12 Αυγούστου 2020

Ο λαός να βγεί μπροστά για την αποτροπή του πολέμου!

Το ΚΚΕ(μ-λ) είχε προβλέψει ήδη από την αρχή της επιδημίας του κορωνοϊού ότι, λόγω της όξυνσης της κρίσης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, επρόκειτο να επέλθει ένταση των διεθνών ανταγωνισμών. Επιβεβαιώθηκε πλήρως, αν και ίσως να μην περίμενε τόσο γρήγορη εξέλιξη των γεγονότων. Οι συστημικές και αριστερές φωνές που καθησυχάζουν το λαό ή μπαίνουν στο κλίμα εθνικής ομοψυχίας μονάχα έρχονται να συσκοτίσουν την πραγματικότητα και να αφοπλίσουν ιδεολογικά και πολιτικά τις μάζες. Αφού «δεν πρόκειται να γίνει πόλεμος», αφού «είμαστε κομμάτι του ΝΑΤΟ και της ευρωπαϊκής οικογένειας» ή αφού «η Ελλάδα αμύνεται», δεν προκύπτουν ούτε αντιπολεμικά, αντιιμπεριαλιστικά, αντικαπιταλιστικά καθήκοντα σε κανέναν. Ας πιάσουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή τους.

Δυο λόγια για το «Διεθνές Δίκαιο».

Πρόκειται για μια σειρά από συμβάσεις-συμφωνίες που έχουν δημιουργηθεί στη μονοπωλιακή-ιμπεριαλιστική περίοδο του καπιταλισμού και κυρίως μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Διέπονται από τη λογική των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και είναι αποτέλεσμα επιβολής αυτών των παραγόντων, αν και σε άλλες εποχές είχαν καταφέρει τα σοσιαλιστικά καθεστώτα και τα εθνικοαπελευθερωτικά-αντιιμπεριαλιστικά κινήματα να έχουν κάποια επίδραση.

Το διεθνές δίκαιο ερμηνεύεται κάθε φορά κατά το δοκούν. Γιατί, ο μόνος νόμος στον οποίο υπακούν οι αστικές τάξεις είναι αυτός των συμφερόντων τους και, όσον αφορά τις εξαρτημένες, τα όρια που τους βάζουν οι προστάτες τους. Το διεθνές δίκαιο πηγαίνει περίπατο όταν μπαίνουν σοβαρά επίδικα στο τραπέζι και πιέζονται οι αστικές τάξεις. Οι πρώτοι και καλύτεροι αρνητές και αναθεωρητές του είναι οι ιμπεριαλιστές. Εισβάλλουν σε χώρες, βομβαρδίζουν και εκμεταλλεύονται συχνά χωρίς να τους νοιάζουν ούτε τα προσχήματα. Πίσω τους και οι εξαρτημένες χώρες. Η Ελλάδα, κόντρα στο «εθιμικό» διεθνές δίκαιο έχει χωρικά ύδατα πλάτους 6 ν.μ. και εναέριο χώρο 10 ν.μ. Τα καθημερινά ρεπορτάζ που μας παρουσιάζουν κάθε μέρα για παραβιάσεις αφορούν ακριβώς αυτή τη μαξιμαλιστική και επιθετική θέση. Έχει αφήσει στην άκρη μια σειρά από διατάξεις της συνθήκης της Λωζάννης (την οποία τόσο ένθερμα υποστηρίζει!), όπως την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Το τελευταίο διάστημα που είχαμε αύξηση των προσφύγων-μεταναστών από την Τουρκία ο βουλευτής της ΝΔ, καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και επαγγελματίας τουρκοφάγος, Α. Συρίγος, υποστήριζε πως αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι πλέον πρόσφυγες, επειδή κάποιοι ζουν τα τελευταία 2-3 χρόνια στην Τουρκία! Επομένως, η Ελλάδα δεν οφείλει να τους αναγνωρίζει τα δικαιώματα από τη συνθήκη της Γενεύης! Κανένα διεθνές δίκαιο δε μπορεί να υπερασπίσει τα λαϊκά συμφέροντα και πρωτίστως την ειρήνη. Οι αστικές τάξεις είναι από τη φύση τους αναθεωρητικές και επιθετικές η μία προς την άλλη, ιδιαίτερα όταν πιστεύουν ότι έχουν έναν καλό συσχετισμό δύναμης.

Όσον αφορά το δίκαιο των θαλασσών και ειδικά τη σύμβαση του Montego Bay του 1982, και αυτή είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των ιμπεριαλιστών. Τα 200 ν.μ. που προβλέπει ως όριο των ΑΟΖ αφορούν πραγματικά μονάχα μια χούφτα χώρες που έχουν πρόσβαση στους μεγάλους ωκεανούς (ΗΠΑ, Καναδάς, Ρωσία, Αγγλία, Ιαπωνία κλπ). Ο χάρτης της αμερικάνικης ΑΟΖ είναι αποστομωτικός. Περιλαμβάνει έκταση 3,4 εκατομμυρίων τετραγωνικών ναυτικών μιλίων, που είναι μεγαλύτερη από το εμβαδόν όλης της ηπειρωτικής χώρας! Κοιτώντας κανείς το χάρτι της Μεσογείου και άλλων στενών θαλασσών, απεναντίας, υπάρχουν μόνο στενές περιοχές που δίνουν πιο περιορισμένο χώρο κίνησης σε κάθε αστική τάξη. Χαρακτηριστικά, η απόσταση μεταξύ Καστελλόριζου και των ακτών της Αιγύπτου είναι περίπου 280 ν.μ., ενώ μεταξύ Γαύδου και Λιβύης περίπου 140 ν.μ.


Στις πιο καυτές διατάξεις που αφορούν την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, ορίζεται ότι τα χωρικά ύδατα μιας χώρας είναι 6 ν.μ. με δυνατότητα επέκτασης στα 12 ν.μ. Ως χωρικά ύδατα ορίζονται περιοχές πλήρους κυριαρχίας ενός κράτους, που επιτρέπονται μόνο διελεύσεις ξένων πλοίων με «αβλαβή σκοπό». Με λίγα λόγια, πρακτικά απαγορεύονται τα πολεμικά πλοία. Αν υπάρχουν προσκείμενες ή αντικρυστές ακτές, τότε απαιτείται συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών.Το ίδιο ισχύει και για την ΑΟΖ. Σε περίπτωση που η Ελλάδα ανακηρύξει μονομερώς μια επέκταση χωρικών υδάτων κάνει το Αιγαίο ελληνική λίμνη, καθιστώντας πολύ δύσκολη και αργή την έξοδο τουρκικών πλοίων στη Μεσόγειο. Γι’ αυτό η εν λόγω κίνηση χαρακτηρίζεται ως αιτία πολέμου από την Τουρκία. Προφανώς, αυτό δεν ισχύει επ ουδενί για «τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα» των Αμερικάνων που μπορούν να αλωνίζουν.

Η υφαλοκρηπίδα πλέον δεν έχει τόσο γεωλογικό, αλλά νομικό χαρακτήρα και ενώ συνδέεται με την ΑΟΖ, δεν ταυτίζεται μαζί της. Η υφαλοκρηπίδα μπορεί να φτάσει σε κάποιες περιπτώσεις τα 350 ν.μ., με τα 200 ν.μ. να είναι το «στάνταρ» όριο. Τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ανάλογη με την ηπειρωτική χώρα. Εξαίρεση αποτελούν, οι βραχονησίδες και οι βράχοι , οι οποίοι δεν έχουν ανθρώπινο πληθυσμό ή αυτόνομη οικονομική ζωή (καλλιέργεια ή κτηνοτροφία). Αυτοί οι βράχοι έχουν αιγιαλίτιδα ζώνη (χωρικά ύδατα), δεν έχουν όμως δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα ή στην ΑΟΖ. Εφόσον δεν έχουν ούτε υφαλοκρηπίδα, δεν επιτρέπεται ούτε αλιεία, ούτε εξόρυξη γύρω τους. Το διεθνές δικαστήριο στις περισσότερες περιπτώσεις εκδίκασης δεν αναγνωρίζει ίση επήρεια στα νησιά με την προσκείμενη ηπειρωτική ακτή, κάποιες φορές δεν αναγνωρίζει και καθόλου επήρεια.

Μια σύντομη επεξήγηση κάποιων βασικών όρων που ακούγονται στην επικαιρότητα συχνά μπορεί να βρει κανείς εδώ. Μια πιο εκτενής επεξήγηση που αντανακλά τις στοχεύσεις και τις φιλοδοξίες της ελληνικής αστικής τάξης υπάρχει εδώ.

Πρόκειται για δύο κράτη αστικά.

Επιθετικά και αντιδραστικά πρώτα απ’ όλα απέναντι στο λαό τους. Η φτωχοποίηση, η καταστολή, η αδιαφορία για την υγεία μας εν μέσω πανδημίας καταδεικνύουν την ορθότητα της παραπάνω θέσης. Κάθε τάξη που βρίσκεται σε άνοδο, όπως έλεγε ο Μαρξ, προσπαθεί να εμφανίσει τα δικά της συμφέροντα ως συμφέροντα όλης της κοινωνίας. Φαίνεται ότι και στη φάση της παρακμής το ίδιο ιδεολόγημα χρησιμοποιούν. Συγκαλύπτοντας τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους πίσω από τον εθνικό χαρακτήρα του, κρατάνε την εργατική τάξη στο περιθώριο, αφού «το κράτος είμαστε όλοι εμείς». Έτσι και τώρα επιχειρούν να εμφανίσουν τις μεγαλοαστικές διεκδικήσεις σε μια περιοχή τριπλάσια της ελληνικής επικράτειας ως πανεθνικές διεκδικήσεις. Ποιος, όμως, πρόκειται να εκμεταλλευτεί τις κάθε είδους πλουτοπαραγωγικές πηγές που υπάρχουν στη μέση του πουθενά; Η απάντηση είναι ότι προφανώς πρόκειται για τις ελληνικές, τουρκικές και (πολύ, πολύ περισσότερο) τις ξένες πετρελαϊκές. Οι ψαράδες του Αιγαίου και του Ιονίου ακόμα και με το σημερινό, «γκρίζο» και αμφισβητούμενο status quo, μπορούν να βγάλουν τα προς το ζην με ικανοποιητικό σε γενικές γραμμές τρόπο. Περιστασιακά εμφανίζονται τριβές μεταξύ ψαράδων, δηλαδή μεταξύ και λαϊκών στοιχείων, σε συγκεκριμένες γειτνιάζουσες ελληνοτουρκικές περιοχές (πιο σπάνια στο Ιόνιο). Πρέπει να καταδειχτεί, βέβαια, ότι αυτές αφορούν ένα πολύ μικρό κομμάτι του συγκεκριμένου κλάδου ( για γεωγραφικούς λόγους ), ότι δεν είναι αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε εργάτες, αλλά σε μεσαία στρώματα και αυτοαπασχολούμενους και φυσικά ότι δεν αποκλείουν με πλήρη τρόπο καμία από τις δύο πλευρές του Αιγαίου από το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται το φυσικό πλούτο με σκοπούς αλιείας. Από την άλλη πλευρά όμως, πετρέλαιο και φυσικό αέριο δε μπορεί να εξορυχθεί στη συγκεκριμένη περιοχή χωρίς την προηγούμενη οικοπεδοποίησή της. Άρα χωρίς την επιβολή της μιας πλευράς στην άλλη ή χωρίς το συμβιβασμό.

Ακριβώς επειδή ζούμε σε καπιταλιστικές κοινωνίες η εκμετάλλευση των όποιων κοιτασμάτων δεν πρόκειται να φέρει από μόνη της καμία βελτίωση των όρων ζωής για την εργατική τάξη και τα φτωχότερα στρώματα. Ακόμα και να βγάλει κανείς από την εξίσωση τον ιμπεριαλιστικό παράγοντα (θεώρηση εντελώς λαθεμένη). Δε θα είχαμε κατ’ ανάγκη φτηνότερο πετρέλαιο αν αυτά τα οικόπεδα ανήκαν στα ΕΛΠΕ, στην Energean ή ακόμα και σε μια πλήρως κρατική εταιρεία. Ο μόνος που μπορεί να επιβάλλει αυτούς τους καλύτερους όρους ζωής είναι η λαϊκή πάλη.

Πρόκειται για δύο κράτη εξαρτημένα από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ, με τη Ρωσία να προσπαθεί να βρει ρόλο «σφήνας».


Σίγουρα αυτός είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για την κατανόηση της διένεξης, για τους στόχους πάλης και την αιτηματολογία του κινήματος. Ιστορικά μιλώντας, βλέπουμε δύο αστικές τάξεις που συγκροτήθηκαν με εξαρτημένο τρόπο, με την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική «βοήθεια» των πατρώνων τους να αποτελεί όρο επιβίωσης και αναπαραγωγής τους. Ο ιμπεριαλιστικός παράγοντας αποτελεί ανέκαθεν βασικό υποκινητή των αντιπαραθέσεων. Οι μεγάλες δυνάμεις άλλων εποχών, κατά την πάγια τακτική, άφησαν μια σειρά από ζητήματα χωρίς πλήρη διευθέτηση, ώστε να βρίσκουν πεδία παρέμβασης. Σήμερα, το ξαναμοίρασμα του κόσμου, οι αποτυχίες στα άλλα μέτωπα, ο «πόλεμος όλων εναντίων όλων» καθιστούν αναγκαία τη διεκδίκηση της γεωπολιτικής επικυριαρχίας στα Βαλκάνια και την Αν. Μεσόγειο. Το ενεργειακό ζήτημα στην περιοχή ανακινήθηκε κυρίως από τις ΗΠΑ στα πλαίσια της λεγόμενης ενεργειακής απεξάρτησης της ευρωπαϊκής ηπείρου από τη Ρωσία. Έτσι, αξιοποίησαν κάθε έρεισμα που είχαν, συγκροτώντας τον άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου-Ισραήλ ως εκβιασμό προς την Τουρκία που προσπαθούσε να επαναδιαπραγματευθεί το ρόλο της. Η υποκίνηση του ανταγωνισμού εκφράζεται και στο στρατιωτικό τομέα με την εκατέρωθεν πώληση όπλων, τη διενέργεια κοινών ασκήσεων κλπ.

Η σοβαρή ανάπτυξη που γνώρισε η Τουρκία στη μετά-ΔΝΤ εποχή έγινε και πάλι σε εξαρτημένη βάση, με καθοριστικό το ρόλο των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (κυρίως γερμανικών) και του εξωτερικού δανεισμού των ιδιωτικών τραπεζών. Όταν η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να κάνει νομισματικό πόλεμο-αστραπή κατά της λίρας, η χρεοκοπία έφθασε ξανά προ των πυλών. Τώρα, με το «φθηνό» χρήμα της ΕΚΤ και της FED να τελειώνουν, η τουρκική οικονομία παρατηρεί ανήμπορη τη μείωση της ρευστότητας και την απόσυρση ξένων κεφαλαίων. Το γεωπολιτικό «άπλωμα» της Τουρκίας είναι σαφώς μεγαλύτερο από αυτό της Ελλάδας, έχοντας στρατιωτική παρουσία σε Κύπρο, Συρία, Ιράκ, Αλβανία, Αζερμπαϊτζάν, Κατάρ, Σομαλία και πλέον και στη Λιβύη. Πρόκειται για ένα εύθραυστο άπλωμα που δε μπορεί να στηρίξει μακροπρόθεσμα, ένα άπλωμα που ξεκίνησε με ανοχή ή άμεση στήριξη των ιμπεριαλιστών και τίθεται σοβαρά υπό αίρεση από τις ΗΠΑ και τις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές χώρες. Η Τουρκία έχει σαφώς μεγαλύτερους «βαθμούς ελευθερίας» στην κίνησή της σε σχέση με την Ελλάδα, χωρίς αυτό να αλλάζει εν γένει τον εξαρτημένο χαρακτήρα της. Επειδή θέλει να κατοχυρωθεί ως περιφερειακή δύναμη, δε σημαίνει ότι θα τα καταφέρει.

Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα γνωρίζει αντίστροφη πορεία. Οι ονειρώξεις για εφόρμηση στα Βαλκάνια μετά την κατάρρευση των λαϊκών δημοκρατιών και των πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, η «οξεία βενιζελίτιδα», οι «μεγάλες ιδέες» της δεκαετίας του ’90 έδωσαν τη θέση τους στη στασιμότητα της δεκαετίας του 2000 και στη συρρίκνωση των εν Ελλάδι και περιφερειακών δυνατοτήτων της αστικής τάξης κατά την περίοδο των μνημονίων. Η εξάρτηση βάθυνε και οποιαδήποτε ελληνική διεκδίκηση στη Μεσόγειο δεν έχει προϋποθέσεις επιτυχίας χωρίς τις κατάλληλες πλάτες.

Έτσι εμφανίζεται η Ελλάδα πλήρως ευθυγραμμισμένη στα αμερικανικά σχέδια παίζοντας το ρόλο του καλού παιδιού, ενώ η Τουρκία ως το ανυπάκουο παιδί με τη μεγαλόστομη ρητορική. Καμία όμως από τις δύο δεν παραιτείται από την επιθετικότητα, τον τυχοδιωκτισμό και τις επικίνδυνες διεκδικήσεις.

Η στάση του κινήματος.

Η στάση μας (πρέπει να) βασίζεται σε κάποιες αρχές, αντίστοιχες με τα συμφέροντα που θέλουμε να υπηρετούμε μέσα στην ελληνική κοινωνία, αλλά και γενικότερα. Πρέπει να παίρνει υπόψιν μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και ειδικά τη φάση του συστήματος, τους ενδοαστικούς και ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, τη φάση του κινήματος και του λαού στη χώρα στην οποία παρεμβαίνεις, τη σχέση με οργανώσεις και κινήματα στην άλλη πλευρά του Αιγαίου κλπ.

Γράφει το 1994 ο Βασίλης Σαμαράς: «και με βάση το διεθνές δίκαιο αλλά και το πώς από τη μεριά μας αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, κάθε χώρα (συνεπώς και η Ελλάδα) δικαιούται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, σε συνδυασμό με ότι αυτό δεν φτάνει μέχρι του να μετατρέψει το Αιγαίο σε κλειστή θάλασσα, σε «ελληνική λίμνη». Το πώς και τι, αυτό θα μπορούσε να διευθετηθεί, σε βάση αρχών δικαίου και συνεννόησης, αν υπήρχαν ορισμένες προϋποθέσεις. Αν δεν επενέβαιναν και κυριαρχούσαν οι ιμπεριαλιστές, αν δεν δημιουργούσαν και υποδαύλιζαν εντάσεις για να μπορούν να αλωνίζουν σε θάλασσες και σε στεριές. Αν δεν κυριαρχούσαν στις δυο χώρες αστικές κλίκες με επεκτατικές εθνικιστικές βλέψεις. Αν δεν αντιμετωπίζονταν τα ζητήματα μέσα από το πρίσμα του σοβινισμού που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια, αλλά μέσα από το πνεύμα φιλίας και συνεργασίας των λαών, πάνω από σύνορα και θαλάσσιες διαχωριστικές γραμμές (υπογράμμιση δική μου). Αυτές οι επισημάνσεις δείχνουν και τα μέτωπα στα οποία έχουμε να παλέψουμε για τη λύση και αυτού και άλλων προβλημάτων με κριτήριο τα πραγματικά συμφέροντα των λαών και όχι των ιμπεριαλιστών.»

Διαβάζουμε στην Αντίθεση 11 σε άρθρο του Α.Β.: (αναφερόμενος στο Μακεδονικό) «Εκείνο λοιπόν που διακρίναμε και συνεχίζαμε να διακρίνουμε είναι ότι ένας πόλεμος στην τότε φάση, αλλά και στη σημερινή, ανεξάρτητα ποιος θα είναι ο πρώτος και φανερός υποκινητής , πολύ δύσκολα κάτω από τους σημερινούς συσχετισμούς μπορεί να σταθεί προς όφελος των λαών και του προλεταριάτου. Γι’ αυτό και στην πρώτη γραμμή πρέπει να προβάλλεται το αντιπολεμικό αίσθημα και να δημιουργούνται προϋποθέσεις συσσώρευσης δυνάμεων ενάντια σε όσους για δικούς τους αντιδραστικούς λόγους καλοβλέπουν ή υποκινούν έναν τέτοιο πόλεμο…Είναι βέβαιο ότι οι τοπικοί πόλεμοι, όταν το πραγματικό κομμουνιστικό κίνημα είναι αδύναμο, είναι ιδανικοί για τους εχθρούς των λαών, είναι ιδανικοί για να διαιωνίζονται εστίες πολέμου και έντασης που δικαιολογούν τις πιο απάνθρωπες και βάρβαρες συνθήκες. Γι’ αυτό και ο κομμουνιστής, έστω και μεμονωμένος όταν βρεθεί πρέπει να πρωτοστατεί ενάντια σε κηρύγματα μισαλλοδοξίας και να κάνει ακόμα και κινήσεις «περίεργες» αν κρίνει ότι με αυτές απομακρύνει τον κίνδυνο πολέμου. Μια τέτοια «περίεργη» συμπεριφορά ήταν η μη υιοθέτηση από μας της θέσης για τα 12 μίλια και την εδώ και τώρα οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και της μετατροπής του Αιγαίου σε κλειστή λίμνη μιας και με τέτοιες κινήσεις ο κίνδυνος πολέμου έρχεται πιο κοντά». (υπογραμμίσεις δικές μου)

Και «Το ότι δεν επικροτούμετην άποψη ότι πρέπει να γίνει σημαία του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στην τωρινή φάση και τους τωρινούς συσχετισμούς π.χ. το ζήτημα των 12 μιλίων… δε σημαίνει ότι παραιτούμαστε από αυτά για πάντα και μόνιμα.»

Οι άρχουσες τάξεις των δύο χωρών έχουν καταφέρει να χτίσουν αρκετά καλό κλίμα εθνικής ομοψυχίας ή έστω συναίνεσης, όχι μόνο στις φάσεις των υψηλών εντάσεων και κρίσεων, αλλά και σε συνθήκες σχετικής ηρεμίας. Έχουν χτίσει έναν από τους απαραίτητους όρους για το εσωτερικό μέτωπο που είναι αναγκαίο για να πάρουν την πρωτοβουλία για έναρξη του πολέμου. Όπως επίσης και για να κρατάνε το λαό στο περιθώριο. Διαχρονικά τις τελευταίες δεκαετίες, δύο ήταν τα στοιχεία που χαλάγαν τη σούπα της ελληνικής αστικής τάξης: το αντιιμπεριαλιστικό-αντιαμερικανικό αίσθημα (λόγω χούντας, Κύπρου κλπ) και ο φόβος των πλατιών μαζών για το ενδεχόμενο ένοπλης σύγκρουσης. Εξαιτίας της αριστεράς (κυβερνώσας και μη) το πρώτο στοιχείο έχει ατονήσει σημαντικά. Με αυτά τα δεδομένα, μια κομμουνιστική οργάνωση πρέπει να βάζει στο κέντρο της τα συμφέροντα της εργατικής τάξης της Ελλάδας και της Τουρκίας, των ευρύτερων φτωχών στρωμάτων και των λαών της περιοχής. Δε νοείται η υιοθέτηση αταξικών απόψεων περί κοινών συμφερόντων με το μεγάλο κεφάλαιο, γιατί τέτοια δεν υπάρχουν. Δε νοείται η υπεράσπιση των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» της αστικής τάξης χρησιμοποιώντας ως άλλοθι τα κυριαρχικά δικαιώματα της μελλοντικής σοσιαλιστικής Ελλάδας. Πρώτον, επειδή στη φάση του κινήματος δε διαφαίνεται στο άμεσο μέλλον καμία σοσιαλιστική Ελλάδα (ούτε Τουρκία) και το μόνο αποτέλεσμα αυτής της θέσης θα είναι η πολιτική ουράς στην αστική τάξη και η καταγγελία της από δεξιά (έως και εθνικιστική) σκοπιά. Δεύτερον, επειδή όρος για την ανατροπή του συστήματος αυτού είναι ακριβώς η πολιτική διαχωρισμού και αντιπαράθεσης με τη ντόπια αστική τάξη και τα αφεντικά της. Το σύστημα προκρίνει μια τακτική διαμόρφωσης όρων «εθνικής ομοψυχίας» με στόχο την παραίτηση των εκμεταλλευόμενων τάξεων από τους αγώνες και τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Πρέπει, όμως, να καταγγέλλεται η πολιτική υποτέλειας της αστικής τάξης, όχι λόγω κάποιου υποτιθέμενου «ενδοτισμού» προς την Τουρκία, αλλά λόγω του ξεπουλήματος γης και ύδατος προς ΝΑΤΟ-ΕΕ. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δύο μελλοντικές ανεξάρτητες και σοσιαλιστικές χώρες δεν πρόκειται να διευθετήσουν ζητήματα συνόρων και εκμετάλλευσης με όρους επιθετικότητας και εκβιασμού, με αναζήτηση βοήθειας στους ιμπεριαλιστές, με πολεμικές ιαχές, με μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις και μονομερείς ενέργειες.

Σήμερα πρώτιστο καθήκον αποτελεί η υπεράσπιση της ειρήνης, γιατί δε θα κερδίσουν τίποτα από ένα πόλεμο οι λαοί. Με άλλα λόγια χρειάζονται όροι για ένα μαζικό αντιπολεμικό κίνημα που θα καταγγέλει την επικίνδυνη και επιθετική πολιτική των ντόπιων αστικών τάξεων και των ιμπεριαλιστών. Μπαίνει ως ανάγκη η ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης, ώστε να κλείνει τα αυτιά της στην αστική προπαγάνδα, να δημιουργεί δεσμούς με γειτονικούς λαούς και, όταν το επιτρέψουν οι δυνάμεις και οι συμμαχίες της, να μετατρέψει τον άδικο πόλεμο σε δίκαιο, να γίνει αφέντης και νοικοκύρης στον τόπο της, να βοηθήσει και τους άλλους λαούς να κάνουν το ίδιο.

Η επιστροφή του Ορούτς Ρέις και των πολεμικών πλοίων στα λιμάνια τους δε μπορεί να προσφέρει παρα μόνο πρόσκαιρο εφησυχασμό. Και ο Σεπτέμβρης προβλέπεται να είναι μήνας εντάσεων. Ούτε η νέα έξαρση του κορωνοϊού μπορεί να φέρει μια μόνιμη ύφεση των ανταγωνισμών για όλο τον ερχόμενο χειμώνα.

Οι εξελίξεις δε μας κάνουν τη χάρη να περιμένουν την επιστροφή από τις (κουτσουρεμένες) διακοπές μας. Οι δυνάμεις και οι αγωνιστές που αναφέρονται στην εργατική τάξη και το κομμουνιστικό κίνημα έχουν καθήκον να ανοίξουν μια πλατιά παρέμβαση στους εργαζόμενους, τις φτωχές γειτονιές και τη νεολαία. Πρέπει να βγουν σε κεντρικό επίπεδο στο δρόμο με όχημα την κοινή δράση για να εκφραστεί μια αντιπολεμική-αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση. Το ΚΚΕ (μ-λ) είναι από τις ελάχιστες οργανώσεις που αναγνωρίζουν ότι η φασιστικοποίηση της δημόσιας και πολιτικής ζωής τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από την όξυνση των ανταγωνισμών και τις πρόβες πολέμου. Με το νόμο για τις διαδηλώσεις ψηφισμένο δεν πρόκειται το σύστημα να αφήσει το κίνημα να δρα σε συνθήκες «ευκολίας», ειδικά όταν υπάρχουν κινητοποιήσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα. Απαιτείται μεγάλη σοβαρότητα, υψηλότερο επίπεδο ιδεολογικής-πολιτικής συγκρότησης και στράτευσης στο κίνημα.

Γ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: