους.

Η επίθεση έγινε πιο ακριβής και θανατηφόρος μετά την επίτευξη στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ εισβολέων και αντιδραστικών πολέμαρχων που αντετίθεντο στους Ταλιμπάν. Η κατάρρευση των γραμμών μάχης των Ταλιμπάν, μετά από σχεδόν δύο μήνες αντίστασης, ήταν έντονη, ξαφνική και εκτεταμένη. Οι δυνάμεις στην πρώτη γραμμή σφαγιάστηκαν και πολλοί επιβίωσαν εγκαταλείποντας κρυφά το πεδίο της μάχης. Ως αποτέλεσμα, οι πολέμαρχοι, των οποίων οι δυνάμεις είχαν επανέλθει στη ζωή για να υπηρετήσουν τους ιμπεριαλιστές εισβολείς ως οι κύριες χερσαίες δυνάμεις τους, κατέλαβαν άνετα μεγάλα τμήματα της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Καμπούλ. Μετά από αυτό, οι χερσαίες δυνάμεις των ιμπεριαλιστών κατακτητών πάτησαν έδαφος σε διάφορα μέρη της χώρας και δημιούργησαν τις βάσεις τους.

Η συνάντηση της Βόννης[15] συγκλήθηκε από τους ιμπεριαλιστές υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών και εκεί συγκεντρώθηκαν οι εθνοπροδότες. Αυτή η συνάντηση διαμόρφωσε τη σύνθεση του καθεστώτος ανδρεικέλων και καθόρισε τη μελλοντική προδοτική πορεία του. Πριν το καθεστώς ανδρεικέλων αναλάβει την εξουσία στην Καμπούλ, οι εναπομείνασες δυνάμεις των Ταλιμπάν στην Κουντούζ[16] και την Κανταχάρ είχαν εξολοθρευθεί. Κάποιες από αυτές διασκορπίστηκαν και άλλες παραδόθηκαν στην αντιπολίτευση.

Τα διαλυμένα κατάλοιπα των Ταλιμπάν, σε όλη σχεδόν τη χώρα, είτε εντάχθηκαν στο καθεστώς ανδρεικέλων είτε διέφυγαν έξω από το Αφγανιστάν. Και μόνο μικρές ομάδες μαζί με τους ξένους συμμάχους τους παρέμειναν σε κάποιες απομακρυσμένες ανατολικές και νότιες συνοριακές περιοχές, όπου τους κατεδίωκαν και τους κυνηγούσαν οι ιμπεριαλιστές εισβολείς και οι σατράπες τους.

Το καθεστώς ανδρεικέλων, υπό την προστασία και την υποστήριξη των ιμπεριαλιστών κατακτητών, εγκαταστάθηκε στην Καμπούλ στις 7 Δεκεμβρίου 2001 για να τους προσφέρει προσωπείο και να εξυπηρετήσει την ιμπεριαλιστική κατοχή στη χώρα. Οι κατοχικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις υπό τη σημαία των Ηνωμένων Εθνών, ακολουθώντας τις αποφάσεις της Συνάντησης της Βόννης των Εθνοπροδοτών, εγκαταστάθηκαν στο Αφγανιστάν για να προστατεύσουν το καθεστώς ανδρεικέλων και να αποτρέψουν την εσωτερική διάλυσή του.

Έτσι, κάτω από την τεράστια πίεση του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού και αντιδραστικού συνασπισμού, τις προδοσίες των αντιδραστικών τζιχαντιστών και Ταλιμπάν, τη συγκλονιστική έλλειψη κανονικής λειτουργίας (staggering turmoil) λόγω της διάρκειας των διαφόρων συνεπειών της δεκαετούς σοσιαλ-ιμπεριαλιστικής εισβολής και κατοχής, του αντιδραστικού εμφυλίου πολέμου και της αδυναμίας του επαναστατικού και εθνικού δημοκρατικού στρατοπέδου στη χώρα, η χώρα των ανθρώπων που πάντα αναζητούσαν την ανεξαρτησία έχει προσωρινά υποταχθεί.

Σημειώσεις

* Το άρθρο με τίτλο “Who are the Taliban?” βρίσκεται  στην ιστοσελίδα http://www.sholajawid.org    στη διεύθυνση www.sholajawid.org/english/main_english/who_are_taliban_E_sh_27_d4.html

Η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά και η δημοσίευση δεν συνιστά απαραίτητα και συμφωνία με όλες τις απόψεις που διατυπώνονται. Την μεταφραση έκανε ο Κ.Καψ.

Παραπομπές

[1]        ΣτΜ. Spin Boldak:  H έδρα της ομώνυμης περιφέρειας στη νότια επαρχία Κανταχάρ (Kandahar) του Αφγανιστάν, δίπλα στα σύνορα με το Πακιστάν. Συνδέεται με αυτοκινητόδρομο με την πόλη Κανταχάρ στα βόρεια και με το Πακιστάν στα νότια. Εκεί βρίσκεται το δεύτερο κυριότερο σημείο εισόδου μεταξύ Αφγανιστάν και Πακιστάν, το συνοριακό πέρασμα Wesh-Chaman. Είναι διαμετακομιστικό κέντρο μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών. H επαρχία Κανταχάρ είναι μια από τις 34 διοικητικές περιφέρειες του Αφγανιστάν και βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας στα σύνορα με το Πακιστάν. Πρωτεύουσά της είναι η ομώνυμος πόλη Κανταχάρ στον ποταμό Αργκαντάμπ, σε υψόμετρο 1.010 μ. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Αφγανιστάν μετά την Καμπούλ, με πληθυσμό περίπου 614.118 κατοίκους.

https://en.wikipedia.org/wiki/Spin_Boldak

https://en.wikipedia.org/wiki/Kandahar_Province

https://en.wikipedia.org/wiki/Kandahar

[2]        ΣτΜ. Hezb-e-Islami, που σημαίνει «Ισλαμικό Κόμμα», είναι μια Ισλαμιστική οργάνωση που έγινε γνωστή για τον αγώνα της κατά της «Κομμουνιστικής» Κυβέρνησης του Αφγανιστάν και των συμμάχων της. Ιδρύθηκε στο Αφγανιστάν το 1975. Τα μέλη της προέρχονταν από τους Παστούν, και η ιδεολογία της από την Μουσουλμανική Αδελφότητα. Η Hezb-e-Islami επιδιώκει να αντικαταστήσει τις διάφορες φυλετικές φατρίες του Αφγανιστάν με ένα ενιαίο Ισλαμικό κράτος. Αυτό τους φέρνει σε αντίθεση με τους πιο φυλετικούς Ταλιμπάν.

https://en.wikipedia.org/wiki/Hezb-e_Islami_Gulbuddin

https://en.wikipedia.org/wiki/Hezbi_Islami

[3]        ΣτΜ. Ο Burhānuddīn Rabbānī (20 Σεπτεμβρίου 1940 - 20 Σεπτεμβρίου 2011) ήταν Αφγανός πολιτικός και δάσκαλος που διετέλεσε Πρόεδρος του Αφγανιστάν από το 1992 (μετά το τέλος του πρώην «κομμουνιστικού» καθεστώτος το 1992) έως το 2001 (στην εξορία από το 1996 έως το 2001). Ο Ραμπανί υπήρξε καθηγητής Ισλαμικής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καμπούλ όπου και δημιούργησε την οργάνωση Jamiat-e Islami («Ισλαμική Κοινωνία») που προσέλκυσε τους τότε φοιτητές Gulbuddin Hekmatyar και Ahmad Shah Massoud, οι οποίοι θα γίνονταν τελικά οι δύο κορυφαίοι διοικητές των Αφγανών μουτζαχεντίν στον Σοβιετο-Αφγανικό πόλεμο από το 1979. Ο Ραμπανί και η κυβέρνηση του Ισλαμικού Κράτους του Αφγανιστάν αναγκάστηκαν αργότερα να εξοριστούν από τους Ταλιμπάν και στη συνέχεια υπηρέτησε ως πολιτικός επικεφαλής της «Βόρειας Συμμαχίας», συμμαχία διαφόρων πολιτικών ομάδων που πολέμησαν ενάντια στο καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης των Ταλιμπάν κατά τη διάρκεια της επιχείρησης «Διαρκής ελευθερία», ο Ραμπανί επέστρεψε στην Καμπούλ και υπηρέτησε για λίγο ως Πρόεδρος από τον Νοέμβριο έως τις 20 Δεκεμβρίου 2001, όταν ο Χαμίντ Καρζάι επιλέχθηκε ως διάδοχος προσωρινός ηγέτης του στη Διεθνή Διάσκεψη της Βόννης. Στα επόμενα χρόνια έγινε επικεφαλής του «Εθνικού Μετώπου» του Αφγανιστάν (γνωστό ως United National Front), της μεγαλύτερης πολιτικής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση του Καρζάι. Στις 20 Σεπτεμβρίου 2011, ο Ραμπανί δολοφονήθηκε από βομβιστή αυτοκτονίας στο σπίτι του στην Καμπούλ. Όπως προτάθηκε από το αφγανικό κοινοβούλιο, ο πρόεδρος του Αφγανιστάν Χαμίντ Καρζάι του έδωσε τον τίτλο του «Μάρτυρα της Ειρήνης».

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BD_%CE%A1%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AF

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%B6%CE%B1%CE%BC%CE%B9%CE%AC%CF%84-%CE%B5_%CE%99%CF%83%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CE%AF

[4]        ΣτΜ. People's Democratic Party of Afghanistan (PDPA). Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν (ΛΔΚΑ).

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CF%8C_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%9A%CF%8C%CE%BC%CE%BC%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%91%CF%86%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AC%CE%BD

https://www.britannica.com/topic/Peoples-Democratic-Party-of-Afghanistan

[5]        ΣτΜ. Afghan Mellatis («Αφγανικό έθνος»). Αφγανικό κόμμα -η ηγεσία του το χαρακτηρίζει και ως Αφγανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα- με επικεφαλής τον Anwar al-Haq Ahadi, πρόεδρο της κεντρικής τράπεζας του Αφγανιστάν και υπουργού Οικονομικών στη διοίκηση του Προέδρου Καρζάι. Στο παρελθόν υποστήριξε την αυτοδιάθεση των Παστούν που ζουν στο Πακιστάν.

https://be.convdocs.org/docs/index-17849.html

https://en.wikipedia.org/wiki/Afghan_Millat_Party

[6]        ΣτΜ. Jamiat_Ulema-e-Islam (JUI). Η αρχική οργάνωση Jamiat Ulema-e-Hind σχηματίστηκε στη Βρετανική Ινδία το 1919. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Ζιά-ουλ-Χακ, χωρίστηκε στο Jamiat Ulema-e-Islam (S) που υποστήριζε τον Τζιχαντισμό και ένα ολοκληρωτικό κράτος και στο Jamiat Ulema-e-Islam (F) που υποστήριζε το κίνημα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στο Πακιστάν. Στο Πακιστάν, η JUI ήταν ενεργή στις ταραχές το 1953 και 1974. Μέρος της ατζέντας της JUI ήταν επίσης η καθιέρωση ενός «καθαρού» Ισλάμ στο Πακιστάν. Συγκεκριμένα, προσπάθησε να εξαλείψει τη λατρεία των αγίων και άλλες πρακτικές που θεωρούν μη ισλαμικές.

https://en.wikipedia.org/wiki/Jamiat_Ulema-e-Islam

[7]        ΣτΜ. Το πέρασμα Salang (σε υψόμετρο 3.878 μ.) είναι σήμερα το μεγαλύτερο ορεινό πέρασμα που συνδέει το βόρειο με το νότιο Αφγανιστάν. Το πέρασμα διασχίζει τα βουνά Hindu Kush (τώρα παρακάμπτεται από τη σήραγγα Salang). Συνδέει το Charikar και την Καμπούλ στα νότια με το Mazar-i-Sharif και το Kunduz στο βορρά. Πριν κατασκευαστεί ο δρόμος και η σήραγγα, η κύρια διαδρομή μεταξύ της Καμπούλ και του βόρειου Αφγανιστάν ήταν μια διαδρομή που διαρκούσε τρεις ημέρες.

Η σήραγγα Salang είναι μια σήραγγα μήκους 2,67 χλμ. που βρίσκεται στο πέρασμα Salang στα βουνά Hindu Kush, μεταξύ των επαρχιών Parwan και Baghlan, περίπου 60 μίλια βόρεια της πόλης της Καμπούλ. Σε υψόμετρο σχεδόν 3,4 χλμ., ολοκληρώθηκε από τους Σοβιετικούς το 1964 και χρησιμοποιείται για τη σύνδεση του βόρειου Αφγανιστάν με την Καμπούλ και τα νότια τμήματα της χώρας. Η σήραγγα Salang έχει στρατηγική σημασία και είναι το μόνο πέρασμα σε κατεύθυνση βορρά-νότου που παραμένει σε χρήση όλο το χρόνο, αν και συχνά κλείνει κατά τη διάρκεια των χειμώνων από έντονες χιονοπτώσεις.

https://en.wikipedia.org/wiki/Salang_Pass

https://en.wikipedia.org/wiki/Salang_Tunnel

[8]        ΣτΜ. Jirga: Συμβούλιο των πρεσβυτέρων της φυλής υπεύθυνο για την επίλυση διαφορών και λήψη αποφάσεων στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Loya Jirga := Λόγια Τζίργκα είναι η μεγάλη συνέλευση των αντιπροσώπων των φυλών και ο ισχυρότερος θεσμός του Αφγανιστάν.

https://en.wikipedia.org/wiki/Jirga

https://en.wikipedia.org/wiki/Loya_jirga

[9]        ΣτΜ. Tithe = δεκάτη: ένα δέκατο από κάτι που πληρώνεται ως εθελοντική συνεισφορά ή ως φόρος ειδικά για την υποστήριξη ενός θρησκευτικού κατεστημένου.

https://www.merriam-webster.com/dictionary/tithe

Δεκάτη: είδος φορολογίας που πλήρωναν οι καλλιεργητές και που ισοδυναμούσε με το ένα δέκατο του εισοδήματος.

[10]      ΣτΜ. Zakat = Ζακάτ: ισλαμικός φόρος με τη μορφή φιλανθρωπίας· ένας ισλαμικός όρος χρηματοδότησης που αναφέρεται στην υποχρέωση που έχει ένα άτομο να δωρίζει ένα συγκεκριμένο ποσοστό πλούτου κάθε χρόνο σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Η Ζακάτ είναι μια υποχρεωτική διαδικασία για τους Μουσουλμάνους και θεωρείται τελετουργία. Η παροχή χρημάτων στους φτωχούς λέγεται ότι εξαγνίζει τα ετήσια κέρδη που υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την κάλυψη των βασικών αναγκών ενός ατόμου ή μιας οικογένειας. Η Ζακάτ βασίζεται στο εισόδημα και στην αξία των περιουσιών. Το κοινό ελάχιστο ποσό για όσους πληρούν τις προϋποθέσεις είναι 2,5%, ή το 1/40 της συνολικής αποταμίευσης και πλούτου ενός μουσουλμάνου. Εάν ο προσωπικός πλούτος είναι κάτω από το όριο (nisab) κατά τη διάρκεια ενός σεληνιακού έτους, δεν χρεώνεται Ζακάτ για εκείνη την περίοδο. Κάθε κατηγορία πολύτιμων αντικειμένων με δυνατότητα Ζακάτ έχει το δικό της όριο. Η Ζακάτ είναι ένας από τους πέντε πυλώνες του Ισλάμ.

https://www.investopedia.com/terms/z/zakat.asp

https://en.wikipedia.org/wiki/Nisab

[11]      ΣτΜ. Όταν οι ΗΠΑ κατέλαβαν για πρώτη φορά το Αφγανιστάν […] μια αυστηρή κατά του οπίου πολιτική των Ταλιμπάν είχε μειώσει τις συγκομιδές σχεδόν στο μηδέν. Τον Οκτώβριο του 2001, λίγο πριν από την εισβολή των ΗΠΑ, ο ΟΗΕ αναγνώρισε ότι οι Ταλιμπάν μείωσαν την παραγωγή οπίου στο Αφγανιστάν από 3300 τόνους το 2000 σε 185 τόνους το 2001. Σύμφωνα με τον Καναδό οικονομολόγο και ιστορικό Michel Chossudovsky, «αμέσως μετά την εισβολή του Οκτωβρίου 2001, οι αγορές οπίου αποκαταστάθηκαν. Οι τιμές του οπίου αυξήθηκαν. Στις αρχές του 2002, η εγχώρια τιμή του οπίου στο Αφγανιστάν (σε δολάρια/κιλό) ήταν σχεδόν 10 φορές υψηλότερη από το 2000». Η αγγλοαμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν αποκατέστησε με επιτυχία το εμπόριο ναρκωτικών. Ο Guardian ανέφερε ότι, «Το 2007 το Αφγανιστάν είχε περισσότερες καλλιέργειες ναρκωτικών από την Κολομβία, τη Βολιβία και το Περού μαζί». Αυτά μετά από έξι χρόνια στρατιωτικής κατοχής των ΗΠΑ. […] Το 2017, μετά από περισσότερα από 16 χρόνια στρατιωτικής κατοχής των ΗΠΑ, η παραγωγή οπίου στο Αφγανιστάν έφτασε το ρεκόρ των 9.000 τόνων. […] Όπως επισημαίνει ο Πέπε Εσκομπάρ «δεν πρόκειται για αφγανική επιχείρηση των Ταλιμπάν. Τα βασικά ερωτήματα -που ποτέ δεν τέθηκαν από τους φιλοδυτικούς κύκλους- είναι ποιος αγοράζει τη συγκομιδή οπίου· ποιος την εξευγενίζει σε ηρωίνη· ποιος ελέγχει τις διαδρομές εξαγωγής· και ποιος στη συνέχεια την πουλά για τεράστια κέρδη…

https://journal-neo.org/2021/04/23/the-politics-of-heroin-and-the-afghan-us-pullout/

[12]      ΣτΜ. Junbish-e-Milli. Το Εθνικό Ισλαμικό Κίνημα του Αφγανιστάν (Junbish-i-Milli Islami Afghanistan), δημιουργήθηκε το 1992 από υπολείμματα του καθεστώτος του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν. Θεωρείται ως κάπως κοσμική οργάνωση.

https://en.wikipedia.org/wiki/National_Islamic_Movement_of_Afghanistan

[13]      ΣτΜ. Το Hezb-e Wahdat ("το Κόμμα της Ενότητας"), είναι ένα αφγανικό πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε το 1989. Όπως τα περισσότερα σύγχρονα μεγάλα πολιτικά κόμματα στο Αφγανιστάν, το Hezb-e Wahdat έχει τις ρίζες του στην ταραγμένη περίοδο των αντισοβιετικών κινημάτων αντίστασης στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980. O κύριος στόχος του ήταν να ενοποιήσει όλες τις σιιτικές μουτζαχεντίν οργανώσεις υπό μια ενιαία πολιτική ηγεσία. Κατά την περίοδο του Αφγανικού Εμφυλίου Πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ήταν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες στην Καμπούλ και σε άλλα μέρη της χώρας. Ήταν από τις βασικές ομάδες που συμμετείχαν στη Βόρεια Συμμαχία μέχρι το 1992. Ο πολιτικός ισλαμισμός ήταν η ιδεολογία των περισσότερων βασικών ηγετών του, αλλά το κόμμα έγειρε σταδιακά προς τη βάση εθνοτικής υποστήριξης των Χαζάρα και έγινε το βασικό όχημα των πολιτικών αιτημάτων και επιδιώξεων της κοινότητας αυτής. Μέσω της αντισοβιετικής τζιχάντ και του εμφυλίου πολέμου, η Hezb-e Wahdat συσσώρευσε σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο μεταξύ των Hazaras του Αφγανιστάν. Μέχρι το 2009, ωστόσο, το Hezb-e Wahdat ήταν τόσο κατακερματισμένο και διχασμένο που το πολιτικό βάρος που είχε στη χώρα έμοιαζε ελάχιστα με αυτό που είχε κάποτε. Διασπάστηκε σε τουλάχιστον τέσσερις ανταγωνιστικές οργανώσεις, που η κάθε μια διεκδικούσε την ιδιοκτησία του ονόματος και της κληρονομιάς του Hezb-e Wahdat.

https://en.wikipedia.org/wiki/Hezbe_Wahdat

[14]      ΣτΜ. Μπανταχσχάν (Badakhshan), Καπίσα (Kapisa), Παρβάν (Parwan) και Ταχάρ (Takhar). Διοικητικές περιφέρειες του Αφγανιστάν που βρίσκονται στο Βόρειο και Βόρειοανατολικό τμήμα του Αφγανιστάν.

[15]      ΣτΜ. Τον Δεκέμβριο του 2001, μετά την Επιχείρηση Διαρκούς Ελευθερίας (Operation Enduring Freedom, OEF) με την οποία ανατράπηκε η κυβέρνηση των Ταλιμπάν, η Βόννη φιλοξένησε μια διάσκεψη Αφγανών ηγετών, για να επιλέξουν τον αρχηγό μιας αφγανικής προσωρινής αρχής, ευρέως γνωστής ως διάσκεψη της Βόννης. Η Διάσκεψη επέλεξε τον Χαμίντ Καρζάι, ο οποίος στη συνέχεια εκλέχτηκε Πρόεδρος το 2004. Ο Καρζάι διόρισε πολλούς από τους αντι-Ταλιμπάν συμμάχους και περιφερειακούς ηγέτες σε ανώτερα αξιώματα της προσωρινής κυβέρνησης ή σε ανώτερα αξιώματα στις επαρχιακές κυβερνήσεις.

https://en.wikipedia.org/wiki/International_Conference_on_Afghanistan,_Bonn_(2001)

[16]      ΣτΜ. Η Kunduz είναι πόλη στο βόρειο Αφγανιστάν, πρωτεύουσα της επαρχίας Κουντούζ. Είναι η 6η μεγαλύτερη πόλη του Αφγανιστάν και η μεγαλύτερη πόλη στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: