Από την απόπειρα πραξικοπήματος στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης και από την εχθρότητα για τους Κούρδους στην Τζεραμπλούς
Η πολιτική κρίση και ο αλληλοσπαραγμός ανάμεσα στις μερίδες της τουρκικής αστικής τάξης, που βάθυνε από το 2011, συνεχίζουν και παροξύνονται. Τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική.
Η λεγόμενη «αραβική άνοιξη» μαζί με το μαζικό κίνημα άλλαξαν τις πολιτικές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή. Η Τουρκία επιχειρήθηκε να προβληθεί σαν ένα κράτος-μοντέλο, με μετριοπαθή δημοκρατία κοσμικού ισλάμ και ενεργό εξωτερικό ρόλο που θα καθορίζεται από κοινού με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Η γρήγορη όμως αλλαγή πολιτικών ισορροπιών στη Μέση Ανατολή και η υπερβολικά άπληστη και πρόθυμη στάση μερίδων της αστικής τάξης της Τουρκίας στη Συρία και τη Μέση Ανατολή οδήγησαν σε φρακάρισμα αυτού του προσανατολισμού. Οι μερίδες της τουρκικής αστικής τάξης που στόχευαν στην ηγεμονία των σουνιτών Αράβων και Τούρκων και τμήματος των Κούρδων βάλτωσαν μέσα στις αντιθέσεις αυτών των εθνοτήτων.
Το βασικό αδιέξοδο αυτής της πολιτικής κίνησης ήταν να γίνουν οι ισλαμιστές ισχυρή πολιτική τάση μέσα στα τμήματα των αράβων σουνιτών και με μια πιο σταθερή παρέμβαση στον εθνικό αγώνα των Κούρδων. Το τουρκικό κράτος, που υποστηρίζει το τζιχαντιστικό κίνημα στη Συρία και το Ιράκ, δεν κατάφερε να κάνει αυτά τα τμήματα αποδεκτά σαν μετριοπαθή. Κατέρρευσε η πολιτική της εσωτερικής ειρήνης με τους Κούρδους που χτίστηκε πάνω στον άξονα του συμβιβασμού και συγκεκριμενοποιήθηκε με «την κωλυσιεργία και την ελαχιστοποίηση των δικαιωμάτων».
Η τουρκική κυβέρνηση σ’ αυτή τη διαδικασία βάθυνε την αντίθεσή της με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, αφού σε τακτικό επίπεδο μηχανεύτηκε τακτικές για να δυναμώσει τη θέση της στην παρέμβαση στη Συρία. Η κρίση με την παρέμβαση στη Συρία μετατράπηκε σε βαθιά πολιτική κρίση για το τούρκικο κράτος.
Η στάση της κυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική σ’ αυτό το στάδιο δημιούργησε εσωτερικά ένα νέο κλίμα και έφερε νέες συγκρούσεις και εντάσεις. Η κυβέρνηση εφάρμοσε σκληρά μέτρα για την εκκαθάριση των μερίδων που δεν συμβιβάστηκαν με τη νέα κατάσταση. Το ΑΚP, αφού ενίσχυσε τις προσπάθειες και την πάλη για να βάλει στην κορυφή του συστήματός του την ισλαμική ιδεολογία, κλιμάκωσε την επίθεση και τη διαδικασία εκφοβισμού σε πλατιά κοινωνικά τμήματα. Αυτό οδήγησε τις μερίδες της αστικής τάξης σε μια αναπόφευκτη πάλη και σύγκρουση μεταξύ τους.
Οι δυνάμεις του Φετουλάχ Γκιουλέν στη γραφειοκρατία και οι δυνάμεις του ΑΚP στον πολιτικό τομέα δημιούργησαν έναν ισχυρό πολιτικό συνασπισμό. Ωστόσο, υπέβοσκαν τα προβλήματα που διαμορφώθηκαν από την εξωτερική πολιτική και τη σύγκρουση ανάμεσα στα δυο τμήματα και πριν περάσει πολύς χρόνος η αντιπαράθεση εξελίχθηκε σε ανοιχτή σύγκρουση.
Σ’ αυτήν τη διαδικασία, ιδιαίτερα μετά τον ξεσηκωμό στο Γκεζί, βάθυναν οι αντιθέσεις μεταξύ των μερίδων της αστικής τάξης, αυξήθηκε η ένταση πλατιών κοινωνικών τμημάτων με το κράτος. Ταυτόχρονα αυτή η διαδικασία σήμανε στην πραγματικότητα τη διάλυση του τουρκικού κράτους-μοντέλου γνωστού ως η «μετριοπαθής δημοκρατία». Σ’ αυτή τη διαδικασία οι μηχανισμοί του κράτους προσπάθησαν να φιμώσουν τα αντιπολιτευόμενα και πιο δημοκρατικά στρώματα με αύξηση της πίεσης και του εκφοβισμού. Αυτό το στάδιο μετατρέπεται σε ένα επιχείρημα που θα χρησιμοποιηθεί στην πάλη ανάμεσα στις μερίδες της αστικής τάξης. Οι μερίδες της αστικής τάξης που στριμώχνονται απ’ αυτήν την κατάσταση προσπαθούν να μετατρέψουν τα καταπιεσμένα τμήματα από τη σκληρή επίθεση σε υλικό υποστήριξης των ιδιαίτερων συμφερόντων τους. Το κράτος, που από την ίδρυσή του διαμορφώθηκε σε μονιστικό-φασιστικό με κοινωνική δομή που στηρίχτηκε στη σουνιτική φιλοσοφία, το τελευταίο διάστημα προσπάθησε να υπογραμμίσει ακόμη πιο έντονα τον πολυμέτωπο αγώνα με τις κοινωνικές μερίδες και την πολυεθνικότητα, αύξησε την κοινωνική αστάθεια με την πολιτική του και εξάπλωσε την πολιτική κρίση ακόμη περισσότερο στον κοινωνικό τομέα. Ιδιαίτερα σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε το εξής: το πρόβλημα δεν είναι συνδεδεμένο μόνο με το κουρδικό ζήτημα όπως βιώνεται στο εσωτερικό. Ιδιαίτερα οι κατακτήσεις στη Ροζάβα στη Συρία είναι ένας παράγοντας που θα καθορίσει το κουρδικό ζήτημα. Το τελευταίο διάστημα η κατάσταση της Ροζάβα είναι ο παράγοντας που καθορίζει τις αντιθέσεις μεταξύ του κουρδικού κινήματος και του τουρκικού κράτους.
Ο πιο σκληρός γύρος του αλληλοσπαραγμού της αστικής τάξης
Σ’ αυτό το ταμπλό συνεχίστηκε μια αδιάκοπη πάλη ανάμεσα στις κλίκες της άρχουσας τάξης για την εξουσία. Στις 15 Ιούλη του 2016, σ’ αυτήν την πολιτική πραγματικότητα της κρίσης, με τον αντίκτυπο του συνολικού πολέμου ενάντια στους Κούρδους, με τις αντιδράσεις και την οργή ενός τμήματος της κοινωνίας για το ΑΚP και τους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ να μην μπορούν να διαμορφώσουν τη Μέση Ανατολή στο επιθυμητό επίπεδο, πραγματοποιήθηκε μια απόπειρα πραξικοπήματος. Αυτή η απόπειρα πραγματοποιήθηκε στο διάστημα που το ίδιο το ΑΚP εφάρμοσε ισχυρή πίεση σε πλατιά κοινωνικά στρώματα και μαζικές βάναυσες σφαγές αμάχων στις κουρδικές πόλεις και την επαρχία.
Ωστόσο απέτυχε αφού δεν είχε αρκετή υποστήριξη από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ούτε είχε εξασφαλίσει την αναγκαία στήριξη από δυνάμεις μέσα στο κράτος και την υποστήριξη της κοινωνίας. Αυτή η απόπειρα, που δεν στηρίχτηκε στις ιεραρχικές σχέσεις στο εσωτερικό μιας στρατιωτικής χούντας, κυριολεκτικά έσυρε το κράτος σε μια νέα πολιτική κρίση. Αυτή η εξέλιξη αποδυνάμωσε και εξασθένισε το κράτος στο οποίο ο στρατός είναι ο κορυφαίος μηχανισμός του. Ένα σημαντικό τμήμα της αστικής τάξης, που στάθηκε απέναντι στην απόπειρα, εμπλέκεται πολιτικά στην αναστήλωση του αποδυναμωμένου κράτους και περιμένει να ωφεληθεί από τα αποτελέσματα της απόπειρας. Κεμαλιστές, εθνικιστές, φιλελεύθεροι και ισλαμιστές είναι τα τμήματα που σχημάτισαν μια προσωρινή συμμαχία σ’ αυτήν τη διαδικασία. Σαν μέθοδος... καλωσορίσματος αυτής της διαδικασίας ανακοινώθηκε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Κατάσταση έκτακτης ανάγκης: Ο τακτικός στόχος είναι η FΕΤΟ (1), ο στρατηγικός στόχος οι επαναστατικές, δημοκρατικές και πατριωτικές δυνάμεις!
Αυτή η ασυνήθιστη συμμαχία κινήθηκε πρώτα για την εκκαθάριση του κινήματος του Γκιουλέν (FETΟ) που είναι μια ισχυρή δύναμη μέσα στο κράτος. Συνέλαβε τους δικαστές, τους αστυνομικούς, τους στρατιωτικούς και όλους τους γνωστούς γραφειοκράτες και τους απέλυσε. Στις αστυνομικές επιχειρήσεις συνέλαβαν όσους δημοσιογράφους είχαν σχέση μ’ αυτόν τον τομέα, επιχειρηματίες, ποδοσφαιριστές κ.λπ. Περίπου 20.000 άνθρωποι συνελήφθησαν. Δεκάδες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι απολύθηκαν, δεκάδες εφημερίδες και τηλεοπτικοί σταθμοί έκλεισαν, χιλιάδες σχολεία και επιχειρήσεις δημεύτηκαν.
Αυτές οι επιθέσεις αναμφίβολα δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτά τα τμήματα. Αυτή η διαδικασία όχι μόνο δεν διέκοψε τον πόλεμο εναντίον των Κούρδων, αντίθετα, ευνόησε την κλιμάκωση και την αναβάθμισή του. Αυτή η κατάσταση έστρωσε το δρόμο σ’ αυτούς που θέλουν τη συμβιβαστική λύση στο κουρδικό ζήτημα. Η επίθεση υλοποιείται με το υπουργικό συμβούλιο να εκδίδει διατάγματα ενάντια στις θεμελιώδεις ελευθερίες και δικαιώματα. Στο όνομα της καταπολέμησης της FΕΤΟ θα περάσει νόμους και θα εντείνει την επίθεση σε όλους τους αντικυβερνητικούς πολίτες. Τα κοινωνικά δικαιώματα, οι κατακτήσεις των δημοσίων υπαλλήλων, το δικαίωμα στις συγκεντρώσεις και τις πορείες, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης είναι αυτά που θα δεχτούν άμεσα επίθεση.
Σοβαρό θέμα είναι η δημιουργία μιας προσωρινής συμμαχίας όλων των φασιστικών κομμάτων στο όνομα της «προστασίας της δημοκρατίας», που είναι μια αντιδραστική συμμαχία ενάντια στους επαναστάτες. Αυτή η συμμαχία είναι μια συνεργασία προσανατολισμένη στην εχθρότητα για τους Κούρδους και επιδιώκει την αναβάθμιση του τουρκικού σοβινισμού με κοινές μαζικές συγκεντρώσεις και κοινές νομοθετικές ρυθμίσεις. Το μήνυμα που στέλνουν στα πλατιά κοινωνικά στρώματα είναι η ιδεολογική επίθεση και η χειραγώγηση.
Το αντίδοτο στην κρίση, μια νέα κρίση με την επίθεση στην Τζεραμπλούς: Πίσω από την αντι-ISIS ρητορεία η έχθρα για τους Κούρδους!
Από την άλλη πλευρά, η τουρκική αστική τάξη δεν μένει πίσω στην υλοποίηση των δικών της συμφερόντων στη Μέση Ανατολή, ούτε από το στόχο να γίνει η ευνοούμενη των ιμπεριαλιστών, όπως δεν σταματά να υλοποιεί μια πολεμική πολιτική με βάση την αντίθεση με τους Κούρδους. Προσπαθεί να μειώσει την ένταση στις σχέσεις της με τη Ρωσία και το Ισραήλ και να δημιουργήσει μια γραμμή με το Ιράν και τη Συρία με κοινό σημείο την αντίθεση με τους Κούρδους.
Για το ξεπέρασμα της πολιτικής κρίσης που βιώνει το τουρκικό κράτος, υιοθέτησε την επιθετική στρατιωτική πολιτική στο εξωτερικό. Με την πλήρη υποστήριξη του συνόλου των μερίδων της αστικής τάξης και με μια ισχυρή συμμαχία, ξεκίνησε μια στρατιωτική επιχείρηση εισβολής στην Τζεραμπλούς της Συρίας στις 23 Αυγούστου. Με μια σιωπηρή συμφωνία με τον ISIS που είναι πιο κοντά τους και με την αποδοχή από τους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ εξασφαλίστηκε το πέρασμα στην Τζεραμπλούς χωρίς να υπάρξει σύγκρουση με την αντιπολίτευση. Είναι σαφές πως αυτή ειδικά η επιχείρηση έγινε από την αστική τάξη της Τουρκίας εναντίον των κουρδικών δυνάμεων του YPG. Για το YPG μετά τη νίκη στην πόλη Manbij (2), με τον ISIS ακόμη πιο αδύναμο, η κατάληψη της περιοχής ήταν παιχνιδάκι. Έτσι στόχευσαν στην αποτροπή της ενοποίησης των καντονιών της Ροζάβα σε ομοσπονδία στη Συρία. Η κίνηση αυτή επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί σαν μαχαιριά στο υπογάστριο της Ροζάβα. Για να νομιμοποιήσει αυτήν την επιχείρηση, πραγματοποίησε και τη βομβιστική επίθεση σε γάμο στη γειτονιά που ζουν Κούρδοι στο Γκαζιαντέπ. Αυτή η επίθεση είναι πολύ πιθανό να ολοκληρώθηκε από την ΜΙΤ. Μ' αυτόν τον τρόπο δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι με το χειρισμό της ΜΙΤ έστειλε ένα μήνυμα τόσο στους Κούρδους όσο και σε όσους αναζητούν τη νομιμότητα στην εισβολή στην Τζεραμπλούς. Αυτό υπάρχει στην παράδοση και στη δομή του τουρκικού κράτους. Σ’ αυτήν την επίθεση σκοτώθηκαν δεκάδες παιδιά και στοχοποιήθηκαν η ευτυχία του κουρδικού λαού, οι λαϊκοί του χοροί και τα τραγούδια του. Έτσι προσπάθησαν να τρομοκρατήσουν τους Κούρδους, πάλι εξαιτίας των εθνικών κατακτήσεων των Κούρδων της Συρίας, δολοφονώντας τους.
Η επιχείρηση, που υλοποιήθηκε με τη συγκατάθεση του ρώσικου ιμπεριαλισμού και την υποστήριξη του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, είναι προάγγελος των νέων πολιτικών ισορροπιών και των εξελίξεων στο κουρδικό ζήτημα. Είναι φανερό ότι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός υποστήριξε αυτήν την επίθεση για να ενισχύσει την παρέμβαση του τουρκικού κράτους στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων για το συμβιβασμό με το κουρδικό εθνικό κίνημα. Όμως είναι σαφές ότι ούτε η Ρωσία ούτε οι ΗΠΑ θα επιτρέψουν να αλλάξουν οι ισορροπίες μέσα στη Συρία, ούτε το τουρκικό κράτος να διαμορφώσει την περιοχή όπως θέλει. Δεν θα επιτρέψουν να επιδεινωθεί η υφιστάμενη ισορροπία μέσα στις αντιθέσεις στη Συρία.
Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σ’ αυτό το σημείο είναι φανερό ότι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τις μερίδες της αστικής τάξης της Τουρκίας και τις δυνάμεις της Συρίας για να τις δεσμεύσουν ακόμη περισσότερο και να προσδιορίσουν τα όριά τους. Με το αιτιολογικό ότι οι κίνδυνοι στα κράτη όπως το Ιράν και η Συρία είναι εγγενείς, ιδιαίτερα στις κουρδικές περιοχές όπου οι ιμπεριαλιστές θέλουν να ενισχύσουν την πολιτική τους θέση στη βάση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Σ’ αυτήν την πορεία είναι δυνατόν να δούμε τις κουρδικές δυνάμεις να στριμώχνονται στο πολιτικό πεδίο και να μην υπάρχει περιθώριο στήριξης στους ιμπεριαλιστές στη βάση αυτών των αντιθέσεων. Η Ρωσία, σαν αντάλλαγμα για τις παραχωρήσεις στο θέμα του Άσαντ, κατάργησε τις απειλές αναφορικά με τον εναέριο χώρο. Εκτός αυτού, στην πορεία θα γίνει ξεκάθαρο τι θυσίασε το τουρκικό κράτος σαν αντάλλαγμα. Κατά την άποψη των ΗΠΑ, απέναντι στις κατακτήσεις της Ρωσίας, συνάγεται ότι πρέπει να διευρυνθεί το πεδίο συνεργασίας με τους τζιχαντιστές και να διατηρηθεί η παρουσία των αντι-Άσαντ δυνάμεων.
Η στρατιωτική επιθετικότητα της Τουρκίας είναι δυνατόν να μετατραπεί σε πολιτικό ιδεολογικό επιχείρημα για να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της στην εσωτερική πολιτική που χάθηκε με την απόπειρα πραξικοπήματος και απέναντι στην πολιτική κρίση και την κοινωνική δυσαρέσκεια, διογκώνοντας τα φασιστικά και σοβινιστικά αισθήματα με τις ηρωικές ιστορίες του τουρκικού στρατού, αρθρώνοντας την αντιδραστική πολιτική του πολέμου στις μάζες. Μ’ αυτόν τον τρόπο θέλει τα πλατιά στρώματα να μένουν αμέτοχα και παθητικά. Με τη στρατιωτική επιθετικότητα αναπαράγεται ο μεσαιωνισμός, οι μάζες δηλητηριάζονται με το σοβινισμό. Έτσι προσπαθεί να αμβλύνει την πολιτική κρίση και να διευκολύνει τη διαχείριση αυτής της κατάστασης.
Όμως αυτό σημαίνει ότι αυτή η στρατιωτική επιθετικότητα είναι η αρχή συρροής νέων προβλημάτων για το τουρκικό κράτος. Η στρατιωτική εκστρατεία μέσα στη Συρία θα έχει νέες πολιτικές συνέπειες. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα αυξηθούν οι μέθοδοι πίεσης και καταναγκασμού, με αύξηση του ψυχολογικού πολέμου και της ιδεολογικής επίθεσης ενάντια στους αντιπάλους. Με έναν ψεύτικο πατριωτισμό θα προσπαθήσει να καλύψει την πολεμική του πολιτική, θα προσπαθήσει να νομιμοποιήσει την επιθετικότητα με ψέματα, παρουσιάζοντας τις δολοφονίες που το ίδιο το κράτος έκανε σαν αναγκαίες στο «στόχο για τη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας».
Καθήκον των επαναστατών και των δημοκρατών μέσα στην Τουρκία είναι να σταθούν απέναντι στα ψέματα του τύπου «σωτηρία της δημοκρατίας απέναντι στο πραξικόπημα» στο όνομα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, να γίνουν δυναμικοί αγώνες ενάντια στις επιθέσεις στο λαό και να αντιταχθούν στις κάθε είδους στρατιωτικές επιθέσεις στη Μέση Ανατολή και στην πολιτική του πολέμου. Βασικό καθήκον είναι να αναβαθμιστεί η επαναστατική πάλη ενάντια σε κάθε είδους αντίδραση και το σοβινισμό, να πάρουν θέση στις γραμμές της επανάστασης ενάντια στα αντιδραστικά σχέδια των ιμπεριαλιστών, στην επιθετικότητα και την πολιτική του πολέμου, να πυροδοτήσουν τον αγώνα για τα εθνικά δικαιώματα των Κούρδων.
(1) Fetö, Fetullahçı Terör Örgütü, στην κυριολεξία τρομοκρατική οργάνωση των οπαδών του Φετουλάχ, όρος που χρησιμοποιείται πλέον και επίσημα.
(2) Manbij, η παλιά Ιεράπολις, πόλη στην επαρχία του Χαλεπιού, 30 χιλιόμετρα δυτικά του Ευφράτη
* Το άρθρο προέρχεται από το τμήμα Ευρώπης της Partizan. Μεταφράστηκε από τα τουρκικά για λογαριασμό της «Προλεταριακής Σημαίας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου