Με τον αέρα που έδωσε στους ιμπεριαλιστές και την κυβέρνηση η ψήφιση του αντιασφαλιστικού τερατουργήματος και των φοροληστρικών μέτρων, προετοιμάζεται ο νέος γύρος επίθεσης που αφορά τα εργασιακά. Αξιοποιώντας την αδυναμία ουσιαστικής απάντησης από τη μεριά του κινήματος αλλά ταυτόχρονα γνωρίζοντας ότι ποτέ η υποταγή του λαϊκού παράγοντα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη, οι δυνάμεις του συστήματος ξεκινούν από τώρα την προπαγάνδα, με διπλό σκοπό: την καλλιέργεια κλίματος από τη μια και την ανάγνωση διαθέσεων αντίστασης από την άλλη. Πριν ακόμα ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση και καταβληθεί η αντίστοιχη δόση, με τα «προαπαιτούμενα» να αυξάνονται καθημερινά, από κοινού οι «μέσα» και οι «έξω» ορίζουν την ισοπέδωση των εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων που έχουν απομείνει ως το κεντρικό ζητούμενο για την επόμενη αξιολόγηση. Η σύνδεση με την καταβολή της επόμενης δόσης, με ό,τι συνεπάγεται η μη καταβολή της δόσης δηλαδή, δημιουργεί το εκβιαστικό πλαίσιο που θα χρησιμοποιηθεί ενάντια στο ενδεχόμενο οι εργαζόμενοι να υπερασπιστούν αγωνιστικά τις κατακτήσεις τους.
Η κατάσταση που έχει ήδη διαμορφωθεί στα εργασιακά έχει οδηγήσει τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού σε άθλια θέση. Εργασιακός μεσαίωνας, ανεργία που τσακίζει κόκαλα και καταστολή κάθε εστίας αντίστασης. Το ποσοστό των εργαζομένων που συμμετέχουν σε συνδικαλιστικές ενώσεις έχει μειωθεί δραματικά ενώ και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες που διατηρούνται αποδεικνύονται ξανά και ξανά όχι απλά «λίγες» σε σχέση με τις ανάγκες αλλά και ανοιχτά ενάντια στη διαμόρφωση όρων οργάνωσης και αντίστασης από τη μεριά των εργαζομένων. Αυτή η πραγματικότητα, που αποτυπώνεται και στις επίσημες στατιστικές για την ανεργία, τους μισθούς, τις συλλογικές συμβάσεις και τις ελαστικές μορφές εργασίας, χειροτερεύει με κάθε «επιτυχημένη συμφωνία» (και αυτής) της κυβέρνησης με τους «δανειστές».
Η προετοιμασία των δυνάμεων του συστήματος ξεκινάει με δηλώσεις «εκπροσώπων των θεσμών» ότι το εργασιακό πλαίσιο στην Ελλάδα είναι προστατευτικό! Και στη βάση αυτή, προωθούνται μια σειρά αντιδραστικές αλλαγές που θέλουν να νομιμοποιήσουν και να κατοχυρώσουν τα αίσχη που συμβαίνουν στην «αγορά εργασίας», ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν ακόμα και στους χώρους δουλειάς που θεωρούνται «προνομιούχοι» και να τα προχωρήσουν ακόμα παραπέρα. Τα μέτρα που σχεδιάζονται χτυπάνε τα δικαιώματα των εργαζομένων σε κάθε επίπεδο.
Στο άμεσα οικονομικό, προτείνεται η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, που αντιστοιχεί σε μείωση 14,3%. Μπορεί κυβέρνηση και ΣΕΒ να αλληλοκατηγορούνται για το ποια μεριά «άνοιξε» το ζήτημα, η ουσία όμως είναι ότι η κατεύθυνση υπάρχει και για τους δύο, αξιοποιώντας και το γεγονός ότι οι δυο μισθοί έχουν εδώ και χρόνια καταργηθεί για το μέρος των εργαζομένων που δουλεύει στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ. Είναι μάλιστα τόσο συγκεκριμένη η πρόταση, που προβλέπει άμεση κατάργηση για κάθε νέα πρόσληψη και επιμερισμός στους υπόλοιπους 12 μισθούς για τους ήδη εργαζόμενους, δηλαδή σταδιακή κατάργηση σε μια προσπάθεια να λειανθεί κάπως η μείωση. Σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό, προτείνεται η αφαίρεση τριετιών και επιδομάτων, ώστε να ισοπεδωθούν ακόμα περισσότεροι εργαζόμενοι στον κατώτατο μισθό και για όλη τους τη ζωή, ενώ ανοιχτό παραμένει το ενδεχόμενο της μείωσης και του ίδιου του ύψους του κατώτατου μισθού, που σήμερα είναι στα 586€ μικτά. Μείωση σχεδιάζεται και για τις υπερωρίες, που τώρα πληρώνονται με προσαύξηση 20% για υπερεργασία και 40% για υπερωρία.
Στο επίπεδο της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, οι προτάσεις περιλαμβάνουν 2 σκέλη. Το ένα αφορά τις απολύσεις και την απελευθέρωση των εργοδοτών από περιορισμούς. Προτείνεται λοιπόν απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και αποσύνδεση της έγκρισης αυτών από τον εκάστοτε υπουργό Εργασίας, με σκέψεις για μεταφορά της αρμοδιότητας στον ΟΜΕΔ (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας). Επιπλέον, προτείνεται η μείωση της αποζημίωσης απόλυσης. Όχι άδικα, τα συγκεκριμένα μέτρα συνδέονται με τις ανάγκες του τραπεζιτικού κεφαλαίου για μαζικές απολύσεις, στη βάση της ανάγκης αναδιάρθρωσης του τομέα με το ελάχιστο κόστος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι η εφαρμογή τους δεν περιορίζεται εκεί, καθώς είναι αρκετές οι περιπτώσεις που μεγάλες επιχειρήσεις απαιτούν την απόλυση μεγάλου ποσοστού των εργαζόμενων, είτε γιατί θέλουν να σταματήσουν μέρος της παραγωγής, είτε γιατί θέλουν να το μεταφέρουν, είτε γιατί θέλουν να αντικαταστήσουν εργαζόμενους που διατηρούν σχετικά καλούς όρους με νέους που θα δουλέψουν με τα «νέα δεδομένα». Το άλλο σκέλος αφορά την παραπέρα ελαστικοποίηση της δουλειάς, δηλαδή την εξάλειψη των ελάχιστων δεσμεύσεων του εργοδότη απέναντι στους εργαζόμενους, οι οποίοι όχι μόνο πρέπει να δουλέψουν για να επιβιώσουν και να ταΐσουν τις οικογένειές τους αλλά θα πρέπει και να αποδέχονται ότι η επιβίωσή τους εξαρτάται από τις διαθέσεις του κάθε εργοδότη. Αν και διατηρείται μια ασάφεια γύρω από το πώς ακριβώς θα εξυπηρετηθεί αυτή η κατεύθυνση, έχουν γίνει αναφορές σε επέκταση του διευθυντικού δικαιώματος για «διευθέτηση του χρόνου εργασίας», δηλαδή για αυξομείωση του ωραρίου από τον εργοδότη κατά το δοκούν και χωρίς κόστος. Επίσης, έχει γίνει λόγος για την καθιέρωση μορφών που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια ακόμα και στις κεντρικές ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης, όπως είναι η «μικροεργασία» (“mini jobs”), που αφορά δουλειά μερικών ωρών με αμοιβή κάτω του κατώτατου μισθού και χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, ή τα «συμβόλαια μηδενικών ωρών» (“zero hour contract”) κατά τα οποία ο εργοδότης μπορεί να απασχολήσει τον εργαζόμενο για όσες ώρες και όποτε κρίνει εκείνος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα παραπάνω μέτρα έχουν ήδη εφαρμοστεί με τα πρώτα 2 μνημόνια και οι «καινούριες» προτάσεις αποτελούν επανάληψη με χειρότερους όρους. Και οι μισθοί μειώθηκαν ραγδαία, μεταξύ άλλων μέσω της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων (μόλις 16 απομένουν από τις 200 κλαδικές) και της μείωσης κατά το 1/3 του κατώτατου μισθού, και η αμοιβή των υπερωριών μειώθηκε, και το όριο των ομαδικών απολύσεων αυξήθηκε, και η αποζημίωση απόλυσης έμεινε μισή, και το 8ωρο καταργήθηκε και οι ελαστικές σχέσεις εδραιώθηκαν και χρησιμοποιούνται με πολλαπλά για το κεφάλαιο οφέλη. Στη συγκεκριμένη φάση, εκτός από τα παραπάνω, μπαίνει στο στόχαστρο και το δικαίωμα στη συλλογική διεκδίκηση και τον ελεύθερο συνδικαλισμό. Με πρόσχημα τις διατάξεις του συνδικαλιστικού νόμου ν. 1264, που έδεσαν το συνδικαλισμό στο κράτος προκειμένου να τον ελέγξει, η κατεύθυνση προβλέπει αυστηροποίηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων για απεργία, επαναφορά της εργοδοτικής ανταπεργίας (λοκ άουτ) και αλλαγή της λειτουργίας των συνδικάτων, με έμφαση στην προστασία των εκλεγμένων εκπροσώπων των εργαζομένων από απόλυση, τις συνδικαλιστικές άδειες και τη «διαφάνεια» της χρηματοδότησης. Σχετικά με τις απεργίες, προτείνεται αύξηση του χρόνου προειδοποίησης του εργοδότη και μη νομιμοποίηση της απεργίας αν δεν έχει αποφασιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία όχι των μελών του σωματείου που την αποφασίζει αλλά όλων των εργαζομένων σε ένα χώρο. Αυτό σημαίνει ότι ο εργοδοτικός μηχανισμός θα τρομοκρατεί ακόμα και στη σκέψη για απεργία ενώ απονομιμοποιούνται σωματεία που μπορεί να κινηθούν με αγωνιστική λογική, στην περίπτωση κλαδικών αγώνων δε, η απεργία πρακτικά απαγορεύεται. Το «δικαίωμα» σε λοκ άουτ, δηλαδή σε κλείσιμο της επιχείρησης σε απεργιακές κινητοποιήσεις, πληθαίνει τα έτσι κι αλλιώς πολλά εργαλεία της εργοδοσίας απέναντι στις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Οι αλλαγές στη λειτουργία των σωματείων όχι μόνο δεν έχουν σκοπό την «εξυγίανση», αλλά περιορίζουν ακόμα περισσότερο την ανεξαρτησία τους και αυξάνουν τη δυνατότητα κυβέρνησης και εργοδοσίας να καταστέλλουν κινητοποιήσεις στη βάση της «νομιμότητας» που οι ίδιοι ορίζουν.
Απέναντι στην αντιλαϊκή πολιτική, οι εργαζόμενοι πρέπει να ορθώσουν Μέτωπο Αντίστασης και Πάλης για την ανατροπή της. Η κατεύθυνση είναι δεδομένη και προωθείται από όλες τις δυνάμεις του συστήματος. Η κυβέρνηση εμφανίζεται υπερασπιστής της εργασίας, «όπως έκανε για την πρώτη κατοικία και τις συντάξεις» (με τα γνωστά αποτελέσματα). Ταυτόχρονα, δηλώνει ότι «η εμπλοκή του ευρωκοινοβουλίου και του ΔΟΕ (Διεθνής Οργανισμός Εργασίας-ILO) διευρύνει τις συμμαχίες». Αντίστοιχη ήταν και η τοποθέτηση της ΓΣΕΕ, που αναζητεί δήθεν στήριξη στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς που υπάρχουν ακριβώς για να ευλογούν τις αντεργατικές πολιτικές της ΕΕ. Η «διεθνής επιτροπή εμπειρογνωμόνων» που έχει συσταθεί για «να μελετήσει τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές» στα εργασιακά, σύμφωνα με τις επιταγές του 3ου μνημονίου, άρχισε τις συνεδριάσεις της για να δώσει έναν τόνο «αντικειμενικότητας» στο αποτέλεσμα της «μελέτης» που είναι δεδομένο εξαρχής. Οι υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις δήθεν διαφωνούν με τις μειώσεις μισθών, αλλά συμφωνούν και επαυξάνουν στο χτύπημα όλων των εργασιακών δικαιωμάτων. Οι εργαζόμενοι πρέπει άμεσα να δημιουργήσουν τους όρους εκείνους που δεν θα επιτρέψουν στην κυβέρνηση να διαλύσει ό,τι έχει απομείνει από την ισχνή εργατική νομοθεσία, για λογαριασμού ντόπιου και ξένου κεφαλαίου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δημοφιλεις αναρτησεις
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
λαϊκη αντισταση - Α.Α.Σ.
Αριστερα
Πολιτικη
Διεθνη
Εργαζομενοι
Μεταναστες - προσφυγες - πολιτικοι προσφυγες
Νεολαια
Δημοκρατια;
Κινηματα
Τοπικα
Μνημες
Πολιτισμος
Εκλογες
ΑΡΧΕΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ
Videos
Get this Recent Comments Widget
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου