Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την εισήγηση της Βαγγελιώς Δερμιτζάκη στην εκδήλωση που πραγματοποίησε το ΚΚΕ(μ-λ) το Σάββατο 9 Μαρτίου με τίτλο «8 Μάρτη 2024: Συζητάμε για το γυναικείο ζήτημα στο "Εκτός των Τειχών"»
Τα τελευταία χρόνια είναι πλούσια σε δυσάρεστες ειδήσεις και τραγικά γεγονότα με θύματα γυναίκες. Οι βιασμοί και οι δολοφονίες γυναικών έχουν γίνει καθημερινότητα. Σεξουαλικά σκάνδαλα στον χώρο της τέχνης και του αθλητισμού στα οποία εμπλέκονταν πρόσωπα υπεράνω κριτικής. Ο τρόπος που αντιμετωπίζονται ή εξηγούνται φανερώνουν ότι τίποτα δεν είναι αυταπόδεικτο ή κοινά αποδεκτό γύρω από την υπόθεση της γυναικείας απελευθέρωσης. Από τη μια ρίχνουν τις ευθύνες στο αντρικό φύλο και από την άλλη στο γυναικείο. Όλο και πιο θαρρετά βγαίνουν δημόσια, οι φωνές που δικαιολογούν τους δολοφόνους και απαξιώνουν τα θύματα. Το σύστημα φασιστικοποιείται και περιβάλει με στοργή ό,τι πιο αντιδραστικό υπάρχει, το δικαιώνει και του δίνει βήμα. Κατακτήσεις της γυναίκας στην εργασία και στην ασφάλιση καταργήθηκαν και βασικά δικαιώματά της απειλούνται και αμφισβητούνται με διάφορους τρόπους, όπως το δικαίωμα στην άμβλωση. Η πανδημία του κορωνοϊού, που προκάλεσε μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές αναταράξεις, η επίθεση στα εισοδήματα και τα δικαιώματα των εργαζομένων και του λαού αλλά και η συστηματική προσπάθεια ελέγχου και καταστολής της νεολαίας, επιδεινώνουν τα προβλήματα της και πολλαπλασιάζουν τα εγκλήματα κάθε είδους σε βάρος της. Η ΕΕ έχει στήσει μια σειρά προγράμματα, θεσμούς και παρατηρητήρια, στο όνομα της ισότητας των δύο φύλων, για να μπορεί και μέσα από αυτή την οδό, να περνάει τις αντιλαϊκές πολιτικές της και να επιβάλει περικοπές δικαιωμάτων, όπως απολύσεις εγκύων γυναικών. Οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ και της ΕΕ για να ελέγχουν τους λαούς, εισχωρούν σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, εκμεταλλεύονται κάθε ανάγκη και χρησιμοποιούν τη γυναίκα ως δόλωμα και θύμα. Αυτή η πλευρά του ιμπεριαλισμού, εξάγεται στις εξαρτημένες από αυτόν χώρες είτε ως ιδεολογικό και πολιτιστικό προϊόν είτε ως άμεση εκμετάλλευση των κατοίκων τους…
Η υποχώρηση του επαναστατικών και κομμουνιστικών ιδεών και η ήττα του εργατικού λαϊκού κινήματος παρέσυρε στην ήττα και το γυναικείο τμήμα του. Πάνω στην ήττα αναπτύχθηκαν μια σειρά λαθεμένες αντιλήψεις όπως: «το γυναικείο κίνημα δεν χρειάζεται γιατί καλύπτεται από το εργατικό», «όλα τα έχουν απαντήσει οι κλασικοί», «η ένταξη της γυναίκας στο κίνημα θα λύσει από μόνη της τα προβλήματα με το άλλο φύλο», «όλα τα ζητήματα της γυναίκας θα τα λύσει η επανάσταση» και άλλες. Σήμερα, κυριαρχεί η αστική ιδεολογία που τροφοδοτεί τον φεμινισμό, ο οποίος προσπαθεί να ηγηθεί της όποιας κίνησης γυναικών εμφανίζεται στο προσκήνιο. Αν και δεν καταφέρνει, παρά τη σαφή στήριξή του από τα αστικά συστήματα προπαγάνδας, να συγκινήσει τον λαϊκό γυναικείο πληθυσμό, που παραμένει άλαλος και παροπλισμένος, μπερδεύει τη νεολαία και σαγηνεύει αρκετά κομμάτια της Αριστεράς, που δεν βλέπουν ή κάνουν πως δεν βλέπουν ότι πίσω από τη νεοτερικότητά του βρίσκεται όλη η σαπίλα της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας.
Στις μέρες μας δεν υπάρχει τίποτα αυτονόητο. Προκύπτει η ανάγκη να διευκρινίσουμε τα στοιχειώδη, όπως τι είναι το γυναικείο ζήτημα, πώς εμφανίστηκε και κυρίως ποια είναι τα χαρακτηριστικά του σήμερα. Γιατί το Γυναικείο Ζήτημα δεν υπήρχε πάντα. Μπορεί η ιστορία της γυναίκας να είναι η ιστορία της καταπίεσής της αλλά η ίδια δεν είχε συνείδηση της κατάστασής της. Πίστευε και η ίδια πως η κατώτερη θέση της στην κοινωνία ήταν θέλημα θεού, πως ο προορισμός της ήταν να υπηρετεί τους άλλους. Όσο η ζωή της γυναίκας ήταν περιορισμένη στα πλαίσια της οικογενειακής εστίας, η υποδούλωσή της στα πλαίσια της οικογένειας μπορούσε, στην καλύτερη περίπτωση, να προκαλεί τη συμπάθεια των ανθρωπιστών και διάφορους συλλογισμούς για τα μέσα που θα ξαλάφρωναν τη μοίρα του ταπεινωμένου, μέσα στην εκμεταλλευτική κοινωνία, γυναικείου φύλου.
Η εμφάνιση και η ανάπτυξη του γυναικείου ζητήματος είναι μια σημαντική εξέλιξη της καπιταλιστικής περιόδου. Υπάρχουν δυο λόγοι γι’ αυτό. Ο πρώτος έχει να κάνει με τη φάση που η αστική τάξη όταν διεκδικούσε την εξουσία και έβγαινε με συνθήματα που προσπαθούσαν να συμπαρασύρουν στην επαναστατική πορεία της όλες τις καταπιεσμένες ομάδες, τις φτωχές μάζες του προλεταριάτου και φυσικά τις γυναίκες. Ο δεύτερος σχετίζεται με τη μαζική είσοδο της γυναίκας στην εργασία στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Για να καλυφθεί η ανάγκη του κεφαλαίου σε φτηνά εργατικά χέρια έμπασε τη γυναίκα στα εργοστάσια, όπως και τα παιδιά. Τα δικαιώματα που έταζε η αστική τάξη κατά την επαναστατική της φάση έγιναν μισθωτή σκλαβιά και η απελευθέρωση που υπόσχονταν στη γυναίκα οι θεωρητικοί του διαφωτισμού, έγινε διπλή σκληρή καταπίεση, στο σπίτι και στη δουλειά. Όμως, η είσοδος στην εργασία, το γεγονός ότι έβγαινε από το σπίτι της, έκανε τη γυναίκα εργάτρια να συνειδητοποιήσει την άθλια θέση της και να διεκδικήσει ανθρώπινη ζωή και δικαιώματα.
Εκείνη την εποχή, όλα τα μέλη μιας εργατικής οικογένειας μετατρέπονταν σε μισθωτούς σκλάβους. Ένα νέο ζευγάρι, τον 19ο αιώνα, με τη μετακίνηση του από μια αγροτική σε μια αστική περιοχή, μείωνε το προσδόκιμο ζωής του κατά μία δεκαετία. Οι συνθήκες της δουλειάς και της ζωής της είναι άθλιες, γι’ αυτό από πολύ νωρίς αναγκάζεται να αγωνιστεί. Η πρώτη καταγεγραμμένη γυναικεία απεργία, με αιτήματα καλύτερο μισθό και συνθήκες εργασίας έγινε στην αγγλική πόλη Ουόρτσεστερ το 1804 από τις εργάτριες ενός εργοστασίου που κατασκεύαζε γάντια. Όπως λέει η Κολοντάι «το γυναικείο κίνημα δεν ήταν παρά ένα αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης των γυναικών στην παραγωγή».
Τότε, πέρα από τη βελτίωση των συνθηκών ζωής, η εργάτρια δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσε να διεκδικήσει πλήρη δικαιώματα με τον άντρα. Μάλιστα, τα εργατικά σωματεία αρνούνταν να γράψουν μέλη τους τις εργάτριες. Από τα μέσα του 19ου αιώνα ο Μαρξ και ο Ένγκελς συναντιούνται με το κίνημα των εργατριών που κάνει τα πρώτα του βήματα, το οποίο μπόλιασαν με τις ιδέες τους. Έδειξαν τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η ίδια η γυναίκα για να βελτιώσει τη ζωή της μέχρι την πλήρη χειραφέτησή της. Τόνιζαν πως καμία συζήτηση δε μπορεί να γίνει για γυναικεία απελευθέρωση χωρίς την οικονομική ανεξαρτησία της. Όμως, όπως η εργασία στον καπιταλισμό δεν απελευθερώνει κανέναν, ούτε τον άντρα, αλλά αντίθετα είναι η βάση της αλλοτρίωσης του εργάτη, έτσι και η εργασία των γυναικών στον καπιταλισμό αναπαράγει και διαιωνίζει την ανισότητα των δύο φύλων. Η μητρότητα, για παράδειγμα, στον καπιταλισμό δεν μπορεί να «δουλέψει» παρά μόνο με την προϋπόθεση πως η γυναίκα θα αποκλείεται από την εργασία γιατί η μητρότητα είναι ο πρωταρχικός της ρόλος.
Τον 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, η εργαζόμενη γυναίκα ήταν η εργάτρια, η γυναίκα προλετάρια, η φτωχή γυναίκα. Οι γυναίκες της αστικής τάξης και των όποιων μεσοστρωμάτων υπήρχαν εκείνη την εποχή, κατά κανόνα δεν εργαζόταν. Η δουλειά της εργάτριας ήταν συμπληρωματική του άντρα. Το αίτημα τότε ήταν να βγει η γυναίκα στην παραγωγή. Σήμερα, το τοπίο έχει αλλάξει. Οι γυναίκες κατά κανόνα εργάζονται. Εργάζονται οι γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Έτσι, δεν μιλάμε σήμερα μόνο για εργάτριες αλλά για εργαζόμενες, στις οποίες προφανώς δεν εντάσσονται οι αστές. Στη χώρα μας κυριαρχεί η αποβιομηχάνιση, η καταστροφή του πρωτογενούς τομέα και η ανάπτυξη των υπηρεσιών στον δημόσιο και ιδιωτικό το τομέα ενώ η κρίση κλείνει συνεχώς επιχειρήσεις. Η αστική τάξη της χώρας βρίσκεται σε αναζήτηση παραγωγικού μοντέλου. Προς το παρόν η στατιστική καταγράφει πως η γυναίκα έχει υψηλό επίπεδο μόρφωσης και εργάζεται στις υπηρεσίες κυρίως. Οι ατέλειωτες ώρες εργασίας, η επισφάλεια, οι χαμηλοί μισθοί, χαρακτηρίζουν την εργασία στη χώρα μας και πλήττουν πρώτα τις γυναίκες. Το είδος της εργασίας, ο μισθός και οι συνθήκες εργασίας έχουν επιπτώσεις σε όλες τις πλευρές της ζωής της γυναίκας, μέσα κι έξω από το σπίτι.
Η γυναίκα είναι πια αναπόσπαστο κομμάτι του εργατικού δυναμικού, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα διεκδικούσε το δικαίωμα στην εργασία. Νέες μορφές εκμετάλλευσης της γυναίκας έχει εφεύρει το σύστημα. Το σώμα της, η θηλυκότητά της, η μητρότητα και άλλα χαρακτηριστικά του φύλου και των ρόλων που καλείται να παίξει, γίνονται είτε μετατρέπονται σε εμπόρευμα τα ίδια είτε πατάνε πάνω σε αυτά για να πουλήσουν εμπορεύματα.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Επί χρόνια, αυτό που κυριαρχούσε στην ελληνική κοινωνία και διαπαιδαγωγούσε τη νεολαία ήταν το σύνθημα «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Σε μια εποχή, όπως αυτή που ζούμε, που όλα καταρρέουν, η οικογένεια φαίνεται να απόμεινε μοναδικό αποκούμπι. Έχει χυθεί πολύ μελάνι για να αποδείξουν πως ο θεσμός της οικογένειας, παρά την κρίση που περνά, στηρίζει τα μέλη της στις δύσκολες στιγμές κι έτσι δεν βλέπουμε ορδές αστέγων και εξαθλιωμένων. Οι νέοι και οι νέες, μπροστά στις οικονομικές δυσκολίες συνεχίζουν να μένουν με την οικογένειά τους. Σήμερα ένας άνθρωπος, αν χρειαστεί βοήθεια μπορεί μόνο να στηριχτεί στον εαυτό του ή να στραφεί στην οικογένεια του. Πώς τολμούν κάποιοι και λένε πως πρέπει να διαλυθεί; Η οικογένεια εξακολουθεί να φαντάζει για πολλούς ο κόσμος όλος. Σήμερα, πώς να επιχειρηματολογήσει κανείς για την κατάργησή της χωρίς να λιθοβοληθεί; «Κατάργηση της οικογένειας! Ακόμα και οι πιο ριζοσπάστες αγανακτούν γι’ αυτή την επαίσχυντη πρόθεση των κομμουνιστών», έγραφαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ο Μαρξ και ο Ένγκελς πριν 177 χρόνια. Κι όμως ο στόχος παραμένει.
Στην αστική οικογένεια αντανακλώνται όλες οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις του κοινωνικού συστήματος κι επηρεάζουν τα μέλη της και τις σχέσεις τους. Βέβαια, εάν τα μέλη είναι αστοί ή εργάτες, αλλάζει ορισμένα πράγματα, δεν αλλάζει όμως τη λειτουργία της. Μια οικογένεια εργατών είναι κι αυτή μια αστική οικογένεια, όπου η γυναίκα εξαρτάται από τον σύζυγο και το παιδί απ’ τους γονείς του. Αναπαράγει τα πρότυπα και την αστική ιδεολογία και διαπαιδαγωγεί με αυτά τα μέλη της. Διδάσκει αυτό που είναι.
Η γυναίκα καταπιέζεται μέσα από τους ρόλους που καλείται να παίξει και καταπιέζει και η ίδια. Ο καπιταλισμός αφαίρεσε κάθε εργασία που κάλυπτε ανάγκες της οικογένειας (κατασκευή ρούχων, παραγωγή προϊόντων διατροφής) και της άφησε τις «άχαρες» δουλειές του σπιτιού που ποτέ δεν τελειώνουν με αποτέλεσμα να κουράζεται και αγανακτεί. Είναι ο καθημερινός βραχνάς της ζωής της. Ό,τι και να λένε οι νόμοι και τα χαρτιά, οι αναλύσεις, οι στατιστικές και οι θεωρίες, η γυναίκα εξακολουθεί να είναι η δούλα του σπιτιού. Οι εξαιρέσεις αποδεικνύουν τον κανόνα. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα με την κοινωνικοποίησή της οικιακής εργασίας.
Σήμερα, στους κόλπους του φεμινισμού αναπτύσσεται μια θεωρία πως η οικιακή εργασία είναι το κλειδί για την παραγωγή της εργατικής δύναμης. Οι νοικοκυρές θεωρούνται τμήμα μιας παγκόσμιας τάξης άμισθων εργατριών, η εκμετάλλευση των οποίων έχει κεντρική σημασία για τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Δεν θεωρούν άχαρη την εργασία στο σπίτι, αλλά τη βάση της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας. Οι νοικοκυρές δεν πρέπει να συνδέονται αναγκαία με τους εργάτες στα εργοστάσια, αλλά μπορούν να οργανωθούν αυτόνομα σε παγκόσμιο επίπεδο, ξεκινώντας να ελέγχουν την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Επειδή, όπως, λένε οι άντρες ελέγχουν την εργασία σήμερα, τον χρόνο και την κίνηση των γυναικών τους, μέσω του οικογενειακού μισθού, οι γυναίκες πρέπει πρώτα να δώσουν αγώνες εντός των δικών τους οικογενειών και σχέσεων. Από αυτή η θεωρία προκύπτει το αίτημα για μισθό στις νοικοκυρές και η φεμινιστική απεργία. Σύμφωνα με το "φεμινιστικό μανιφέστο του 99%" «η παραγωγή ανθρώπων και η ειδική φροντίδα για τη ανάπτυξη και την ευημερία τους, λειτουργούν ως προϋπόθεση ύπαρξης του καπιταλισμού» Γι’ αυτό στη φεμινιστική απεργία μας καλούν όλες να απέχουμε απ’ το σεξ, να μην χαμογελάμε και να μη δείχνουμε τρυφερότητα στα πρόσωπα της οικογένειάς μας.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΚΙΝΗΜΑ
Όταν το 1917 οι μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία, παραχώρησαν, με τα πρώτα διατάγματα, πλήρη πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες, καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος και το διαζύγιο, απαγορεύτηκε η πορνεία, αποποινικοποιήθηκε η ομοφυλοφιλία, επιτράπηκαν οι αμβλώσεις, αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα των παιδιών εκτός γάμου, απαγορεύτηκε η νυχτερινή βάρδια σε εγκύους κλπ. Για την εποχή τους ήταν πρωτόγνωρα. Σήμερα όλα αυτά είναι δεδομένα. Υπάρχει ισονομία, θεσμοθετημένη «ίση αμοιβή για ίση εργασία» και πλήθος οδηγίες, δράσεις και προγράμματα της ΕΕ φροντίζουν για την εξάλειψη κάθε είδους διακρίσεων και της βίας κατά των γυναικών. Θα έλεγε κανείς πως δεν υπάρχουν αιτήματα για να διεκδικήσουν οι γυναίκες σήμερα. Φυσικά, μια σειρά κατακτήσεις των γυναικών χάνονται στα πλαίσια της συνολικής επίθεσης που έχει εξαπολύσει το σύστημα στους εργαζόμενους και στον λαό κι αυτά θα πρέπει να τα κερδίσουν ξανά. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, πως δεν χρειάζεται ιδιαίτερη συγκρότηση γυναικείου κινήματος.
Στην πραγματικότητα όσα έχουν δώσει κάτω από πίεση των κινημάτων μιας προηγούμενης περιόδου, είναι όσα ο καπιταλισμός μπορούσε να δώσει. Η διπλή καταπίεση στη δουλειά και στο σπίτι παραμένει. Γιατί η καταπίεση τις γυναίκας δεν ξεκινάει από την ύπαρξη ή μη κάποιων δικαιωμάτων. Η ρίζες της βρίσκονται μέσα στην ταξική κοινωνία, που όμως κάθε εποχή παίρνει άλλες μορφές. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία η μελέτη των αιτιών, των μορφών και των συνεπειών της γυναικείας καταπίεσης σήμερα. Ο Μπέμπελ έλεγε πως «οι γυναίκες δεν μπορούν να έχουν αυταπάτες πως οι άντρες θα τις βοηθήσουν να βγουν από αυτή την κατάσταση, με τον ίδιο τρόπο που οι εργάτες δεν έχουν τίποτα να ελπίζουν από την αστική τάξη». Ο Λένιν, απευθυνόμενος στις εργάτριες, τις καλούσε να ενεργοποιηθούν, γιατί η απελευθέρωσή τους από τη διπλή καταπίεση είναι, πρώτα απ’ όλα, δική τους υπόθεση.
Το γυναικείο κίνημα πρέπει να ανασυγκροτηθεί ως διακριτό τμήμα του εργατικού – λαϊκού κινήματος, κι επομένως μεγάλο μέρος της διαδικασίας ταυτίζεται με την πορεία ανασυγκρότησης του εργατικού – λαϊκού κινήματος. Όμως, το γυναικείο έχει ιδιαιτερότητες και επιπλέον δυσκολίες. Πρέπει να υπερασπιστεί την ύπαρξή του, ακόμα και μέσα στις γυναικείες μάζες, να ξεκαθαρίσει τα χαρακτηριστικά του, να μελετήσει την ιστορία του, να κάνει αυτοκριτική και κριτική, να αντιπαρατεθεί με τον φεμινισμό και τις αστικές αντιλήψεις, να δοκιμαστεί σε μάχες για τα δικαιώματά της γυναίκας, να στηρίξει τον καθημερινό αγώνα της και την αντιπαράθεσή της με το άλλο φύλο, στη βάση ότι η αντίθεσή της με τον άντρα είναι έκφραση των ταξικών αντιθέσεων, να αναπτύξει επιχειρήματα ενάντια στη σάπια κυρίαρχη ιδεολογία και να αποκαλύψει το πολυδαίδαλο δίκτυο ελέγχου κι εκμετάλλευσής της. Αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Πρέπει να είναι ζωντανή, οργανωμένη, με δράση και εμπλοκή της γυναίκας των λαϊκών στρωμάτων. Σε αυτή τη διαδικασία η γυναίκα θα αποτινάξει την κυρίαρχη αντίληψη που έχει η ίδια για τον εαυτό της, που σημαίνει να επανατοποθετηθεί για τις λεγόμενες «αξίες» που αποδίνονται στις σχέσεις της γυναίκας με την κοινωνία, με την οικογένεια, με τους άντρες, με τη λειτουργία της ως συζύγου και μητέρας, όπως και ως εργαζόμενης.
Η ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
Είναι φανερό πως το Γυναικείο Ζήτημα και τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για να αποδομήσουν τον μαρξισμό και να απαξιώσουν τον σοσιαλισμό. Όλοι, σχεδόν χωρίς εξαιρέσεις, οι θεωρητικοί κάθε τάσης μέσα στα φεμινιστικά ρεύματα καταφέρονται κατά του Μαρξ και του Ένγκελς. Δεν έχει κατακάτσει ακόμα ο κουρνιαχτός που σηκώθηκε όταν η κυβέρνηση κατέθεσε το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, που τώρα πια είναι νόμος. Η στάση του ΚΚΕ έδωσε την ευκαιρία στα πιο δεξιά και συντηρητικά στοιχεία της κυβέρνησης, κι όχι μόνο, να εμφανιστούν ως προοδευτικά και να μιλούν για τον συντηρητισμό της Αριστεράς. Κάνουν ό,τι μπορούν για να ξορκίσουν το φάντασμα του κομμουνισμού που τους στοιχειώνει.
Σήμερα, η εφημερίδα ΕΦΣΥΝ έχει ένθετο με τίτλο «Η ομοφυλοφιλία στη Σοβιετική Ένωση». Σε αυτό αναπαράγονται μια σειρά τροτσκιστικές θέσεις που διαστρεβλώνουν και συκοφαντούν τις κολοσσιαίες προσπάθειες των μπολσεβίκων, μα κυρίως του ρωσικού λαού, να χτίσει μια νέα κοινωνία. Ο τροτσκισμός έχει ένα πολιτικό σχήμα που το επαναλαμβάνει μονότονα σε όποιο θέμα τοποθετείται. Εκθειάζει την Οκτωβριανή Επανάσταση, παρουσιάζει τον Τρότσκι ως το δεξί χέρι του Λένιν, που οι δυο τους έχτισαν όλα τα καλά, μέχρι που ήρθε ο Στάλιν, που λόγω της κακίας του και της φιλοδοξίας του να ανεβεί στην εξουσία, δολοφονούσε και τρομοκρατούσε. Αυτό το τροτσκιστικό αφήγημα το έχει εκμεταλλευτεί πολλές φορές το σύστημα για να στηρίξει την αντικομμουνιστική του προπαγάνδα. Έτσι, λοιπόν, το 1917 οι μπολσεβίκοι αποποινικοποίησαν την ομοφυλοφιλία, αλλά ο Στάλιν, το 1934, βρήκε την ευκαιρία να την απονομιμοποιήσει και άρχισε να καταδιώκει τους ομοφυλόφιλους.
Πριν πούμε για το συγκεκριμένο, θα πούμε, γενικά, πως προβλήματα υπήρχαν κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σ.Ε. και πρέπει να τα αναγνωρίσουμε και να εξηγήσουμε τις αιτίες τους, να βγάλουμε συμπεράσματα που θα μας βοηθήσουν στην πάλη μας σήμερα. Έχει σημασία από ποια πλευρά ασκείται η κριτική και γιατί γίνεται. Η ίδια κριτική έχει άλλη λειτουργία όταν την κάνει ο αντίπαλος. Άλλωστε, στο εσωτερικό της Σ.Ε. εκφραζόταν ανοιχτά οι διαφορετικές θέσεις για μια σειρά ζητήματα. πχ η διαφορετικές προσεγγίσεις ανάμεσα στην Κολοντάι, την Κρούπσκαγια και την Τσέτκιν για την ανατροφή των παιδιών, εκφράστηκε ανοιχτά. Η Κολοντάι θεωρούσε ότι το παιδί πρέπει να ανήκει στο σοσιαλιστικό κράτος, η Τσέτκιν, στους γονείς και η Κρούπσκαγια, στον εαυτό τους. Διαφορετικά προσέγγισαν οι Κινέζοι τα ζητήματα του γάμου, της σεξουαλικότητας αλλά και της οικονομίας κλπ. Κριτική έχουμε ασκήσει κι εμείς σε πλευρές του Συντάγματος του 1934. Οι Κινέζοι μέχρι το 1956, έκαναν κριτική, αλλά μετά το 20ο συνέδριο πέρασαν στην αντιπαράθεση.
Πράγματι, το 1934, αποφασίστηκε ποινική τιμωρία για την παιδεραστία και τον σοδομισμό και το 1936 απαγορεύτηκαν οι ελεύθερες αμβλώσεις. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτές τις αποφάσεις, σύμφωνα με τη σοβιετική ηγεσία, ήταν, για το πρώτο, τα πολλά κρούσματα παιδεραστίας και βιασμών και για το δεύτερο, η τεράστια αύξηση των αμβλώσεων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη σημαντική πτώση των γεννήσεων. Πολλοί άντρες εγκατέλειπαν τη γυναίκα όταν έμενε έγκυος, κι αυτός ήταν ένας λόγος ακόμη. Η Κολοντάι, που συμμετείχε, τόσο στη σύνταξη των πρώτων νόμων (’17-’20), όσο και του 1936, σε συνέντευξή της στις 17/7/1936, εξηγεί τους λόγους που έγιναν αυτές οι αλλαγές. Ενδιαφέρον έχει το σημείο στο οποίο κάνει λόγο για την ανάγκη υπευθυνοποίησης των αντρών. Χαρακτηριστικά, λέει πως «οι άντρες προσπαθούν να αποφύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους. Σε πολλές περιπτώσεις, ήταν ειδικά ο άντρας που πίεζε τη γυναίκα να κάνει έκτρωση, ώστε να μην υποχρεώνεται να πληρώσει διατροφή». Γι’ αυτό και στη συζήτηση που προηγήθηκε της ψήφισης του νόμου στους χώρους δουλειάς, οι γυναίκες ήταν στην πλειοψηφία σύμφωνες με αυτόν, ενώ οι άντρες ήταν πιο διστακτικοί. Εξηγεί, επίσης, πως επιτραπήκαν οι ελεύθερες αμβλώσεις τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, όχι για λόγους αρχής αλλά γιατί οι συνθήκες δεν επέτρεπαν στο νεαρό Σοβιετικό Κράτος να προστατεύσει πραγματικά τη μητέρα και το παιδί. Γι’ αυτούς τους λόγους, δεν αποδυναμώνονται τα επιχειρήματα των γυναικών στον καπιταλισμό που διεκδικούν ελεύθερες αμβλώσεις. Να σημειώσουμε πως μέτρα αντισύλληψης εκείνη την περίοδο ουσιαστικά δεν υπήρχαν. Η Zhenotdel (τμήμα γυναικών των μπολσεβίκων) είχαν εισηγηθεί το 1920 ως «προσωρινό μέτρο» τις ελεύθερες αμβλώσεις. Γενικά, αυτό που χαρακτήριζε όλους τους νόμους του Σοβιετικού κράτους ήταν πως η μητρότητα αποτελεί κοινωνική υπόθεση και όχι ατομική.
Εμείς σήμερα βλέπουμε πως στις λύσεις ή «λύσεις» που δόθηκαν τότε, βάρυνε η εκτίμηση που υπήρχε από το 1933 πως επίκειται πόλεμος. Τότε αποφασίστηκε η γραμμή του αντιφασιστικού μετώπου και άνοιγμα στην εκκλησία. Αυτά βάρυναν στις αποφάσεις. Με μια απόσταση από τα πράγματα σήμερα, με τη γνώση των γεγονότων που ακολούθησαν, με την πείρα του κινήματος ενός αιώνα μετά και τα συμπεράσματα της Πολιτιστικής Επανάστασης, μπορούμε να πούμε πως τα κοινωνικά ζητήματα δεν λύνονται με διοικητικές αποφάσεις και απαγορεύσεις, τα ανοίγματα πρέπει να κλείνουν κάποτε αλλά αυτά παρέμειναν και μετά τον πόλεμο. Ξέρουμε ακόμα πως η επανάσταση δεν σβήνει αυτόματα την ιδεολογική σκουριά, τις προκαταλήψεις και τους φόβους που κουβαλούν οι άνθρωποι. Έτσι, η προκατάληψη που είχαν οι άνθρωποι για αυτά τα ζητήματα ήταν υπαρκτή και την απέχθεια για την ομοφυλοφιλία την είχαν οι περισσότεροι. Τότε ο βιασμός ήταν η τιμωρία των επαναστατών που συλλαμβάνονταν.
Υπάρχει ένας βασικός κανόνας στον ιστορικό υλισμό. Πως κάθε εποχή κρίνεται με τα δικά της μέτρα.
Μιας όμως και το τελευταίο διάστημα πολλά λέγονται για τη σεξουαλικότητας κλείνω με κάποιες γενικές διαπιστώσεις ως έναυσμα για μια συζήτηση που πρέπει να ανοίξει.[1]
Καταρχάς, δεν υπάρχει φυσική σεξουαλικότητα. Οι υποτιθέμενες φυσικές μορφές με τις οποίες ικανοποιούνται οι σεξουαλικές ανάγκες, καθορίζονται από τα χαρακτηριστικά της εκάστοτε κοινωνίας, αλλά και οι ίδιες οι σεξουαλικές ανάγκες παράγονται από την κοινωνία.
Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός αντιμετωπίζουν τη σεξουαλικότητα ως ένα εμπόρευμα, που πουλιέται κι αγοράζεται όπως όλα τα άλλα, υφίσταται τους ίδιους νόμους προσφοράς και ζήτησης και καταστρέφεται κι αυτό με την κατανάλωση. Το ζητούμενο είναι ποια είναι η λειτουργία και ποια τα αποτελέσματα αυτού του τύπου σεξουαλικής κουλτούρας στους ανθρώπους.
Η βιομηχανία του σεξ που αφήνει παντού αποτύπωμα, δεν αντιμετωπίζει το σεξ ως το μέσο για να εκφραστεί το ιδιαίτερο περιεχόμενο των σχέσεων μεταξύ ατόμων, αλλά ως μέσο για κάθε άτομο χωριστά προκειμένου να ξεφύγει από την κοινωνία και ως στιγμή απόλαυσης σε μια ζωή χωρίς χαρά κι ελπίδα. Δείχνει να έχει αποστασιοποιηθεί από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της, να μη δένει αλλά αντίθετα να διαχωρίζει τους ανθρώπους.
Δεν υπάρχει η έννοια της ισοτιμίας στα σεξουαλικά πρότυπα που η αστική τάξη προβάλει. Τα χαρακτηρίζει μια σχέση κυριαρχίας και υποδούλωσης, όπου το κυρίαρχο είναι αρσενικού γένους. Δεν προκύπτει τίποτα το θετικό από την αντιστροφή των ρόλων κυριαρχίας.
Η σεξουαλικότητα για την κυρίαρχη τάξη είναι ένας τρόπος επίδειξης και επιβολής της εξουσίας και της δύναμής της. Το τρίπτυχο «σεξ – βία – εξουσία» προβάλλεται από παντού, είναι η νέα μόδα που πλασάρει το σύστημα, ειδικά στη νεολαία, είναι η προβολή της σαπίλας της αστικής τάξης σε πρότυπο.
Οι απαγορεύσεις και η καταπίεση της σεξουαλικότητας είναι κομμάτι της σεξουαλικότητας. Δεν αντιτίθενται σε αυτή αλλά την προσδιορίζουν. Η σεξουαλική ελευθερία στον καπιταλισμό είναι σαν όλες τις άλλες καπιταλιστικές ελευθερίες, υπάρχουν μόνο στη θεωρία και στα χαρτιά.
Στην αστική σεξουαλικότητα δεν μπορούμε να αντιπαραθέσουμε κάποιο μοντέλο επαναστατικής, εργατικής ή μαρξιστικής σεξουαλικότητας. Ούτε στον σοσιαλισμό η ικανοποίηση της σεξουαλικής ορμής, της ερωτικής ανάγκης δεν θα είναι τόσο απλή και πρόχειρη, όσο το να πίνει κανείς ένα ποτήρι νερό. Στη σεξουαλική ζωή, έλεγε ο Λένιν, παίζουν ρόλο όχι μόνο τα φυσικά στοιχεία, αλλά κι ο αποκτημένος πολιτισμός.
Οι αστικές θεωρίες για τη σεξουαλικότητα κυριαρχούνται από λόγους επιθυμίας. Έχει γίνει κοινός τόπος να θεωρούμε τη σεξουαλικότητα ως χωριστή απ’ την τάξη. Έτσι η αυτονομία της επιθυμίας έχει γίνει μια από τις βαθύτερες αστικές «αλήθειες». Τέτοιες θέσεις είναι αντίθετες με την υλιστική αντίληψη. Τη σεξουαλικότητα πρέπει να την κατανοούμε τόσο ως κοινωνική, όσο και ως ιστορική σχέση.
Η σεξουαλική κρίση και τα σεξουαλικά προβλήματα που φαίνεται να ταλανίζουν τους ανθρώπους και να καταλαμβάνουν πολλές φορές πολύ μεγάλο χώρο στους προβληματισμούς της νεολαίας, «Δεν λύνονται», έγραφε η Κολοντάι, «χωρίς θεμελιώδη μεταρρύθμιση της ανθρώπινης ψυχολογίας, χωρίς την αύξηση του «ερωτικού δυναμικού». Αυτή όμως η ψυχική μεταρρύθμιση εξαρτάται ολοκληρωτικά από τη βασική αναδιοργάνωση των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεών μας, πάνω σε κομμουνιστικές βάσεις».
[1] Το απόσπασμα που ακολουθεί για τη σεξουαλικότητα είναι από το άρθρο «Εγκλήματα και ανθρώπινες σχέσεις σε συνθήκες βαρβαρότητας» που δημοσιεύτηκε στο μπλογκ Αντιγειτονιές https://antigeitonies3.blogspot.com/2024/03/blog-post_47.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου